Οι Γάλλοι του Ναπολέοντα Βοναπάρτη εγκαταστάθηκαν στην Κέρκυρα στις 28 Ιουνίου 1797. Ποια σχέση έχει αυτό με τον προπηλακισμό του Γερμανού πρόξενου, δεν το ξέρω. Θυμήθηκα όμως ότι, ένα χρόνο αργότερα, μια ρωσοτουρκική συνθήκη έφερε στο Ιόνιο ενωμένο τον συμμαχικό στόλο που προοριζόταν «να ελευθερώσει τα νησιά από τους άθεους Γάλλους». Ελευθερωτές οι θρησκευόμενοι Ρώσοι με τους Τούρκους υπερασπιστές της χριστιανοσύνης! Ξεκίνησαν από τα Κύθηρα και, νησί νησί, στις 4 Νοεμβρίου του 1798, τα πρώτα επτά πλοία με ανυψωμένες τις δυο σημαίες (οθωμανική και ρωσική) φάνηκαν μπροστά στην πόλη της Κέρκυρας. Αγκυροβόλησαν στ’ ανοιχτά. Οι Γάλλοι σήμαναν συναγερμό, ενώ οι νησιώτες κλείστηκαν στα σπίτια τους. Κάποιοι προτίμησαν να το σκάσουν στην ύπαιθρο. Τη νύχτα, ένα γαλλικό πλοίο απέπλευσε για να ζητήσει βοήθεια από τους Γάλλους που βρίσκονταν στην ιταλική Αγκόνα.
Την επόμενη ημέρα, 5 Νοεμβρίου του 1798, δυο ρωσικά και δυο τουρκικά πλοία πλησίασαν κι αγκυροβόλησαν μπροστά στο νησάκι Βίδο. Αμέσως, έσπευσαν προς το μέρος τους βάρκες σημαιοστολισμένες, κάτω από τους ήχους μουσικών οργάνων. Κερκυραίοι αριστοκράτες επέβαιναν σ’ αυτές και βιάζονταν να δηλώσουν στους Τούρκους και Ρώσους ότι έθεταν τις υπηρεσίες τους στη διάθεσή τους.
Μια βάρκα με δώδεκα κωπηλάτες κατέβηκε από μια ρωσική φρεγάτα. Είχε υψωμένη λευκή σημαία και μετέφερε επιβάτες τον Ρώσο πλοίαρχο, τον διερμηνέα του, δυο ακόμα Ρώσους αξιωματικούς και πέντε γρεναδιέρους. Έπιασαν στο Μανδράκι. Ο Ρώσος πλοίαρχος ζήτησε να συναντηθεί με τον στρατηγό Σαμπό, Γάλλο διοικητή των Επτανήσων. Ο Σαμπό έστειλε τον αρχηγό του επιτελείου του να τους παραλάβει: Τον πλοίαρχο, τον διερμηνέα και τον ένα αξιωματικό. Με μαντήλια δεμένα γύρω από τα μάτια, τους οδήγησαν στην αίθουσα όπου συνεδρίαζε η Επιτροπή Σωτηρίας.
Ο Ρώσος πλοίαρχος μετέφερε πρόταση του ναυάρχου Ουσακώφ να του παραδοθεί το φρούριο με αντάλλαγμα την ασφαλή αποχώρηση της γαλλικής φρουράς με τα όπλα της σε λιμάνι της επιλογής των Γάλλων, με ρωσικά μέσα. Ο Σαμπό απάντησε ότι φρούριο σαν αυτό της Κέρκυρας δεν είναι δυνατό να παραδοθεί έτσι άδοξα. Είχε, είπε, τους άνδρες και τα μέσα για να το υπερασπιστεί. Και πρόσθεσε:
«Χρειάζεστε 40.000 άνδρες για να πάρετε την Κέρκυρα και δεν τους έχετε. Ας πιούμε στην υγεία σας και στην υγεία των Γάλλων κι από αύριο αναμετρούμε τις δυνάμεις μας».
