Μάθημα 1: Τί εἶναι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα;
Ἔχουμε τρεῖς τόνους: τὴν ὀξεία (μὲ κλίση πρὸς τὰ δεξιά: ʹ «τό»), τὴν βαρεία (μὲ κλίση πρὸς τὰ ἀριστερά: ` «τὸ»), τὴν περισπωμένη (πού, ἀνάλογα μὲ τὴν γραμματοσειρά, ἄλλοτε γράφεται σὰν μουστάκι, ἄλλοτε σὰν τόξο, ἄλλοτε σὰν ὁριζόντια γραμμούλα: ῀ «τῶν»).
Ἔχουμε δύο πνεύματα: τὴν ψιλὴ (δεξὶ φεγγαράκι: ᾿ «ἐδῶ») καὶ τὴν δασεία (ἀριστερὸ φεγγαράκι: ῾ «ὁ»).
Κάθε λέξη ποὺ ἀρχίζει μὲ φωνῆεν (α, ε, η, ι, ο, υ, ω) παίρνει ὁπωσδήποτε πνεῦμα στὸ φωνῆεν αὐτό: «ἀπό, ἐγώ, ἡ, ἱστός, ὁ, ὑγεία, ὡς».
Ἔχουμε δύο ἐξαιρέσεις στὸν κανόνα αὐτό:
- ὅταν ἡ λέξη ἀρχίζει μὲ δίφθογγο (αι, αυ, ει, ευ, ηυ, οι, ου) τότε τὸ πνεῦμα μπαίνει στὸ δεύτερο γράμμα τῆς διφθόγγου: «αἰτία, αὐγό, εἰδικά, εὐχή, ηὐξημένος, οἰκία, οὐλή». Ὅταν πάλι ἡ δίφθογγος ἔχει χωρισθεῖ τότε τὸ πνεῦμα ἐπανέρχεται στὸ πρῶτο φωνῆεν (καὶ τὰ διαλυτικὰ εἶναι περιττά): «ἀιτός, ἄυλος, ὀιμέ».
- τὰ ἀριθμητικὰ δὲν παίρνουν πνεῦμα: αʹ (= 1) εʹ (= 5) ηʹ (= 8) ιʹ (= 10) οʹ (= 70) υʹ (= 400) ωʹ (= 800).
Ὅταν ἕνα γράμμα παίρνει καὶ τόνο καὶ πνεῦμα, τότε:
- στὴν περίπτωση τῆς βαρείας ἢ τῆς ὀξείας, βάζουμε τὸ πνεῦμα ἀριστερὰ καὶ τὸν τόνο δεξιά: «ἄν, ἔψιλον, ἥβη, ἵδρυμα, ὅλο, ὕλη, ὥς»·
- στὴν περίπτωση τῆς περισπωμένης βάζουμε τὸ πνεῦμα κάτω ἀπὸ τὴν περισπωμένη: «εἶμαι, οὗτος, ὧρα».
Στὰ πεζὰ γράμματα τὸ πνεῦμα (ἢ ὁ συνδυασμὸς τόνου καὶ πνεύματος) μπαίνει πάνω ἀπὸ τὸ γράμμα: «ἔλα, ὅμως, ἦταν». Στὰ κεφαλαῖα μπαίνει πρὶν (δηλαδὴ ἀριστερὰ) ἀπὸ τὸ γράμμα: «Ἔλα, Ὅμως, Ἦταν».
[Ὅσον ἀφορᾶ τὰ κεφαλαῖα ἀρχικὰ φωνήεντα, σημειῶστε ὅτι ἐνῷ στὴν γραφομηχανὴ καὶ στὴν «χειροκίνητη» τυπογραφία (κάσα, λινοτυπία, μονοτυπία) ἔμπαινε πρῶτα τὸ πνεῦμα ἢ ὁ συνδυασμὸς πνεῦμα+τόνος καὶ ὕστερα τὸ φωνῆεν οὕτως ὥστε νὰ θεωροῦμε τὸ πνεῦμα ἢ τὸν συνδυασμὸ πνεῦμα+τόνος ὡς ἀνεξάρτητη ἑνότητα, στὴν πληροφορικὴ (καὶ συγκεκριμένα στὴν κωδικοσελίδα Unicode) θεωροῦμε ὅτι ἀνήκειστὸ φωνῆεν καὶ μαζὶ ἀποτελοῦν μία ἀδιάσπαστη ἑνότητα.]
Μάθημα 2: Οἱ μονοσύλλαβες λέξεις
Ἴσως τὸ πιὸ ἀσυνήθιστο γιὰ ὅσους ἔμαθαν ἑλληνικὰ στερούμενοι τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι σχεδὸν ὅλες οἱ λέξεις τονίζονται, ἀκόμα καὶ οἱ μονοσύλλαβες.
Οἱ μονοσύλλαβες λέξεις ποὺ δὲν τονίζονται εἶναι οἱ ἑξῆς 14:
- τὰ ἄρθρα: ὁ, ἡ, οἱ·
- οἱ κτητικὲς ἀντωνυμίες (ποὺ ἀκολουθοῦν τὸ οὐσιαστικό): μου, σου, του, της, μας, σας, τους. Προσοχή: ὅταν εἶναι προσωπικὲς ἀντωνυμίες (καὶ μπαίνουν πρὶν τὸ ρῆμα) τονίζονται: «ὁ πατέρας μου μοῦ εἶπε», «οἱ δάσκαλοί τους τοὺς μάθαιναν», «μᾶς ἀκοῦνε τὰ παιδιά μας;»·
- οἱ προθέσεις ἐκ, ἐν, εἰς, ἐξ. Προσοχή: τὰ ὁμόηχα ἀριθμητικὰ ἓν (= ἕνα), εἷς (= ἕνας) καὶ ἓξ (= ἕξι) τονίζονται·
- ἡ σύμπτυξη κι τοῦ «καὶ»·
- ἡ πρόθεση ὡς (= σὰν). Προσοχή: ὁ σύνδεσμος ὣς (= ἕως, μέχρι) τονίζεται.
Ὅλες οἱ ὑπόλοιπες μονοσύλλαβες λέξεις τονίζονται.
Ἰδιαίτερη προσοχὴ θέλουν οἱ ἑξῆς πολὺ συχνὲς μονοσύλλαβες λέξεις:
- Παίρνουν ὀξεία (ἢ βαρεία, ὅπως θὰ δοῦμε στὸ Μάθημα 4):
- τὰ ἄρθρα τήν, τό, τόν, τούς, τίς, τά·
- τὰ ἀναφορικὰ ποὺ («ὁ φίλος ποὺ εἶδα») καὶ πὼς («μοῦ εἶπες πὼς τὸν εἶδες»)·
- ὁ διαζευκτικὸς σύνδεσμος ἤ, ποὺ καὶ στὸ μονοτονικὸ τονίζεται.
- Παίρνουν περισπωμένη:
- τὰ ἄρθρα στὴν γενικὴ καὶ στὴν δοτική: τοῦ, τῆς, τῶν, τῷ, τῇ, τοῖς, ταῖς (ἡ δοτικὴ ναὶ μὲν δὲν χρησιμοποιεῖται στὴν δημοτικὴ ἀλλὰ τὴν βρίσκουμε σὲ πολλὲς ἐκφράσεις ὅπως «Δόξα τῷ Θεῷ», «ἐν πάσῃ περιπτώσει», «ἰδίαις χερσίν», κ.λπ.)·
- τὰ ἐρωτηματικὰ ποῦ («ποῦ μένεις;») καὶ πῶς («πῶς σοῦ φαίνεται;»), ποὺ καὶ στὸ μονοτονικὸ τονίζονται.
Ἐκτὸς αὐτῶν ἔχουμε τὶς ἑξῆς μονοσύλλαβες τονιζόμενες λέξεις:
- λέξεις τῆς δημοτικῆς:
ἄν, ἄς, βγῶ, βιά, βιός, γειά, γῆ, γῆς, γιά, γιός, γκρί, δά, δέ, δέν, δή, δίς, δρῶ, δυό, δῶ, ζῶ, θά, θειά, θειός, καί, κἄν, λά, λύγξ, μά, μέ, μέν, μές, μὴ, μὴν, μί, μιά, μπὰς καί, μπέζ, μπλέ, μπρός, μπῶ, μῦς, μώβ, νά, ναί, νί, νιά, νιός, νοῦς, ντέ, ντίπ, ντό, ξί, ὄν, πά, πᾶν, πί, πιά, πιό, πλὴν, πλιά, πλιό, πλοῦς, ποιός, πρίν, πρό, πρὸ-πό, πρός, πῦρ, ρό, ρόζ, ροῦς, ρώ, σά, σάν, σβῶ, σέ, σὴς, σί, σιόρ, σόλ, στιά, σύ, σῦν, ταῦ, τί, τρεῖς, τρίς, φά, φί, φῶς, χθές, χί, χτές, ψές, ψί, κ.λπ.
Ὅπως βλέπουμε οἱ πιὸ πολλὲς λέξεις παίρνουν ὀξεία. Στὴν λίστα αὐτὴ περισπωμένη παίρνουν κυρίως τὰ ρήματα βγῶ, δρῶ, δῶ, ζῶ, μπῶ, κ.λπ., (θὰ δοῦμε τὰ ρήματα στὸ Μάθημα 7). Ἐπίσης παίρνουν περισπωμένη κάποιες λέξεις τῆς ἀρχαίας: γῆ, γῆς, μῦς, νοῦς, πᾶν, πλοῦς, πῦρ, ροῦς, σῦν, ταῦ, τρεῖς, φῶς· - ξένες λέξεις ποὺ μπῆκαν στὴν γλώσσα μας ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ ἢ τὰ γαλλικά:
ἄλτ, βάλς, βάμπ, βάτ, βίπς, βόλτ, γιέν, γιότ, γκάγκ, γκέλ, γκὲστ στάρ, γκί, γκόλ, γκόλφ, γκρά, γκρὰν πρί, γκράς, γκρίλ, γκρό, γκρὸ πλάν, γκρός, γκρούμ, γκρούπ, δόν, ζέν, ζὶγκ-ζάγκ, ζούμ, κάλτ, κάρστ, κάστ, κάτς, κίλτ, κίτς, κλάμπ, κλίπ, κλόμπ, κλός, κλού, κόκ, κοὺβρ λί, κούλ, κοὺνγκ φού, κούπ, κοὺς κούς, κράκ, κράχ, κρέμ, κρέπ, κρὶς κράφτ, λάκ, λάξ, λούκ, λούξ, λούτρ, μαῖτρ, μάρς, μάτ, μάτς, μὰτς μούτς, μὶξτ γκρίλ, μίς, μόν, μόρς, μούς, μπάκ, μπάρ, μπὰς κλάς, μπέκ, μπίζ, μπίς, μπλόκ, μπλού, μπλοὺτζίν, μπλούζ, μπόλ, μπόξ, μπόρ, μπρὰ ντὲ φέρ, μπρίκ, μπρίτζ, ντάμπλ, ντόκ, ντού, ντοὺμπλ φάς, ντούς, ντράμς, ὂπ ἂρτ, ὃρ τέξτ, πάζλ, πάλ, πάμπ, πάνκ, πάντς, πάτ, πὲ χά, πὶκ ἂπ, πὶνγκ πόνγκ, πλάζ, πλάξ, πόντς, πόπ, πὸπ ἂρτ, πούφ, πρὲς ρούμ, πρίμ, ράξ, ράπ, ρίνγκ, ρίς, ρόκ, ρὸκ ἒντ ρόλ, ρὸμπ ντὲ σάμπρ, ρούζ, σάξ, σέξ, σέρ, σέρζ, σέτ, σέφ, σίκ, σκέτς, σκί, σκόρ, σκράμπλ, σκράπ, σλίπ, σνάκ, σνὰκ μπάρ, σνάπς, σνόμπ, σόκ, σόρτ, σός, σού, σούτ, σπόρ, σπότ, σπρίντ, στάντ, στάρ, στίκ, στίλ, στόκ, στόπ, στόρ, στράς, στρές, στρέτς, στύλ, τάκτ, τάλκ, τὰμ τάμ, τὰμπλ ντότ, τάνκ, τές, τέστ, τζάζ, τζὰζ μπάντ, τζέτ, τζὲτ σέτ, τζίν, τζίπ, τζοὺκμπόξ, τίκ, τός, τόστ, τράκ, τράμ, τράνς, τράστ, τρὲντς κότ, τρίκ, τρύκ, τσὲ τσέ, τσέκ, τσίπ, τσίφ, φάν, φάξ, φὰστ φούντ, φίλμ, φίξ, φίς, φλάς, φλὰς μπάκ, φλέρτ, φλίτ, φλός, φλού, φὸξ τρότ, φούλ, φροὺ φρού, χέρτς, χόλ, ψίτ, κ.λπ.
