Δεν ζούμε την κατάρρευση των θεσμών· ζούμε την κόπωση της συναίνεσης. Το κοινωνικό συμβόλαιο δεν έσπασε με θόρυβο· φθείρεται σιωπηλά, μέσα στην αίσθηση ότι οι κανόνες υπάρχουν, αλλά δεν μας ανήκουν πια.
Κάποτε, συμφωνήσαμε —έστω νοερά— να περιορίσουμε την απόλυτη ελευθερία μας για να κερδίσουμε ασφάλεια, δικαιοσύνη, συνύπαρξη. Σήμερα, όμως, πολλοί αισθάνονται ότι τηρούν τις υποχρεώσεις τους χωρίς να απολαμβάνουν τα δικαιώματά τους. Το συμβόλαιο εφαρμόζεται, αλλά δεν βιώνεται. Υπάρχει, αλλά δεν πείθει.
Η δημοκρατία επιβιώνει ως μηχανισμός, όχι πάντα ως εμπειρία. Η ψήφος γίνεται συνήθεια, όχι πράξη ελπίδας. Η αντιπροσώπευση συχνά εκλαμβάνεται ως απόσταση. Κι εκεί όπου η συμμετοχή υποχωρεί, εισχωρούν η δημαγωγία, ο φόβος και η εύκολη οργή. Όχι επειδή οι άνθρωποι έγιναν πιο «επικίνδυνοι», αλλά επειδή αισθάνονται αόρατοι.
Το μεγαλύτερο ρήγμα του σύγχρονου κοινωνικού συμβολαίου είναι η ανισότητα νοήματος. Δεν είναι μόνο ότι κάποιοι έχουν περισσότερα· είναι ότι κάποιοι νιώθουν πως η ζωή τους μετρά λιγότερο. Ότι οι κανόνες φτιάχνονται χωρίς αυτούς, για άλλους. Ότι η ισότητα είναι διακήρυξη, όχι συνθήκη.
Και μέσα σε όλα αυτά, η τεχνολογία δεν είναι ουδέτερη. Η «γενική βούληση» σχηματίζεται πια σε αλγοριθμικά περιβάλλοντα, στα οποία η προσοχή είναι εμπόρευμα και η αγανάκτηση νόμισμα. Το κοινωνικό συμβόλαιο δεν διαρρηγνύεται μόνο από την αδικία, αλλά και από τη χειραγώγηση της κρίσης.
Γι’ αυτό, το αίτημα της εποχής δεν είναι η επιστροφή σε έναν ιδανικό παρελθόντα κόσμο ούτε η κυνική αποδοχή της παρακμής. Είναι η επανίδρυση της συναίνεσης. Όχι ως υποταγή, αλλά ως συνειδητή συμμετοχή. Όχι ως φόβος του χάους, αλλά ως κοινή ευθύνη για το μέλλον.
Ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο οφείλει:
- να εγγυάται όχι μόνο τυπικά δικαιώματα, αλλά και πραγματικές δυνατότητες ζωής,
- να συνδυάζει την ελευθερία με τη φροντίδα και την ισότητα με την αξιοπρέπεια,
- να προστατεύει τον πολίτη όχι μόνο από την αυθαιρεσία της εξουσίας, αλλά και από την εγκατάλειψη.
Η δημοκρατία δεν είναι δεδομένο καθεστώς· είναι καθημερινή πράξη. Και το κοινωνικό συμβόλαιο δεν ανανεώνεται με νόμους μόνο, αλλά με εμπιστοσύνη, δικαιοσύνη και ουσιαστικό λόγο.
Αν θέλουμε να συνεχίσουμε να ζούμε μαζί, δεν αρκεί να υπακούμε στους κανόνες. Πρέπει να μπορούμε να πούμε ξανά —και αληθινά— ότι αυτοί οι κανόνες είναι δικοί μας.
Αποστόλης Ζυμβραγάκης, Φιλόλογος M.Ed., Συγγραφέας