Πέρασε τους Ρώσους σε διπλανή αίθουσα όπου υπήρχε στρωμένο τραπέζι. Κάθισαν Ρώσοι και Γάλλοι αξιωματικοί κι έφαγαν και ήπιαν «προς τιμήν των δυο γενναίων λαών». Το κρασί έρεε άφθονο, οι προπόσεις ακολουθούσαν η μια την άλλη, το κέφι άναψε για τα καλά, οι Ρώσοι και οι Γάλλοι συναγωνίζονταν στα αστεία, ξεκίνησαν να τραγουδούν και πατριωτικά τραγούδια, μουσική συνόδευε το γλέντι.
Μετά, ο Σαμπό ζήτησε από τους Ρώσους να μείνουν ως τα μεσάνυχτα. Στο θέατρο του Αγίου Ιακώβου παιζόταν το έργο «Η είσοδος των Γάλλων στο Μέγα Κάιρο» κι ακολουθούσε χορός μπαλέτου που δεν έπρεπε να χάσουν. Οι Ρώσοι δέχτηκαν. Το νέο μαθεύτηκε, το θέατρο φωταγωγήθηκε λαμπρά, όλη η καλή κοινωνία έσπευσε εκεί. Οι Κερκυραίες εμφανίστηκαν με έξωμα πολυτελή φορέματα, οι Γαλλίδες της Κέρκυρας με ανάλογες διόλου «δημοκρατικές» τουαλέτες. Έφτασαν και οι προσκεκλημένοι, μέσα σε άμαξα με καλυμμένα τα παράθυρα. Το έργο είχε θέμα την άλωση του (τουρκικού) Καΐρου από τους Γάλλους και οι Ρώσοι πολύ διασκέδαζαν με τα παθήματα των συμμάχων τους.
Η παράσταση έληξε μέσα σε πατριωτικά τραγούδια των Γάλλων και ζητωκραυγές τους υπέρ της Γαλλικής Δημοκρατίας. Οι Ρώσοι αποχώρησαν κατασκλαβωμένοι από την γαλλική φιλοξενία. Ευχαρίστησαν τον Σαμπό κι εκείνος απάντησε παρακαλώντας τους να ξανάρθουν. Ήθελε πάλι να τους προσφέρει την απόλαυση της γαλλικής μουσικής και των γαλλικών θεατρικών παραστάσεων!
Το πρωί, 6 Νοεμβρίου, το γαλλικό πλοίο που είχε σταλεί στην Αγκόνα, επέστρεψε με τη διαβεβαίωση ότι ετοιμάζονταν 3.000 άνδρες που θα έφθαναν ως ενίσχυση. Ο Σαμπό έβγαλε πατριωτική διακήρυξη:
«Μπροστά σας υψώνεται το οθωμανικό λάβαρο, έμβλημα της πιο βάρβαρης δουλείας. Αλλά πριν να βρεθείτε κάτω από τον ζυγό της ημισελήνου, θα δείτε τους Γάλλους να πεθαίνουν για σας, με σας».
Οι Κερκυραίοι δεν είχαν τέτοιο σκοπό. Εντάξει οι Τούρκοι αλλά οι Ρώσοι ήταν χριστιανοί και μάλιστα ορθόδοξοι. Τα χωριά επαναστάτησαν. Στη Λευκίμμη υψώθηκε ρωσική σημαία. Και κάποιοι βρήκαν ευκαιρία να λεηλατούν περιουσίες στο όνομα της ελευθερίας. Ο ναύαρχος Ουσακώφ διόρισε τον πλούσιο, πρώην δημοκρατικό κόμη Νικολέτο Βούλγαρη, κυβερνήτη της Κέρκυρας να βάλει κάποια τάξη στην ύπαιθρο.
Οι πολεμικές επιχειρήσεις άρχισαν στις 20 Νοεμβρίου του 1798, όταν έφτασαν μπροστά στην Κέρκυρα και τα υπόλοιπα πλοία του ρωσοτουρκικού συμμαχικού στόλου που ως τότε ήταν απασχολημένα στη Λευκάδα. Οι πρώτες επιθέσεις αποκρούστηκαν.