Ὅλες αὐτὲς οἱ λέξεις παίρνουν ὀξεία· - ἐπιφωνήματα:
ἄχ! βάχ! βούρ! βρέ! ἔ! ἔμ! κίχ! κλάκ! μπά! μπάμ! μπούμ! μπρέ! οὔστ! οὔφ! ὄχ! ρέ! σούτ! τὶκ τάκ τσάκ! φτού! χά! ὤχ!, κ.λπ. - καὶ κάποιες ἀρχαῖες λέξεις ποὺ χρησιμοποιοῦμε ἀκόμα σὲ διάφορες ἐκφράσεις:
αἲξ (ἡ γίδα), βοῦς (τὸ βόδι), γὰρ (ἐπειδή), γρῦ (ἡ κραυγὴ τοῦ χοίρου: «δὲν ξέρει γρῦ»), δεῖ (πρέπει), δρῦς (βαλανιδιά), ἓν (ἕνα), ἓξ (ἕξι), εὖ(καλό), ζῆν (τὸ νὰ ζεῖ κανεὶς), θοῦ (βάλε, ἀπὸ τὴν ἔκφραση «θοῦ Κύριε φυλακὴν τῷ στόματί μου»), θρὶξ (τρίχα), θρὸς (θρόϊσμα), θροῦς(θρόϊσμα), κλεὶς (κλειδί), μνᾶ (μέτρο βάρους), ναῦς (πλοῖο), νῦν (τώρα), νὺξ (ἡ νύχτα), ὃς (ὁ ὁποῖος), οὖς (τὸ αὐτί), παῖς (τὸ παιδί), πᾶς(κάθε), ποῦς (τὸ πόδι), προῖξ (ἡ προίκα), πὺξ λὰξ (μὲ γροθιὲς καὶ κλωτσιές), σὰρξ (ἡ σάρκα), σκὼψ (ὁ γκιόνης), σῦς (ὁ χοῖρος), τὰν (ἀπὸ τὴν ἔκφραση «ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τάς»), τίς (ποιός), φεῦ (ἀλοίμονο), φθεὶρ (ἡ ψείρα), φλὲψ (ἡ φλέβα), φλὸξ (ἡ φλόγα), φρὴν (τὸ μυαλό), χεὶρ(τὸ χέρι), χθῶν (ἡ γῆ), χοῦς (τὸ χῶμα), χρῶς (τὸ χρῶμα), κ.λπ.
Ὁ τονισμὸς αὐτῶν τῶν λέξεων εἶναι ποικίλος, γιὰ ἱστορικοὺς λόγους.
Μάθημα 3: Ἡ δασεία
Εἴπαμε ὅτι ὅλες οἱ λέξεις ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ φωνῆεν παίρνουν πνεῦμα, εἴτε στὸ φωνῆεν αὐτὸ εἴτε στὸ φωνῆεν ποὺ τὸ ἀκολουθεῖ ἂν πρόκειται γιὰ δίφθογγο.
Ἀλλὰ ποιό ἀπὸ τὰ δύο πνεύματα;
Δύο τινά: πρῶτον, οἱ πιὸ πολλὲς λέξεις παίρνουν ψιλή· δεύτερον, αὐτὲς ποὺ παίρνουν δασεία εἶναι μὲν ἀριθμητικὰ λιγότερες ἀλλὰ δὲν παύουν νὰ εἶναι πολὺ σημαντικὲς καὶ συχνὲς λέξεις τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.
Γιὰ παράδειγμα, δασύνονται:
- οἱ ἄτονες λέξεις ὁ, ἡ, οἱ, αἱ, ὡς·
- οἱ σύνδεσμοι καὶ ἀντωνυμίες ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ ὄμικρον: ὅπου, ὅπως, ὅποτε, ὅταν, ὅτι, ὅ,τι, ὅποιος, ὅσος, κ.λπ.·
- τὰ ἀριθμητικὰ ἕνας, ἕξι, ἑπτά, ἑκατό.
Καὶ ἕνας ἀπαραβίαστος (τουλάχιστον ὅσον ἀφορᾶ στὰ νέα ἑλληνικὰ) κανόνας: ὅλες οἱ λέξεις ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ ὕψιλον παίρνουν δασεία: ὕπνος, ὕλη, ὕμνος, ὕστερα, ὑγεία, κ.λπ.
Θὰ ἀναρωτηθεῖ ἴσως ὁ ἀναγνώστης γιατί ἔχουμε τὸ ρῆμα «δασύνομαι» γιὰ τὶς λέξεις ποὺ παίρνουν δασεία, ἀλλὰ κανένα ἀντίστοιχο ρῆμα γιὰ αὐτὲς ποὺ παίρνουν ψιλή; [«ψιλίνομαι» δὲν ὑπάρχει, «ψιλιάζομαι» σημαίνει κάτι ἄλλο...] Τὸ γεγονὸς αὐτὸ φανερώνει τὴν ἀσυμμετρία ἀνάμεσα στὰ δύο πνεύματα. Ἐνῷ ἡ δασεία δηλώνει τὴν ὕπαρξη (στὴν ἀρχαιότητα) ἑνὸς γράμματος (τὸ γράμμα Η πρὶν αὐτὸ χρησιμοποιηθεῖ γιὰ τὴν ἀναπαράσταση τοῦ μακροῦ Ε — π.χ. τὸ ὄνομα Ἑλένη γραφόταν ΗΕΛΕΝΕ) ἡ ψιλὴ δὲν δηλώνει τίποτε ἄλλο παρὰ... τὴν ἔλλειψη τῆς δασείας. Ἔτσι ἔχουμε λέξεις ποὺ δασύνονται, καὶ ἄλλες ποὺ δὲν δασύνονται. Γιὰ νὰ ξεχωρίζουν παρ᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ μὴ δασυνόμενα ἀρχικὰ φωνήεντα καὶ πρὸς ἀποφυγὴ παρεξηγήσεων, ἐφευρέθηκε ἡ ψιλή.
Μερικοὶ πολὺ γενικοὶ κανόνες ποὺ ἀφοροῦν τὴν ψιλή:
- ἡ αὔξηση τῶν ρημάτων παίρνει ψιλή: ἔλεγα, ἔπαιρνα, ἔφερνα·
- τὸ «ἄλφα στερητικὸ» παίρνει ψιλή: ἄμυαλος, ἄγνωστος, ἄπιαστος, ἀσυνείδητος, ...
- οἱ σύνδεσμοι ἀνά, ἀμφί, ἀντί, ἀπό, ἐν, ἐκ/ἐξ, ἐπὶ παίρνουν ψιλὴ καὶ ἄρα καὶ ὅλες οἱ λέξεις ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ αὐτούς: ἀνάταση, ἀμφίδρομος, ἀντίσταση, ἀπόφαση, ἔνσταση, ἐκβολή, ἐξαγωγή, ἐπίθεση, ...
- οἱ ξένες λέξεις καὶ τὰ ξένα ὀνόματα παίρνουν ψιλή: ἄλτ, ἀβαντάζ, ἄφτερ ἔιτ, ἀσανσέρ, κ.λπ. ἐκτὸς ἀπὸ τὴν περίπτωση ὅπου ἀρχίζουν ἀπὸ ὕψιλον: Νέα Ὑόρκη. Αὐτὰ λέει ὁ Τριανταφυλλίδης, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ παλαιότερες γραμματικὲς οἱ ἑλληνικοὶ μεταγραμματισμοὶ ξένων λέξεων καὶ ὀνομάτων παίρνουν δασεία ὅταν στὸ λατινικὸ πρωτότυπο ἀρχίζουν ἀπὸ h: ἅλτ (= halt), ὁρντέβρ (= hors d'œuvre), Ἁννόβερο (= Hannover), Ἁμβοῦργο (= Hamburg), Οὑγκό (= Hugo), κ.λπ. Βέβαια τίθεται τὸ θέμα ἀπὸ ποιάν γλώσσα μᾶς ἦρθε μία λέξη: τὸ ὄμποε π.χ. παίρνει ψιλὴ γιατὶ στὰ ἰταλικὰ δὲν παίρνει h ἀλλὰ αὐτὸ ἀποτελεῖ ἰδιαιτερότητα τῶν ἰταλικῶν ἀφοῦ ἡ λέξη oboe βγαίνει ἀπὸ τὸ γαλλικὸ hautbois (= πάνω ξύλο) τὸ ὁποῖο παίρνει h.
Ἀλλὰ τί γίνεται μὲ τὶς ἄλλες λέξεις; Πῶς μποροῦμε νὰ ξέρουμε ἂν μία λέξη δασύνεται;
Ὑπάρχουν δύο μέθοδοι, ποὺ δουλεύουν γιὰ περίπου 75% τῶν περιπτώσεων. Ἐὰν δὲν δουλέψουν αὐτὲς οἱ μέθοδοι τότε ἡ μόνη λύση εἶναι τὸ λεξικὸ καὶ ἡ ἀπομνημόνευση. Καὶ ὅταν λέμε λεξικὸ ἐννοοῦμε τόσο τὸ χάρτινο λεξικὸ τῶν πατεράδων καὶ τῶν παππούδων μας ὅσο καὶ τὰ διάφορα πληροφορικὰ ἐργαλεῖα (ἠ-λεξικά, ὀρθογραφικοὶ διορθωτές, Google, κ.λπ.).
Ἂς δοῦμε τώρα τὶς δύο πρακτικὲς μεθόδους ἐξακρίβωσης τοῦ ἂν μία λέξη δασύνεται ἢ ὄχι.
Πρώτη μέθοδος.
Ἐὰν δὲν ξέρετε ἂν μιὰ λέξη δασύνεται, δοκιμάστε νὰ τῆς προσθέσετε κάποιο συνθετικὸ ποὺ νὰ τελειώνει μὲ π, τ ἢ κ. Ἂν αὐτὸ γίνει φ, θ ἢ χἀντίστοιχα, τότε ἡ λέξη δασύνεται. Ὀνομάζουμε μάλιστα τὰ σύμφωνα αὐτὰ «δασέα»· ἄλλωστε καὶ οἱ ξένοι ποὺ μεταγραμματίζουν τὰ ἑλληνικὰ ὡς: π→p τ→t κ→c προσθέτουν ἕνα h γιὰ τὰ ἀντίστοιχα δασέα σύμφωνα: φ→ph θ→th χ→ch.
