Διδακτική αξιοποίηση των γραπτών ιστορικών πηγών στο μάθημα της Ιστορίας του Γυμνασίου και του Λυκείου.
Η διδακτική αξιοποίηση των ιστορικών πηγών1 είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στο μάθημα της ιστορίας, γιατί συμβάλλει στηνκατανόηση των ιστορικών ζητημάτων και στην καλλιέργεια της ιστορικής σκέψης. Αναπτύσσει επίσης το κριτικό πνεύμα και την ικανότητα σύνθεσης των ιστορικών γεγονότων. Παρέχει ακόμη τη δυνατότητα στους μαθητές να αυτενεργούν και να δραστηριοποιούνται. |
Για να είναι αποδοτική η χρήση των πηγών κατά τη διδασκαλία της Ιστορίας απαιτείται η τήρηση βασικών προϋποθέσεων, όπως η προσεκτική επιλογή τους, η ποικιλία τους, η γνώση των ιστορικών συμφραζομένων, η υποβολή κατάλληλων ερωτήσεων διατυπωμένων με σαφήνεια και η ένταξη των πηγών στο σχεδιασμό και την οργάνωση της διδασκαλίας.
Η συνήθης κατηγοριοποίηση των ιστορικών πηγών είναι:
α) γραπτές πηγές (π.χ. αφηγηματικές πηγές, επίσημα κρατικά έγγραφα, ιδιωτικά έγγραφα, εφημερίδες, περιοδικά)
β) παραστατικές πηγές (π.χ. εικόνες, σκίτσα, χάρτες, διαγράμματα) γ) απτικές πηγές (π.χ. νομίσματα, σφραγίδες, όπλα, κτίρια, τείχη)
► Πότε αξιοποιούμε τις ιστορικές πηγές;
• Στην αρχή της νέας διδακτικής ενότητας ως ερέθισμα ή προβληματισμό: δίνονται οι πηγές και μέσω αυτών καλούνται οι μαθητές να συγκεντρώσουν τις ιστορικές πληροφορίες και να οδηγηθούν σε εξαγωγή συμπερασμάτων (διερευνητικό διδακτικό μοντέλο).
• Ενδιάμεσοι, μέσα στη ροή του μαθήματος, για εμπέδωση της ιστορικής αφήγησης (παραγωγική μέθοδος) ή για προβληματισμό, ανάλυση, έρευνα και εντοπισμό ιστορικών στοιχείων (επαγωγική και ερευνητική μέθοδος) (παραδοσιακό διδακτικό μοντέλο).
• Στο τέλος ως εμπέδωση της διδακτικής ενότητας, αξιοποιώντας και τις ερωτήσεις του εγχειριδίου. Κάποιες πηγές τις αναθέτουμε ως εργασίες για το σπίτι, τις οποίες όμως συζητάμε απαραίτητα την επόμενη διδακτική ώρα. Για να επεξεργαστούμε όσο γίνεται περισσότερες εργασίες, χωρίζουμε τους μαθητές της τάξης σε 3-4 ομάδες και αναθέτουμε σε κάθε ομάδα και από μία διαφορετική] εργασία.
* Όπως και να ξεκινήσει κανείς είναι κατανοητό ότι οι πηγές δεν καλύπτουν όλη την ιστορική ύλη και χρειάζεται ο διδάσκων να συμπληρώσει την ιστορική αφήγηση με άλλες πηγές, γεγονός ανέφικτο λόγω του περιορισμένου διδακτικού χρόνου!
► Τα ζητούμενα των ιστορικών παραθεμάτων:
Α. Άλλοτε ζητείται να λάβουμε υπόψη την ιστορική αφήγηση και το σχετικό παράθεμα και να απαντήσουμε σε συγκεκριμένη ερώτηση διδακτικής προσέγγισης ή αξιολόγησης. Αυτό σημαίνει ότι το παράθεμα παρέχει ορισμένες ειδικότερες πληροφορίες για το ιστορικό
1 Στην ιστορική έρευνα βασική θεωρείται η διάκριση ανάμεσα στις πηγές, που είναι γραπτά τεκμήρια της εποχής των ιστορικών γεγονότων, τα οποία γράφηκαν από σύγχρονους ή λίγο μεταγενέστερους συγγραφείς και στα βοηθήματα, που είναι μεταγενέστερα γραπτά τεκμήρια από συγγραφείς που με βάση τις πηγές έχουν ερευνήσει μία ιστορική περίοδο. Στα βιβλία όμως του ΚΕΕ ή στα θέματα εξετάσεων χρησιμοποιείται συλλήβδην ο όρος «πηγή» – «παράθεμα», ο οποίος ακυρώνει την ουσιώδη διάκριση μεταξύ πηγών και βοηθημάτων.
