Σωριασμένη χάμω, εμπρός στο άγιο εικόνισμα της Παναγίας, προσεύχονταν και παρακαλούσε. Γιατί στα βουνά, εκεί πέρα, μακριά, το κανόνι βοούσε και το τουφέκι έπεφτε πυκνό, και ο αδελφός της είχε φύγει ντυμένος στο χακί, με το τουφέκι στον ώμο, για να ξεπλύνει αυτή τη φορά την ντροπή του άλλου πολέμου.
«Παναγία μου, λυπήσου... Μην πάθει τίποτε ο αδελφός μου! Είναι τόσο όμορφος και τόσο παλικάρι...»
Από τους πρώτους είχε φύγει, πριν ακόμα τον φωνάξουν, και τώρα τον ήξερε εκεί απάνω, εκεί που βοούσε το κανόνι και που έπεφτε πυκνό το τουφέκι...
Και ήλθε ο Χάρος μπροστά της μαυροντυμένος, στο μαύρο του άλογο, με το μαύρο του τόξο στο χέρι.
- Λυπήθηκα τα δάκρυα σου, της είπε, και ήλθα να σου πω να διαλέξεις, ποιον να σαϊτέψω στη θέση του αδελφού σου;
- Ποιον; έκανε εκείνη που δεν πίστευε στ' αυτιά της. Αχ, Χάρο μου, όποιον θέλεις πάρε, μα λυπήσου τον αδελφό μου!
- Δεν έχει όποιον θέλεις, λέγε ποιον να θανατώσω;
Η κόρη έτρεμε.
- Μα είναι ανάγκη να πάρεις και καλά κάποιον;
- Αμέ πώς αλλιώς;
-Ε, πάρε όποιον θέλεις! Μη με ρωτάς εμένα!
- Αν πάρω όποιον θέλω, θα πάρω τον αδελφό σου, γιατί είναι να πέσει σήμερα από βόλι. Μα τόσο κλάμα έκανες και τόσα παρακάλια, που σε σπλαχνίστηκα και πέρασα από δω να σου το πω. Λέγε γρήγορα τώρα, ποιον να σαϊτέψω στη θέση του;
-Πάρε... πάρε... έκανε η κόρη, και τα χείλια της έτρεμαν, πάρε κανέναν Τούρκο...
Ο Χάρος γέλασε, και η εκκλησία όλη βόησε και αντήχησε το νευρικό του γέλιο.
Η κόρη ανατρίχιασε κι έκρυψε το πρόσωπο της.
- Δόξα δε θέλησε ο αδελφός σου; Η δόξα μ' αίμα αγοράζεται.
-Πάρε αίμα τούρκικο όσο θέλεις...
- Δεν πληρώνεται μ' αίμα εχθρικό.
-Αχ, Θεέ μου! έκανε η κόρη, διάλεξε λοιπόν εσύ!
-Καλά! είπε ο Χάρος. Κοίταξε δω.
Εμπρός στα μάτια της έβαλε ένα καθρεφτάκι, και μέσα είδε η κόρη μια μάχη, τουφέκια χιλιάδες που φλόγιζαν, και σπαθιά που γυάλιζαν, και άλογα αφρισμένα που έσερναν τα μαύρα κανόνια· και δεξιά, ένα σωρό άντρες που έτρεχαν μπροστά. Ήταν όλοι ντυμένοι στο χακί, με το στέμμα στο πηλήκιο και το τουφέκι στο χέρι, και ανάμεσα τους ανεγνώρισε τον αδελφό της.
Έβγαλε μια φωνή και σκέπασε πάλι τα μάτια της, μα ο Χάρος επέμεινε.
- Κοίταξε καλά, είπε·· είναι γραφτό, όλους αυτούς όσους βλέπεις δεξιά, να τους θερίσω μεμιάς· μα σαν θέλεις, διάλεξε τους άλλους που είναι αριστερά, και τους θερίζω αυτούς αντί τους πρώτους. Θέλεις; Υπόγραψε!
Και μπροστά της άπλωσε ένα κίτρινο χαρτί και της έδωσε ένα καλάμι αιματοβαμμένο.
Πήρε η κόρη το καλάμι, μα το χέρι της έτρεμε τόσο που δεν μπόρεσε να γράψει.
-Και αυτοί... αυτοί οι άλλοι αριστερά δεν έχουν αδελφές;
-Βέβαια έχουν, και αδελφές και μάνες. Και ο ένας, βλέπεις; - αυτός ο ξανθός με τα μαύρα μάτια; Έχει γυναίκα νέα και όμορφη, που τη στεφανώθηκε μια μέρα πριν φύγει, και είναι δεμένες μαζί οι μοίρες τους.
-Πώς μαζί;
- Με την ίδια σαΐτα που θα θανατώσω εκείνον, θα ρίξω κι εκείνη στον τάφο.
-Αχ, μην το κάνεις!
- Είναι γραφτό.
-Μην τον σκοτώσεις λοιπόν! Άφησε τον και αυτόν να ζήσει!