Το νησάκι Βίδο έπεσε στις 18 Φεβρουαρίου 1799. Είχε προηγηθεί σφοδρός βομβαρδισμός και συνδυασμένη απόβαση Ρώσων στη μια πλευρά και 2.500 Τουρκαλβανών στην άλλη. Όσοι Γάλλοι παραδόθηκαν σε Ρώσους, επέζησαν. Όσοι σε Τουρκαλβανούς, σφάζονταν ανελέητα. Οι Ρώσοι τα έχασαν με την αγριότητα των συμμάχων τους. Πολλοί, πρόσφεραν χρήματα για να αγοράσουν τους Γάλλους αιχμαλώτους των Οθωμανών. Ένας Ρώσος αντισυνταγματάρχης πρόσφερε όσα χρήματα διέθετε και το ρολόι του για να σώσει δυο Γάλλους που όδευαν για καρατόμηση. Κάποιοι Γάλλοι σώθηκαν, όταν ένας Τούρκος αξιωματικός θέλησε να δείξει «ευρωπαϊκό πρόσωπο» και διέταξε να σταματήσουν οι σφαγές. Οι αιχμάλωτοι σύρθηκαν στα αμπάρια της τουρκικής ναυαρχίδας.
Ο Γάλλος στρατηγός Πιβερόν που αιχμαλωτίστηκε, δέχτηκε τις προσωπικές περιποιήσεις του ναύαρχου Ουσακώφ που ένιωθε τελείως άβολα με τη συμπεριφορά των συμμάχων του. Οι Ρώσοι, μόλις μάθαιναν με ποιους συμπολεμούσαν.
Μπροστά στη νέα κατάσταση, ο στρατηγός Σαμπό ζήτησε 48ωρη ανακωχή. Ο Ουσακώφ τη δέχτηκε αμέσως. Ο Σαμπό συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο. Με το Βίδο στα χέρια του εχθρού και την πόλη στο έλεός του, ή θα έπρεπε να κάψουν την πόλη, ώστε να μη βρίσκουν οι Ρώσοι κατάλυμα, ή θα έπρεπε να παραδοθούν. Και χρειαζόταν να περιοριστούν σε άμυνα μόνο στο Παλαιό Φρούριο, για όσο μπορούσαν ν’ αντέξουν. Ο Σαμπό προτίμησε την έντιμη παράδοση.
Το σχέδιο παράδοσης συντάχθηκε και επιδόθηκε στις 20 Φεβρουαρίου. Την ίδια μέρα ήρθε η απάντηση με κάποιες τροποποιήσεις. Στις 21, η γαλλική φρουρά έδωσε επίσημα όρκο ότι δεν θα πολεμούσε εναντίον Ρώσων και Τούρκων για ένα συγκεκριμένο διάστημα. Τα συμμαχικά πλοία πλησίασαν κι αγκυροβόλησαν. Τρία τάγματα Ρώσων αποβιβάστηκαν στην αποβάθρα του Αγίου Νικολάου υπό τις ζητωκραυγές Κερκυραίων, ενώ στα σπίτια κυμάτιζαν ρωσικές σημαίες.
Ο Μεγάλος Πρωτόπαπας, οι κληρικοί του νησιού και οι ευγενείς υποδέχτηκαν τον ναύαρχο Ουσακώφ στην προκυμαία. Όλοι μαζί, πήγαν στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα όπου τελέστηκε δοξολογία, ενώ έξω το νησί άλλαζε κατόχους και στο φρούριο υψώνονταν οι σημαίες Ρωσίας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ήταν η σειρά των Ρώσων και των Τούρκων να ανταποδώσουν τις γαλλικές αβρότητες του προηγουμένου Νοεμβρίου.