Μπορεῖτε π.χ. νὰ προσθέσετε ἕναν ἀπὸ τοὺς συνδέσμους ἀντί, ἀπό, ἐπί, κατά, μετά, ὑπό. Ἔτσι οἱ ἀκόλουθες λέξεις δασύνονται (προσπαθῆστε νὰ τὶς ἐντυπωθεῖτε ὀπτικά):
ἅγιος | → καθαγιάζω |
ἁγνός | → καθαγνίζω |
αἷμα | → ἀφαίμαξη, καθαιμάσσω |
αἵρεση | → ἀφαίρεση, καθαίρεση, ὑφαίρεση |
ἁλάτι | → ἀφαλάτωση, καθαλάτωση, ὑφάλμυρος |
ἅμιλλα | → ἐφάμιλλος |
ἅπαξ | → ἐφάπαξ |
ἅπλωμα | → ἐφάπλωμα |
ἅπτομαι | → ἐφάπτομαι, καθάπτω |
ἁρμόζω | → ἐφαρμόζω |
ἕδρα | → ἐφεδρεύω, καθέδρα |
ἕκαστος | → καθέκαστα |
ἑλκύω | → καθέλκυση |
Ἕλληνας | → ἀνθέλληνας |
ἕλος | → ἀνθελονοσιακός |
ἕξη | → ἀνθεκτικός, ἐφεκτικός, καχεκτικός, μέθεξη |
ἑξῆς | → καθεξῆς |
ἑορτή | → μεθεόρτια |
ἑπόμενος | → μεθεπόμενος |
ἑρμηνεία | → μεθερμήνευση |
ἕρπω | → ὑφέρπω |
ἕση | → ἔφεση |
ἑστία | → ἐφέστιος |
εὕρεση | → ἐφεύρεση |
ἥβη | → ἐφηβεία |
ἡγεσία | → ἀφήγηση, καθηγεσία, ὑφηγεσία |
ἥλιος | → ἀφήλιο, ὑφήλιος |
ἡμέρα | → ἐφημερεύω, καθημερινός |
ἡνία | → ἀφηνιάζω |
ἡσυχία | → ἐφησυχάζω, καθησύχαση |
ἵδρυμα | → καθίδρυμα |
ἱδρώτας | → ἀνθιδρωτικός, ἀφίδρωση, ἐφιδρώνω |
ἱερός | → ἀφιερώνω, καθιέρωση |
ἵζημα | → καθίζηση |
ἱκετεύω | → καθικετεύω |
ἱκνός | → ἀφικνοῦμαι |
ἵππος | → ἀφίππευση, ἔφιππος |
ἵσταμαι | → ἀνθίσταμαι, καθίσταμαι, ὑφίσταμαι |
ὁδός | → ἀφόδευση, ἔφοδος, κάθοδος, μέθοδος |
ὁλικός | → καθολικό |
ὁμιλῶ | → καθομιλουμένη |
ὅμοιος | → ἀφομοιώνω |
ὁμολογῶ | → καθομολογία |
ὅπλο | → ἀφοπλίζω, ἐφοπλίζω |
ὁριακός | → ἐφοριακός |
ὁρίζω | → ἀφορίζω, καθορίζω |
ὅριο | → μεθοριακός |
ὁρμή | → ἀφορμή, ἐφόρμηση, μεθορμίζω |
ὅσιος | → ἀφοσιώνομαι, καθοσίωση |
ὅσο | → ἐφόσον, καθόσον |
ὅτι | → καθότι |
ὅτου | → ἀφότου |
ὑαλί | → ἀφυάλωση |
ὕβρις | → καθυβρίζω |
ὑγίεια | → ἀνθυγιεινός |
ὑγρός | → ἐφυγραίνω, καθυγραίνω |
ὕδωρ | → ἀφυδατώνω |
ὕλη | → ἀνθυλιστικός |
ὕμνος | → ἐφύμνιο |
ὑπηρέτης | → ἀφυπηρετῶ |
ὕπνος | → ἀνθυπνωτικός, ἀφυπνίζω |
ὕποπτος | → καχύποπτος |
ὑστέρημα | → καθυστερῶ |
ὡς | → καθώς |
Καὶ τώρα λέξεις ποὺ παίρνουν ψιλή:
ἀγαπῶ | → ἀνταγαπῶ |
ἀγγελία | → ἀπαγγελία, ἐπαγγελία |
ἀγγίζω | → μεταγγίζω |
ἀγκίστρι | → ἀπαγκιστρώνομαι |
ἀγορά | → ἀνταγορεύω, ἀπαγόρευση, κατηγορῶ, ὑπαγόρευση |
ἀγοράζω | → ἀνταγοράζω |
ἄγριος | → ἀπαγριώ |
ἄγρυπνος | → ἐπαγρύπνηση |
ἀγχόνη | → ἀπαγχονίζω |
ἀγωγή | → ἀνταγωγή, ἀπαγωγή, ἐπαγωγή, μεταγωγή, ὑπαγωγή |
ἀγώνας | → ἀνταγωνίζομαι |
ἀδικῶ | → ἀνταδικῶ |
ἄθλιος | → ἀπαθλίωση |
ἄθλο | → ἔπαθλο |
αἴθριος | → ὑπαίθριος |
αἴνιγμα | → ὑπαινιγμός |
αἶνος | → ἔπαινος |
αἴσθηση | → ἐπαισθητός, ὑπαισθησία |
αἶσχος | → ἐπαίσχυντος |
αἴτηση | → ἐπαίτης |
αἰτία | → ὑπαίτιος |
ἀκοή | → ὑπακοή |
ἀκόλουθος | → ἐπακόλουθο |
ἀκόντιο | → ἐπακόντιος |
ἀκούω | → ἐπακούω |
ἄκρα | → ἔπακρο, ἀκριβῶς, ἐπακριβής |
ἀκτή | → ἐπακτή |
ἀλήθεια | → ἐπαλήθευση |
ἀλλαγή | → ἀνταλλαγή, ἀπαλλαγή, ἐπαλλαγή, μεταλλαγή, ὑπαλλαγή |
ἄλληλος | → ἐπάλληλος, ὑπάλληλος |
ἄλλος | → μέταλλο |
ἀλλότριος | → ἀπαλλοτρίωση |
ἀλοιφή | → ἀπαλοιφή, ἐπαλείφω |
ἄμα | → ἀντάμα |
ἀμοιβή | → ἀνταμοίβω, ἐπαμοίβω, ὑπαμοίβω |
ἄνδρας | → ἐπανδρώνω, ὑπανδρεία |
ἄνεμος | → ἀπάνεμος, ὑπήνεμος |
ἄνθος | → ἀπανθίζω, ἐπάνθημα |
ἄνθρακας | → ἀπανθράκωμα |
ἄνθρωπος | → ὑπάνθρωπος |
ἄνω | → ἐπάνω |
ἄξιος | → ἐπάξιος |
ἀπειλή | → ἐπαπειλητικός |
ἄργιλος | → ἐπαργιλίωση |
ἄργυρος | → ἐπάργυρος |
ἀριστερός | → ἐπαρίστερος |
ἀρκῶ | → ἐπαρκῶ |
ἄρμα | → ἔπαρμα |
ἄρση | → ἔπαρση |
ἀρχή | → ἐπαρχείο, ὕπαρξη |
ἀστυνομία | → ὑπαστυνόμος |
ἀσφάλεια | → ἀντασφάλεια |
ἄσχημος | → κακάσχημος |
αὐγή | → ἀνταύγεια, ἀπαυγάζω |
αὐλή | → ἔπαυλη |
αὔξηση | → ἐπαύξηση |
αὔριο | → ἐπαύριον |
αὐτός | → ἀπαυτώνω |
ἀφή | → ἐπαφή |
ἐγγραφή | → μετεγγραφή, ἀντέγγραφο |
ἐγγύηση | → ὑπεγγύηση |
ἔδαφος | → κατεδάφιση, ὑπέδαφος |
ἔθνος | → ἀντεθνικός |
εἰρήνη | → ἀντειρηνικός |
εἰρωνεία | → κατειρωνεύομαι |
εἴσοδος | → ἐπεισόδιο |
ἐκπαίδευση | → μετεκπαίδευση |
ἔκτυπο | → κακέκτυπο |
ἐλαύνω | → ἀπέλαση, ἐπελαύνω |
ἐλευθερία | → ἀπελευθερία |
ἔλευση | → ἐπέλευση |
ἐλπίδα | → ἀπελπισία |
ἔναντι | → ἀπέναντι |
ἐνέργεια | → ἀντενεργῶ |
ἐντρέχεια | → κακεντρέχεια |
ἔργο | → ἀπεργώ, κακεργέτης |
ἔργο | → κατεργάζομαι |
ἐρείπιο | → κατερειπώνω |
ἔρημος | → ἀπερημώνω |
ἔρχομαι | → ἀπέρχομαι, ἐπέρχομαι, κατέρχομαι, μετέρχομαι |
ἐρώτηση | → ἐπερώτηση |
ἔτος | → ἐπέτειος, ἐπετηρίδα |
εὐθεία | → ἀπευθείας, κατευθείαν |
εὐθύνη | → ὑπεύθυνος |
εὐφημία | → ἐπευφημία |
εὐχή | → ἀπευχή |
ἔχω | → ἀντέχω, ἀπέχω, ἐπέχω, κατέχω, μετέχω, ὑπέχω |
ἦχος | → ἀντήχηση, κατήχηση |
ἰατρός | → ὑπίατρος |
ἴλαρχος | → ὑπίλαρχος |
οἰκία | → κατοικία, μετοικεσία |
οἶκος | → ἐποίκηση |
ὀλισθαίνω | → κατολισθαίνω |
ὄνομα | → ἀντωνυμία, ἐπώνυμο, κακωνυμία, κατονομάζω, μετονομάζω, μετωνυμία |
ὀπή | → μέτωπο |
ὄπισθεν | → μετόπισθεν |
ὀπτική | → κατόπτευση |
ὀπτικός | → ἐποπτικός |
ὀρθός | → κατορθώνω |
οὖλο | → ἐπούλωση |
οὖρο | → κατούρημα |
οὖς | → ἐπωτίδα |
οὐσία | → ἀπουσία, μετουσιώνω |
ὄφελος | → ἐπωφελής |
ὀφθαλμός | → ἐποφθαλμιῶ |
ὀχυρό | → κατοχυρώνω |
ὄψη | → κάτοψη |
ὠδή | → ἐπωδή |
ὠόν | → ἐπώαση |
Ἡ δάσυνση τοῦ συμφώνου δὲν συμβαίνει μόνο σὲ περίπτωση σύνθεσης. Σκεφτεῖτε τὶς κατασκευὲς «κατ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο» καὶ «ἀφ᾿ ἑνὸς / ἀφ᾿ ἑτέρου». Στὴν πρώτη περίπτωση ἡ λέξη «αὐτὸ» παίρνει ψιλὴ ἀφοῦ τὸ ταῦ δὲν ἔγινε θῆτα, στὴν δεύτερη περίπτωση στὸ πὶ ἔγινε φὶ καὶ ἄρα τὰ «ἑνὸς» καὶ «ἑτέρου» δασύνονται.
Ἂς σημειωθεῖ ὅτι ὁ κανόνας αὐτὸς ἔχει καὶ κάποιες σπάνιες «ἐξαιρέσεις», οἱ ὁποῖες οὐσιαστικὰ δὲν εἶναι ἐξαιρέσεις ἀλλὰ ἁπλῶς λάθη ποὺ ἐπικράτησαν: γράφουμε μεθαύριο καὶ ἐφέτος ἐνῶ οἱ λέξεις αὔριο καὶ ἔτος δὲν δασύνονται (ἡ ἀπόδειξη: γράφουμε ἐπίσης ἐπαύριον καὶ ἐπετηρίς). Οἱ μονοτονιστὲς δὲν παύουν νὰ ἀναφέρουν αὐτὲς τὶς «ἐξαιρέσεις» γιὰ νὰ ἀποδείξουν τὴν ἀχρηστία τοῦ κανόνα· παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ὁ κανόνας εἶναι πολὺ χρήσιμος γιατὶ ἐφαρμόζεται σὲ ἑκατοντάδες περιπτώσεων ἐνῷ οἱ «ἐξαιρέσεις» εἶναι ἐλάχιστες.
