Το πώς αντιλαμβάνεται ένας λαός την ιστορία του είναι το θεμέλιο της εθνικής του ταυτότητας και διαμορφώνει τις σχέσεις του με τους γείτονές του. Μια ματιά στα τουρκικά σχολικά βιβλία ιστορίας αποκαλύπτει μια εντελώς διαφορετική αφήγηση για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η οποία εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τις σημερινές αδιέξοδες συζητήσεις και την τουρκική ρητορική. Αυτό που διδάσκονται εκατομμύρια Τουρκόπουλα διαφέρει ριζικά από την ελληνική ιστορική πραγματικότητα, οδηγώντας σε μια θεμελιώδη απόκλιση στην κατανόηση του κοινού παρελθόντος.
Η ελληνική Επανάσταση του 1821, το γεγονός που για την Ελλάδα σηματοδοτεί την αρχή του σύγχρονου κράτους και το τέλος μιας σκληρής δουλείας, στα τουρκικά εγχειρίδια ονομάζεται «ελληνική ανταρσία». Το αφήγημα ισχυρίζεται ότι οι Έλληνες υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ζούσαν «τέλεια», ήταν ευτυχισμένοι, πλούσιοι και είχαν προνόμια. Συνεπώς, η εξέγερση δεν ήταν αποτέλεσμα εσωτερικής καταπίεσης, αλλά υποκινήθηκε αποκλειστικά από τις «ύπουλες ξένες δυνάμεις»—τους Ρώσους, τους Άγγλους και τους Γάλλους—οι οποίες ήθελαν να διαλύσουν την «ανεκτική» Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με αυτόν τον τρόπο, οι Έλληνες παρουσιάζονται ως μαριονέτες της Δύσης, χωρίς δική τους βούληση, ενώ η Ναυμαχία του Ναυαρίνου θεωρείται ξένη επέμβαση που χάρισε στην Ελλάδα ένα κράτος υποταγμένο στον έλεγχο της Δύσης.
Περνώντας στην αρχαιότητα, η τουρκική ιστοριογραφία επιχειρεί να αποκόψει τον ελληνικό πολιτισμό από τη Μικρά Ασία. Ισχυρίζονται ότι ο Μέγας Αλέξανδρος δεν ήταν Έλληνας, ο Πυθαγόρας δεν ήταν Έλληνας φιλόσοφος, και ο Ηρόδοτος ήταν απλώς κάτοικος της Μικράς Ασίας που μετέφερε αιγυπτιακή γνώση στους Έλληνες. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, οι πρόγονοι των Τούρκων, αναμεμειγμένοι με αυτόχθονες λαούς της Ανατολίας (Χεταίους και Λίδιους), ήταν αυτοί που δημιούργησαν τον αρχαίο πολιτισμό της περιοχής, ενώ ο λαμπρός ιωνικός πολιτισμός παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα ανατολικών πολιτισμών και Κρητών, και όχι ως ελληνικός. Ο στόχος είναι σαφής: ελαχιστοποίηση της ελληνικής συμβολής στον παγκόσμιο πολιτισμό και παρουσίαση της Ιωνίας ως μη ελληνικής.
Εξίσου εντυπωσιακή είναι η παράλειψη του Βυζαντίου. Η χιλιόχρονη ελληνόφωνη αυτοκρατορία, που κυβέρνησε την Ανατολή, καταλαμβάνει μόλις το ένα τέταρτο μιας σελίδας σε σχολικό βιβλίο δύο τόμων. Η σκόπιμη αυτή αποσιώπηση επιτρέπει στο αφήγημα να παρακάμψει το γεγονός ότι η Κωνσταντινούπολη ήταν ελληνική πόλη για χίλια χρόνια και ότι η Ανατολία ήταν ελληνόφωνη για χιλιετίες. Αντ' αυτού, η ιστορία πηδά απευθείας στους Οθωμανούς, οι οποίοι περιγράφονται ως «απελευθερωτές» των εδαφών, οι οποίοι επαναδημιούργησαν την πατρίδα τους.
Το πιο σκοτεινό κεφάλαιο είναι ο Πόλεμος του 1919-1922. Η Μικρασιατική Καταστροφή, η τραγωδία του ξεριζωμού για εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, παρουσιάζεται ως εισβολή της Σμύρνης. Σύμφωνα με τα τουρκικά βιβλία, η Ελλάδα ήταν ο επιθετικός εισβολέας που ήρθε να καταλάβει ξένα εδάφη, ενώ οι Έλληνες της Μικράς Ασίας παρουσιάζονται ως συνεργάτες του εχθρού και «βλαβερό στοιχείο» που συνωμοτούσε εναντίον της Τουρκίας. Καμία αναφορά δεν γίνεται στις σφαγές, στη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας, ούτε στην καταστροφή της Σμύρνης.
Η κατανόηση του πώς οι γείτονές μας μαθαίνουν για εμάς είναι κρίσιμη για την ερμηνεία της σημερινής τους συμπεριφοράς. Όταν μια γενιά μεγαλώνει πιστεύοντας ότι ο δικός σου λαός ήταν πάντα ο επιτιθέμενος, τότε η εθνικιστική ρητορική και οι προκλήσεις στο Αιγαίο ή την Κύπρο αποκτούν άλλο νόημα. Αυτό που διδάσκεται στα τουρκικά σχολεία δεν είναι απλώς ιστορία, αλλά μια ισχυρή ιδεολογία και προπαγάνδα που λειτουργεί ως θεμέλιο για τη διαμόρφωση του μέλλοντος. Μόνο με τη γνώση της αφήγησης της άλλης πλευράς μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί συμπεριφέρεται όπως συμπεριφέρεται.