Οι πηγές της ιστορίας διακρίνονται σε άμεσες και έμμεσες. Άμεσο είναι αυτούσια κατάλοιπα του παρελθόντος, όπως κείμενα συνθηκών, νομοθεσίες, έγγραφα, νομίσματα, σφραγίδες, ανασκαφικά ευρήματα, πρακτικά συνόδων κ,ά Έμμεσες είναι οι πηγές, οι οποίες είτε εκ προθέσεως, (όπως είναι τα ιστοριογραφικά έργα), είτε ως προϊόντα του πνευματικού βίου μίας εποχής παρέχουν ειδήσεις περί αυτής. Οι πηγές αυτές εκφράζουν υποκειμενική γνώμη του συγγραφέα: π. χ. χρονογραφίες, ιστοριογραφίες, απομνημονεύματα, λογοτεχνικά κείμενα, ρητορικοί λόγοι.
γεγονός. Επομένως για να δώσουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για το ζητούμενο θα πρέπει να λάβουμε υπόψη 1) την ιστορική αφήγηση και 2) τις πληροφορίες που παρέχει το παράθεμα.
Β. Άλλοτε ζητείται, λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες ενός παραθέματος, να απαντήσουμέ σε μια ερώτηση. Στην περίπτωση αυτή το παράθεμα περιλαμβάνει συνήθως πληροφορίες που δεν περιέχονται στην ιστορική αφήγηση.
Γ. Άλλοτε ζητείται η σύγκριση και εξαγωγή πληροφοριών και συμπερασμάτων από δύο πηγές – παραθέματα. Συνήθως τα παραθέματα αυτά περιέχουν διαφορετικές πληροφορίες και γι’ αυτό θα πρέπει να είμαστε σε θέση να συγκρίνουμε τις διαφορετικές πληροφορίες, έχοντας υπόψη την ιστορική αφήγηση και να συνθέσουμε την απάντησή μας, η οποία αξιοποιεί τις πληροφορίες του βιβλίου και τα δεδομένα του παραθέματος Η συγκριτική μελέτη των πηγών συμβάλλει στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης.
Δ. Άλλοτε ζητείται ο σχολιασμός ενός παραθέματος. Συχνά εντοπίζονται κάποια γεγονότα, πράξεις, πρόσωπα και κίνητρα και ζητείται η αξιολόγηση τους. Η αξιολόγηση αυτή γίνεται με βάση τις ιστορικές γνώσεις των μαθητών.
Συνήθεια ερωτήσεις που αφορούν τις ιστορικές πηγές:
Θέτουμε ερωτήσεις διδακτικής προσέγγισης ή αξιολόγησης. Οι ερωτήσεις έχουν σκοπό την εμπέδωση κεκτημένων γνώσεων και την αξιοποίηση τους για την καλλιέργεια της ιστορικής κρίσης. Προτεινόμενες ερωτήσεις:
1. Αναζήτηση κινήτρων, προθέσεων, ελατηρίων του δημιουργού της ιστορικής πηγής. Αυτό συντελεί στη διαπίστωση της αξιοπιστίας ή μη του παραθέματος.
2. Σχέση αιτίων και αποτελεσμάτων. Αναζήτηση των συνεπειών ενός ιστορικού γεγονότος.
3. Διάκριση αιτίων και αφορμών.
4. Ζητούνται οι ενέργειες στις οποίες προέβη ένα ιστορικό πρόσωπο, οι λόγοι που τον οδήγησαν σε αυτές τις ενέργειες, οι τρόποι με τους οποίους ενήργησε. Ζητείται επίσης να ασκηθεί κριτική των ενεργειών αυτών ή να σκιαγραφήσουμε την προσωπικότητά του.
5. Ζητείται η σύνθεση του περιεχομένου δύο ή περισσότερων πηγών (ερώτηση που πρέπει να γίνεται κυρίως Β’,ΊΓ’ Λυκείου). Η σειρά αναφοράς εξαρτάται από την πορεία που θα ακολουθήσει η διδασκαλία.
