Ένα από τα πιο συνηθισμένα προβλήματα που καλούνται οι γονείς να αντιμετωπίσουν είναι η επίμονη άρνηση του παιδιού να διαβάσει.
Οι γονείς συχνά αναφέρουν πως το παιδί τους καταφεύγει σε ψέματα και δικαιολογίες, συνηθίζει να αποκρύπτει τις σχολικές του υποχρεώσεις προκειμένου να τις αποφύγει και γενικά δεν επιδεικνύει καμία διάθεση συνεργασίας όσον αφορά στην καθημερινή προετοιμασία για το σχολείο.
Ας δούμε λοιπόν παρακάτω ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές που θα βοηθήσουν τους γονείς να χειριστούν αποτελεσματικά την άρνηση του παιδιού για μελέτη:
Σε πρώτη φάση είναι σημαντικό να εστιάσουμε την προσοχή και το ενδιαφέρον μας στο γιατί ένα παιδί αρνείται να διαβάσει. Και επειδή το κάθε παιδί είναι μοναδικό, οι λόγοι μπορεί να είναι διάφοροι, π.χ. μπορεί το παιδί να μη μπορεί να συγκεντρωθεί εύκολα, να έχει ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, να νιώθει κούραση και εξάντληση, να μην κατανοεί αυτό που προσπαθεί να μάθει, να μη γνωρίζει με ποιο τρόπο πρέπει να διαβάσει, να θέλει να προσελκύσει την προσοχή των γονέων του, να αντιδρά στην πίεση και στις υπέρμετρες προσδοκίες μας κ.ά. Επίσης, μπορεί να συντρέχουν παράλληλα και άλλοι παράγοντες, όπως οικογενειακά και οικονομικά προβλήματα που επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό το παιδί ή να συμβαίνει κάτι σημαντικό στο χώρο του σχολείου. Ανάλογα λοιπόν με το λόγο στον οποίο μπορεί να οφείλεται η άρνηση του παιδιού να διαβάσει, προσαρμόζουμε και την αντιμετώπισή μας.
Καλό είναι να αποφεύγουμε να βάζουμε ταμπέλες και να προσδίδουμε στο παιδί αρνητικούς χαρακτηρισμούς και φράσεις, όπως «είσαι τεμπέλης», «άχρηστος», «κακός μαθητής», «απαράδεκτος», «ανίκανος», «αποτυχημένος», «θα καταλήξεις μια ζωή άνεργος», «τι νομίζεις πως θα μπορέσεις να γίνεις εάν δε διαβάσεις και δε σπουδάσεις» κ.λπ. Με την αυστηρή κριτική το μόνο που θα πετύχουμε είναι να κάνουμε το παιδί να νιώσει πολύ άσχημα, να βιώσει ματαίωση, θυμό και απογοήτευση, να διαταράξουμε τη μεταξύ μας επικοινωνία και εν τέλει να ενισχύσουμε την αντιδραστική συμπεριφορά του.
Σημαντικό είναι να μάθουμε στο παιδί πώς να οργανώνει το διάβασμά του. Το πρώτο βήμα για να το πετύχουμε αυτό είναι να ορίσουμε έναν σταθερό χώρο μελέτης, όπου το παιδί θα έχει τη δυνατότητα να κλείνει την πόρτα, να βγάζει τα βιβλία του και να συγκεντρώνεται στη μελέτη, ανεπηρέαστο από ερεθίσματα που μπορεί να του αποσπάνε την προσοχή (π.χ. μικρότερα αδέρφια, θορύβους από οικιακές εργασίες, συνομιλίες των γονέων, τηλεόραση κ.ά). Καλό είναι επίσης, να φροντίσουμε να τοποθετήσουμε το γραφείο του παιδιού μακριά από το παράθυρο.
Απαραίτητο είναι επίσης να ορίσουμε μια σταθερή και κατάλληλη ώρα διαβάσματος.
Π.χ. δεν θα πρέπει να απαιτούμε από το παιδί να μελετά αμέσως μετά το μεσημεριανό φαγητό, αργά το βράδυ που είναι αναμενόμενο πως θα αρνηθεί αφού θα νιώθει κουρασμένο, την ώρα που παίζει με το αγαπημένο του παιχνίδι κ.λπ. Το ιδανικό είναι να συζητήσουμε με το παιδί σε ήρεμους τόνους και να του εξηγήσουμε για ποιους λόγους είναι καλό να διαβάζει στο συγκεκριμένο χρόνο. Με τον δημοκρατικό διάλογο θα περιορίσουμε τις ενστάσεις του παιδιού.