Δεύτερη μέθοδος.
Ἄλλος κανόνας γιὰ δασυνόμενες λέξεις: ἐὰν παράγωγες γαλλικές, ἀγγλικὲς ἢ γερμανικὲς λέξεις ἀρχίζουν ἀπὸ h τότε ἡ λέξη δασύνεται.Μερικὰ παραδείγματα:
Λέξεις ποὺ δασύνονται.
ἅγιος | → hagiography, hagiology, hagiographa |
Ἅδης | → hadean, hadopelagic |
ἁδρός | → hadron, hadrosaurus |
αἷμα | → hemophilia, hemorrhage |
ἁλκυών | → halcyon, halcyonic, halcyonidae |
ἁλάτι | → halogen, haloaromatic, halobacteria, halosaur |
ἁλύσκειν | → hallucinosis, hallucinate |
ἅλως | → halo |
ἅπαξ | → hapax legomenon, hapaxes |
ἁπλός | → haplodiploid, haploid, haploidisation, haplorrhini, Haplotype |
ἁρμονία | → harmony, harmonium, harmonica, harmonisation, harmonics... |
ἁρμός | → harmotome, arm |
ἕτερος | → hetero- |
εὑρίσκω | → heuristics |
ἡγεσία | → hegemony |
ἥλιος | → helion, heliotropic, heliocentric |
ἥρωας | → heroism |
ἕλιξ | → helix, helicopter, helicity |
ἑπτά | → heptarchy, heptagon, heptameter |
ἱερός | → hierarchy, hieroglyph |
ἱστορία | → history |
ὕδωρ | → hydrodynamics, hydrolysis |
ὕπνος | → hypnotism |
ὅλος | → holistics |
ὅμοιος | → homeopathy |
ὁρίζοντας | → horizon |
ὧρα | → horoscope |
Λέξεις ποὺ παίρνουν ψιλή
ἀ στερητικόν | → adiabatic, agnostic, ahistorical, amoral... |
ἄβαξ | → abacus, abaculus |
ἄβυσσος | → abyss, abyssal, abyssocottidae, abyssopelagic |
ἄγαλμα | → agalmatolite, agalmatophilia |
ἀγαθή | → agate, agathodaemon |
ἀγάπη | → agape, agapanthus, agapanthaceae |
ἀγγαρεία | → angary, angaria, angariate |
ἀγγεῖον | → angiosperm, angiocardiography, angiodysplasia... |
ἄγγελος | → archangel, evangelist |
ἄγκιστρον | → ancistrocladus, ancistrocactus, ancistrocheirus |
ἀγκύλος | → angle |
ἄγκυρα | → anchoring, anchorage |
ἀγκώνας | → ancona, ancon, anconal |
ἀγορά | → agoraphobia, agoranomos, agora |
ἀγρός | → agrobiology, agronomics, agrology |
ἆγχος | → αngina, anxious |
ἀγωνία | → agonize, antagonistic, agony |
ἀδάμας | → adamant, adamantine |
ἀδελφός | → adelphopoiesis, adelphous |
ἀέρας | → aerodynamics, aerofoil, aeronautics, aerobic, airplane, airship |
ἀθλητής | → athlete, athletics |
αἰθάλη | → aethalops, ethallobarbital |
αἰθέρας | → ether, ethereal |
αἴγαγρος | → aegagrus, aegagropila |
αἰγιαλός | → aegialornis, aigialosaur, aegialornithidae |
αἰγίς | → aegis |
Aἴγυπτος | → egyptology, egyptologist |
αἴλουρος | → ailurophobia, aelurodon, aeluroscalabotinae |
Aἴολος | → Aeolic, Aeolian, Aeolotropy |
αἴσθηση | → aesthetic, aesthetician, aestheticism, aesthete, aesthetics |
αἰσχύνω | → aeschynanthus, aeschynite |
αἰτία | → etiology, aetiology |
αἰχμή | → aechmophorus, aechmea |
αἰώνας | → eon |
Ἀκαδημία | → academy, academic |
ἄκανθος | → acantharea, acanthite, acanthocephala, acanthocercus... |
ἀκάρι | → acarid, acariasis, acarology |
ἀκμή | → acne, acnestis |
ἀκόλουθος | → anacoluthon, acolyte |
ἀκόνη | → aconitum, paragon |
ἀκούω | → acoustic guitar, acoustic nerve, acoustic theory, acoustics |
ἄκρον | → acrobat, acrocephalus, acrochordidae, acrochordon, acromantula, acronym, acrotomophilia |
ἀκτίνα | → actinium, actinobacteria, actinodine, actinolite... |
ἂκτωρ | → actor |
ἀλάβαστρος | → alabaster |
ἀλλαντοειδής | → allantois, allantoin |
Ἀλέξανδρος | → Alexander, alexipharmic, alexithymia, alexiteric |
ἀλεποῦ | → alopecia |
ἀλεύρι | → aleurone, aleuromancy |
ἄλγος | → -algia, arthralgia, cardialgia, cephalalgia... |
ἀλοιφή | → aliphatic, Aliphatic hydrocarbon |
ἄλκιμος | → analcite |
ἀλληγορία | → allegory |
ἄλληλος | → allelomorph, parallelogram |
ἄλλος | → allochthon, allodium, allodontidae, allogenes... |
ἀλλότροπος | → allotropy, allotropes, allotropism, |
ἄλυσσος | → alyssum, Alyssa |
ἄλφα | → alphabet, alphabetize, alphagram, alphanumeric... |
Ἀμαζών | → Amazon, Amazonomachy, Amazonite, Amazonia |
Ἀμάλθεια | → Amalthea |
ἀμάρανθος | → amaranth, amaranthaceae, amaranthoideae |
Ἀμαρυλλίς | → amaryllis, amaryllidaceae |
ἀμαύρωσις | → amaurosis, amaurophilia, amaurobiidae |
ἀμβλύς | → amblygonite, amblyopia, amblypoda |
ἄμβροτος | → ambrosia, ambrotype |
ἄμβυξ | → alembic, alembication, alembicated |
ἄμβων | → ambo |
ἄμμος | → ammoperdix, ammophila, ammotrechidae |
ἀμμωνία | → ammonia, ammoniacal |
ἀμνός | → amnion, amniotic, amniocentesis, amnioscope, |
ἀμοιβή | → amoeba, amoebic |
ἄμυλον | → amylin, amyloid, amylose, amylopectin, amylase, amyls, amylophagia, amyl |
ἀμυγδαλή | → almond |
ἀμφί | → amphipoda, amphioxus, amphiglossus |
ἀμφορέας | → amphora, ampulla |
ἀμφότερος | → amphoteric |
ἀνά | → anabolism, anachronism, anaplasia |
ἄναξ | → anax |
Ἀνδρομέδα | → Andromeda, Andromeda polifolia |
ἄνεμος | → anemometer, anemoscopy, anemoscope, anemophilous |
ἀνεμώνη | → anemone, sea-anemone |
ἀνεύρισμα | → aneurysm, microaneurysm |
ἄνδρας | → androcentrism, androgen, android, andrologist, andrology, androstephium, androsterone |
ἄνθος | → anthology, anthophyta, anthostema, anthogonium... |
ἄνθρακας | → anthrax, anthracotherium, anthracosauria, anthracosis |
ἄνθρωπος | → anthropology, anthropomorphism, anthropopathy... |
ἀντί | → antibiotic, anticyclone, antidiabetic, antihero... |
ἄντρον | → antrum |
ἄξιος | → axiological, axiology, axiology, axiom... |
ἄξων | → axis, axoneme, axoplasm, axisymmetric |
ἀόριστος | → aoristic, aorist |
ἀορτή | → aortic, aorta |
ἀπάτη | → apatite, apatosaurus |
ἀπό | → apology, apostrophe, apocrypha |
ἀράχνη | → arachnid |
ἄργιλλος | → argillite, argillaceous |
Ἄρης | → areo-, areocentric, areology, areography |
ἀρκῶ | → arc, arcade |
ἀρθρῖτις | → arthritis, osteoarthritis |
ἄρθρον | → arthropod, arthroscopy, arthropathy |
ἀριθμός | → arithmetic, logarithm |
ἄριστος | → aristocracy |
ἄρκτος | → arctic |
ἀρκτοῦρος | → arcturus, arcturis, arcturian |
ἄρτιος | → artiodactyl |
ἀρχαῖος | → archaeology, archetype |
ἀρχή | → archbishop, anarchy, archidiptera, archigram, archipelago... |
ἀρχιτέκτων | → architecture, architect |
ἄρχων | → archon, archosaur, archostemata |
ἄρωμα | → aroma, aromatic compounds |
ἀσθένεια | → asthenia, asthenopia |
ἄσθμα | → asthmatic |
Ἀσία | → Asia Minor, Asian, Asianisation, asiaphile |
ἀσπάραγος | → asparagine acid, aspartame, aspartate |
ἀσπίδα | → asp |
ἀστέρι | → asteroid, asterisk |
ἀστράγαλος | → astragalus, astragal |
ἄστρον | → astronomy, astrology, astrophysics, astronaut, astrolabe... |
ἄσυλον | → asylum |
ἀσφυξία | → asphyxiant |
ἀτμόσφαιρα | → atmosphere, atmospheric |
Ἄτλας | → atlas, Atlantic |
ἄτομο | → atomic, atomizer |
Ἀττική | → attic, atticism |
αὐθεντικός | → authentication, authentic |
αὐστηρός | → austerity |
αὐξάνω | → auxin, auxesis, |
αὐτός | → autonomy, automatic |
Ἀφροδίτη | → aphrodisiac, aphrodisia, |
ἀψίδα | → apse, apsis, apsidal, hassium, Diapsida |
ἐγκυκλοπαίδεια | → encyclopedia |
εἰκόνα | → icon, iconicity, iconoclast |
ἔτυμον | → etymology |
εὖ | → eulogy, euphoria |
ἠώς | → eocene |
ἴδιος | → idiolect, idiom, idiot, individual |
ἰχθύς | → ikhthus, ichthyology |
οἶνος | → oenomel |
ὀλίγος | → oligarchy |
ὀξύς | → oxygen |
ὄργανον | → organ, organism |
ὀρθός | → orthography, orthogonal |
ὠόν | → oocyte, oology |
Προσοχή, αὐτὸς ὁ κανόνας δὲν ἰσχύει γιὰ τὰ ἰταλικὰ (οἱ Ἰταλοὶ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Δάντη κιόλας κατάργησαν τὸ h αὐτῶν τῶν λέξεων: eroismo, euristica...).
Μάθημα 4: Ἡ βαρεία
Τὸ πιὸ καταδιωγμένο ἀπὸ τὰ σημάδια τοῦ τονισμοῦ εἶναι ἡ βαρεία. Ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ 50 κιόλας ἔπεσε θῦμα μιᾶς ἁπλοποίησης ποὺ ἦταν πρόδρομος τῆς «μονοτονικῆς μεταρρύθμισης». Περάσαμε δηλαδὴ ἀπὸ τὸ τριτονικὸ στὸ διτονικό, γιὰ νὰ περάσουμε 30 χρόνια μετὰ καὶ στὸ μονοτονικό. Καὶ ὁ λόγος; Οἱ γραφομηχανὲς δὲν εἶχαν ἀρκετὰ πλῆκτρα γιὰ νὰ καλύψουν τὴν βαρεία καὶ τοὺς διαφόρους συνδυασμοὺς βαρείας καὶ πνεύματος...
