Πέρσι τα εγγόνια στην Πρωτοχρονιά της έβαλαν δόντια της γιαγιάς και λάμπουν τώρα ολόασπρα μέσα απ' τα ζαρωμένα, ξεφλουδισμένα άχρωμα χείλη.
Μα τα σβησμένα μάτια της γιαγιάς δεν καλοβλέπουν τα εργόχειρά της, τα πέντε εγγόνια της που της τ' άφησε μωρά, τόσα δα, η μακαρίτισσα η μονάκριβή της κόρη που την έθαψε είκοσι πέντε χρονών και την έκλαψαν όλα τα Θεραπειά. Την έκλαψαν και την ξέχασαν οι συγγενείς και φίλοι. Την έκλαψε και η μανούλα της και τα δάκρυα έσβησαν τα μάτια της. Μα όχι μόνον τα δάκρυα, όχι.
Η γιαγιά κατάλαβε πως έπρεπε τα παιδιά να μεγαλώσουν· ένιωσε το παράπονο της υστερνής ματιάς της κόρης της, το ένιωσε και πήρε το βελονάκι της, στην αρχή μ' ένα ζευγάρι γυαλιά, ύστερα με δυο, δούλευε εκείνη την μπιμπίλα την πολυανθισμένην, που οι ξένοι που έρχουνταν να περάσουν το καλοκαίρι στα Θεραπειά την έβλεπαν κ' έλεγαν πως κι αυτή η εργασία είναι στ' αλήθεια ένα απ' τα θαύματα του Βοσπόρου.
Γιατί στο Βόσπορο περισσότερο εργάζουνται αυτό το ξακουστό εργόχειρο, που πολλές εργάτριες δόξασε, μα και που δεν καλυτέρευσε την τύχη τους.
Όπως σ' όλα τα χαμόσπιτα και στης γιαγιάς το σπίτι βλέπει κανείς μετάλλια τιμητικά από εκθέσεις.
Και λίγο λίγο τα άνθη της μπιμπίλας έκαμαν τα άλλα άνθη: τα εγγονάκια, καρπούς ωραίους.
Ο μεγαλύτερος, αφού έμαθε τα γράμματα στο δημοτικό σχολείον, άρχισε να καλλιεργή τα λίγα χωράφια τους και με τις φράγουλες που έστελνε στα ξένα, τις ανοικτόχρωμες τούρκικες φράγουλες τις στρογγυλές, άρχισε να διατηρή το σπίτι, και ήτον καιρός γιατί η γιαγιά δεν καλόβλεπε και δεν τα 'λεγε, μα της έκαμναν παρατήρηση οι πελάτισσες για την εργασία της. Και τ' άλλα εγγόνια έπαιρναν σειρά και το μικρό, που τ' άφησε η μανούλα του βυζανιάρικο, έγινε κ' εκείνο έξι επτά χρονών αγόρι.
Έμαθε και να διαβάζη αργά αργά τα μεγάλα γράμματα.
Πώς την αγαπούσε τη γιαγιά! Πώς την αγαπούσαν όλοι! Πώς την καμάρωναν σαν έλεγε παραμύθια και πώς χαίρουνταν σαν την έβλεπαν να τρώγη φουντούκια με τα δόντια τα ολόασπρα!
Μα το μικρό είχε ένα σχέδιο και δεν έλεγε σε κανένα τίποτε. Φύλαγε να έλθη η ώρα η καλή.
Όταν η γιαγιά τον έπαιρνε απ' το χεράκι και ανέβαινεν το δρόμο του Ζαρίφη για να πάνε στη κρύα βρύση, δεν μπορούσε να ιδή τους πράσινους λόφους η καημένη η γιαγιά. Ούτε όταν πήγαιναν στην Αγία Παρασκευή μπορούσε να ιδή το Βόσπορο και το βουνό του Έλληνα που παραφυλάγει εκεί στο άνοιγμα της Μαύρης Θάλασσας, να καταπιή τα θεριά που προβάλλουν απ' το βοριά. Τίποτα η γιαγιά δεν μπορεί να ιδή.
