Η Αθανασία Κρικέτου-Σάμαρη, γνωστή ως η «Αγία Αθανασία του Αιγάλεω», άφησε την τελευταία της πνοή τον Φεβρουάριο του 2020 σε ηλικία 92 ετών, στο ίδρυμα «Παναγία Φανερωμένη» στη Μάνδρα Αττικής. Η ιστορία της αποτελεί ένα αμφιλεγόμενο κεφάλαιο, συνώνυμο της εκμετάλλευσης του θρησκευτικού συναισθήματος, αλλά και της βαθιάς ανάγκης των ανθρώπων να πιστέψουν σε κάτι ανώτερο για να λύσουν τα προβλήματά τους. Η Αθανασία γεννήθηκε στην Παλιά Μανολάδα το 1928 και πέρασε τα παιδικά της χρόνια ως βοσκοπούλα.
Στα 17 της, το 1945, ισχυρίστηκε για πρώτη φορά ότι η Παναγία της εμφανίστηκε σε όραμα. Αρχικά δήλωνε ότι επικοινωνούσε μαζί της και στη συνέχεια ότι της άφηνε μηνύματα για τον κόσμο, τα οποία αποτυπώνονταν στο στήθος της με κεφαλαία και μονίμως ανορθόγραφα γράμματα. Οι δικοί της άνθρωποι, όμως, γνώριζαν την κληρονομική πάθηση της δερμογραφίας που υπήρχε στην οικογένεια, μια κατάσταση όπου το δέρμα αντιδρά έντονα σε μηχανικό ερέθισμα, επιτρέποντας σε κάποιον να «χαράξει» λέξεις που παραμένουν ορατές για λίγη ώρα. Ωστόσο, το 1948, όταν μετακόμισε στην Αμαλιάδα, το φαινόμενο επαναλήφθηκε με τη χάραξη ενός σταυρού, και ο τότε Μητροπολίτης Ηλείας Γερμανός ανακοίνωσε επίσημα ότι η Θεομήτωρ εμφανιζόταν στην Αθανασία, παροτρύνοντας τους ανθρώπους σε μετάνοια. Ακολούθησε λιτανία και η «Αγία Αθανασία» είχε «γεννηθεί».
Μία εβδομάδα μετά τη λιτανία, η Αθανασία βρέθηκε ξαπλωμένη σε φέρετρο, για να «αναστηθεί» λίγο αργότερα. Διηγήθηκε μάλιστα ότι η Παναγία την είχε πάρει μαζί της στα Καλάβρυτα για να παρακολουθήσουν την εκτέλεση ανταρτών, στέλνοντας σαφές μήνυμα για τον Εμφύλιο: «Βλέπεις παιδί μου, αυτά παθαίνουν όσοι δεν πιστεύουν». Μετά τον γάμο της με τον Σπύρο Κρικέτη, το ζευγάρι μετακόμισε στο Αιγάλεω, όπου η Αθανασία συνέχισε να δέχεται τους πιστούς με λευκό μαντήλι, δίνοντας ευλογία και υπόσχεση λύσης των προβλημάτων τους.
Μέσα από τις δωρεές των πιστών, η Αθανασία κατάφερε να χτίσει το 1964 το ίδρυμα «Παναγία Φανερωμένη» στη Μάνδρα Αττικής. Το ίδρυμα γιγαντώθηκε, λειτουργώντας για μια δεκαετία χωρίς άδεια, και η Αγία Αθανασία απέκτησε τεράστια περιουσία σε ακίνητα και τραπεζικούς λογαριασμούς. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η δημοσιογραφική έρευνα των Γιάννη Δήμαρά, Γιώργου Λιάνη και Κώστα Χαρδαβέλα αποκάλυψε την τεράστια περιουσία της (ακίνητα αξίας πάνω από 400 εκατομμύρια δραχμές) και σοκαριστικές καταγγελίες για τις συνθήκες στο γηροκομείο.
Οι καταγγελίες έκαναν λόγο για κακοποίηση των ηλικιωμένων και μόνιμη χορήγηση υπνωτικών, ώστε να παραμένουν ακίνητοι στα κρεβάτια τους. Το θέμα έφτασε στη Βουλή και η Αγία Αθανασία οδηγήθηκε σε δίκη για κακούργημα. Παρά τις σκληρές καταθέσεις (όπως αυτή του επιθεωρητή του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών που μίλησε για σκελετωμένους και ακίνητους γέρους), η Αθανασία αθωώθηκε, με δικαστές να αναφέρονται σε «ομαδική βλακεία». Συνήγορός της ήταν ο ποινικολόγος Γιάννης Παπαδογιαννάκης. Ακόμα και μετά την αθώωσή της, οι φανατικοί οπαδοί της δεν πτοήθηκαν. Η ίδια συνέχισε τη δράση της, κρατώντας πλέον πιο χαμηλό προφίλ. Τα μέσα της δεκαετίας του '90 υπέστη απανωτά εγκεφαλικά, έμεινε παράλυτη και έχασε την ικανότητα ομιλίας, επικοινωνώντας μέσω ακατάληπτων ήχων που ερμήνευαν οι βοηθοί της. Παρ' όλα αυτά, μέχρι την τελευταία της πνοή, χιλιάδες άτομα συνέχιζαν να συρρέουν για να την προσκυνήσουν και να λάβουν την ευλογία της.