6. Ζητείται η σύγκριση δύο η περισσότερων ιστορικών πηγών και ο εντοπισμός των ομοιοτήτων και των διαφορών. Στην περίπτωση αυτή η δεύτερη πηγή θα είναι συμπληρωματική ή αντίθετη ή γραμμένη από διαφορετική οπτική γωνία. Απαιτείται πολύπλευρη εξέταση των γεγονότων. Επιπλέον μπορούμε να ζητήσουμε την εξαγωγή συμπερασμάτων μέσα από το συσχετισμό των πληροφοριών διαφορετικών πηγών.
7. Κριτική και αξιολόγηση γεγονότων, πράξεων, προσώπων που αναφέρονται στις ιστορικές πηγές. Αναζητούνται τα κίνητρα δράσης των προσώπων και αξιολογείται η επιχειρη ματολογία.
8. Σχολιασμός φράσης ή πληροφορίας που μας δίνει μια πηγή.
9. Άσκηση σε σχήμα άστρου, όπου υπάρχει η κεντρική έννοια ΚΕ και οι περιφερειακές έννοιες ΓίΕΓπσυ συνδέονται με την κεντρική. Τις ΠΕ τις τοποθετούμε στα άκρα ακτίνων που ξεκινούν από την ΚΕ. Το «άστρο» μπορούμε να το διατυπώσουμε σε συνεχές κείμενο.
10. Ανάπτυξη μιας άποψης και ελεύθερη διατύπωση προσωπικής γνώμης πάνω σ’ αυτή την άποψη.
11. Οι γραπτές πηγές παρέχουν επίσης την ευκαιρία για διαθεματική προσέγγιση: γλωσσική, σημειολογική, λογοτεχνική, κοινωνική, οικονομική, θρησκευτική κ.ά. Προτάσεις για διαθεματικές εργασίες υπάρχουν στα εγχειρίδια Ιστορίας του Γυμνασίου.
12. Ζητείται να συνδέσουμε τα ιστορικά στοιχεία μιας πηγής με την ιστορική αφήγηση του σχολικού εγχειριδίου και να απαντήσουμε σε ερώτηση διδακτικής προσέγγισης ή αξιολόγησης. Η σύνδεση θα γίνει είτε επαγωγικά είτε παραγωγικά.
► Επεξεργασία των γραπτών πηγών – παραθεμάτων:
Οι τρόποι και οι τεχνικές αξιοποίησης των πηγών στο μάθημα της ιστορίας εξαρτώνται κυρίως από τους διδακτικούς στόχους που θέτουμε, το περιεχόμενο της
διδασκαλίας και κυρίως από τις ικανότητες των μαθητών. Είναι πλεονέκτημα η πηγή να έχει μικρή έκταση, κυρίως στο Γυμνάσιο. Θα μπορούσε η ανάλυση και η ερμηνεία των γραπτών πηγών να ακολουθήσει τα εξής βήματα:
Α. Ανάγνωση – γλωσσική εξομάλυνση:
• Φωναχτή ανάγνωση των πηγών από μαθητές μέσα στην τάξη: ενισχύεται η αναγνωστική αυτοπεποίθηση, εξακριβώνουμε το βαθμό κατανόησης του περιεχομένου.
• Λεξιλογική εξομάλυνση, πραγματολογικά στοιχεία, διευκρίνιση ιστορικών όρων, ορολογία: διατρέχουμε την πηγή και υπογραμμίζουμε σημεία που δεν κατανοούνται εύκολα. Για τη διευκρίνιση όρων καταφεύγουμε στο γλωσσάριο του βιβλίου ή σε λεξικά – εγκυκλοπαίδειες.
Β. Προσέγγιση της πηγής:
• Συμφραζόμενα: αναγνώριση της ταυτότητας της ιστορικής πηγής: εξετάζουμε σε τι είδος ανήκει το απόσπασμα (ιστορικό, ποιητικό, ρητορικό κλπ.), ποιος είναι ο δημιουργός του, το χρόνο (πηγή σύγχρονη ή μεταγενέστερη) και το σκοπό της συγγραφής, ποιες είναι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες γράφηκε η πηγή. Ένταξη της πηγής στο ιστορικό πλαίσιο.