Και όταν ο δεύτερος εγγονός με τη γαλανόασπρη βαρκούλα, αφού φέρνει αρχόντισσες στις μαγεμένες ακρογιαλιές και βλέπει τόσα καμώματα και νιώθει άπρεπα λόγια, ευτυχώς σε ξένη γλώσσα, γιατί και όλα αυτά είναι ξένα — όταν φέρνει βράδυ βράδυ περήφανος τη γιαγιά και το αδελφάκι του να αναπνεύσουν το μυρωμένο αγέρι, η γιαγιά δεν βλέπει το εύμορφο ηλιοκαμένο πρόσωπο του εγγονού.
Και το μικρό πικραίνεται και της ζωγραφίζει όλα, μα έχει και το σχέδιό του.
Ο μεγάλος αδελφός, ο Μανώλης, αρραβωνιάστηκε με την ευχή της γιαγιάς. Τις αποκριές θα έλθη η νύφη να ξεκουράση από το νοικοκυριό τη γιαγιά.
Μιλούνε τ' αδέρφια και για το δώρο της νύφης, μιλούνε και για το δώρο της γιαγιάς, μιλούνε και για το δώρο του μικρού. Κοντεύει η Πρωτοχρονιά.
Ο μικρός πετιέται, με μάτια ολόλαμπρα.
— Για τη γιαγιά, εγώ θα σας μιλήσω. Εγώ δώρο δεν θέλω. Πέρσι της πήρατε δώρο της γιαγιάς δόντια. Φέτο... πέστε στο μεγάλο το γιατρό και ρωτήστε, δεν μπορούνε τάχα αυτοί που κάνουνε δόντια να κάμουνε και μάτια να βλέπη η γιαγιά μου; Αχ! ολοένα σβήνουνται τα μάτια της. Σε λίγο, σας το λέγω, και τον ήλιο δεν θα τον βλέπη. Εμένα όχι φέτο, ποτέ να μη μου κάνετε δώρο, αν τα μάτια είναι ακριβά· ποτέ. Και αν οι γιατροί δεν μπορούν να τα κάμουν, ο Θεός μπορεί. Να την πάτε στη Βαγγελίστρα. Να την πάτε για να βλέπη η γιαγιά, διά να ιδή εμένα πως έχω τα χρυσά μαλλιά και τα μάτια της μητέρας μας, να παρηγορηθή.
Τ' αδέλφια δεν είπαν τίποτε. Εμπρός τους φτερούγισε η μανούλα με τα χρυσά μαλλιά και τα γαλανά μάτια.
Άνοιξε σιγά σιγά η θύρα· έτριξε το πατωμα απ' το βαρύ βήμα της γιαγιάς, και σαν να είχε μάτια, ίσια έτρεξε στο Γιωργάκη της, τον αγκάλιασε, τον φίλησε και είπε:
— Μάτια μου... μάτια μου...
Πολλά χείλη το λένε χαϊδευτικά το μάτια μου, μα στης γιαγιάς τα χείλη έχουν άλλη σημασία. Ναι, μάτια της. Έκανε το σταυρό της, ευχαρίστησε το Θεό χαρούμενη και, χαρούμενη, νέα, μεταμορφωμένη, είπε δυνατά.
— Θεέ μου, σ' ευχαριστώ.
Όλοι έκλαιαν. Αχ, από τέτοια δροσερά γλυκά δάκρυα δροσίζουνταν τα μάτια.
Οι κόποι της γιαγιάς καρποφόρησαν. Τη χαρά αυτή, χαρά άλλου κόσμου, της την έστελνε η πεθαμένη κόρη απ' τον ουρανό.
Και το Γεωργάκι χαρούμενο άρχισε να φωνάζη:
— Ούουουουου το βαπόρι· για την Τήνο, για τη Βαγγελίστρα, ούουουουου για την Τήνο.
Και όλοι γελούσαν, όλοι γελούσαν· γέλια αληθινά.
Περισσότερα βιβλία εδώ.