- Ποιον άλλο να πάρω στη θέση του; Να, αυτός εκεί ο μικρός χλωμός; Έχει φάγει τα παιδικά του χρόνια στη μελέτη και στη δουλειά, με τη χήρα μάνα του που παιδεύτηκε και πείνασε ώσπου να τον μεγαλώσει. Και τώρα θα βγάλει μιαν ανακάλυψη που θα τους φέρει πλούτη, τιμή και δόξα...
-Μην τον κόψεις, για τον Θεό, και αυτόν! Όχι! άφησε τους αυτούς να ζήσουν!
- Λοιπόν τους άλλους προτιμάς, εκεί μέσα στο βάθος;
- Έχουν και αυτοί αδελφές και μάνες;
- Βέβαια έχουν. Και ο ένας εκεί μπροστά, που ρίχνεται σα λεοντάρι, βλέπεις; - με το σπαθί στο χέρι; Έχει δίκαιο να αψηφά τα βόλια, δεν είναι γραφτό του να πάγει σήμερα. Μα σα θέλεις πάλι, μεμιάς τον παίρνει ένα βόλι στην καρδιά, να εκεί ίσα - ίσα που βλέπεις ένα τετραγωνάκι μικρό. Ξέρεις τι είναι; Είναι η εικόνα του παιδιού του, ένα ξανθόμαλλο κοριτσάκι που δε γνώρισε μάνα, γιατί του την πήρα σα γεννήθηκε.
-Αχ, μη! φώναξε η κόρη κλαίγοντας, μην τον πάρεις από το παιδί του! Ποιος θα το αγαπά σα σκοτώσεις και τον πατέρα;
- Πάντα κάποιος θα κλάψει. Έλα, διάλεξε λοιπόν, ποιον θες να πάρω; Βιάζομαι.
-Πάρε έναν περιττό...
- Ξέρεις κανένα; Πες μου τον.
-Δεν ξέρω· μα αν είναι κανένας έρημος...
- Θέρισα κι έρημους, μα είναι λίγοι. Όλοι αυτοί που βλέπεις έχουν μάνα, γυναίκα ή παιδί. Έλα, κόρη, αποφάσισε ποιους να πάρω;
-Πάρε με μένα και λυπήσου τους αυτούς!
- Εσένα; Ο Χάρος πάλι γέλασε, και πάλι η εκκλησία έστειλε πίσω σαν κλαγγή, το άχρωμο του γέλιο. Τι να σε κάνω εσένα! Αυτούς θέλω, που τη Δόξα κυνηγούν, έτσι που τους βλέπεις να τρέχουν. Γιατί ο φόρος της Δόξας είναι αίμα, αίμα και δάκρυα που να χύνονται ποτάμι. Στον άλλο πόλεμο, το ίδιο δεν έκλαψαν όλες οι μανάδες, σαν που κλαις εσύ τώρα; Και το ίδιο δεν τις λυπήθηκα, και τα παιδιά τους τα 'στειλα όλα πίσω, γερά και αδόξαστα; Θέλεις το ίδιο να κάνω και τώρα; Να, φτάνει να γυρίσω τον καθρέφτη και θα το βάλουν όλοι στα πόδια...
Και άπλωσε ο Χάρος το χέρι.
Μα μεμιάς πετάχθηκε πάνω η κόρη.
- Όχι! Μη μας λυπηθείς! Και πάρε όσους θέλεις!
-Λέγε, κόρη, γρήγορα, βιάζομαι να φύγω' ποιους θέλεις να θερίσω; Τους αριστερούς με το νιόπαντρο, ή τους άλλους εκεί στο βάθος;
-Να κλάψουν χήρες, μάνες και ορφανά; Όχι! Πάλι εγώ καλύτερα, αφού ήτανε γραφτό μου...
Δεν πρόφθασε ν' αποπεί το λόγο, και ο μαύρος καβαλάρης αδράχνοντας τις σαΐτες του πετάχθηκε σαν αστραπή και χάθηκε στον κάμπο.
Χάμω είχε μείνει το καθρεφτάκι, και η κόρη έσκυψε και το κοίταξε με την καρδιά παγωμένη από το πέρασμα του Χάρου.
Μα δεν είδε πια μάχη, ούτε τουφέκια, ούτε κανόνια.
Χιόνια μόνο πολλά σκέπαζαν τη γη, και ήταν νύχτα, και κάπου - κάπου λεκέδες μαυριδεροί απλώνουνταν στην απέραντη ασπρίλα. Έσκυψε πιο κοντά και ξεχώρισε τους λεκέδες· ήταν κορμιά ντυμένα με χακί. Κι εκεί, δεξιά, όπου είχε πρωτοδεί τον αδελφό της, σωροί ήταν πεσμένα παλικάρια, σαν τα στάχυα που τα θέρισε η κόσα.
Και πάνω τους φτερούγιζε κάτι άσπρο, κάτασπρο, πιο άσπρο και από τα χιόνια, γιατί ήταν πιο φεγγερό· και χαμήλωσε, χαμήλωσε και ακούμπησε στα τρυπημένα κορμιά ένα κλαδί από δάφνη.
Και η κόρη, πνιγμένη στους λυγμούς, αναγνώρισε τη Δόξα, και ανάμεσα στα πεθαμένα παλικάρια ξεχώρισε τ' αχνό πρόσωπο του αδελφού της.
Περισσότερα βιβλία εδώ.