• Εξέταση της αντικειμενικότητας και της αξιοπιστίας της πηγής: επισημαίνονται η σχέση του συγγραφέα με τα ιστορσύμενα γεγονότα και τα πρόσωπα της εποχής του, η προέλευση πληροφοριών, παραλείψεις, αναζήτηση κινήτρων και προθέσεων του δημιουργού, διάκριση σχολίων-γεγονότων.
• Συγκέντρωση των πληροφοριών – δεδομένων της πηγής, οι οποίες σχετίζονται με την ιστορική περίσταση και μπορούν να αξιοποιηθούν στην απάντησή μας (μπορούμε να υπογραμμίζουμε στο παράθεμα τις πληροφορίες που θα αξιοποιήσουμε).
Γ. Ερμηνεία – σύνδεση πηγής με την αφήγηση του βιβλίου – απάντηση σε ερωτήσεις:
• Ερμηνεία της πηγής με βάση τη διατύπωση συγκεκριμένων ερωτημάτων, τα οποία θέτουμε. Αναδιήγηση και σύνδεση της πηγής με την ιστορική αφήγηση. Η σύνδεση αυτή μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους: είτε παραγωγικά, ξεκινώντας από τα στοιχεία της ιστορικής αφήγησης και καταλήγοντας στην πηγή, είτε επαγωγικά, ξεκινώντας από τα στοιχεία της πηγής και καταλήγοντας στην ιστορική αφήγηση.
• Σύγκριση πηγών που προσεγγίζουν το θέμα από διαφορετικές οπτικές, εντοπισμός ομοιοτήτων και διαφορών, εξαγωγή ιστορικών συμπερασμάτων (σε περίπτωση που ζητάμε συγκριτική μελέτη πηγών).
• Απάντηση σε ερωτήσεις. (Διαβάζουμε προσεκτικά το ερώτημα ή τα ερωτήματα για να κατανοήσουμε ποιο ή ποια είναι τα ζητούμενα).
► Για να απαντήσουμε γραπτά σε ερώτηση που σχετίζεται με ένα παράθεμα:
Ακολουθούμε τις βασικές αρχές παραγωγής γραπτού λόγου. (Οι απαιτήσεις μας είναι πιο αυξημένες στο Λύκειο και ιδιαίτερα Β’ και Γ’):
Στην αρχή, στον πρόλογο, κάνουμε μια σύντομη αναφορά στο είδος του παραθέματος (δημοσίευμα τύπου, ιστοριογραφία, επίσημο έγγραφο) και μια σύντομη εισαγωγή στο γεγονός με το οποίο θα ασχοληθούμε. Ο πρόλογος προετοιμάζει την κυρίως απάντηση. Ακολουθεί η κυρίως απάντηση, στην οποία συνδυάζουμε δημιουργικά το σχολικό εγχειρίδιο και το παράθεμα, το οποίο λειτουργεί είτε παραπληρωματικά είτε συμπληρωματικά στην αφήγηση του εγχειριδίου. Επισημαίνουμε στους μαθητές ότι σε καμία περίπτωση η απάντησή μας δεν αποτελεί το νόημα της πηγής!! Έχουμε υπόψη μας ότι η πηγή τεκμηριώνει την ιστορική αφήγηση του βιβλίου και όχι το αντίστροφο. Η απάντησή μας ολοκληρώνεται με έναν επίλογο, στον οποίο καταγράφουμε κάποιες γενικότερες εκτιμήσεις και συμπεράσματα σχετικά με το θέμα που αναπτύξαμε στην κυρίως απάντηση. Μπορούμε επίσης να κάνουμε σύντομη αναφορά στις μετέπειτα εξελίξεις που αφορούν το συγκεκριμένο θέμα με βάση τις ιστορικές μας γνώσεις.
Για να είναι άρτια και ορθή η αξιοποίηση των πηγών θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη σημασία στις βασικές αρχές παραγωγής γραπτού λόγου: προσέχουμε το περιεχόμενο, την έκφραση και τη δομή:
Περιεχόμενο: Η διατύπωση είναι ακριβής και σαφής. Αποφεύγουμε να μεταφέρουμε στην απάντηση μας αυτούσια αποσπάσματα από την πηγή (χρησιμοποιούμε μόνο τους ιστορικούς όρους – ορολογία) και να διατυπώνουμε υποκειμενικές κρίσεις (όταν δεν μας ζητούνται). Προσπαθούμε πάντα να γενικεύουμε τις πληροφορίες που μας δίνει η πηγή ακολουθώντας την επαγωγική μέθοδο.