Ο 60χρονος Τούρκος ναύαρχος Κατίρ Μπέης επισκέφτηκε τον Σαμπό που τον περίμενε περιστοιχισμένος από τους αξιωματικούς του. Ο Κατίρ συνοδευόταν από τον υπαρχηγό του, κάποιους μπέηδες, πλοιάρχους, συνταγματάρχες, Τσαούσηδες, Γενίτσαρους, πεζοναύτες και μαύρους σκλάβους που φορούσαν πολυτελή ρούχα. Διαβεβαίωσε τον Σαμπό ότι οι όροι της παράδοσης θα τηρηθούν. Ο Σαμπό πρόσφερε καφέ και ζαχαρωτά.
Την επόμενη ημέρα, οι Γάλλοι αξιωματικοί με τον Σαμπό επικεφαλής, επισκέφτηκαν τον Ουσακώφ στη ναυαρχίδα του. Τιμητικό άγημα τους απέδωσε τιμές, η μπάντα παιάνιζε κι ένας ευγενικός Ρώσος τους οδήγησε στο καρέ του ναυάρχου. Τους περίμεναν ο Ουσακώφ, ο Κατίρ Μπέης και αξιωματικοί τους. Οι Γάλλοι ήπιαν καφέ σε πολύ φιλική ατμόσφαιρα κι επέστρεψαν στην ακτή. Το απόγευμα, ήταν η σειρά του Σαμπό να παραθέσει γεύμα στον Ουσακώφ. Το άλλο πρωί, οι Γάλλοι επισκέφτηκαν τον Κατίρ Μπέη στη ναυαρχίδα του.
Τους υποδέχτηκε στο καρέ του. Ήπιαν καφέ. Ο Σαμπό ζήτησε να δει τους αιχμάλωτους Γάλλους που βρίσκονταν στη ναυαρχίδα. Τους είδε. Είχαν τα χάλια τους. Παρακάλεσε τον Κατίρ να τους ελευθερώσει. Οι Γάλλοι αποχώρησαν έχοντας μαζί τους και τους πρώην αιχμαλώτους. Το απόγευμα, ο Ουσακώφ ήταν αυτός που παρέθεσε γεύμα στους Γάλλους. Πάλι με απόδοση τιμών κατά την άφιξη και κατά την αποχώρησή τους.
Οι παράτες και οι φιλοφρονήσεις έληξαν κατά τα τέλη Φεβρουαρίου του 1799, όταν οι Γάλλοι επιβιβάστηκαν σε δώδεκα εμπορικά σκάφη και με τη συνοδεία ρωσικού πολεμικού έφυγαν για Τουλόνα. Τα έντεκα από αυτά, έφτασαν στη Γαλλία. Το δωδέκατο έπεσε σε θαλασσοταραχή και βούλιαξε. Ο Μάρτιος βρήκε την Κέρκυρα υπό ρωσοτουρκική κατοχή.
Την επόμενη ημέρα, 5 Νοεμβρίου του 1798, δυο ρωσικά και δυο τουρκικά πλοία πλησίασαν κι αγκυροβόλησαν μπροστά στο νησάκι Βίδο. Αμέσως, έσπευσαν προς το μέρος τους βάρκες σημαιοστολισμένες, κάτω από τους ήχους μουσικών οργάνων. Κερκυραίοι αριστοκράτες επέβαιναν σ’ αυτές και βιάζονταν να δηλώσουν στους Τούρκους και Ρώσους ότι έθεταν τις υπηρεσίες τους στη διάθεσή τους.
Μια βάρκα με δώδεκα κωπηλάτες κατέβηκε από μια ρωσική φρεγάτα. Είχε υψωμένη λευκή σημαία και μετέφερε επιβάτες τον Ρώσο πλοίαρχο, τον διερμηνέα του, δυο ακόμα Ρώσους αξιωματικούς και πέντε γρεναδιέρους. Έπιασαν στο Μανδράκι. Ο Ρώσος πλοίαρχος ζήτησε να συναντηθεί με τον στρατηγό Σαμπό, Γάλλο διοικητή των Επτανήσων. Ο Σαμπό έστειλε τον αρχηγό του επιτελείου του να τους παραλάβει: Τον πλοίαρχο, τον διερμηνέα και τον ένα αξιωματικό. Με μαντήλια δεμένα γύρω από τα μάτια, τους οδήγησαν στην αίθουσα όπου συνεδρίαζε η Επιτροπή Σωτηρίας.
