Η 12η Φεβρουαρίου 1998 σημάδεψε την περιοχή της Κυψέλης με ένα από τα πιο άγρια εγκλήματα στην Αθήνα. Το απόγευμα εκείνης της ημέρας, περίοικοι στην οδό Τζουμαγιάς άκουσαν φασαρία που προερχόταν από το σπίτι του Λεωνίδα Φόρα, ενός 40χρονου αγιογράφου και πρώην μοναχού του Αγίου Όρους. Όταν μια γειτόνισσα, ανήσυχη, χτύπησε το κουδούνι χωρίς να λάβει απάντηση, ειδοποίησε την αστυνομία. Οι υποψίες της επιβεβαιώθηκαν με τον πιο φρικτό τρόπο: ο Φόρας βρέθηκε νεκρός στο κρεβάτι του, έχοντας δεχθεί 137 μαχαιριές. Ο λαιμός και τα χέρια του ήταν τυλιγμένα με το καλώδιο του τηλεφώνου, ενώ όλοι οι χώροι του διαμερίσματος ήταν άνω-κάτω.
Η εικόνα του εγκλήματος ήταν τόσο φρικτή που ακόμα και ο έμπειρος ιατροδικαστής Νίκος Καρακούκης δήλωσε πως δεν είχε ξανασυναντήσει τέτοια βαρβαρότητα και αγριότητα. Ο δράστης σκότωσε το θύμα με πρωτοφανές μίσος, μη σταματώντας ούτε όταν το μαχαίρι λύγισε, αναγκάζοντάς τον να πάρει ένα δεύτερο και να συνεχίσει τα αλλεπάλληλα χτυπήματα. Αρχικά, οι έρευνες έδειχναν ότι το κίνητρο ήταν η ληστεία, καθώς το διαμέρισμα είχε ερευνηθεί, όμως ο τεράστιος αριθμός μαχαιριών πρόδιδε ένα φοβερό μίσος. Ο άτυχος αγιογράφος, ο οποίος μόλις λίγους μήνες πριν είχε επιστρέψει από το Άγιο Όρος, φαίνεται πως άνοιξε ο ίδιος την πόρτα στον δολοφόνο του.
Η υπόθεση παρέμεινε ανεξιχνίαστη για δυόμισι χρόνια, έως τον Σεπτέμβριο του 2000. Τότε, ο 24χρονος Αλβανός Νίκος Παππάς συνελήφθη τυχαία για μια κλοπή και οδηγήθηκε στην Ασφάλεια Αττικής για δακτυλοσκόπηση. Εκεί, τα αποτυπώματά του ταυτοποιήθηκαν με τα ορφανά δακτυλικά αποτυπώματα που είχαν βρεθεί στον τόπο του εγκλήματος. Στην απολογία του, ο Παππάς δεν αρνήθηκε τη δολοφονία. Ισχυρίστηκε ότι γνώρισε το θύμα σε έναν κινηματογράφο στην Ομόνοια, όπου έβλεπαν ταινία σεξουαλικού περιεχομένου. Ομολόγησε ότι δέχτηκε την ερωτική πρόταση του θύματος έναντι αμοιβής λόγω των οικονομικών του προβλημάτων, αλλά κάποια στιγμή το μετάνιωσε και πήρε τη μοιραία απόφαση. Μετά την πράξη του, έψαξε τα συρτάρια και βρήκε 10.000 δραχμές, τις οποίες πήρε μαζί του.
Το παραπεμπτικό βούλευμα για τον 24χρονο ήταν ιδιαίτερα επιβαρυντικό, καθώς τόνιζε πως το σεξουαλικό πάθος του θύματος, παρόλο που επί 15 χρόνια ήταν μοναχός, σε καμία περίπτωση δεν έδινε το δικαίωμα στον κατηγορούμενο να συμπεριφερθεί με τέτοια αγριότητα, εκμεταλλευόμενος την αδυναμία του. Αυτή η εκτίμηση επηρέασε και τη συνείδηση των μελών του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών, τα οποία τον Δεκέμβριο του 2001 τον έκριναν ένοχο χωρίς κανένα ελαφρυντικό και τον καταδίκασαν σε ισόβια κάθειρξη.