Θα πρέπει να φροντίζουμε να κάνει το παιδί συχνά και σύντομα διαλείμματα, καθώς η συνεχής και πολύωρη μελέτη έχει αποδειχθεί πως δυσχεραίνει τη συγκέντρωσή του.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε να επιβραβεύουμε και να ενισχύουμε θετικά την κάθε προσπάθεια του παιδιού ανεξάρτητα από τους βαθμούς του, καθώς και τη διάθεση συνεργασίας που δείχνει. Ακόμη και όταν δεν τα καταφέρνει, τονίζουμε τα θετικά στοιχεία του και προσπαθούμε να τονώσουμε την αυτοεκτίμησή του (π.χ. είσαι πολύ έξυπνος και πολύ ικανός, βλέπω την προσπάθεια που καταβάλεις και μπράβο σου, να είσαι σίγουρος πως κάποια στιγμή θα τα καταφέρεις κ.λπ.).
Μπορούμε να επιχειρήσουμε να διδάξουμε στο παιδί κάποια τρικ μελέτης που ίσως το διευκολύνουν (π.χ. να διαβάζει τα πιο δύσκολα μαθήματα ή αυτά που δεν του αρέσουν τόσο στην αρχή που έχει περισσότερη ενέργεια, να κάνει συχνές επαναλήψεις, να υπογραμμίζει τις πιο σημαντικές λέξεις, να γράφει ένα γενικό τίτλο δίπλα από κάθε παράγραφο κ.ά.).
Βασικό είναι να συνεργαζόμαστε σταθερά με τον δάσκαλο, να ενημερωνόμαστε για την πρόοδο του παιδιού και τη συμπεριφορά του στο χώρο του σχολείου και να βρίσκουμε από κοινού τρόπους που μπορεί να βοηθήσουν το παιδί να είναι πιο συνεργάσιμο και να βελτιώσει την επίδοσή του.
Καλό είναι να προσπαθούμε να βρίσκουμε εναλλακτικούς τρόπους διδασκαλίας αφήνοντας στην άκρη τα μολύβια και τα τετράδια και επιστρατεύοντας τη φαντασία μας (π.χ. να του διδάξουμε μαθηματικά χρησιμοποιώντας όσπρια, να φτιάξει μέσα από μια ζωγραφιά ένα δικό του παραμύθι και στη συνέχεια να το αφηγηθεί κ.ά.).
Φυσικά πάντα λαμβάνουμε υπόψη τη χρονολογική και νοητική ηλικία του παιδιού.
Φροντίζουμε να εξασφαλίζουμε στο παιδί τον απαιτούμενο ελεύθερο χρόνο για εκτόνωση και παιχνίδι που είναι απαραίτητο στοιχείο για την υγιή ψυχοσυναισθηματική του ανάπτυξη.
Προσπαθούμε με την πάροδο του χρόνου να καλλιεργήσουμε την έννοια της υπευθυνότητας στο παιδί ώστε να είναι σε θέση να μελετά αυτόνομα και να αναλαμβάνει να φέρνει σε πέρας τα σχολικά του καθήκοντα χωρίς τη δική μας παρέμβαση.
Πολύ σημαντικό ρόλο παίζει η δική μας στάση απέναντι στα βιβλία. Εάν το παιδί μας βλέπει όλη μέρα μπροστά στην τηλεόραση ή στον υπολογιστή, σίγουρα το ίδιο θα πράξει και αυτό.
Δείχνουμε λοιπόν στο παιδί πως αγαπάμε τα βιβλία και αγοράζουμε μαζί του από μικρή ηλικία παραμύθια, κόμικς και ότι άλλο του αρέσει και είναι κατάλληλο, κάνοντας το διάβασμα μια συναρπαστική και διασκεδαστική εμπειρία.
Αποφεύγουμε να φορτώνουμε υπερβολικά το παιδί με δραστηριότητες, γιατί το μόνο που πετυχαίνουμε είναι να το εξαντλούμε και να μην έχει διάθεση να διαβάσει.
Το πιο σημαντικό απ' όλα είναι να σεβόμαστε τις ανάγκες του παιδιού, να επικεντρωνόμαστε στα συναισθήματά του, να μην του μεταφέρουμε το άγχος και την αγωνία μας για το σχολείο και να μην το πιέζουμε επηρεασμένοι από τις προσωπικές μας προσδοκίες.
Εάν παρόλα αυτά το παιδί συνεχίζει να αρνείται επίμονα να μελετήσει, καλό είναι να ζητήσουμε τη βοήθεια ενός ειδικού που θα αξιολογήσει το παιδί και θα μας κατευθύνει αντίστοιχα.