Ο Ρώσος πλοίαρχος μετέφερε πρόταση του ναυάρχου Ουσακώφ να του παραδοθεί το φρούριο με αντάλλαγμα την ασφαλή αποχώρηση της γαλλικής φρουράς με τα όπλα της σε λιμάνι της επιλογής των Γάλλων, με ρωσικά μέσα. Ο Σαμπό απάντησε ότι φρούριο σαν αυτό της Κέρκυρας δεν είναι δυνατό να παραδοθεί έτσι άδοξα. Είχε, είπε, τους άνδρες και τα μέσα για να το υπερασπιστεί. Και πρόσθεσε:
«Χρειάζεστε 40.000 άνδρες για να πάρετε την Κέρκυρα και δεν τους έχετε. Ας πιούμε στην υγεία σας και στην υγεία των Γάλλων κι από αύριο αναμετρούμε τις δυνάμεις μας».
Πέρασε τους Ρώσους σε διπλανή αίθουσα όπου υπήρχε στρωμένο τραπέζι. Κάθισαν Ρώσοι και Γάλλοι αξιωματικοί κι έφαγαν και ήπιαν «προς τιμήν των δυο γενναίων λαών». Το κρασί έρεε άφθονο, οι προπόσεις ακολουθούσαν η μια την άλλη, το κέφι άναψε για τα καλά, οι Ρώσοι και οι Γάλλοι συναγωνίζονταν στα αστεία, ξεκίνησαν να τραγουδούν και πατριωτικά τραγούδια, μουσική συνόδευε το γλέντι.
Μετά, ο Σαμπό ζήτησε από τους Ρώσους να μείνουν ως τα μεσάνυχτα. Στο θέατρο του Αγίου Ιακώβου παιζόταν το έργο «Η είσοδος των Γάλλων στο Μέγα Κάιρο» κι ακολουθούσε χορός μπαλέτου που δεν έπρεπε να χάσουν. Οι Ρώσοι δέχτηκαν. Το νέο μαθεύτηκε, το θέατρο φωταγωγήθηκε λαμπρά, όλη η καλή κοινωνία έσπευσε εκεί. Οι Κερκυραίες εμφανίστηκαν με έξωμα πολυτελή φορέματα, οι Γαλλίδες της Κέρκυρας με ανάλογες διόλου «δημοκρατικές» τουαλέτες. Έφτασαν και οι προσκεκλημένοι, μέσα σε άμαξα με καλυμμένα τα παράθυρα. Το έργο είχε θέμα την άλωση του (τουρκικού) Καΐρου από τους Γάλλους και οι Ρώσοι πολύ διασκέδαζαν με τα παθήματα των συμμάχων τους.
Η παράσταση έληξε μέσα σε πατριωτικά τραγούδια των Γάλλων και ζητωκραυγές τους υπέρ της Γαλλικής Δημοκρατίας. Οι Ρώσοι αποχώρησαν κατασκλαβωμένοι από την γαλλική φιλοξενία. Ευχαρίστησαν τον Σαμπό κι εκείνος απάντησε παρακαλώντας τους να ξανάρθουν. Ήθελε πάλι να τους προσφέρει την απόλαυση της γαλλικής μουσικής και των γαλλικών θεατρικών παραστάσεων!
Το πρωί, 6 Νοεμβρίου, το γαλλικό πλοίο που είχε σταλεί στην Αγκόνα, επέστρεψε με τη διαβεβαίωση ότι ετοιμάζονταν 3.000 άνδρες που θα έφθαναν ως ενίσχυση. Ο Σαμπό έβγαλε πατριωτική διακήρυξη:
«Μπροστά σας υψώνεται το οθωμανικό λάβαρο, έμβλημα της πιο βάρβαρης δουλείας. Αλλά πριν να βρεθείτε κάτω από τον ζυγό της ημισελήνου, θα δείτε τους Γάλλους να πεθαίνουν για σας, με σας».