Ἂν διαλέξαμε νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν βαρεία στὸ τέταρτο κιόλας μάθημα εἶναι γιὰ δύο λόγους: πρῶτον γιὰ νὰ ἀποκαταστήσουμε τὸν ἀδικοχαμένο αὐτὸν τόνο, καὶ δεύτερον γιατὶ οἱ κανόνες ποὺ τὸν διέπουν εἶναι πάρα πολὺ ἁπλοί.
Μποροῦμε νὰ θεωρήσουμε τὴν βαρεία σὰν παραλλαγὴ τῆς ὀξείας ποὺ μπαίνει μόνο στὴ λήγουσα καὶ μόνο ὅταν δὲν ἀκολουθεῖ σημεῖο στίξης.
Μὲ ἄλλα λόγια: ὅταν ἔχουμε μία λήγουσα καὶ ξέρουμε ὅτι δὲν παίρνει περισπωμένη, τότε ἡ ἐπιλογὴ μεταξὺ βαρείας καὶ ὀξείας ἐξαρτᾶται μόνο ἀπὸ τὴν παρουσία ἢ ὄχι τελείας, ἄνω τελείας, ἄνω-κάτω τελείας, κόμματος, θαυμαστικοῦ, ἐρωτηματικοῦ, κ.λπ. μετὰ τὴν λέξη.
Παραδείγματα: «ὁ καλὸς καὶ σοφὸς γονιός, τὰ νέα μέτρα καὶ σταθμά.»
Ἂς δοῦμε τώρα τὶς ἐξαιρέσεις στὸν γενικὸ αὐτὸ κανόνα:
- ὅταν ἀκολουθεῖ ἐγκλιτικὸ βάζουμε ὀξεία ἀντὶ βαρείας: «ὁ δικός μου»·
- ἡ λέξη τί παίρνει πάντα ὀξεία, εἴτε ἀκολουθεῖται ἀπὸ σημεῖο στίξης ἢ ὄχι: «τί εἶπες;»·
- οἱ ἀντωνυμίες ποιός, ποιά, ποιό, παίρνουν βαρεία ὅταν εἶναι ἀναφορικὲς καὶ ὀξεία ὅταν εἶναι ἐρωτηματικές: «ποιός εἶσαι; τὸν ρώτησα ποιὸς εἶναι»·
- ὁ σύνδεσμος «γιατὶ» παίρνει ὀξεία ὅταν εἶναι ἐρωτηματικὸς καὶ βαρεία ὅταν εἶναι ἀναφορικός: «γιατί μὲ ρωτᾶς; σὲ ρωτάω γιατὶ θέλω νὰ μάθω». Στὴ δεύτερη περίπτωση μπορεῖ νὰ παρουσιασθεῖ καὶ ἡ μοναδικὴ περίπτωση βαρείας πρὶν ἀπὸ κόμμα: «γιατί μὲ ρωτᾶς; σὲ ρωτάω γιατὶ, ὅ,τι καὶ νὰ συνέβη, θέλω νὰ μάθω».
- οἱ λέξεις νὰ καὶ γιὰ παίρνουν βαρεία ὅταν εἶναι ἀναφορικοὶ σύνδεσμοι καὶ ὀξεία ὅταν εἶναι δεικτικοί: «νά ὁ φίλος μου, θέλω νὰ σᾶς τὸν συστήσω», «γιά δὲς καιρὸ ποὺ διάλεξε... γιὰ ποιόν καιρὸ λέει;»
Τὰ σημεῖα στίξης ποὺ μετατρέπουν τὴν βαρεία σὲ ὀξεία εἶναι ἡ τελεία (.), ἡ ἄνω τελεία (·), τὸ κόμμα (,), ἡ ἄνω-κάτω τελεία (:), τὸ θαυμαστικὸ (!), τὸ ἐρωτηματικὸ (;).
Ἡ βαρεία παραμένει βαρεία μπροστὰ ἀπό: ἀποσιωπητικὰ (...), παυλίτσα (-). Παραδείγματα: «τὶκ-τὰκ» «τὸν εἶδα πολὺ... κατσούφη».
Ὅσο δὲ γιὰ τὰ εἰσαγωγικὰ (»), τὴν παρένθεση ()), τὴν ἀγκύλη (]), τὸ ἄγκιστρο (}), τὴν μεγάλη παῦλα (—), αὐτὰ εἶναι «ἀόρατα» γιὰ τὴν βαρεία: ἡ μετατροπή της σὲ ὀξεία ἐξαρτᾶται δηλαδὴ ἀπὸ τὸ τί ἀκολουθεῖ μετὰ τὸ σημεῖο στίξης: ἂν ἀκολουθεῖ σημεῖο στίξης ποὺ νὰ μετατρέπει τὴν βαρεία σὲ ὀξεία, τότε αὐτὴ γίνεται ὀξεία, ἂν ὄχι, παραμένει βαρεία. Παραδείγματα: «τὸ «δὲν» καὶ τὸ «θά».», «ὁ πρῶτος (ἐγὼ) καὶ ὁ δεύτερος (ἐσύ).», κ.λπ.
Μάθημα 5: Ὁ κανόνας τῶν τριῶν συλλαβῶν
Ὑπάρχει ἕνας ἀπαραβίαστος κανόνας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας: μόνο οἱ τρεῖς τελευταῖες συλλαβὲς μίας λέξης μποροῦν νὰ τονισθοῦν. Αὐτὸς ὁ κανόνας εἶναι τόσο βαθειὰ ριζωμένος μέσα μας ποὺ ἂν δοκιμάσουμε νὰ τονίσουμε μία λέξη πάνω ἀπὸ τὴν προπαραλήγουσα δὲν θὰ τὰ καταφέρουμε. Δοκιμᾶστε νὰ πεῖτε «ἄκαταλληλος» ἢ «ἀκάταλληλος», θὰ δεῖτε ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν συλλαβὴ ποὺ φέρει τόνο, ἄθελά σας θὰ τονίσετε καὶ τὴν προπαραλήγουσα καὶ θὰ ἀκουσθεῖ κάτι σὰν «ἄκατάλληλος».
Ἡ περισπωμένη (ἢ ὀξυβαρεία) ὅταν ἐφευρέθηκε σήμαινε ὅτι πάνω στὴν ἴδια συλλαβὴ ἔχουμε καὶ ὀξεία καὶ βαρεία. Γιὰ νὰ γίνει αὐτὸ ἡ συλλαβὴ ἔπρεπε νὰ ἔχει διπλὸ μῆκος, δηλαδὴ νὰ μετράει γιὰ δύο.
Ἂν ὅμως βάλουμε περισπωμένη στὴν προπαραλήγουσα σημαίνει ὅτι ἡ συλλαβὴ αὐτὴ μετράει γιὰ δύο καὶ ἄρα ἡ ὀξεία τῆς ὀξυβαρείας οὐσιαστικὰ μπαίνει στὴν τέταρτη συλλαβὴ ἀπὸ τὸ τέλος (ἂν ὄχι πέμπτη ἢ ἕκτη ἀνάλογα μὲ τὸ ἂν ἡ παραλήγουσα καὶ ἡ λήγουσα μετρᾶνε κι αὐτὲς γιὰ δύο). Αὐτὸ ὅμως δὲν γίνεται καὶ ἄρα ἡ προπαραλήγουσα μπορεῖ νὰ πάρει μόνο ὀξεία.
Ἂς περάσουμε τώρα στὰ ἐγκλιτικά. Πρόκειται γιὰ λέξεις ποὺ οὐσιαστικὰ τὶς κολλᾶμε (φωνητικὰ καὶ νοηματικὰ) στὴ λέξη ποὺ προηγεῖται: «ὁ δικός μου» προφέρεται σὰν «ὁ δικόσμου» (καὶ μάλιστα ὁρισμένοι κατὰ καιροὺς πρότειναν νὰ γράφονται ἔτσι κολλημένα, ἢ ἔστω μὲ μιὰ παυλίτσα: «ὁ δικός-μου»).
Τί γίνεται τώρα ὅταν ἡ λέξη τονίζεται στὴν προπαραλήγουσα: «ὁ ἄνθρωπος» καὶ θέλουμε νὰ τῆς κολλήσουμε ἐγκλιτικό; Ἂν προφέρουμε «ὁ ἄνθρωποσμου» τότε εἶναι σὰν νὰ τονίζουμε τὴν τέταρτη συλλαβὴ ἀπὸ τὸ τέλος, καὶ αὐτὸ δὲν γίνεται. Ἡ λύση: τονίζουμε διπλὰ τὴν λέξη, πρῶτα ἐκεῖ ποὺ τονίζεται οὕτως ἢ ἄλλως καὶ ἔπειτα στὴ λήγουσα: «ὁ ἄνθρωπός μου».
Ὁ δεύτερος τόνος εἶναι ἀναγκαστικὰ ὀξεία γιατὶ ἀπὸ φωνητικῆς πλευρᾶς εἶναι σὰν νὰ εἶναι στὴν παραλήγουσα καὶ ἡ παραλήγουσα δὲν παίρνει ποτὲ βαρεία ὅπως εἴδαμε στὸ Μάθημα 4. Ἔτσι ὅταν ἀνεβαίνει ὁ τόνος ἑνὸς ἐγκλιτικοῦ τότε γίνεται πάντα ὀξεία παρ᾿ ὅλο ποὺ εἶναι στὴ λήγουσα καὶ δὲν ἀκολουθεῖ σημεῖο στίξης: «ὁ ἀδελφός μου», «ὁ ἀδελφὸς μοῦ εἶπε».
Στὸ μάθημα λοιπὸν αὐτὸ ἂς συγκρατήσουμε τοὺς ἑξῆς δύο βασικοὺς κανόνες:
- ὅταν τονίζεται ἡ προπαραλήγουσα παίρνει πάντα ὀξεία·
- ὅταν ἀνεβαίνει ὁ τόνος ἑνὸς ἐγκλιτικοῦ γίνεται ὀξεία.
Μάθημα 6: Μακρὸν πρὸ μακροῦ, μακρὸν πρὸ βραχέος
Φτάνουμε μὲ αὐτὸ τὸ μάθημα στοὺς πιὸ σημαντικοὺς κανόνες τονισμοῦ. Γιὰ νὰ καταλάβουμε ὅμως πῶς λειτουργοῦν πρέπει νὰ μιλήσουμε πρῶτα γιὰ τὸ μῆκος τῶν συλλαβῶν.
Ὅπως στὶς περισσότερες γλῶσσες τοῦ κόσμου ἔτσι καὶ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ εἶχαν δύο μήκη συλλαβῶν: τὶς μακρὲς καὶ τὶς βραχεῖες. Συγκρίνετε π.χ. στὰ ἀγγλικὰ τὶς λέξεις sheep (πρόβατο) καὶ ship (πλοῖο) ἢ στὰ γερμανικὰ τὶς λέξεις Miete (νοῖκι) καὶ Mitte (μέση), ἔτσι διέφεραν στὰ ἀρχαῖα τὸ «ὥρα» καὶ τὸ «ὅρα» (= δές).
