Το πείραμα Tuskegee αποτελεί μία από τις πιο σκανδαλώδεις και απάνθρωπες περιπτώσεις ιατρικής έρευνας στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Από το 1932 έως το 1972, η Δημόσια Υπηρεσία Υγείας των ΗΠΑ διεξήγαγε μια μελέτη με τίτλο "Μελέτη της Μη Θεραπευμένης Σύφιλης στον Νέγρο Άνδρα", παρακολουθώντας τις επιπτώσεις της νόσου σε εκατοντάδες Αφροαμερικανούς άνδρες στην κομητεία Macon της Αλαμπάμα. Το πιο τραγικό στοιχείο αυτής της μελέτης ήταν ότι οι συμμετέχοντες, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν φτωχοί αγρότες, δεν έδωσαν ποτέ τη συγκατάθεσή τους, ούτε ενημερώθηκαν ότι έπασχαν από σύφιλη. Αντιθέτως, τους είπαν ότι θεραπεύονταν για το "κακό αίμα", έναν όρο που χρησιμοποιούσαν τότε για να περιγράψουν διάφορες παθήσεις.
Κατά τη διάρκεια των σαράντα ετών που διήρκεσε το πείραμα, οι ερευνητές αρνήθηκαν συστηματικά στους ασθενείς την πρόσβαση σε αποτελεσματικές θεραπείες. Ακόμα και όταν η πενικιλίνη έγινε η καθιερωμένη και εύκολα διαθέσιμη θεραπεία για τη σύφιλη στα μέσα της δεκαετίας του 1940, οι άνδρες στο Tuskegee συνέχισαν να λαμβάνουν εικονικά φάρμακα (placebos), όπως ασπιρίνες και μεταλλικά συμπληρώματα. Οι ερευνητές έφτασαν στο σημείο να εξασφαλίσουν εξαιρέσεις από τη στρατιωτική θητεία για τους συμμετέχοντες κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, προκειμένου να μην εξεταστούν από άλλους γιατρούς και λάβουν τη σωστή θεραπεία, επιτρέποντας στη νόσο να εξελιχθεί μέχρι το θάνατο.
Οι συνέπειες αυτής της ηθικής παρακμής ήταν ολέθριες. Δεκάδες άνδρες πέθαναν απευθείας από τη σύφιλη ή τις επιπλοκές της, ενώ πολλοί άλλοι υπέφεραν από τύφλωση, παράλυση και άνοια. Επιπλέον, η ασθένεια εξαπλώθηκε στις συζύγους τους και, σε πολλές περιπτώσεις, μεταφέρθηκε στα παιδιά τους, τα οποία γεννήθηκαν με συγγενή σύφιλη. Η μελέτη σταμάτησε μόνο το 1972, αφού ένας επιδημιολόγος ονόματι Peter Buxtun διέρρευσε πληροφορίες στον Τύπο, προκαλώντας παγκόσμια κατακραυγή και οδηγώντας σε ακροάσεις στο Κογκρέσο.
Η αποκάλυψη του πειράματος Tuskegee οδήγησε σε ριζικές αλλαγές στην ιατρική δεοντολογία και τη νομοθεσία περί ανθρώπινων δοκιμών, με τη θέσπιση του Εθνικού Νόμου Περί Έρευνας του 1974. Παρά την επίσημη συγγνώμη που ζήτησε ο Πρόεδρος Μπιλ Κλίντον το 1997, το τραύμα παραμένει ζωντανό στις μνήμες της αφροαμερικανικής κοινότητας, καλλιεργώντας μια βαθιά και διαρκή δυσπιστία προς το ιατρικό σύστημα και τις κλινικές μελέτες. Αυτό το πείραμα υπενθυμίζει με τον πιο σκληρό τρόπο τους κινδύνους που ελλοχεύουν όταν η επιστήμη απογυμνώνεται από την ηθική και την αξία της ανθρώπινης ζωής.