Η αναζήτηση για την κατάκτηση των άστρων αποτελεί ένα από τα πιο συναρπαστικά, αλλά και πιο επικίνδυνα εγχειρήματα της ανθρωπότητας. Δυστυχώς, με κάθε επιτυχημένη εκτόξευση, έχουν συμβεί και λάθη ή κακοτεχνίες με θανατηφόρα αποτελέσματα. Η ιστορία της διαστημικής εξερεύνησης στιγματίζεται από καταστροφές που υπενθυμίζουν το τεράστιο ρίσκο, αλλά παράλληλα οδήγησαν σε κρίσιμες αλλαγές στον σχεδιασμό και τα πρωτόκολλα ασφαλείας.
Η τραγωδία του Soyuz 11
Η καταστροφή του Soyuz 11 το 1971 είναι η μοναδική περίπτωση όπου άνθρωποι πέθαναν στο ίδιο το διάστημα. Η Σοβιετική Ένωση, σε μια προσπάθεια να αντιπαρατεθεί στην επιτυχία των ΗΠΑ με την προσσελήνωση, είχε στόχο να αποδείξει τη βιωσιμότητα μακράς διάρκειας ανθρώπινης διαστημικής πτήσης με τον πρώτο διαστημικό σταθμό, τον Salyut 1. Το τριμελές πλήρωμα του Soyuz 11 (Γκεόργκι Ντομπροβόλσκι, Βλαντισλάβ Βόλκοφ και Βίκτορ Πατσάγιεφ) πέρασε 22 ημέρες στον σταθμό, σημειώνοντας ρεκόρ.
Κατά την προετοιμασία για την επάνοδο, η κάψουλα αποσυνδέθηκε επιτυχώς, ωστόσο το πλήρωμα δεν φορούσε διαστημικές στολές λόγω του μικρού μεγέθους του σκάφους. Κατά τον διαχωρισμό των μονάδων πριν την επανείσοδο στην ατμόσφαιρα, μια σειρά εκρηκτικών κοχλιών πυροδοτήθηκαν ταυτόχρονα αντί διαδοχικά, προκαλώντας έναν ισχυρό κλονισμό. Αυτός ο κλονισμός άνοιξε μια μικρή βαλβίδα εξαερισμού που έπρεπε να ανοίξει πολύ αργότερα.
Αυτό οδήγησε σε ταχύτατη απώλεια πίεσης σε υψόμετρο 168 χιλιομέτρων. Μέσα σε δευτερόλεπτα, το πλήρωμα λιποθύμησε λόγω έλλειψης οξυγόνου. Η πτώση της πίεσης προκάλεσε εμβολισμό, δηλαδή το αίμα τους άρχισε να βράζει, με αποτέλεσμα να σπάσουν τριχοειδή αγγεία, οδηγώντας στον θάνατο πριν καν την πρόσκρουση. Όταν το πλήρωμα εδάφους άνοιξε την κάψουλα στο Καζακστάν, βρήκε τους τρεις αστροναύτες νεκρούς, με τα χείλη τους μελανιασμένα και ίχνη αίματος από τη μύτη και τα αυτιά. Ως αποτέλεσμα, όλες οι μελλοντικές αποστολές Soyuz απαιτούσαν σφραγισμένες στολές πίεσης.
Apollo 1
Η καταστροφή του Apollo 1 στις 27 Ιανουαρίου 1967, ήταν ένα φρικτό ατύχημα που συνέβη στο έδαφος, κατά τη διάρκεια μιας προσομοίωσης εκτόξευσης. Το τριμελές πλήρωμα (Βέρτζιλ Γκας Γκρίσομ, Εντ Γουάιτ και Ρότζερ Τσάφι) σκοτώθηκε όταν η κάψουλα τυλίχθηκε στις φλόγες. Η NASA βρισκόταν υπό πίεση να φτάσει στο φεγγάρι μέχρι το 1970 και ο σχεδιασμός του Apollo ήταν περίπλοκος και γεμάτος ελαττώματα. Το πλήρωμα είχε εκφράσει ανησυχίες για την ασφάλεια, ιδίως για την παρουσία εύφλεκτων υλικών (όπως δίχτυα νάιλον) και εκτεθειμένα καλώδια μέσα στην κάψουλα.
Κατά τη διάρκεια της δοκιμής, αφού οι αστροναύτες είχαν σφραγιστεί στην κάψουλα με καθαρό οξυγόνο υπό πίεση, μια ξαφνική αύξηση ισχύος προκάλεσε σπινθήρα σε ένα χαλασμένο καλώδιο κάτω από το κάθισμα του Γκρίσομ. Στο περιβάλλον του καθαρού οξυγόνου, η φωτιά εξαπλώθηκε αστραπιαία. Η αύξηση της θερμοκρασίας αύξησε την πίεση, κάνοντας σχεδόν αδύνατο το άνοιγμα της πολύπλοκης καταπακτής από το πλήρωμα. Το προσωπικό εδάφους κατάφερε να ανοίξει την καταπακτή μετά από πέντε λεπτά, βρίσκοντας και τους τρεις αστροναύτες νεκρούς από εισπνοή καπνού. Το ατύχημα οδήγησε σε ριζικές αλλαγές στον σχεδιασμό της κάψουλας και στην ασφάλεια των υλικών.