Μαρίνα Κόντζηλα
Οι γονείς συχνά αναφέρουν πως το παιδί τους καταφεύγει σε ψέματα και δικαιολογίες, συνηθίζει να αποκρύπτει τις σχολικές του υποχρεώσεις προκειμένου να τις αποφύγει και γενικά δεν επιδεικνύει καμία διάθεση συνεργασίας όσον αφορά στην καθημερινή προετοιμασία για το σχολείο.
Ας δούμε λοιπόν παρακάτω ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές που θα βοηθήσουν τους γονείς να χειριστούν αποτελεσματικά την άρνηση του παιδιού για μελέτη:
Σε πρώτη φάση είναι σημαντικό να εστιάσουμε την προσοχή και το ενδιαφέρον μας στο γιατί ένα παιδί αρνείται να διαβάσει. Και επειδή το κάθε παιδί είναι μοναδικό, οι λόγοι μπορεί να είναι διάφοροι, π.χ. μπορεί το παιδί να μη μπορεί να συγκεντρωθεί εύκολα, να έχει ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, να νιώθει κούραση και εξάντληση, να μην κατανοεί αυτό που προσπαθεί να μάθει, να μη γνωρίζει με ποιο τρόπο πρέπει να διαβάσει, να θέλει να προσελκύσει την προσοχή των γονέων του, να αντιδρά στην πίεση και στις υπέρμετρες προσδοκίες μας κ.ά. Επίσης, μπορεί να συντρέχουν παράλληλα και άλλοι παράγοντες, όπως οικογενειακά και οικονομικά προβλήματα που επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό το παιδί ή να συμβαίνει κάτι σημαντικό στο χώρο του σχολείου. Ανάλογα λοιπόν με το λόγο στον οποίο μπορεί να οφείλεται η άρνηση του παιδιού να διαβάσει, προσαρμόζουμε και την αντιμετώπισή μας.
Καλό είναι να αποφεύγουμε να βάζουμε ταμπέλες και να προσδίδουμε στο παιδί αρνητικούς χαρακτηρισμούς και φράσεις, όπως «είσαι τεμπέλης», «άχρηστος», «κακός μαθητής», «απαράδεκτος», «ανίκανος», «αποτυχημένος», «θα καταλήξεις μια ζωή άνεργος», «τι νομίζεις πως θα μπορέσεις να γίνεις εάν δε διαβάσεις και δε σπουδάσεις» κ.λπ. Με την αυστηρή κριτική το μόνο που θα πετύχουμε είναι να κάνουμε το παιδί να νιώσει πολύ άσχημα, να βιώσει ματαίωση, θυμό και απογοήτευση, να διαταράξουμε τη μεταξύ μας επικοινωνία και εν τέλει να ενισχύσουμε την αντιδραστική συμπεριφορά του.
Σημαντικό είναι να μάθουμε στο παιδί πώς να οργανώνει το διάβασμά του. Το πρώτο βήμα για να το πετύχουμε αυτό είναι να ορίσουμε έναν σταθερό χώρο μελέτης, όπου το παιδί θα έχει τη δυνατότητα να κλείνει την πόρτα, να βγάζει τα βιβλία του και να συγκεντρώνεται στη μελέτη, ανεπηρέαστο από ερεθίσματα που μπορεί να του αποσπάνε την προσοχή (π.χ. μικρότερα αδέρφια, θορύβους από οικιακές εργασίες, συνομιλίες των γονέων, τηλεόραση κ.ά). Καλό είναι επίσης, να φροντίσουμε να τοποθετήσουμε το γραφείο του παιδιού μακριά από το παράθυρο.
Απαραίτητο είναι επίσης να ορίσουμε μια σταθερή και κατάλληλη ώρα διαβάσματος.
Π.χ. δεν θα πρέπει να απαιτούμε από το παιδί να μελετά αμέσως μετά το μεσημεριανό φαγητό, αργά το βράδυ που είναι αναμενόμενο πως θα αρνηθεί αφού θα νιώθει κουρασμένο, την ώρα που παίζει με το αγαπημένο του παιχνίδι κ.λπ. Το ιδανικό είναι να συζητήσουμε με το παιδί σε ήρεμους τόνους και να του εξηγήσουμε για ποιους λόγους είναι καλό να διαβάζει στο συγκεκριμένο χρόνο. Με τον δημοκρατικό διάλογο θα περιορίσουμε τις ενστάσεις του παιδιού.
