Τις πρώτες πρωινές ώρες της Τρίτης 10 Μαΐου 2011, ο 44χρονος Μανώλης Καντάρης βάδιζε βιαστικά προς το αυτοκίνητό του, στην καρδιά της Αθήνας. Στο χέρι κρατούσε μια βιντεοκάμερα, έτοιμος να απαθανατίσει το πιο ευτυχισμένο γεγονός: τον ερχομό του τέταρτου παιδιού του στον κόσμο. Ωστόσο, εκείνη η κάμερα έγινε το ματωμένο λάφυρο στα χέρια τριών δραστών, οι οποίοι την κοστολόγησαν πάνω από τη ζωή του.
Η σύζυγός του, Σιμόνα Βιρτζίλι, ετοιμόγεννη, τον περίμενε μαζί με τη μητέρα της στην είσοδο της πολυκατοικίας τους, στη συμβολή των οδών Ηπείρου και Φυλής. Όταν ο Μανώλης καθυστερούσε, η Σιμόνα ένιωσε αμέσως μια άσχημη διαίσθηση. Η μητέρα της βγήκε να τον αναζητήσει και, πριν φτάσει στο πάρκινγκ, αντίκρισε κόκκινες κορδέλες και περιπολικά στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου. Παρόλο που οι αστυνομικοί προσπάθησαν να την απομακρύνουν, η Σιμόνα πρόλαβε να δει ένα γνώριμο παπούτσι, ένα χέρι, και τέλος το πρόσωπο του συζύγου της. Ήταν ο Μανώλης.
Η γέννηση μέσα στη φρίκη
Η Σιμόνα δεν είχε χρόνο να θρηνήσει. Έπρεπε να παραμερίσει την συναισθηματική τρικυμία και να προστατεύσει το μωρό που κυοφορούσε. Με τη βοήθεια αστυνομικών, μεταφέρθηκε στην μαιευτική κλινική. Λίγες ώρες αργότερα, έφερε στον κόσμο την κόρη τους, την Εμμανουέλα. Μέσα σε ένα απόλυτο σοκ, η οικογένεια Καντάρη κανονίζει μία κηδεία, ενώ βρίσκεται ακόμα μέσα στο μαιευτήριο.
Η αστυνομία δεν δυσκολεύτηκε να ξετυλίξει το κουβάρι της φρίκης, καθώς η δολοφονική επίθεση είχε καταγραφεί από κάμερες ασφαλείας. Ήταν 5:30 το πρωί, όταν ο άτυχος άντρας αιφνιδιάστηκε από τρεις Αφγανούς στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου. Στην προσπάθειά του να διαφύγει, τον μαχαίρωσαν τρεις φορές στα πλευρά, στον λαιμό και στα χέρια, αφήνοντάς τον αιμόφυρτο. Άρπαξαν την βιντεοκάμερα, έψαξαν το πορτοφόλι του και εξαφανίστηκαν. Η επίθεση διήρκεσε μόλις 14 δευτερόλεπτα.
Ο συλλογικός αποτροπιασμός και η δικαίωση
Το σοκ που επικράτησε στην κοινή γνώμη ήταν συλλογικό. Οι Αθηναίοι έκαναν λόγο για «γκετοποίηση» του κέντρου και διαμαρτύρονταν έντονα για την ελλιπή αστυνόμευση. Ο αποτροπιασμός μεταφράστηκε σε μαζικές διαμαρτυρίες, φέρνοντας στο προσκήνιο το ζήτημα της έξαρσης της εγκληματικότητας.
Η αστυνομία κινητοποιήθηκε άμεσα και, μετά από εννέα ημέρες συνεχών προσαγωγών, δύο από τους τρεις δράστες συνελήφθησαν και ομολόγησαν. Ήταν δύο Αφγανοί ηλικίας 20 και 27 ετών. Κατά την απολογία του, ένας εξ αυτών πρόβαλε την απίστευτη δικαιολογία: «Φώναζε πολύ, κλέφτης-κλέφτης. Τι να έκανα;». Όπως ομολόγησαν, πούλησαν την βιντεοκάμερα στο Μοναστηράκι για 120 ευρώ.
Η καταδίκη και η απουσία του κράτους
Το 2012, δύο από τους τρεις δράστες καταδικάστηκαν σε ισόβια και 23 χρόνια κάθειρξη. Ο τρίτος, στον οποίο επιχείρησαν να επιρρίψουν τη δολοφονία, δεν εντοπίστηκε ποτέ. Τρία χρόνια αργότερα, κατά την εκδίκαση της έφεσης, οι δύο δράστες επέμειναν στην αθωότητά τους, χωρίς να δείξουν ίχνος μεταμέλειας. Τελικά, το 2016, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο τους καταδίκασε ομόφωνα στην ίδια ποινή για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, ληστεία και οπλοχρησία.
Η δολοφονία του Μανώλη Καντάρη άφησε πίσω του τέσσερα παιδιά, εκ των οποίων τα δύο μικρότερα, η Εμμανουέλα και ο 1,5 έτους γιος του, δεν έχουν ζωντανές αναμνήσεις του πατέρα τους. Η μεγάλη του κόρη, Ανδριάννα, η οποία ήταν 16 ετών τότε, εξέφρασε τον πόνο και την οργή της: «Ξύπνησα με την φράση ‘πέθανε ο μπαμπάς’… Ήμουν 16 χρονών, ένα παιδί σοκαρισμένο που μόλις είχε μάθει τον τόσο ξαφνικό και άδικο χαμό του αγαπημένου του προσώπου».
Παρά τις μαζικές διαμαρτυρίες και τον έντονο δημόσιο διάλογο που προκλήθηκε, η οικογένεια Καντάρη, δέκα χρόνια αργότερα, αναγκάστηκε να ορθοποδήσει στηριζόμενη αποκλειστικά στις δικές της δυνάμεις, χωρίς καμία έμπρακτη βοήθεια από την Πολιτεία. Η Ανδριάννα, σε συγκινητική ανάρτησή της, υπενθύμισε: «Ούτε το κράτος, ούτε κανείς από τους κυβερνώντες δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ και δεν στήριξε με κανέναν τρόπο την οικογένειά μας».