Οι Κερκυραίοι δεν είχαν τέτοιο σκοπό. Εντάξει οι Τούρκοι αλλά οι Ρώσοι ήταν χριστιανοί και μάλιστα ορθόδοξοι. Τα χωριά επαναστάτησαν. Στη Λευκίμμη υψώθηκε ρωσική σημαία. Και κάποιοι βρήκαν ευκαιρία να λεηλατούν περιουσίες στο όνομα της ελευθερίας. Ο ναύαρχος Ουσακώφ διόρισε τον πλούσιο, πρώην δημοκρατικό κόμη Νικολέτο Βούλγαρη, κυβερνήτη της Κέρκυρας να βάλει κάποια τάξη στην ύπαιθρο.
Οι πολεμικές επιχειρήσεις άρχισαν στις 20 Νοεμβρίου του 1798, όταν έφτασαν μπροστά στην Κέρκυρα και τα υπόλοιπα πλοία του ρωσοτουρκικού συμμαχικού στόλου που ως τότε ήταν απασχολημένα στη Λευκάδα. Οι πρώτες επιθέσεις αποκρούστηκαν.
Το νησάκι Βίδο έπεσε στις 18 Φεβρουαρίου 1799. Είχε προηγηθεί σφοδρός βομβαρδισμός και συνδυασμένη απόβαση Ρώσων στη μια πλευρά και 2.500 Τουρκαλβανών στην άλλη. Όσοι Γάλλοι παραδόθηκαν σε Ρώσους, επέζησαν. Όσοι σε Τουρκαλβανούς, σφάζονταν ανελέητα. Οι Ρώσοι τα έχασαν με την αγριότητα των συμμάχων τους. Πολλοί, πρόσφεραν χρήματα για να αγοράσουν τους Γάλλους αιχμαλώτους των Οθωμανών. Ένας Ρώσος αντισυνταγματάρχης πρόσφερε όσα χρήματα διέθετε και το ρολόι του για να σώσει δυο Γάλλους που όδευαν για καρατόμηση. Κάποιοι Γάλλοι σώθηκαν, όταν ένας Τούρκος αξιωματικός θέλησε να δείξει «ευρωπαϊκό πρόσωπο» και διέταξε να σταματήσουν οι σφαγές. Οι αιχμάλωτοι σύρθηκαν στα αμπάρια της τουρκικής ναυαρχίδας.
Ο Γάλλος στρατηγός Πιβερόν που αιχμαλωτίστηκε, δέχτηκε τις προσωπικές περιποιήσεις του ναύαρχου Ουσακώφ που ένιωθε τελείως άβολα με τη συμπεριφορά των συμμάχων του. Οι Ρώσοι, μόλις μάθαιναν με ποιους συμπολεμούσαν.
Μπροστά στη νέα κατάσταση, ο στρατηγός Σαμπό ζήτησε 48ωρη ανακωχή. Ο Ουσακώφ τη δέχτηκε αμέσως. Ο Σαμπό συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο. Με το Βίδο στα χέρια του εχθρού και την πόλη στο έλεός του, ή θα έπρεπε να κάψουν την πόλη, ώστε να μη βρίσκουν οι Ρώσοι κατάλυμα, ή θα έπρεπε να παραδοθούν. Και χρειαζόταν να περιοριστούν σε άμυνα μόνο στο Παλαιό Φρούριο, για όσο μπορούσαν ν’ αντέξουν. Ο Σαμπό προτίμησε την έντιμη παράδοση.
Το σχέδιο παράδοσης συντάχθηκε και επιδόθηκε στις 20 Φεβρουαρίου. Την ίδια μέρα ήρθε η απάντηση με κάποιες τροποποιήσεις. Στις 21, η γαλλική φρουρά έδωσε επίσημα όρκο ότι δεν θα πολεμούσε εναντίον Ρώσων και Τούρκων για ένα συγκεκριμένο διάστημα. Τα συμμαχικά πλοία πλησίασαν κι αγκυροβόλησαν. Τρία τάγματα Ρώσων αποβιβάστηκαν στην αποβάθρα του Αγίου Νικολάου υπό τις ζητωκραυγές Κερκυραίων, ενώ στα σπίτια κυμάτιζαν ρωσικές σημαίες.
