ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ, ΕΝΟΤΗΤΑ 6η : Η παιδευτική σημασία της τιμωρίας ως απόδειξη του διδακτού της αρετής
ΘΕΜΑ: η παιδευτική σημασία της τιμωρίας ως αποδεικτικό στοιχείο για το διδακτό της αρετής (η δεύτερη απόδειξη για το διδακτό της αρετής- η πρώτη απόδειξη στην προηγούμενη ενότητα)
ΔΟΜΗ
1. Συμπέρασμα της προηγούμενης απόδειξης και σύνδεση με την επόμενη (ἔνθα... οὔσης)
2. Το θέμα και η αποδεικτέα θέση (εἰ γὰρ … εἶναι ἀρετήν.)
3. Η απόδειξη: Ο διττός στόχος της έλλογης τιμωρίας (Οὐδείς γάρ... πολῖται)
4. Το συμπέρασμα (ὥστε... διδακτόν ἀρετήν)
5. Ανακεφαλαίωση για την καθολικότητα και το διδακτό της αρετής (ὠς μέν οὖν... φαίνεται)
1.Συμπέρασμα της προηγούμενης απόδειξης και σύνδεση με την επόμενη (ἔνθα δὴ πᾶς παντὶ θυμοῦται καὶ νουθετεῖ, δῆλον ὅτι ὡς ἐξ ἐπιμελείας καὶ μαθήσεως κτητῆς οὔσης.)
· Το συμπέρασμα (δή) της προηγούμενης απόδειξης για το διδακτό της αρετής : στην περίπτωση (ἔνθα) των ηθικών ελαττωμάτων που δεν οφείλονται στην τύχη ή στη φύση αλλά στον άνθρωπο, το ότι ο καθένας θυμώνει με όσους δεν έχουν αρετή και τους νουθετεί αποδεικνύει πως αυτή την αποκτούμε με την επιμέλεια και τη μάθηση (=είναι διδακτή).
2.Το θέμα και η αποδεικτέα θέση (εἰ γὰρ ἐθέλεις ἐννοῆσαι τὸ κολάζειν, ὦ Σώκρατες, τοὺς ἀδικοῦντας τί ποτε δύναται, αὐτό σε διδάξει ὅτι οἵ γε ἄνθρωποι ἡγοῦνται παρασκευαστὸν εἶναι ἀρετήν.)
· Ο Πρωταγόρας δηλώνει στο Σωκράτη ότι θα αναφερθεί στη σκοπιμότητα της τιμωρίας, για να αποδείξει ότι η αρετή είναι διδακτή (παρασκευαστόν = διδακτόν).
3.Η απόδειξη: Ο διττός στόχος της έλλογης τιμωρίας
Μια λεξιλογική διευκρίνιση :
· τιμωρούμαι = τιμωρώ για να πάρω εκδίκηση, ενώ κολάζω = τιμωρώ για επανόρθωση της αδικίας ή για σωφρονισμό. Ο Αριστοτέλης στη Ρητορική του διευκρινίζει: Διαφέρει δέ τιμωρία καί κόλασις. ἡ μέν γάρ κόλασις τοῦ πάσχοντος ἕνεκα ἐστιν, ἡ δέ τιμωρία τοῦ ποιούντος, ἵνα άποπληρωθῆ (= οι έννοιες της «τιμωρίας» και της «κολάσεως» διαφέρουν. Η «κόλασις» γίνεται για χάρη του θύματος, ενώ η «τιμωρία» για να πληρώσει ο δράστης).
α. Η τιμωρία ως εκδίκηση (οὐδεὶς γὰρ κολάζει τοὺς ἀδικοῦντας πρὸς τούτῳ τὸν νοῦν ἔχων καὶ τούτου ἕνεκα, ὅτι ἠδίκησεν, ὅστις μὴ ὥσπερ θηρίον ἀλογίστως τιμωρεῖται·)
· Ο Πρωταγόρας απορρίπτει ως σκοπό του κολάζειν το τιμωρεῖσθαι (με την αρχαιοελληνική σημασία των λέξεων). Θεωρεί δηλαδή ότι κανένας δεν επιβάλλει μια «τιμωρία» ως άλογη και τυφλή εκδίκηση, με σκοπό την ανταπόδοση ενός αδικήματος και την εκδίκηση κατά του δράστη (οὐδεὶς γὰρ κολάζει τοὺς ἀδικοῦντας πρὸς τούτῳ τὸν νοῦν ἔχων καὶ τούτου ἕνεκα). Δέχεται, βέβαια, ότι κάποιοι άνθρωποι τιμωρούν με αυτό το σκοπό, η συμπεριφορά αυτή όμως αρμόζει στα άγρια ζώα, που ενεργούν χωρίς λογική (ἀλογίστως), γιατί τα άγρια (και άλογα) ένστικτά τους τα παρωθούν στην εξόντωση του αντιπάλου τους που τους αδίκησε.
Τι συμβαίνει στην πραγματικότητα ;
· Πολλές φορές η τιμωρία των παιδιών από τους γονείς και τους δασκάλους επιβάλλεται μέσα σε έξαρση του θυμικού και υπό το κράτος έντονων αρνητικών συναισθημάτων (θυμού, αγανάχτησης και οργής). Τότε ο σκοπός της τιμωρίας δεν είναι πια παιδαγωγικός, η παιδαγωγική δεοντολογία εκτρέπεται σε ψυχική εκτόνωση του «παιδαγωγού». Άλλοτε πάλι, ακόμα και αν αυτός που επιβάλλει την τιμωρία βρίσκεται σε ψυχική ηρεμία, η τιμωρία έχει χαρακτήρα εκφοβισμού ή επίδειξης ισχύος του μεγαλυτέρου. Και οι δύο αυτές περιπτώσεις τιμωρίας είναι απαράδεκτες, η σύγχρονη παιδαγωγική μάλιστα απορρίπτει γενικά την τιμωρία ως σωφρονιστικό μέσο.