Έκφραση: σωστή χρήση των γραμματικών και συντακτικών κανόνων. Αποφεύγουμε το λογοτεχνικό ύφος, το μακροπερίοδο λόγο.
Δομή: ο λόγος μας δομείται σε πρόλογο, κύριο θέμα, επίλογο. Φυσικά ακολουθούμε βασικές αρχές παραγραφοποίησης^
* Για να δίνονται σωστές απαντήσεις από τους μαθητές πρέπει να δίνονται κατάλληλες και σαφείς ερωτήσεις για την αξιοποίηση των πηγών.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
(Ή βιβλιογραφία, που ακολουθεί, επικεντρώνεται στη διδακτική αξιοποίηση των πηγών στο μάθημα της Ιστορίας).
Ε. Αβδελά Ιστορία και σχολείο, Αθήνα 1998.
Κ. Αγγελάκος – Γ. Κόκκινος [επιμ.], Η διαθεματικόνμα στο σύγχρονο σχολείο και η διδασκαλία Ώ]ς Ιστορίας με τη χρήσι/ ταγγών, Αθήνα 2004.
Ιοίνη Ρίηοδ, Κεαάίη§ ΗκΙοπεαΙ ΟοσιιηιβηΙζ. Α ΜαηιιαΙ^ 8ίιιάβηί5, Οχίοτά 1989. Μ. Κουτσός, Διδακτική ιστορικών πηγών των σχολικών εγχειριδίων, Θεσσαλονίκη 2004. Ιω. Καραγιαννόπουλος, Εισαγοογή στην τεχνική της επιστημονικής ιστορικής εργασίας, Γ’ ανατύπωση, Θεσσαλονίκη 1993.
Δ. Κ. Μαυροσκούφης, Αναζητώντας το ίχνη της ιστορίας. Ιστοριογραφία, διδακτική μεθοδολογία και ιστορικές τπγγές, Θεσσαλονίκη 2005.
Α. Πρασσά, Η αξιοποίηση από τους μαθητές των ιστορικών πηγών μέσα από τη διαδικασία του μαθήματος της Ιστορίας, ΠΕΦ – Σεμινάριο τχ. 21 (1999) σσ. 34-42.
Β. Σακκά, Η προσέγγιση των πηγών και η διδασκαλία της Ιστορίας. Το πρόβλημα της αξιολόγησης, Φιλολογική τχ. 82 (2003) σσ. 22-29.
1η Εφαρμογή: (βιβλ. Ιστορίας Β’ Γυμν. σ. 34 και Β’ Λυκείου σ. 22)
«Οι εικόνες αναπληρώνουν τα είδωλα και άρα αυτοί που τις προσκυνούν είναι ειδωλολάτρες [...]. Όμως δεν πρέπει να προσκυνούμε κατασκευάσματα των ανθρώπινων χεριών και κάθε είδους ομοίωμα [...]. Πληροφόρησε με ποιος μας κληροδότησε αυτή την παράδοση, δηλαδή να σεβόμαστε και να προσκυνούμε κατασκευάσματα χεριών, ενώ ο Θεός απαγορεύει την προσκύνηση, και εγώ θα συμφωνήσω ότι αυτό είναι νόμος του Θεού». [Από επιστολή τοϋ Λέοντος Γ' στον πάπα Γρηγόριο Β', ΤΜ 3 (1968) 279],
- Ερώτηση: Με βάση την παραπάνω πηγή ποια η στάση του αυτοκράτορα Λέοντα Γ’ σχετικά με το θέμα των εικόνων;
Α. Ανάγνωση της πηγής – γλωσσική εξομάλυνση
Β. Προσέγγιση της πηγής:
1. Συμφραζόμενα: συντάκτης: ο αυτοκράτορας Λέων Γ’(717-741), πηγή πρωτογενής (άμεση), σύγχρονη των γεγονότων.
2. Έλεγχος αξιοπιστίας: αδιαμφισβήτητη. Κίνητρα συντάκτη: είναι ο εισηγητής της εικονομαχίας, οι θέσεις του δεν είναι αντικειμενικές, ενώ διατυπώνονται προσωπικά σχόλια και κρίσεις.