Ο Μεγάλος Πρωτόπαπας, οι κληρικοί του νησιού και οι ευγενείς υποδέχτηκαν τον ναύαρχο Ουσακώφ στην προκυμαία. Όλοι μαζί, πήγαν στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα όπου τελέστηκε δοξολογία, ενώ έξω το νησί άλλαζε κατόχους και στο φρούριο υψώνονταν οι σημαίες Ρωσίας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ήταν η σειρά των Ρώσων και των Τούρκων να ανταποδώσουν τις γαλλικές αβρότητες του προηγουμένου Νοεμβρίου.
Ο 60χρονος Τούρκος ναύαρχος Κατίρ Μπέης επισκέφτηκε τον Σαμπό που τον περίμενε περιστοιχισμένος από τους αξιωματικούς του. Ο Κατίρ συνοδευόταν από τον υπαρχηγό του, κάποιους μπέηδες, πλοιάρχους, συνταγματάρχες, Τσαούσηδες, Γενίτσαρους, πεζοναύτες και μαύρους σκλάβους που φορούσαν πολυτελή ρούχα. Διαβεβαίωσε τον Σαμπό ότι οι όροι της παράδοσης θα τηρηθούν. Ο Σαμπό πρόσφερε καφέ και ζαχαρωτά.
Την επόμενη ημέρα, οι Γάλλοι αξιωματικοί με τον Σαμπό επικεφαλής, επισκέφτηκαν τον Ουσακώφ στη ναυαρχίδα του. Τιμητικό άγημα τους απέδωσε τιμές, η μπάντα παιάνιζε κι ένας ευγενικός Ρώσος τους οδήγησε στο καρέ του ναυάρχου. Τους περίμεναν ο Ουσακώφ, ο Κατίρ Μπέης και αξιωματικοί τους. Οι Γάλλοι ήπιαν καφέ σε πολύ φιλική ατμόσφαιρα κι επέστρεψαν στην ακτή. Το απόγευμα, ήταν η σειρά του Σαμπό να παραθέσει γεύμα στον Ουσακώφ. Το άλλο πρωί, οι Γάλλοι επισκέφτηκαν τον Κατίρ Μπέη στη ναυαρχίδα του.
Τους υποδέχτηκε στο καρέ του. Ήπιαν καφέ. Ο Σαμπό ζήτησε να δει τους αιχμάλωτους Γάλλους που βρίσκονταν στη ναυαρχίδα. Τους είδε. Είχαν τα χάλια τους. Παρακάλεσε τον Κατίρ να τους ελευθερώσει. Οι Γάλλοι αποχώρησαν έχοντας μαζί τους και τους πρώην αιχμαλώτους. Το απόγευμα, ο Ουσακώφ ήταν αυτός που παρέθεσε γεύμα στους Γάλλους. Πάλι με απόδοση τιμών κατά την άφιξη και κατά την αποχώρησή τους.
Οι παράτες και οι φιλοφρονήσεις έληξαν κατά τα τέλη Φεβρουαρίου του 1799, όταν οι Γάλλοι επιβιβάστηκαν σε δώδεκα εμπορικά σκάφη και με τη συνοδεία ρωσικού πολεμικού έφυγαν για Τουλόνα. Τα έντεκα από αυτά, έφτασαν στη Γαλλία. Το δωδέκατο έπεσε σε θαλασσοταραχή και βούλιαξε. Ο Μάρτιος βρήκε την Κέρκυρα υπό ρωσοτουρκική κατοχή.
