Η δολοφονία του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια, στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 (με το παλαιό ημερολόγιο), αποτελεί μια από τις πιο σκοτεινές και αμφιλεγόμενες στιγμές της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Η πράξη αυτή, που έλαβε χώρα έξω από τον ναό του Αγίου Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο, δεν ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό βίας, αλλά η τραγική κατάληξη μιας βαθιάς και παρατεταμένης σύγκρουσης ανάμεσα στην κεντρική εξουσία που προσπαθούσε να επιβάλει ο Καποδίστριας και στα παραδοσιακά προνόμια των τοπικών αρχόντων, με κυριότερους εκπροσώπους τη δυναστεία των Μαυρομιχάληδων από τη Μάνη.
Ο Καποδίστριας ανέλαβε τη διακυβέρνηση μιας χώρας ερειπωμένης από τον πόλεμο, με στόχο τη δημιουργία ενός σύγχρονου, συγκεντρωτικού κράτους στα πρότυπα των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Αυτή η προσπάθεια εκσυγχρονισμού περιλάμβανε την κατάργηση των τοπικών προνομίων, την επιβολή κεντρικής φορολογίας και τον έλεγχο των τελωνείων. Για τη Μάνη και την οικογένεια των Μαυρομιχάληδων, οι οποίοι απολάμβαναν ένα καθεστώς ημιαυτονομίας για αιώνες, οι μεταρρυθμίσεις αυτές θεωρήθηκαν ευθεία επίθεση στην ισχύ τους και στην οικονομική τους επιβίωση. Η άρνηση του Καποδίστρια να ικανοποιήσει τις οικονομικές διεκδικήσεις του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και η μετέπειτα φυλάκισή του στο Παλαμήδι αποτέλεσαν τη θρυαλλίδα που οδήγησε στην απόφαση για τη δολοφονία.
Ο Κωνσταντίνος και ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, αδελφός και γιος του Πετρόμπεη αντίστοιχα, θεωρήθηκαν οι φυσικοί αυτουργοί της δολοφονίας. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές και τις αναλύσεις ερευνητών όπως ο Ανάργυρος Κουτσιλιέρης, η πράξη τους υποκινήθηκε από το αίσθημα της οικογενειακής τιμής και την πεποίθηση ότι ο Καποδίστριας ενεργούσε ως τύραννος που παραβίαζε τα πατροπαράδοτα δίκαια της Μάνης. Ωστόσο, η ιστορική έρευνα έχει επισημάνει και τον ρόλο των ξένων δυνάμεων, κυρίως της Αγγλίας και της Γαλλίας, οι οποίες έβλεπαν με καχυποψία την εξωτερική πολιτική του Καποδίστρια και την υποτιθέμενη εγγύτητά του με τη Ρωσία, δημιουργώντας ένα κλίμα που ευνόησε ή και ενθάρρυνσε την εξέγερση κατά του Κυβερνήτη.
Οι συνέπειες της δολοφονίας ήταν ολέθριες για την Ελλάδα, καθώς η χώρα βυθίστηκε σε μια περίοδο αναρχίας και εμφύλιων συρράξεων που διήρκεσε μέχρι την άφιξη του Όθωνα. Η σύγκρουση Καποδίστρια και Μαυρομιχάληδων παραμένει ένα διαχρονικό μάθημα για τη δυσκολία μετάβασης από ένα παραδοσιακό σύστημα τοπικών εξουσιών σε ένα ευνομούμενο κράτος δικαίου. Η ιστορική αποτίμηση του γεγονότος συνεχίζει να διχάζει, με κάποιους να βλέπουν στους Μαυρομιχάληδες τους «τυραννοκτόνους» που υπερασπίστηκαν την ελευθερία και άλλους να τους θεωρούν υπεύθυνους για την ανακοπή της πορείας αναγέννησης του ελληνικού κράτους.