Στὴν ἀρχὴ τὰ ἴδια γράμματα Α Ε Ι Ο Υ συμβολίζανε καὶ τὰ μακρὰ καὶ τὰ βραχέα φωνήεντα. Ἀργότερα ἄρχισαν να χρησιμοποιοῦνται δύο νέα γράμματα: τὸ Η (ποὺ πρὶν συμβόλιζε τὴν δασεία) γιὰ τὸ μακρὸ Ε καὶ τὸ Ω γιὰ τὸ μακρὸ Ο. Μὲ ἄλλα λόγια τὸ Η προφερόταν ΕΕ καὶ τὸ Ο, ΟΟ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ σήμερα θεωροῦμε ὅτι τὰ γράμματα ε καὶ ο εἶναι πάντα βραχέα καὶ τὰ γράμματα η καὶ ω πάντα μακρά, παρ᾿ ὅλο ποὺ αὐτὸ δὲν διαφαίνεται στὴν προφορά.
Ἐπίσης οἱ δίφθογγοι εἶναι πάντα μακρές, μὲ μία ἐξαίρεση: ὅταν οἱ δίφθογγοι οι και αι βρίσκονται στὴ λήγουσα καὶ δὲν ἀκολουθεῖ σύμφωνο, τότε εἶναι βραχεῖες. Παράδειγμα: πρῶτοι ἀλλὰ ἐν πρώτοις, καλεῖται ἀλλὰ χείραις..
Τί γίνεται ὅμως μὲ τὰ γράμματα α, ι, υ; Ὅπως μποροῦν νὰ εἶναι καὶ μακρὰ καὶ βραχέα, τὰ λέμε δίχρονα. Ὅπως θὰ δοῦμε σὲ αὐτὸ τὸ μάθημα, ὅλη ἡ δυσκολία τοῦ τονισμοῦ ἔγκειται στὸ νὰ ξέρουμε τὸ μῆκος τῶν συλλαβῶν μιᾶς λέξης, καὶ δὴ τὸ μῆκος τῶν συλλαβῶν μὲ δίχρονα φωνήεντα.
Ἔχουμε τοὺς ἑξῆς θεμελιώδεις κανόνες:
- ἡ βραχεία συλλαβὴ παίρνει μόνο ὀξεία (ἢ βαρεία): ἔλα, ὅμως, αὐτό, καλέ, αὐτοί, αἱ ποιναί (στὶς δύο τελευταῖες λέξεις οἱ λήγουσες εἶναι βραχεῖες ἐπειδὴ περιέχουν τὶς δίφθογγους οι καὶ αι καὶ δὲν ἀκολουθεῖ σύμφωνο)·
- ὅταν ἡ λήγουσα εἶναι μακρὰ, ἡ παραλήγουσα παίρνει μόνο ὀξεία: πάλη, δίνω, φίλου·
- ὅταν ἡ λήγουσα εἶναι βραχεία καὶ ἡ παραλήγουσα μακρὰ τότε ἡ παραλήγουσα περισπᾶται: πρῶτος, μῆλο, φροῦτο, σῶσε, πῆγε, σοῦπες, τοῦτοι, δονεῖται.
Οἱ κανόνες αὐτοὶ εἶναι βασικότατοι καὶ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ τοὺς ἀποστηθίσετε. Ἡ γενιά τῶν σημερινῶν 45άρηδων καὶ ἄνω, ποὺ τοὺς μάθαμε ἀκόμα στὸ σχολεῖο καὶ ποὺ δὲν εἴχαμε τὴν φοβία τῆς καθαρεύουσας ποὺ ἐπικρατεῖ σήμερα, λέγαμε τὸν ἑξῆς τυφλοσούρτη γιὰ νὰ τοὺς θυμόμαστε: μακρὸν πρὸ βραχέος περισπᾶται, μακρὸν πρὸ μακροῦ ὀξύνεται, ἐξ οὗ καὶ ὁ τίτλος αὐτοῦ τοῦ μαθήματος.
Ὑπάρχουν κάποιες ἐξαιρέσεις: οὔτε, μήτε, ὥστε, εἴτε, κ.λπ., λέξεις δηλαδὴ ποὺ παίρνουν ὀξεία ἐνῷ θὰ ἔπρεπε νὰ παίρνουν περισπωμένη (ἀφοῦ ἡ λήγουσα εἶναι βραχεία καὶ ἡ παραλήγουσα μακρά). Σὲ τί διαφέρουν τὸ ὥστε (ποὺ παίρνει ὀξεία) καὶ τὸ δῶστε (ποὺ παίρνει περισπωμένη σύμφωνα μὲ τὸν κανόνα); Ἡ διαφορὰ εἶναι ἐτυμολογικῆς φύσεως. Οἱ λέξεις οὔτε, μήτε, ὥστε, κ.λπ. προέρχονται ἀπὸ προθέσεις οὔ, μή, ὥς, εἴ, κ.λπ. στὶς ὁποῖες προστέθηκε τὸ ἐγκλιτικὸ μόριο τέ. Συμβαίνει δηλαδὴ ὅτι εἴδαμε στὸ προηγούμενο κεφάλαιο μὲ τὰ ἐγκλιτικά: σὲ πρῶτο στάδιο ὁ τόνος τοῦ τὲ μεταφέρθηκε στὴν προηγούμενη λέξη καὶ ἔγιναν: «οὔ τε», «μή τε», «ὥς τε», «εἴ τε», κ.λπ. Μετὰ ἑνώθηκαν οἱ δύο λέξεις χωρὶς βέβαια νὰ ἀλλάξει ὁ τόνος, καὶ ἔτσι παρέμεινε ἡ ὀξεία. Ἐνῷ στὴ περίπτωση τοῦ ρήματος δῶστε πρόκειται γιὰ μία καὶ ἀδιάσπαστη λέξη καὶ ἄρα ἰσχύει φυσικότατα ὁ κανόνας «μακρὸν πρὸ βραχέος περισπᾶται».
Ἕνας τελευταῖος κανόνας: ὑπάρχει μία περίπτωση ὅπου ξέρουμε μὲ σιγουριὰ ὅτι μία συλλαβὴ μὲ δίχρονο φωνῆεν εἶναι βραχεία: εἶναι ἡ περίπτωση ὅπου τὸ φωνῆεν ἀκολουθεῖται ἢ ἀπὸ δύο τουλάχιστον σύμφωνα ἢ ἀπὸ ζ, ξ, ἢ ψ (τὰ ὁποῖα μποροῦν ἐπίσης νὰ θεωρηθοῦν σὰν διπλά: ζ = δ + σ, ξ = κ + σ, ψ = π + σ). Ὅσο παράδοξο καὶ ἂν φαίνεται, λέμε τότε ὅτι ἡ συλλαβὴ εἶναι θέσει μακρά (ἐνῷ ξέρουμε ὅτι εἶναι βραχεία...). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ποτὲ δὲν μπαίνει περισπωμένη σὲ δίχρονο φωνῆεν ποὺ ἀκολουθεῖται ἀπὸ δύο σύμφωνα ἢ ἀπὸ ζ/ξ/ψ.
Ὁ κανόνας αὐτὸς τηρεῖται καὶ στὶς ξένες γλῶσσες: π.χ. στὰ γερμανικὰ ἡ λέξη Hüte (καπέλλα) προφέρεται μὲ μακρὸ ü ἐνῷ ἡ λέξη Hütte (καλύβα) μὲ βραχὺ ü: μόνη διαφορὰ μεταξύ τους τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν δεύτερη τὸ φωνῆεν ἀκολουθεῖται ἀπὸ διπλὸ σύμφωνο.
Ἀνακεφαλαίωση
Μποροῦμε νὰ ποῦμε συνοπτικὰ ὅτι ἔχουμε τοὺς ἑξῆς κανόνες ποὺ εἶναι ἀνεξάρτητοι τοῦ γραμματικοῦ τύπου τῆς λέξης καὶ ἐφαρμόζονται μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια:
- ὅσον ἀφορᾶ τὸ μῆκος τῶν συλλαβῶν:
- εἶναι σίγουρα βραχεία μιὰ συλλαβὴ:
- ποὺ ἔχει ὡς φωνῆεν ε ἢ ο,
- ποὺ ἔχει ὁποιοδήποτε φωνῆεν καὶ ἀκολουθεῖται ἀπὸ διπλὸ σύμφωνο ἢ ζ/ξ/ψ,
- ποὺ εἶναι λήγουσα μὲ δίφθογγο οι ἢ αι χωρὶς νὰ ἀκολουθεῖ σύμφωνο·
- εἶναι σίγουρα μακρὰ μιὰ συλλαβή:
- ποὺ ἔχει ὡς φωνῆεν η ἢ ω,
- ποὺ περιέχει δίφθογγο (καὶ δὲν ὑπάγεται στὴν παραπάνω περίπτωση)·
- σὲ ὅλες τὶς ἄλλες περιπτώσεις, μιὰ συλλαβὴ μπορεῖ νὰ εἶναι μακρὰ ἢ βραχεία.
- εἶναι σίγουρα βραχεία μιὰ συλλαβὴ:
- ὅσον ἀφορᾶ τὸν τονισμό:
- ἡ προπαραλήγουσα παίρνει πάντα ὀξεία·
- ἡ βραχεία παραλήγουσα παίρνει ὀξεία·
- ἡ μακρὰ παραλήγουσα παίρνει:
- ὀξεία ὅταν ἡ λήγουσα εἶναι μακρά,
- περισπωμένη ὅταν ἡ λήγουσα εἶναι βραχεία·
- ἡ βραχεία λήγουσα παίρνει ὀξεία (ἢ βαρεία, ὅρα Μάθημα 4)·
- ἡ μακρὰ λήγουσα μπορεῖ νὰ πάρει ὁτιδήποτε.
Στὰ ἑπόμενα μαθήματα θὰ ἐξετάσουμε, ἀνάλογα μὲ τὸν γραμματικὸ τύπο:
- πότε μία συλλαβὴ μὲ δίχρονο φωνῆεν εἶναι μακρὰ ἢ βραχεία·
- τί τόνο παίρνει μία μακρὰ λήγουσα.
Μάθημα 7: Ἡ λήγουσα τῶν ρημάτων
Στὰ ἑπόμενα μαθήματα θὰ ἀσχοληθοῦμε λοιπὸν μὲ τὸ μῆκος τῶν διχρόνων φωνηέντων σὲ λήγουσα παραλήγουσα καὶ μὲ τὸν τόνο ποὺ παίρνει ἡ μακρὰ λήγουσα. Ἡ πρώτη περίπτωση ποὺ θὰ ἐξετάσουμε εἶναι ἡ λήγουσα τῶν ρημάτων.
Ὁ γενικὸς κανόνας εἶναι: ὅταν ἕνα ρῆμα τονίζεται στὴ λήγουσα παίρνει περισπωμένη:
ἀγαπῶ | |
ἀγαπᾶς | |
ἀγαπᾶ | |
ἀγαπᾶμε | (στὸ ἑπόμενο μάθημα) |
ἀγαπᾶτε | (στὸ ἑπόμενο μάθημα) |
ἀγαποῦν | |
ποθῶ | |
ποθεῖς | |
ποθεῖ | |
ποθοῦμε | (μακρὸν πρὸ βραχέος) |
ποθεῖτε | (μακρὸν πρὸ βραχέος) |
ποθοῦν | |
νὰ δῶ | |
νὰ δεῖς | |
νὰ δεῖ | |
νὰ δοῦμε | (μακρὸν πρὸ βραχέος) |
νὰ δεῖτε | (μακρὸν πρὸ βραχέος) |
νὰ δοῦν | |
φοβοῦ | («φοβοῦ τοὺς Δαναοὺς καὶ δῶρα φέροντας») |
θοῦ | («θοῦ Κύριε φυλακὴν τῷ στόματί μου») |
εἰπεῖν | («φερ᾿ εἰπεῖν») |
Ὅπως βλέπουμε οἱ περιπτώσεις ὅπου ἕνα τῆμα τονίζεται στὴ λήγουσα περιορίζονται στὰ ρήματα τῆς δεύτερης συζυγίας, στὰ τρία πρόσωπα τοῦ ἑνικοῦ καὶ στὸ τρίτο πρόσωπο τοῦ πληθυντικοῦ. Καὶ σὲ ὁρισμένες προστακτικὲς ἢ σὲ ἀπαρέμφατα τῆς ἀρχαίας ἢ τῆς καθαρεύουσας ποὺ ἔχουν παραμείνει σὲ ἐκφράσεις.