3. Συγκέντρωση πληροφοριών: α) Οι εικόνες αναπληρώνουν τα είδωλα, β) αυτοί που τις προσκυνούν είναι ειδωλολάτρες, γ) δεν πρέπει να προσκυνάμε ανθρώπινα έργα, δ) κανείς δεν άφησε ως κληρονομιά αυτή την παράδοση στην Εκκλησία, ε) η προσκύνηση απαγορεύεται από το Θεό – είναι νόμος.
Γ. Ερμηνεία – αναδιήγηση και σύνδεση με την αφήγηση του εγχειριδίου – απάντηση στην ερώτηση:
Πρόλογος: Το κείμενο αποτελεί επιστολή του αυτοκράτορα Λέοντα Γ’ προς τον πάπα Γρηγόριο Β’ και απηχεί τα επιχειρήματα των εικονοκλαστών. Ο Λέων Γ’ ήταν ο εισηγητής της εικονομαχίας (726), ενός κινήματος που συντάραξε το Βυζάντιο για περισσότερο από έναν αιώνα.
Κύριο θέμα: Σύμφωνα με το συντάκτη της επιστολής η προσκύνηση ανθρώπινων κατασκευασμάτων, δηλαδή των εικόνων, συνιστά ειδωλολατρία, καθώς η παράδοση δεν υπαγορεύει κάτι τέτοιο, γιατί κατά τους πρώτους αποστολικούς χρόνους δεν αναφέρεται προσκύνηση εικόνων, (αναδιήγηση των επιχειρημάτων του παραθέματος) Με τις αντιλήψεις αυτές ο Λέων προσπαθεί να υπεραμυνθεί την εικονομαχική του πολιτική. Διατυπώνει προσωπικά σχόλια και κρίσεις, οι οποίες απηχούν προσωπικές του αντιλήψεις, ενώ οι θέσεις που εκφράζονται στην επιστολή δεν είναι αντικειμενικές.
Επίλογος: Τα επιχειρήματα του Λέοντα Γ’ προς τον πάπα δεν στάθηκαν όμως ικανά να αποτρέψουν τις ολέθριες συνέπειες της εικονομαχικής πολιτικής του Βυζαντίου στη εξωτερική πολιτική, διότι ο δυσαρεστημένος πάπας στράφηκε αργότερα προς τους Φράγκους και συνδέθηκε στενά με τους ηγεμόνες τσος.(η εκτίμηση αυτή υπάρχει στο σχολικό εγχειρίδιο Ιστορία Β’ Γυμνασίου, σ. 35 και Β’ Λυκείου, σ. 22).
2η Εφαρμογή (βιβλ. Ιστορίας Β’ Λυκείου, σ. 30)
Α. «Επειδή δεν υπήρχε πια αυτοκράτορας στο έθνος των Ελλήνων και η αυτοκρατορική εξουσία βρισκόταν στα χέρια μιας γυναίκας, φάνηκε σωστό στον ίδιο τον πάπα Λέοντα και σ’ όλους τους άγιους πατέρες που πήραν μέρος στη σύνοδο να δώσουν τον τίτλο του αυτοκράτορα στο βασιλιά των Φράγκων Κάρολο, που είχε στην κυριαρχία του την πόλη της Ρώμης, όπου συνήθιζαν πάντα να εδρεύουν οι καίσαρες, και τις άλλες πόλεις της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας. [...] Ο Κάρολος δεν ήθελε να εναντιωθεί σ’ αυτό το θέλημα και, υποτασσόμενος ταπεινά στο Θεό, καθώς και στην επιθυμία που εκφράστηκε από όλο το χριστιανικό κόσμο, δέχτηκε τη χειροτονία του από τον πάπα Λέοντα και, μαζί μ’ αυτή, τον τίτλο του αυτοκράτορα». [Χρονικά του Εογ5οΗ, ΜΟΗ, τ. I, 37, μετ. Λ. Τσακτσίρας]
