Η Λία Νικολάου έχει γεννηθεί στο Βόλο το 1974 όπου και συνεχίζει να ζει. Όπως δηλώνει η ίδια φοράει το σώμα γυναίκας από σύμπτωση και γράφει ακολουθώντας την απόλυτη κλίση της. Το "Να μ' αγαπάς" είναι το πρώτο της μυθιστόρημα, ενώ το δεύτερο είναι υπό έκδοση, επίσης από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Το "Να μ' αγαπάς" είναι μία ιστορία βαθειάς αγάπης και οικειοθελούς παράδοσης ανθρώπου σε άνθρωπο. Η λυρικότητα της γραφής δίνει την αισθητική του κειμένου όπου, εν ηδίστω λόγο, περνά στον αναγνώστη η πικρή αλήθεια της ζωής των πρωταγωνιστών.
Ο Αλέξανδρος, απογυμνώνει εαυτόν μέσα από έναν εσωτερικό διάλογο που αποτυπώνεται ως μία λυρική ερωτική επιστολή με παραλήπτη τον σύντροφό του Πάνο. Η Αγάπη -όντας το κυρίαρχο συναίσθημα του βιβλίου με τον Έρωτα και τον Πόθο ως έντονα υπαρκτά αλλά και αναγκαία συναισθήματα ν' ακολουθούν-, οξύνει το πνεύμα, μετριάζει τους φόβους, σμιλεύει την ψυχή...
Διαβάζουμε από το οπισθόφυλλο:
"Ο Αλέξανδρος γράφει ένα γράμμα με αποδέκτη τον σύντροφό του Πάνο και, ταυτόχρονα, μας μεταφέρει την προσωπική τους ιστορία. Μέσα από τα ταξίδια της μνήμης, στην κοινή τους διαδρομή αλλά και στα όσα έζησαν πριν συναντηθούν, μαθαίνουμε για τις διαφορετικές όψεις του έρωτα, τα στερεότυπα της κοινωνίας, τους φόβους και τις μύχιες σκέψεις που βασανίζουν το νου όλων των ανθρώπων. Το "Να μ' αγαπάς" είναι μία λυρική, ερωτική επιστολή που αποσκοπεί στη διαχείριση της απώλειας και στην έκφραση της αληθινής αγάπης· μια ιστορία για την αφοσίωση και την ολοκληρωτική παράδοση· μια κατάθεση ψυχής που μας δείχνει τον τρόπο ώστε να ανακαλύψουμε τον δρόμο για την ευτυχία.
Αποσπάσματα:
"Σε κοίταζα με μάτια που άστραφταν από χαρά, όση ώρα κοιμόσουν γαλήνια. Ήσουν υπέροχος, έτσι ελεύθερος από προβλήματα, καλέ μου, ίσως κι από όνειρα. Ολόγυμνος... ποθητός... Ένα μαρμάρινο άγαλμα, ικανός να θεραπεύσεις με την αγλαόμορφη εικόνα σου όσα μακρινά με είχαν πληγώσει στη ζωή. Παρατηρούσα το στήθος σου να πάλλεται με μικρές, ήσυχες αναπνοές. Τα μακριά σου δάχτυλα τινάζονταν ελαφρά στο άγγιγμα του αέρα που έμπαινε από το παράθυρο. Παράξενα ένιωσα αναγνωρίζοντας εκείνη την ώρα πως ήσουν εσύ που πάντα ονειρευόμουν, από παιδί."
" Καθόμασταν έτσι με τα χέρια πλεγμένα, ατέλειωτες, ακούραστες ώρες. Με τίποτα δεν θα αντάλλασσα αυτή την ανάμνηση. Όσα νιώθαμε άλλον τρόπο δεν θα είχαν να εκφραστούν πέρα από τις μυστικές μας χούφτες, ενωμένες με γλύκα απερίγραπτη και έγνοια. Σπλαχνικά, πονετικά ανταμώματα ενός ζευγαριού, που η ένωσή του ήταν πρώτα ψυχική, με τις σάρκες να ακολουθούν αναστημένες, θερμές και λαμπερές, γεμάτες περηφάνια. Τα χέρια σου... Πόσε φορές με τράβηξαν από την απελπισία; Σε αυτά μπορούσα να δω τον αληθινό εαυτό μου καθρεφτισμένο, όπως στα γαλανά σύννεφα των ματιών σου, που αρέσκονταν να τα κοιτώ με πόθο κι αφοσίωση."
" "Πιστεύεις στον Θεό;" σε είχα ρωτήσει μια Κυριακή με πονοκέφαλο, που ο ήχος της καμπάνας του Άη Γιώργη μου τρυπούσε τα μηλίγγια.
Πρίν προλάβεις να απαντήσεις, μονολόγησα: "μου λείπει η εκκλησία και οι ύμνοι, η μυρωδιά από το θυμίαμα, τα κεριά, ο ήχος των κερμάτων στο παγκάρι, η γεύση της μετάληψης... Ξέρεις ότι παλιά μικρός γινόμουν τις Κυριακές παπαδοπαίδι; Κρατούσα το χερουβείμ φορώντας γαλάζια και χρυσαφένια άμφια όπου έκρυβα στα φαρδιά τους μανίκια καμιά φορά ένα χασμουρητό. Μας έδινε ο παπάς χαρτζιλίκι και καραμέλες Κόκος για είμαστε όλα τα παιδιά του κατηχητικού εκεί τις Κυριακές και να μπορεί να καυχιέται στον μητροπολίτη πως μάζευε κόσμο κι έσωζε ψυχές."
"Γιατί σταμάτησες να πηγαίνεις;" ρώτησες, δίχως να σηκώσεις κεφάλι από τα νέα της πρωινής εφημερίδας.
"Μια μέρα με έπιασε ο παπάς από το μπράτσο σφιχτά και με πόνεσε. Πιο πολύ με πόνεσε, όταν μου είπε πως θα πήγαινα στην κόλαση. "Γιατί;", τον είχα αθώα ρωτήσει, θυμάμαι, τρομαγμένος. Τί είχα κάνει για να δικαιούμαι τέτοια κακοτυχία εγώ, μικρό παιδί ανάμεσα στα δικέφαλα θηρία, στις φλόγες και στους αλυσοδεμένους; "Ξέρεις εσύ!" ήρθε η απάντησή του με ένα βλέμμα μαχαίρι δίκοπο. Τίποτ' άλλο, μόνο "ήξερα εγώ". [...] Από τότε που με απείλησε όμως με τον φόβο της Κολάσεως ώστε να με πείσει να αλλάξω εαυτό, προσποιούμουν τις Κυριακές τον άρρωστο, μέχρι που η μάνα βαρέθηκε να με ξυπνά αφήνοντάς με στην ησυχία μου". "