Challenger
Στις 28 Ιανουαρίου 1986, το διαστημικό λεωφορείο Challenger εξερράγη μόλις 73 δευτερόλεπτα μετά την εκτόξευση, μπροστά στα μάτια εκατομμυρίων θεατών, συμπεριλαμβανομένων πολλών παιδιών που περίμεναν να δουν την πρώτη δασκάλα στο διάστημα, την Κρίστα ΜακΌλιφ. Η αιτία της καταστροφής ήταν η αποτυχία των δακτυλίων O-ring στον δεξιό πύραυλο στερεών καυσίμων, η οποία προκλήθηκε από τις ασυνήθιστα χαμηλές θερμοκρασίες της ημέρας της εκτόξευσης.
Μηχανικοί είχαν προειδοποιήσει επανειλημμένα τη διοίκηση της NASA ότι οι δακτύλιοι αυτοί γίνονταν άκαμπτοι σε κρύο καιρό και δεν μπορούσαν να σφραγίσουν σωστά τους ενισχυτές, ζητώντας αναβολή της εκτόξευσης. Ωστόσο, η NASA, υπό πίεση χρονοδιαγράμματος, αγνόησε τις προειδοποιήσεις. Λίγο μετά την απογείωση, μια μικρή στήλη μαύρου καπνού (αποτέλεσμα της αποτυχίας των O-ring) διέφυγε από τον δεξιό ενισχυτή. Αυτό γρήγορα εξελίχθηκε σε πίδακα φλόγας που έκαψε την εξωτερική δεξαμενή καυσίμων, οδηγώντας στην κατάρρευση και διάλυση του Challenger στον αέρα.
Η πιο ανατριχιαστική λεπτομέρεια είναι ότι η καμπίνα του πληρώματος παρέμεινε άθικτη και αποσπάστηκε, συνεχίζοντας να ανεβαίνει για λίγο προτού πέσει προς τη Γη. Υπάρχουν ενδείξεις ότι μέρος του πληρώματος επέζησε της έκρηξης και προσπάθησε να επανακτήσει τον έλεγχο, καθώς βρέθηκαν ενεργοποιημένες τρεις συσκευές έκτακτης ανάγκης παροχής αέρα. Ωστόσο, η καμπίνα έπεσε για πάνω από δύο λεπτά με ταχύτητες άνω των 320 χλμ/ώρα, και θεωρείται ότι το πλήρωμα πέθανε ακαριαία κατά την πρόσκρουση στον ωκεανό. Η καταστροφή οδήγησε σε τριετή παύση των πτήσεων και σε μια προεδρική επιτροπή που αποκάλυψε χρόνια αμέλειας και αγνόησης των κινδύνων από τη NASA.
Columbia
Στις 16 Ιανουαρίου 2003, το διαστημικό λεωφορείο Columbia εκτοξεύθηκε για μια επιστημονική αποστολή με επταμελές πλήρωμα. Κατά την εκτόξευση, μόλις 81 δευτερόλεπτα μετά, ένα κομμάτι μονωτικού αφρού βάρους 0,77 κιλών αποκολλήθηκε από την εξωτερική δεξαμενή καυσίμων και χτύπησε το ενισχυμένο τμήμα του αριστερού φτερού του Columbia με ταχύτητα περίπου 965 χλμ/ώρα.
Παρόλο που η ζημιά παρατηρήθηκε σε βίντεο κατά τη δεύτερη ημέρα της αποστολής, οι διευθυντές προγράμματος της NASA την απέρριψαν, πιστεύοντας ότι ο αφρός δεν μπορούσε να προκαλέσει σοβαρή ζημιά. Οι μηχανικοί ζήτησαν επίμονα τη χρήση δορυφορικής απεικόνισης για εκτίμηση της ζημιάς, αλλά η αίτηση απορρίφθηκε. Εάν είχε γίνει η απεικόνιση, θα είχε αποκαλυφθεί μια τρύπα 23 επί 43 εκατοστών στην άκρη του αριστερού φτερού.
Την 1η Φεβρουαρίου, κατά την επανείσοδο του Columbia, η οποία είναι η πιο επικίνδυνη φάση κάθε αποστολής, η τρύπα στο φτερό επέτρεψε στο υπερθερμασμένο πλάσμα (που σχηματίζεται από την τριβή με την ατμόσφαιρα σε θερμοκρασίες έως 1.650°C) να εισέλθει και να αρχίσει να λιώνει την εσωτερική δομή του αλουμινίου. Το σχήμα του σκάφους άρχισε να παραμορφώνεται, προκαλώντας ανεξέλεγκτες περιστροφές. Η καμπίνα αποσυμπιέστηκε πολύ γρήγορα, οδηγώντας πιθανότατα σε άμεση απώλεια συνείδησης. Σε υψόμετρο 60.000 μέτρων και με ταχύτητα Mac 18, το αριστερό φτερό αποκολλήθηκε, οδηγώντας στην πλήρη διάλυση του λεωφορείου. Η καταστροφή του Columbia οδήγησε στη συνταξιοδότηση του προγράμματος των Διαστημικών Λεωφορείων το 2004.