Η Αγγλία του 1531 βρισκόταν στα πρόθυρα θρησκευτικής επανάστασης. Ο βασιλιάς Ερρίκος Η' πάλευε να ακυρώσει τον γάμο του με την Αικατερίνη της Αραγωνίας, αντιμετωπίζοντας σθεναρή αντίσταση από άνδρες όπως ο Επίσκοπος Τζον Φίσερ του Ρότσεστερ. Μέσα σε αυτό το κλίμα έντασης και καχυποψίας, όπου κάθε γεύμα μπορούσε να κρύβει απειλή, το δηλητήριο θεωρούνταν όχι απλώς όπλο, αλλά ιεροσυλία—μια επίθεση στην καρδιά της χριστιανικής φιλοξενίας. Κάθε ευγενές νοικοκυριό ζούσε υπό τον φόβο της δηλητηρίασης, με δοκιμαστές να ρισκάρουν τη ζωή τους σε κάθε μπουκιά.
Σε αυτό το εκρηκτικό περιβάλλον, ο μάγειρας του Επισκόπου Φίσερ, Ρίτσαρντ Ρουζ, βρέθηκε στο επίκεντρο ενός τρομακτικού περιστατικού. Το πρωί της 18ης Φεβρουαρίου 1531, ο Ρουζ ετοίμαζε έναν απλό χυλό για τους καλεσμένους του επισκόπου και τους φτωχούς που έρχονταν για φιλανθρωπία. Σε μια στιγμή που αργότερα ισχυρίστηκε ότι ήταν ένα «ανόητο αστείο»—ένα καθαρτικό για να προκαλέσει αμηχανία—πρόσθεσε μια μυστηριώδη σκόνη στο φαγητό. Η σκόνη αυτή, αντί για ένα αθώο καθαρτικό, αποδείχθηκε δηλητήριο. Μέσα σε λίγο χρόνο, 17 άνθρωποι αρρώστησαν σοβαρά, και δύο πέθαναν: ο Μπένετ Κάρεν, ένας καλεσμένος του επισκόπου, και μια φτωχή γυναίκα που είχε λάβει τη φιλανθρωπία. Ο Ρουζ, σοκαρισμένος από τις συνέπειες της πράξης του, συνελήφθη άμεσα.
Η αντίδραση του Βασιλιά Ερρίκου Η' ήταν άμεση και εκρηκτική. Ο Ερρίκος, ο οποίος μισούσε το δηλητήριο με εμμονή, θεώρησε το έγκλημα ως προσωπική επίθεση στην τάξη του βασιλείου. Βλέποντας μια ευκαιρία να επιδείξει την απόλυτη δύναμή του και να τρομοκρατήσει τους εχθρούς του, απαίτησε μια γρήγορη και τρομερή δικαιοσύνη. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, το αγγλικό κοινοβούλιο πέρασε ένα πρωτοφανές νομοθέτημα (νόμος post facto), το οποίο αναδρομικά κατέτασσε τη δηλητηρίαση ως εσχάτη προδοσία—ένα έγκλημα κατά του ίδιου του κράτους—και μάλιστα όριζε μία νέα, φρικτή τιμωρία.
Η ποινή για τον Ρίτσαρντ Ρουζ ήταν να βραστεί ζωντανός στον Σμιθφιλντ του Λονδίνου. Η δικαιολόγηση ήταν μια στρεβλή μορφή «ποιητικής δικαιοσύνης»: αφού ο Ρουζ είχε χρησιμοποιήσει το μαγείρεμα για να σκοτώσει, θα πέθαινε με τον ίδιο τρόπο. Στις 5 Απριλίου 1531, ο Ρουζ οδηγήθηκε στο Σμίθφιλντ, όπου ένα τεράστιο καζάνι με νερό έβραζε πάνω σε δυνατή φωτιά. Οι αλυσίδες τον κατέβασαν στο καυτό υγρό, και οι κραυγές του θύματος, όπως αναφέρουν τα χρονικά, ήταν «πολύ δυνατές». Για δύο ώρες, ο Ρουζ υπέφερε αφάνταστη αγωνία μπροστά σε ένα πλήθος που παρακολουθούσε με τρόμο και φρίκη. Η εκτέλεση ήταν ένα βάναυσο θέαμα, μια δημόσια επίδειξη της απόλυτης δύναμης του Ερρίκου Η'. Η τιμωρία επαναλήφθηκε μία ακόμη φορά το 1542 με τη Μάργκαρετ Ντέιβι, προτού ο Νόμος περί Δηλητηρίασης καταργηθεί το 1547 από τον νεαρό βασιλιά Εδουάρδο ΣΤ', ο οποίος αναγνώρισε τη βαρβαρότητά του. Η ιστορία του Ρίτσαρντ Ρουζ παραμένει ένα ζοφερό παράδειγμα της κατάχρησης εξουσίας, όταν οι νόμοι γράφονται αναδρομικά και οι ποινές εφευρίσκονται για να εξυπηρετήσουν τον φόβο και τη βασιλική οργή.
