Στη Νέα Ελληνική οι λέξεις σχολείο και σχολή δηλώνουν το χώρο εκπαίδευσης, διδασκαλίας. Η πρώτη όμως αναφέρεται κυρίως στη στοιχειώδη και μέση βαθμίδα, ενώ η δεύτερη περισσότερο στην ανώτερη βαθμίδα και στο χώρο διδασκαλίας συγκεκριμένου γνωστικού πεδίου η αντικειμένου.
Για την ετυμολογία της λέξης σχολή (απ’ όπου παράγεται και το σχολείο) δεν υπάρχει συμφωνία ούτε και βεβαιότητα. Κατά μία εκδοχή ανάγεται στο θέμα σχε- του αορίστου β΄του ρήματος έχω, που έχει ινδοευρωπαϊκή ρίζα και σημαίνει ό,τι και σήμερα («έχω», «κατέχω»). Προβληματική ωστόσο παραμένει η ερμηνεία τόσο της κατάληξης –λή, όσο και του θεματικού φωνήεντος –ο. Η δεύτερη άποψη ότι η λέξη προέρχεται από το ρήμα ἀσχάλλω= «δυσανασχετώ», «αγανακτώ» δε φαίνεται να ευσταθεί, λόγω της σημασιολογικής απόστασης που υπάρχει.
Στην αρχική της σημασία η λέξη σχολή σήμαινε «ελεύθερος χρόνος», «αργία», αλλά και «τεμπελιά». Με την έννοια αυτή απαντά σε όλους σχεδόν τους κλασικούς συγγραφείς (Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Πλάτων, Αριστοτέλης) καθώς και στους τραγικούς και τον Αριστοφάνη. Από την αρχική αυτή έννοια προέρχονται και οι σημασίες «αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου σε ένα σημαντικό έργο» (που επίσης συναντάται σε πλήθος αρχαίων συγγραφέων) και «μελέτη, διδασκαλία». Επίσης, ήδη από την κλασική εποχή εμφανίζεται η σημασία «τόπος διδασκαλίας» (Αριστοτέλης) η οποία διατηρείται ως σήμερα. Από την ελληνιστική εποχή με την τελευταία αυτή έννοια χρησιμοποιείται και η λέξη «σχολείον».
Στη Νέα Ελληνική διατηρούνται στοιχεία και της αρχικής σημασίας της λέξης. «Σχόλη» ή «σκόλη» εξακολουθούμε και ονομάζουμε την αργία («Κυριακή, γιορτή και σχόλη να ‘ταν η βδομάδα όλη»), το «σχόλασμα» είναι το τέλος των μαθημάτων της ημέρας, «ασχολία» είναι η χρονική περίοδος που δεν έχουμε ελεύθερο χρόνο, «σχολάζουσα κληρονομία» είναι στη νομική ορολογία μια κληρονομιά την οποία δεν έχει διεκδικήσει κανείς για μεγάλο χρονικό διάστημα, «σχολάζουσες» λέγονται στην εκκλησιαστική ορολογία οι μητροπόλεις που για κάποιους λόγους δεν λειτουργούν.
Από την ελληνική, η λέξη πέρασε στη Λατινική (schola) και μέσω αυτής σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες («school» στην αγγλική, «école» στη γαλλική, «scuola» στην ιταλική, «Schule» στη γερμανική, «Школа» στη ρωσική κλπ), διατηρώντας κυρίως τη σημασία του «τόπου διδασκαλίας».
Οι λέξεις σχηματίζουν πλήθος παράγωγα και σύνθετα: σχολικός, σχολαστικός (= «πολύ επιμελής, τυπικός», ή «αυτός που ασπάζεται την σχολαστική φιλοσοφία» ), ενασχόληση, κλπ. Από την ίδια ρίζα παράγεται επίσης η λέξη σχόλιο.
Δείτε περισσότερες σημασίες λέξεων εδώ.