Β. «Αυτό το χρόνο (800). στις 25 Δεκεμβρίου, ο ρήγας των Φράγκων Κάρολος στέφτηκε (αυτοκράτορας) από τον πάπα Λέοντα. Και ενώ σκόπευε να επιτεθεί με στόλο στη Σικελία, άλλαξε γνώμη και αποφάσισε να ζητήσει σε γάμο την αυτοκράτειρα Ειρήνη. Για το σκοπό αυτό έστειλε τον επόμενο χρόνο πρεσβευτές στο Βυζάντιο. Κι έφτασαν οι απεσταλμένοι του Καρόλου και του πάπα Λέοντος (στην Πόλη), ζητώντας από την Ειρήνη να παντρευτεί τον Κάρολο και έτσι να ενωθεί η Ανατολή με τη Δύση. Κι εκείνη θα δεχόταν αν δεν την εμπόδιζε ο Αέτιος. που είχε μεγάλη δύναμη και σκόπευε να κάνει αυτοκράτορα τον αδελφό του». [Θεοφάνης, Χρονογραφία, έκδ. Ο. άε Βοογ, τ. 1, Λειψία 1883, 575-476],
- Ερωτήσεις: 1. Πώς είδαν οι Δυτικοί και πώς οι Βυζαντινοί την αυτοκρατορική στέψη του Καρόλου; Να λάβετε υπόψη σας το περιεχόμενο του κεφαλαίου και τα δυο παραθέματα. 2. Ο χρονογράφος Θεοφάνης αναφέρει ότι σχεδιαζόταν γάμος μεταξύ Ειρήνης και Καρόλου, ώστε να συνενωθούν οι δύο αυτοκρατορίες. Ανεξάρτητα από το βαθμό αξιοπιστίας της πληροφορίας αυτής, ποια προβλήματα νομίζετε ότι θα προκαλούσε αυτή η επιλογή;
Α. Ανάγνωση της πηγής – γλωσσική εξομάλυνση Β. Προσέγγιση της πηγής:
- Συμφραζόμενα: συντάκτες: και οι δύο πηγές είναι σύγχρονες των γεγονότων. Η πρώτη πηγή απηχεί τις απόψεις των Δυτικών και αποτελεί απόσπασμα από χρονικά που συντάχθηκαν στην πόλη ΕοΓδοΙι και αναφέρονται στην περίοδο 703-803. Το απόσπασμα αναφέρεται στους λόγους που υπαγόρευαν την αυτοκρατορική στέψη του Καρόλου. Η δεύτερη πηγή είναι απόσπασμα από τη χρονογραφία του Θεοφάνη (752-818) και απηχεί την επίσημη κρατική αλλά και την ανεπίσημη βυζαντινή αντίδραση στο απροσδόκητο αυτό γεγονός . Ο διδάσκων μπορεί να αξιοποιήσει τα παραθέματα με συγκριτική και αντιθετική εξέταση.
- Έλεγχος αξιοπιστίας: Οι πηγές αυτές είναι έμμεσες. Ενδέχεται να διατυπώνουν προσωπικά σχόλια και κρίσεις των συγγραφέων. Ειδικότερα η πληροφορία του Θεοφάνη για το περίφημο αυτοκρατορικό συνοικέσιο πρέπει να είναι αβάσιμη φήμη.
3. Συγκέντρωση πληροφοριών: Υπογραμμίζουμε στα παραθέματα τις πληροφορίες που θα αξιοποιήσουμε με βάση τα ζητούμενα των ερωτημάτων. Επιπλέον, εφόσον το πρώτο ερώτημα ζητά να λάβουμε υπόψη και το σχετικό κεφάλαιο του εγχειριδίου, εντοπίζουμε σε αυτό τα σημεία που θα αξιοποιήσουμε.
Γ. Ερμηνεία – αναδιήγηση και σύνδεση με την αφήγηση του εγχειριδίου – απάντηση στις ερωτήσεις:
- Ένα από τα θέματα που είχε ανυπολόγιστες συνέπειες στις σχέσεις Ανατολής – Δύσης ήταν η στέψη του Φράγκου Καρλομάγνου το 800 από τον πάπα Λέοντα ως αυτοκράτορα του Ρωμαϊκού κράτους. Στο ζήτημα αυτό αναφέρονται και τα δύο παραθέματα. Το πρώτο, το Δυτικό χρονικό του ΕοΓδοΙι, απηχεί τις δυτικές αντιλήψεις και αναφέρεται στους λόγους που υπαγόρευαν τη στέψη του Καρόλου- το δεύτερο, που είναι απόσπασμα από τη χρονογραφία του Θεοφάνη, απηχεί την επίσημη κρατική αλλά και την ανεπίσημη βυζαντινή αντίδραση στο απροσδόκητο αυτό γεγονός.
