Στη μέση του ποταμού Ομπ στη Σιβηρία, περίπου 500 χιλιόμετρα από την πόλη Τομσκ, βρίσκεται ένα απομονωμένο νησί γνωστό στους χάρτες ως Ναζίνο. Ωστόσο, η τοπική παράδοση του έχει προσδώσει ένα μακάβριο, ανεπίσημο όνομα: «Το Νησί των Κανιβάλων». Η ιστορία του αποκαλύπτει ένα από τα πιο φρικιαστικά και σκοτεινά μυστικά της σοβιετικής ιστορίας, ένα γεγονός που παρέμεινε κρυφό για δεκαετίες και ήρθε στο φως μόλις στα τέλη της δεκαετίας του '80. Πρόκειται για το τραγικό αποτέλεσμα μιας άκρως πρόχειρης και απάνθρωπης προσπάθειας δημιουργίας μιας αγροτικής κοινότητας από την αρχή, που μετατράπηκε σε μια κόλαση επιβίωσης και οδήγησε στον θάνατο και τον κανιβαλισμό χιλιάδες ανθρώπους το 1933.
Η επιχείρηση, στα πλαίσια του ευρύτερου σχεδίου δημιουργίας αγροτικών κοινοτήτων στη Σιβηρία, στόχευε στην εξάλειψη των «ανεπιθύμητων» και «άνευ τάξεως» στοιχείων από τη Μόσχα και το Λένινγκραντ. Οι εξόριστοι, γνωστοί ως «άκο», στάλθηκαν σε μια παρθένα έκταση γης για να δημιουργήσουν την κοινότητα Ναζίνο, με την εντολή να καταστήσουν την περιοχή αυτάρκη μέσα σε τρία χρόνια. Ωστόσο, οι 5.000 συλληφθέντες που φορτώθηκαν σε μαούνες μεταφοράς ξυλείας στις 14 Μαΐου 1933, υπό την επίβλεψη 50 άπειρων φρουρών, δεν ήταν αγρότες και δεν είχαν καμία απολύτως γνώση για την επιβίωση σε συνθήκες Σιβηρίας.
Η απίστευτη προχειρότητα και η ακραία αδιαφορία για την ανθρώπινη ζωή φάνηκαν αμέσως. Κατά τη διάρκεια του τετραήμερου ταξιδιού στο παγωμένο ποτάμι, 27 άνθρωποι πέθαναν από τις κακουχίες. Όταν έφτασαν στο νησί, όπου δεν υπήρχε καμία απολύτως εγκατάσταση, κανένα καταφύγιο και με το χιόνι να καλύπτει τα πάντα, οι 4.588 επιζώντες (μεταξύ των οποίων μόνο 32 γυναίκες), αναγκάστηκαν να περάσουν την πρώτη νύχτα ξαπλωμένοι στο χιόνι, με αποτέλεσμα άλλοι 295 να πεθάνουν από τον παγετό και την πείνα. Το ημερήσιο συσσίτιο για το ταξίδι ήταν 200 γραμμάρια παγωμένο ψωμί, ενώ το αλεύρι που προοριζόταν για το νησί δεν συνοδευόταν από μαγειρικά σκεύη.
Η κατάσταση σύντομα ξέφυγε από κάθε έλεγχο. Οι ποινικοί κατάδικοι, που αποτελούσαν το ένα τρίτο των εξόριστων, επιβλήθηκαν στους πολιτικούς κρατούμενους, αρπάζοντας τις λιγοστές μερίδες φαγητού και εκβιάζοντάς τους. Μέσα σε λίγες ημέρες, η πείνα, η δυσεντερία και η απόλυτη εξαθλίωση οδήγησαν στην εμφάνιση συμμοριών και στη διάλυση κάθε ίχνους ανθρωπιάς. Μέχρι τα τέλη Μαΐου, με την πλήρη κατάρρευση του συστήματος διανομής τροφής, οι εναπομείναντες χιλιάδες άρχισαν να τρώνε ο ένας τον άλλον. Οι μαρτυρίες είναι φρικιαστικές, περιγράφοντας σκηνές όπου οι κρατούμενοι έκοβαν μέλη από πτώματα ή από ζωντανούς ανθρώπους για να τα ψήσουν, με τους αδιάφορους φρουρούς να ανέχονται την κατάσταση.
Η τραγωδία έγινε τόσο απροκάλυπτη που δεν μπορούσε πλέον να αγνοηθεί από τις σοβιετικές αρχές, και το στρατόπεδο εκκενώθηκε τον Ιούνιο. Από τους 6.200 κρατούμενους που είχαν φτάσει στο Ναζίνο, μόνο οι 2.856 επιβίωσαν. Περίπου 2.000 είχαν πεθάνει από τις κακουχίες και τον κανιβαλισμό, ενώ άλλοι είχαν εξαφανιστεί ή είχαν πυροβοληθεί από τους φρουρούς στην προσπάθειά τους να αποδράσουν. Η υπόθεση θάφτηκε για δεκαετίες από την κυβέρνηση, παρά την αναλυτική αναφορά ενός χαμηλόβαθμου κομματικού στελέχους, του Βασίλι Βελίτσκο, ο οποίος κατέγραψε τις μαρτυρίες της τοπικής φυλής και επιζώντων, περιγράφοντας την εύρεση ακρωτηριασμένων πτωμάτων. Η αναφορά του θάφτηκε στο πολιτικό γραφείο και ο ίδιος καθαιρέθηκε. Μόνο το 1989, με τον αποχαρακτηρισμό των φακέλων της υπηρεσίας Γκουλάγκ, βρέθηκε η αλήθεια. Σήμερα, ένας ξύλινος σταυρός που τοποθετήθηκε το 1993 από τους Στι, θυμίζει το μαρτυρικό τέλος χιλιάδων ανώνυμων θυμάτων στο «Νησί των Κανιβάλων», επιβεβαιώνοντας πως, υπό συνθήκες ακραίας απελπισίας, ο άνθρωπος μπορεί να μετατραπεί στο πιο άγριο θηρίο.