Θα πρέπει να φροντίζουμε να κάνει το παιδί συχνά και σύντομα διαλείμματα, καθώς η συνεχής και πολύωρη μελέτη έχει αποδειχθεί πως δυσχεραίνει τη συγκέντρωσή του.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε να επιβραβεύουμε και να ενισχύουμε θετικά την κάθε προσπάθεια του παιδιού ανεξάρτητα από τους βαθμούς του, καθώς και τη διάθεση συνεργασίας που δείχνει. Ακόμη και όταν δεν τα καταφέρνει, τονίζουμε τα θετικά στοιχεία του και προσπαθούμε να τονώσουμε την αυτοεκτίμησή του (π.χ. είσαι πολύ έξυπνος και πολύ ικανός, βλέπω την προσπάθεια που καταβάλεις και μπράβο σου, να είσαι σίγουρος πως κάποια στιγμή θα τα καταφέρεις κ.λπ.).
Μπορούμε να επιχειρήσουμε να διδάξουμε στο παιδί κάποια τρικ μελέτης που ίσως το διευκολύνουν (π.χ. να διαβάζει τα πιο δύσκολα μαθήματα ή αυτά που δεν του αρέσουν τόσο στην αρχή που έχει περισσότερη ενέργεια, να κάνει συχνές επαναλήψεις, να υπογραμμίζει τις πιο σημαντικές λέξεις, να γράφει ένα γενικό τίτλο δίπλα από κάθε παράγραφο κ.ά.).
Βασικό είναι να συνεργαζόμαστε σταθερά με τον δάσκαλο, να ενημερωνόμαστε για την πρόοδο του παιδιού και τη συμπεριφορά του στο χώρο του σχολείου και να βρίσκουμε από κοινού τρόπους που μπορεί να βοηθήσουν το παιδί να είναι πιο συνεργάσιμο και να βελτιώσει την επίδοσή του.
Καλό είναι να προσπαθούμε να βρίσκουμε εναλλακτικούς τρόπους διδασκαλίας αφήνοντας στην άκρη τα μολύβια και τα τετράδια και επιστρατεύοντας τη φαντασία μας (π.χ. να του διδάξουμε μαθηματικά χρησιμοποιώντας όσπρια, να φτιάξει μέσα από μια ζωγραφιά ένα δικό του παραμύθι και στη συνέχεια να το αφηγηθεί κ.ά.).
Φυσικά πάντα λαμβάνουμε υπόψη τη χρονολογική και νοητική ηλικία του παιδιού.
Φροντίζουμε να εξασφαλίζουμε στο παιδί τον απαιτούμενο ελεύθερο χρόνο για εκτόνωση και παιχνίδι που είναι απαραίτητο στοιχείο για την υγιή ψυχοσυναισθηματική του ανάπτυξη.
Προσπαθούμε με την πάροδο του χρόνου να καλλιεργήσουμε την έννοια της υπευθυνότητας στο παιδί ώστε να είναι σε θέση να μελετά αυτόνομα και να αναλαμβάνει να φέρνει σε πέρας τα σχολικά του καθήκοντα χωρίς τη δική μας παρέμβαση.
Πολύ σημαντικό ρόλο παίζει η δική μας στάση απέναντι στα βιβλία. Εάν το παιδί μας βλέπει όλη μέρα μπροστά στην τηλεόραση ή στον υπολογιστή, σίγουρα το ίδιο θα πράξει και αυτό.
Δείχνουμε λοιπόν στο παιδί πως αγαπάμε τα βιβλία και αγοράζουμε μαζί του από μικρή ηλικία παραμύθια, κόμικς και ότι άλλο του αρέσει και είναι κατάλληλο, κάνοντας το διάβασμα μια συναρπαστική και διασκεδαστική εμπειρία.
Αποφεύγουμε να φορτώνουμε υπερβολικά το παιδί με δραστηριότητες, γιατί το μόνο που πετυχαίνουμε είναι να το εξαντλούμε και να μην έχει διάθεση να διαβάσει.
Το πιο σημαντικό απ' όλα είναι να σεβόμαστε τις ανάγκες του παιδιού, να επικεντρωνόμαστε στα συναισθήματά του, να μην του μεταφέρουμε το άγχος και την αγωνία μας για το σχολείο και να μην το πιέζουμε επηρεασμένοι από τις προσωπικές μας προσδοκίες.
Εάν παρόλα αυτά το παιδί συνεχίζει να αρνείται επίμονα να μελετήσει, καλό είναι να ζητήσουμε τη βοήθεια ενός ειδικού που θα αξιολογήσει το παιδί και θα μας κατευθύνει αντίστοιχα.
Μαρίνα Κόντζηλα
Περισσότερες εκπαιδευτικές συμβουλές εδώ.