Μάθημα 8: Ἡ παραλήγουσα τῶν ρημάτων
Ἐνῷ στὸ προηγούμενο μάθημα ἐξετάσαμε τὴν περίπτωση τῆς λήγουσας τῶν ρημάτων καὶ ὁ κανόνας ἦταν πολὺ ἁπλός: ἡ λήγουσα τῶν ρημάτων, ὅταν τονίζεται παίρνει πάντα περισπωμένη. Στὴ περίπτωση τῆς παραλήγουσας ἡ κατάσταση εἶναι πιὸ πολύπλοκη. Ὁ Τριανταφυλλίδης μᾶς δίνει τοὺς τέσσερις ἑξῆς κανόνες ποὺ καλύπτουν τελείως τὶς ἀνάγκες τῶν ρημάτων:
- ὅταν ἔχουμε ι καὶ υ στὴν παραλήγουσα, τότε αὐτὰ εἶναι βραχέα : μὲ ἄλλα λόγια, ἕνα ρήμα ποὺ τονίζεται στὴ παραλήγουσα σὲ μιὰ συλλαβὴ μὲ ἰῶτα ἢ ὕψιλον παίρνει ὁπωσδήποτε ὀξεία: δίνε, ρίξε, φύγε, λύσε, κ.λπ. (στὰ παραδείγματά μας χρησιμοποιοῦμε ἔψιλον στὴ λήγουσα γιὰ νὰ δείξουμε ὅτι ὁ κανόνας «μακρὸν πρὸ βραχέος περισπᾶται» δὲν ἐφαρμόζεται)·
- ὅταν ἔχουμε (ἄτονο) α στὴ λήγουσα τῆς ὁριστικῆς, τότε αὐτὸ εἶναι βραχύ: πότε ἔχουμε α στὴ λήγουσα; μόνο στὸν παρατατικὸ (πῆγα, ἦρθαν)·
- ὅταν ἔχουμε (ἄτονο) α στὴ λήγουσα τῆς προστακτικῆς, τότε αὐτὸ εἶναι μακρό: πήδα, ρώτα, κοίτα, βούτα·
- στὶς καταλήξεις -ᾶμαι, -ᾶσαι, -ᾶται, -ᾶμε, -ᾶτε, -ᾶνε τῆς ὁριστικῆς, τὸ α τῆς παραλήγουσας εἶναι μακρό, σὲ ὅλες τὶς ἄλλες περιπτώσεις εἶναι βραχύ. Δηλαδὴ ἂν ἐξαιρέσουμε αὐτὲς τὶς 6 περιπτώσεις, τὸ α τῆς παραλήγουσας εἶναι πάντα βραχὺ καὶ παίρνει ὀξεία.
Ἂν πάρουμε ἀπὸ ἕνα παράδειγμα ρήματος κάθε συζυγίας (στὴν ἐνεργητικὴ καὶ στὴν παθητικὴ φωνὴ) βλέπουμε ὅτι ὅλες ἀνεξαιρέτως οἱ περιπτώσεις καλύπτονται ἤδη ἀπὸ τοὺς κανόνες τῶν προηγουμένων μαθημάτων καὶ τοὺς κανόνες ποὺ μόλις μάθαμε:
Πρώτη συζυγία
Ἐνεστῶτας | γράφω | ἂν ἡ παραλήγουσα εἶναι βραχεία τότε ὀξύνεται οὕτως ἢ ἄλλως (Μάθημα 6), ἂν εἶναι μακρὰ τότε ὀξύνεται γιατὶ ἡ λήγουσα εἶναι μακρὰ (Μάθημα 6) |
γράφεις | μακρὸν πρὸ μακροῦ | |
γράφει | τὸ ἴδιο | |
γράφουμε | προπαραλήγουσα (Μάθημα 5) | |
γράφετε | τὸ ἴδιο | |
γράφουν | μακρὸν πρὸ μακροῦ | |
Παρατατικὸς | ἔγραφα | προπαραλήγουσα |
ἔγραφες | τὸ ἴδιο | |
ἔγραφε | τὸ ἴδιο | |
γράφαμε | τὸ ἴδιο | |
γράφατε | τὸ ἴδιο | |
ἔγραφαν | τὸ ἴδιο | |
Μέλλων | θὰ γράψω | μακρὸν πρὸ μακροῦ |
θὰ γράψεις | τὸ ἴδιο | |
θὰ γράψει | τὸ ἴδιο | |
θὰ γράψουμε | προπαραλήγουσα | |
θὰ γράψετε | τὸ ἴδιο | |
θὰ γράψουν | μακρὸν πρὸ μακροῦ | |
Ἀόριστος | ἔγραψα | προπαραλήγουσα |
ἔγραψες | τὸ ἴδιο | |
ἔγραψε | τὸ ἴδιο | |
γράψαμε | τὸ ἴδιο | |
γράψατε | τὸ ἴδιο | |
ἔγραψαν | τὸ ἴδιο | |
Παρακείμενος, κ.λπ. | ἔχω/εἶχα γράψει | μακρὸν πρὸ μακροῦ |
Προστακτικὴ | γράψε | κανόνας 4 αὐτοῦ τοῦ μαθήματος |
γράψτε | τὸ ἴδιο | |
Ἐνεστῶτας | γράφομαι | προπαραλήγουσα |
γράφεσαι | τὸ ἴδιο | |
γράφεται | τὸ ἴδιο | |
γραφόμαστε | τὸ ἴδιο | |
γράφεστε | τὸ ἴδιο | |
γράφονται | τὸ ἴδιο | |
Παρατατικὸς | γραφόμουν | τὸ ο εἶναι βραχὺ |
γραφόσουν | τὸ ἴδιο | |
γραφόταν | τὸ ἴδιο | |
γραφόμασταν | προπαραλήγουσα | |
γραφόσασταν | τὸ ἴδιο | |
γράφονταν | τὸ ἴδιο | |
Μέλλων | θὰ γραφτῶ | λήγουσα τοῦ ρήματος (Μάθημα 7) |
θὰ γραφτεῖς | τὸ ἴδιο | |
θὰ γραφτεῖ | τὸ ἴδιο | |
θὰ γραφτοῦμε | μακρὸν πρὸ βραχέος | |
θὰ γραφτεῖτε | μακρὸν πρὸ βραχέος | |
θὰ γραφτοῦν | λήγουσα τοῦ ρήματος | |
Ἀόριστος | γράφτηκα | προπαραλήγουσα |
γράφτηκες | τὸ ἴδιο | |
γράφτηκε | τὸ ἴδιο | |
γραφτήκαμε | τὸ ἴδιο | |
γραφτήκατε | τὸ ἴδιο | |
γράφτηκαν | τὸ ἴδιο | |
Παρακείμενος, κ.λπ. | ἔχω/εἶχα γραφτεῖ | λήγουσα τοῦ ρήματος (Μάθημα 7) |
Προστακτικὴ | γράψου | λήγουσα μακρὰ |
γραφτεῖτε | μακρὸν πρὸ βραχέος |
Δεύτερη συζυγία
Ἐνεστῶτας | ἀγαπῶ | περισπωμένη στὴ λήγουσα τοῦ ρήματος ποὺ τονίζεται: Μάθημα 7 |
ἀγαπᾶς | τὸ ἴδιο | |
ἀγαπάει | λήγουσα μακρὰ | |
ἀγαπᾶμε | κανόνας 4 αὐτοῦ τοῦ μαθήματος | |
ἀγαπᾶτε | τὸ ἴδιο | |
ἀγαποῦν | περισπωμένη στὴ λήγουσα τοῦ ρήματος | |
Παρατατικὸς | ἀγαποῦσα | κανόνας 2 αὐτοῦ τοῦ μαθήματος: λήγουσα βραχεία, καὶ ἄρα μακρὸν πρὸ βραχέος |
ἀγαποῦσες | μακρὸν πρὸ βραχέος (Μάθημα 6) | |
ἀγαποῦσε | τὸ ἴδιο | |
ἀγαπούσαμε | προπαραλήγουσα | |
ἀγαπούσατε | τὸ ἴδιο | |
ἀγαποῦσαν | κανόνας 2 αὐτοῦ τοῦ μαθήματος | |
Μέλλων | θὰ ἀγαπήσω | μακρὸν πρὸ μακροῦ |
θὰ ἀγαπήσεις | τὸ ἴδιο | |
θὰ ἀγαπήσει | τὸ ἴδιο | |
θὰ ἀγαπήσουμε | προπαραλήγουσα | |
θὰ ἀγαπήσετε | τὸ ἴδιο | |
θὰ ἀγαπήσουν | μακρὸν πρὸ μακροῦ | |
Ἀόριστος | ἀγάπησα | προπαραλήγουσα |
ἀγάπησες | τὸ ἴδιο | |
ἀγάπησε | τὸ ἴδιο | |
ἀγαπήσαμε | τὸ ἴδιο | |
ἀγαπήσατε | τὸ ἴδιο | |
ἀγάπησαν | τὸ ἴδιο | |
Παρακείμενος, κ.λπ. | ἔχω/εἶχα ἀγαπήσει | μακρὸν πρὸ μακροῦ |
Προστακτικὴ | ἀγάπα | κανόνας 3 αὐτοῦ τοῦ μαθήματος: λήγουσα μακρὰ καὶ ἄρα ὀξεία ὅποιο μῆκος καὶ νὰ ἔχει ἡ παραλήγουσα |
ἀγαπῆστε | μακρὸν πρὸ βραχέος | |
Ἐνεστῶτας | θυμᾶμαι | κανόνας 4 αὐτοῦ τοῦ μαθήματος |
θυμᾶσαι | τὸ ἴδιο | |
θυμᾶται | τὸ ἴδιο | |
θυμόμαστε | προπαραλήγουσα | |
θυμόσαστε | τὸ ἴδιο | |
θυμοῦνται | μακρὸν πρὸ βραχέος (τὸ αι εἶναι βραχὺ στὴ λήγουσα ὅταν δὲν ἀκολουθεῖ ἄλλο γράμμα, Μάθημα 6) | |
Παρατατικὸς | θυμόμουν | τὸ ο εἶναι βραχὺ |
θυμόσουν | τὸ ἴδιο | |
θυμόταν | τὸ ἴδιο | |
θυμόμασταν | προπαραλήγουσα | |
θυμόσασταν | τὸ ἴδιο | |
θυμόνταν | τὸ ο εἶναι βραχὺ | |
Μέλλων | θὰ θυμηθῶ | λήγουσα τοῦ ρήματος (Μάθημα 7) |
θὰ θυμηθεῖς | τὸ ἴδιο | |
θὰ θυμηθεῖ | τὸ ἴδιο | |
θὰ θυμηθοῦμε | μακρὸν πρὸ βραχέος | |
θὰ θυμηθεῖτε | μακρὸν πρὸ βραχέος | |
θὰ θυμηθοῦν | λήγουσα τοῦ ρήματος | |
Ἀόριστος | θυμήθηκα | προπαραλήγουσα |
θυμήθηκες | τὸ ἴδιο | |
θυμήθηκε | τὸ ἴδιο | |
θυμηθήκαμε | τὸ ἴδιο | |
θυμηθήκατε | τὸ ἴδιο | |
θυμήθηκαν | τὸ ἴδιο | |
Παρακείμενος, κ.λπ. | ἔχω/εἶχα θυμηθεῖ | λήγουσα τοῦ ρήματος (Μάθημα 7) |
Προστακτικὴ | θυμήσου | μακρὸν πρὸ μακροῦ |
θυμηθεῖτε | μακρὸν πρὸ βραχέος |
Ὅπως βλέπουμε, στὸ σύστημα αὐτὸ τοῦ Τριανταφυλλίδη ὁ τονισμὸς τῶν ρημάτων τῆς δημοτικῆς καθορίζεται τελείως ἀπὸ τοὺς κανόνες ποὺ μάθαμε ὣς τώρα.