Όσο να πέσει στους συμμάχους το φρούριο της Κέρκυρας, ο Μεγάλος Διερμηνέας της Πύλης, Κωνσταντίνος Υψηλάντης (ο πατέρας του Αλέξανδρου, μετέπειτα υπασπιστή του τσάρου και αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας), δούλευε ένα καλό σχέδιο. Τα νησιά του Ιονίου δεν γινόταν να αποδοθούν ούτε στη Ρωσία ούτε στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Με την έγκριση των Ρώσων και την ανοχή των Άγγλων, ο Υψηλάντης προωθούσε τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους «υπό την ψιλή κυριαρχία» του σουλτάνου. Ήταν η «Πολιτεία των Επτά Ηνωμένων Νήσων». Ο σουλτάνος πείσθηκε ότι τον συνέφερε. Η συνθήκη υπογράφτηκε στις 21 Οκτωβρίου του 1800. Η Οθωμανική αυτοκρατορία έπαιρνε όλες τις πρώην βενετσιάνικες κτήσεις στην Ήπειρο, θα εισέπραττε από την Ιόνιο Πολιτεία 70.000 γρόσια κάθε τρία χρόνια και θα τοποθετούσε εκεί δικό της αντιπρόσωπο (τον Μουσταφά Καπουσίμπαση με έδρα την Κέρκυρα). Την εξουσία θα ασκούσαν αντιπρόσωποι από την τάξη των ευγενών.
Οι νησιώτες απέκτησαν ελευθερία ναυσιπλοΐας και προνόμια και δικαιώματα ίδια με αυτά των παραδουνάβιων ηγεμονιών. Ο Καμπουσίμπασης όμως, αλλιώς τα αντιλαμβανόταν όλα αυτά. Στην Κέρκυρα, οι Τούρκοι επέβαλαν την τάξη σύμφωνα με τις δικές τους αντιλήψεις. Οι κάτοικοι της ελεύθερης Πολιτείας αντιμετωπίζονταν σαν σκλάβοι. Ταραχές ξέσπασαν τον Μάιο του 1801. Οπλισμένοι Τούρκοι άρχισαν να χτυπούν στο ψαχνό. Ο τοπικός στρατός προσπάθησε να υπερασπιστεί την πόλη αλλά υποχώρησε. Κερκυραίοι βγήκαν στους δρόμους κι αντιμετώπισαν τους Τούρκους με πέτρες και με ξύλα. Ρώσοι ναύτες πλοίων που ναυλοχούσαν εκεί, διατάχθηκαν να βγουν και να αποκαταστήσουν την τάξη. Τα κατάφεραν. Στις 13 Αυγούστου του 1801, Ρώσοι και Τούρκοι παρέδωσαν τα φρούρια της Κέρκυρας στην Επτανησιακή Γερουσία, μπήκαν στα πλοία κι έφυγαν.
Οι νησιώτες απέκτησαν ελευθερία ναυσιπλοΐας και προνόμια και δικαιώματα ίδια με αυτά των παραδουνάβιων ηγεμονιών. Ο Καμπουσίμπασης όμως, αλλιώς τα αντιλαμβανόταν όλα αυτά. Στην Κέρκυρα, οι Τούρκοι επέβαλαν την τάξη σύμφωνα με τις δικές τους αντιλήψεις. Οι κάτοικοι της ελεύθερης Πολιτείας αντιμετωπίζονταν σαν σκλάβοι. Ταραχές ξέσπασαν τον Μάιο του 1801. Οπλισμένοι Τούρκοι άρχισαν να χτυπούν στο ψαχνό. Ο τοπικός στρατός προσπάθησε να υπερασπιστεί την πόλη αλλά υποχώρησε. Κερκυραίοι βγήκαν στους δρόμους κι αντιμετώπισαν τους Τούρκους με πέτρες και με ξύλα. Ρώσοι ναύτες πλοίων που ναυλοχούσαν εκεί, διατάχθηκαν να βγουν και να αποκαταστήσουν την τάξη. Τα κατάφεραν. Στις 13 Αυγούστου του 1801, Ρώσοι και Τούρκοι παρέδωσαν τα φρούρια της Κέρκυρας στην Επτανησιακή Γερουσία, μπήκαν στα πλοία κι έφυγαν.