Σύμφωνα με το χρονικό του Γογ5<±, εφόσον η διακυβέρνηση του Βυζαντινού κράτους βρισκόταν στα χέρια μιας γυναίκας, της Ειρήνης της Αθηναίας, και ο Κάρολος ήταν κύριος της Ρώμης και επικεφαλής ενός εκτεταμένου κράτους που περιλάμβανε την Ιταλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία, ήταν θέλημα θεού και αίτημα όλων των χριστιανών να στεφθεί αυτοκράτορας του Ρωμαϊκού κράτους (αξιοποίηση των πληροφοριών του πρώτου παραθέματος).
Η στέψη του Καρόλου θεωρήθηκε από τους Βυζαντινούς σκάνδαλο και σφετερισμός των νομίμων και αποκλειστικών δικαιωμάτων τους στη ρωμαϊκή κληρονομιά και κυρίως του δικαιώματος χρήσης του όρου βασιλεύς των Ρωμαίων (αξιοποίηση του σχολικού εγχειριδίου, σ. 30). Πιο συγκεκριμένα η στέψη ήταν πράξη παράνομη σύμφωνα με την πολιτική θεωρία των Βυζαντινών, διότι ο πάπας δεν ήταν αρμόδιος να στέψει οποιονδήποτε ως αυτοκράτορα. Επιπλέον δεν υπήρχε κενό εξουσίας στο βυζαντινό (ρωμαϊκό) θρόνο, έστω και αν τον κατείχε γυναίκα.
Επομένως δεν είναι παράδοξο ότι το Βυζάντιο αρνήθηκε να αναγνωρίσει στον Κάρολο τον αυτοκρατορικό τίτλο.
- Ο Κάρολος μετά τη στέψη του, σύμφωνα με τη χρονογραφία του Θεοφάνη, σκόπευε να εκβιάσει την κατάσταση με μια εκστρατεία εναντίον των Βυζαντινών κτήσεων στη Σικελία. Προτίμησε όμως να ζητήσει σε γάμο την Ειρήνη. Η κίνηση αυτή αποτελεί πολιτικό ελιγμό, διότι ξέροντας ο Κάρολος ότι οι βυζαντινοί δεν επρόκειτο να τον αναγνωρίσουν ως αυτοκράτορα του Ρωμαϊκού κράτους κατέφυγε στη διπλωματική λύση της επιγαμίας, προτείνοντας και τη συνένωση των δύο αυτοκρατοριών.
Ο γάμος αυτός ως πολιτική λύση θα ήταν μάλλον ανέφικτος και αυτό γιατί η Ανατολή και η Δύση χωρίζονταν από ένα μεγάλο γλωσσικό, πολιτιστικό και θρησκευτικό χάσμα. Επιπλέον θα επιτεινόταν η οικονομική, πολιτική και πολιτιστική ανομοιογένεια ανάμεσα στο δυτικό και ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Δημιουργούνται τέλος πολλά ερωτήματα, όπως πού θα έμεναν οι σύζυγοι; Ποιος θα παραιτούνταν από το αξίωμά του; Θα δεχόταν η φιλόδοξη Ειρήνη να παραιτηθεί από τη μονοκρατορία της; (ο διδάσκων αξιοποιεί το βιβλίο του καθηγητή, σ. 29)
Ελέγχεται επομένως η αξιοπιστία της πληροφορίας του Θεοφάνη, που είναι μάλλον μια αβάσιμη φήμη. Οι διαπραγματεύσεις του Καρόλου με την Ειρήνη το πιθανότερο είναι να αφορούσαν την αναγνώριση του αυτοκρατορικού τίτλου του Καρόλου από τους Βυζαντινούς παρά τον μεταξύ τους γάμο.
Ωστόσο, σύμφωνα με το Θεοφάνη, η Ειρήνη θα δεχόταν το γάμο που της πρότεινε ο Κάρολος, αλλά την εμπόδισε ο πατρίκιος και λογοθέτης Αέτιος, ο οποίος τελικά ανατρέποντας την Ειρήνη (802) ανέβασε στο θρόνο τον αδελφό του Νικηφόρο.