Μάθημα 9: Ἡ λήγουσα τῶν οὐσιαστικῶν, ἐπιθέτων καὶ ἐπιρρημάτων
Στὰ δύο προηγούμενα μαθήματα ἐξετάσαμε τὸν τονισμὸ τῶν ρημάτων καὶ εἴδαμε ὅλες τὶς περιπτώσεις ποὺ μποροῦν νὰ προκύψουν. Στὸ μάθημα αὐτὸ καὶ στὸ ἑπόμενο, καὶ τελευταῖο, θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὰ ἄλλα μέρη τοῦ λόγου: τὰ οὐσιαστικά, τὰ ἐπίθετα, τὰ ἐπιρρήματα.
Ἄλλη μιὰ φορά, στὴν περίπτωση τῆς λήγουσας ὁ κανόνας εἶναι πολὺ ἁπλός: τὰ οὐσιαστικὰ καὶ τὰ ἐπίθετα, ὅταν τονίζονται στὴν λήγουσα παίρνουν ὀξεία σὲ ὅλες τὶς πτώσεις ἐκτὸς ἀπὸ τὴν γενικὴ καὶ τὴν δοτικὴ (τοῦ ἑνικοῦ καὶ τοῦ πληθυντικοῦ) ποὺ παίρνουν πάντα περισπωμένη:
Ὀνομαστικὴ | ὁ καλὸς ἰατρὸς | οἱ καλοὶ ἰατροὶ |
Γενικὴ | τοῦ καλοῦ ἰατροῦ | τῶν καλῶν ἰατρῶν |
(Δοτικὴ) | (τῷ καλῷ ἰατρῷ) | (τοῖς καλοῖς ἰατροῖς) |
Αἰτιατικὴ | τὸν καλὸ ἰατρὸ | τοὺς καλοὺς ἰατροὺς |
Κλητικὴ | ὦ καλὲ ἰατρὲ | ὦ καλοὶ ἰατροὶ |
Ὀνομαστικὴ | ὁ ἐπιμελὴς μαθητὴς | οἱ ἐπιμελεῖς μαθητὲς |
Γενικὴ | τοῦ ἐπιμελοῦς μαθητῆ | τῶν ἐπιμελῶν μαθητῶν |
(Δοτικὴ) | (τῷ ἐπιμελεῖ μαθητῇ) | (τοῖς ἐπιμελέσι μαθητέσι) |
Αἰτιατικὴ | τὸν ἐπιμελὴ μαθητὴ | τοὺς ἐπιμελεῖς μαθητὲς |
Κλητικὴ | ὦ ἐπιμελὴ μαθητὴ | ὦ ἐπιμελεῖς μαθητὲς |
Ὀνομαστικὴ | ἡ πικρὴ χαρὰ | οἱ πικρὲς χαρὲς |
Γενικὴ | τῆς πικρῆς χαρᾶς | τῶν πικρῶν χαρῶν |
(Δοτικὴ) | (τῇ πικρῇ χαρᾷ) | (ταῖς πικραῖς χαραῖς) |
Αἰτιατικὴ | τὴν πικρὴ χαρὰ | τὶς πικρὲς χαρὲς |
Κλητικὴ | ὦ πικρὴ χαρὰ | ὦ πικρὲς χαρὲς |
Ὀνομαστικὴ | τὸ μικρὸ παιδὶ | τὰ μικρὰ παιδιὰ |
Γενικὴ | τοῦ μικροῦ παιδιοῦ | τῶν μικρῶν παιδιῶν |
Αἰτιατικὴ | τὸ μικρὸ παιδὶ | τὰ μικρὰ παιδιὰ |
Κλητικὴ | ὦ μικρὸ παιδὶ | ὦ μικρὰ παιδιὰ |
Ἂς μὴ τρομάξει ὁ ἀναγνώστης βλέποντας δοτικὲς πτώσεις (καὶ τὶς ἀντίστοιχες ὑπογεγραμμένες) σὲ αὐτὴν τὴν ἱστοσελίδα. Προφανῶς ἡ δοτικὴ δὲν χρησιμοποιεῖται στὴν δημοτικὴ γλώσσα καὶ κανεὶς δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ τὴν ἐπαναφέρει. Ἀλλὰ τὸ πλῆθος ἐκφράσεων ποὺ χρησιμοποιοῦμε καθημερινὰ («δόξα τῷ Θεῷ») καὶ ποὺ περιέχουν δοτικὴ πτώση δικαιολογεῖ τὴν ἀναφορά της. Ἄλλωστε ὁ κανόνας εἶναι τὸ ἴδιο ἁπλὸς ὅσο καὶ ἀπαραβίαστος: τόσο ἡ γενικὴ ὅσο καὶ ἡ δοτικὴ ὅταν τονίζονται παίρνουν περισπωμένη.
Εἶναι δηλαδὴ ἡ περισπωμένη δείκτης τῆς γενικῆς (καὶ τῆς δοτικῆς). Ἡ περισπωμένη μᾶς ἐπιτρέπει νὰ διευκρινίσουμε τὸ νόημα φράσεων ὅπως: «ἄκουσα ἕναν βοηθὸ λογιστὴ νὰ λέει»/«ἄκουσα ἕναν βοηθὸ λογιστῆ νὰ λέει», στὴν πρώτη περίπτωση πρόκειται γιὰ λογιστὴ ποὺ εἶναι βοηθός, στὴν δεύτερη περίπτωση γιὰ τὸν βοηθὸ ἑνὸς λογιστῆ.
Στὸ παράδειγμα «ὁ ἐπιμελὴς μαθητὴς» βλέπουμε ὅτι καὶ ἡ ὀνομαστικὴ καὶ ἡ αἰτιατικὴ τοῦ πληθυντικοῦ τοῦ «ἐπιμελὴς» παίρνουν περισπωμένη. Πρόκειται γιὰ ἐξαίρεση στὸν κανόνα: οἱ πτώσεις τοῦ πληθυντικοῦ ποὺ καταλήγουν σὲ -εῖς παίρνουν περισπωμένη: οἱ συγγραφεῖς, οἱ συγγενεῖς, οἱ δυστυχεῖς, οἱ ἀκριβεῖς, κ.λπ.
Ἄλλες ἐξαιρέσεις:
- λέξεις ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα: ἡ γῆ/τῆς γῆς, τὸ φῶς/τοῦ φωτός, τὸ πᾶν/τοῦ παντός, ὁ νοῦς/τοῦ νοῦ, κ.λπ. οἱ ὁποῖες κλίνονται κατὰ τὸ ἀρχαῖο πρότυπο·
- κύρια ὀνόματα ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα ποὺ καταλήγουν σὲ -ᾶ/-ᾶς, -ῆς, -οῦς (Ἀθηνᾶ, Ναυσικᾶ, Λουκᾶς, Παλαμᾶς, Σκουφᾶς, Ἑρμῆς, Ἡρακλῆς, Θαλῆς, Θεμιστοκλῆς, Μωυσῆς, Περικλῆς, Ἰησοῦς, κ.λπ.).
Ὅσο γιὰ τὰ ἐπιρρήματα, αὐτὰ παίρνουν ὀξεία ὅταν λήγουν σὲ -ά: παλιά, σιγά, φτηνά, καλά, ἁπλά, εἰδικά, κ.λπ., καὶ περισπωμένη ὅταν λήγουν σὲ -ῶς: ἀκριβῶς, λεπτομερῶς, ποσῶς, γενικῶς, ἀσφαλῶς, κ.λπ.
Μάθημα 10: Ἡ παραλήγουσα τῶν οὐσιαστικῶν, ἐπιθέτων καὶ ἐπιρρημάτων
Στὸ τελευταῖο μας μάθημα θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὴν παραλήγουσα τῶν οὐσιαστικῶν, ἐπιθέτων καὶ ἐπιρρημάτων. Ὅπως εἴδαμε καὶ στὸ μάθημα 8 ὅπου ἀσχοληθήκαμε μὲ τὴν παραλήγουσα τῶν ρημάτων, ὁ τόνος ποὺ θὰ βάλουμε σὲ μία παραλήγουσα ἐξαρτᾶται πάντα ἀπὸ τὸ μῆκος τῆς λήγουσας καὶ τῆς παραλήγουσας. Ἐφαρμόζουμε δηλαδὴ τοὺς κανόνες «μακρὸν πρὸ μακροῦ ὀξύνεται» καὶ «μακρὸν πρὸ βραχέος περισπᾶται». Ὅταν οἱ συλλαβὲς περιέχουν ἔψιλον, ὄμικρον, ἦτα, ὠμέγα ἢ διφθόγγους, τότε ξέρουμε κιόλας ἂν εἶναι μακρὲς ἢ βραχεῖες, καὶ ἐφαρμόζουμε ἄμεσα τοὺς δύο αὐτοὺς κανόνες. Τί γίνεται ὅμως ὅταν τὰ φωνήεντά τους εἶναι δίχρονα;
Τίθεται λοιπὸν τὸ ἐρώτημα: πότε ἕνα α, ι ἢ υ στὴν λήγουσα ἢ στὴν παραλήγουσα εἶναι μακρὸ καὶ πότε βραχύ;
Ἔχουμε καὶ πάλι (ὅπως στὸ μάθημα 8) τέσσερις κανόνες ποὺ καλύπτουν ὅλες τὶς περιπτώσεις:
- τὰ α, ι, υ στὴν παραλήγουσα εἶναι πάντα βραχέα: δάσος, κράτος, μύθος, μύτες, ξύλο, ξίφος, ἄνδρες, βράδυ, κ.λπ.
- τὰ α, ι, υ, τῆς λήγουσας τῶν ἀρσενικῶν καὶ θηλυκῶν ὀνομάτων εἶναι μακρά: ὡραία («ἡ ὡραία Ἑλένη»), ὁ σωτήρας, ὁ ἀγώνας, τῆς Ἀθήνας, ἡ ὥρα/τῆς ὥρας, ὁ ἐφημεριδοπώλις, ὁ πήχυς, ἡ χρήσις, κ.λπ.
- τὸ α τῆς λήγουσας τῶν οὐδετέρων καὶ τῶν ἐπιρρημάτων εἶναι βραχύ: ὡραῖα («τὰ ὡραῖα βιβλία»), τὸ σχῆμα, τὸ σῶμα, κ.λπ.
- τὰ ι, υ τῆς λήγουσας τῶν οὐδετέρων εἶναι μακρά: τὸ μαχαίρι, τὸ λουλούδι, τὸ χείλι, τὸ ποτήρι, τὸ θήλυ, κ.λπ.
Μὲ ἄλλα λόγια ἡ περισπωμένη στὴν παραλήγουσα εἶναι δείκτης τοῦ οὐδέτερου οὐσιαστικοῦ/ἐπιθέτου ἢ τοῦ ἐπιρρήματος: ἡ θεία/τὰ θεῖα, ἡ ὁποία/τὰ ὁποῖα, ἡ Δώρα/τὰ δῶρα, ἡ Γιώτα/τὸ γιῶτα, κ.λπ.