β. Ο σκοπός της έλλογης τιμωρίας (ὁ δὲ μετὰ λόγου ἐπιχειρῶν κολάζειν οὐ τοῦ παρεληλυθότος ἕνεκα ἀδικήματος τιμωρεῖται–οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη–ἀλλὰ τοῦ μέλλοντος χάριν, ἵνα μὴ αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα.)
· τό «κολάζειν μετὰ λόγου» =η έλλογη τιμωρία, αυτή που επιβάλλεται όχι υπό το κράτος οργής ή αγανάκτησης, ούτε για την εξόντωση του δράστη ή για εκδίκηση (σε αντίθεση με το «τιμωρεῖσθαι» για το οποίο έγινε λόγος παραπάνω).
· Η έλλογη τιμωρία δεν έχει στόχο την ακύρωση ή τη θεραπεία του αδικήματος που έχει διαπραχθεί στο παρελθόν: αυτή είναι αδύνατη, γιατί το αδίκημα που έγινε και τα επακόλουθα του αποτελεί πραγματικότητα που δεν μπορεί να διορθωθεί. Το γνωμικό οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη (=τό γιγνόμενον οὐκ ἀπογίγνεται), ενισχύει την παρατήρηση αυτή του Πρωταγόρα . Η ίδια αντίληψη επικρατεί και σήμερα ( «ό,τι έγινε δεν ξεγίνεται», «ό,τι έγινε έγινε»).
· ο σκοπός της έλλογης τιμωρίας αφορά το μέλλον (τοῦ μέλλοντος χάριν) και είναι διττός :
1. ο σωφρονισμός εκείνου που έχει διαπράξει την αδικία, ώστε αυτός να μην υποπέσει ο ίδιος ξανά στο μέλλον σε αδίκημα (ἵνα μὴ αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος), και
2. ο παραδειγματισμός των άλλων, ώστε να μην υποπέσουν και αυτοί στο μέλλον σε αδίκημα (μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα).
Αξιολόγηση της άποψης του Πρωταγόρα για το σκοπό της ποινής :
· απορρίπτει ως κίνητρο της ποινής την ανταπόδοση και την εκδίκηση, τον εκδικητικό και κατασταλτικό χαρακτήρα της
· προβάλλει το σωφρονιστικό και παιδευτικό χαρακτήρα της ποινής
· αντιτίθεται προς την κοινή αντίληψη της εποχής του (αλλά συχνά και της δικής μας) : κατά τον ηθικό κώδικα πολλών αρχαίων λαών η τιμωρία ήταν αλληλένδετη με την εκδίκηση και με την ικανοποίηση του ίδιου του παθόντος ή των συγγενών ενός θύματος. Η στάση αυτή είναι –εν μέρει- κατανοητή, αν λάβουμε υπόψη τον πόνο και την αγανάκτηση τους. Σχετική είναι η «τίσις» (=η εκδίκηση των θεών) ως αποκατάσταση της ηθικής τάξης, αλλά και το γνωστό ὀφθαλμόν ἀντί ὀφθαλμοῦ του εβραϊκού μωσαϊκού νόμου. Η θεώρηση του Πρωταγόρα πρέπει να θεωρηθεί φωτισμένη και ρηξικέλευθη για την εποχή του, σύμφωνη με τις απόψεις του σύγχρονου δικαίου και της σύγχρονης παιδαγωγικής. Αντίστοιχες απόψεις για το νόημα της ποινής διατύπωσε τον ο Ιταλός Cesare Beccaria την εποχή του ευρωπαϊκού διαφωτισμού (19ος αιώνας).
4.Το συμπέρασμα (καὶ τοιαύτην διάνοιαν ἔχων διανοεῖται παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν) :
· η τιμωρία αποσκοπεί στο σωφρονισμό του δράστη και τον παραδειγματισμό των άλλων, δηλαδή επιδιώκει να επαναφέρει το δράστη στο δρόμο της αρετής, να τον κάνει καλύτερο ηθικά άνθρωπο και στους άλλους να υποδείξει τι είναι ηθικά σωστό. Η ποινή λοιπόν είναι ένα μέσο διδασκαλίας της αρετής, η αρετή είναι διδακτή. Και αντίστροφα : αν η αρετή δε διδασκόταν, αυτό θα σήμαινε ότι είναι κάποιος καλός ή κακός εκ φύσεως. Τότε όμως ούτε υπεύθυνος για την αδικία ούτε θα ήταν αδύνατο να αλλάξει, να σωφρονιστεί. Η επιβολή οποιασδήποτε ποινής σε αυτόν τον εκ φύσεως άδικο άνθρωπο θα ήταν μάταιη.
Το επιχείρημα συνοπτικά
α. Η τιμωρία επιβάλλεται για αποτροπή επανάληψης της αδικίας.
β. Αυτό στηρίζεται στην πεποίθηση ότι θα επιτευχθεί σωφρονισμός και παραδειγματισμός (δηλαδή ότι με τη διδασκαλία θα επιτευχθεί βελτίωση, θα αποκτηθεί η αρετή).
γ. Άρα: η αρετή είναι διδακτή.
Κριτική του επιχειρήματος
α. Το σόφισμα της λήψεως του ζητουμένου : Η αποδεικτέα θέση χρησιμοποιείται ταυτόχρονα και ως αποδεικτικό επιχείρημα : οι άνθρωποι τιμωρούν για σωφρονισμό και παραδειγματισμό, γιατί πιστεύουν ότι η αρετή είναι διδακτή (=επιχείρημα και αποδεικτέα θέση). Δηλαδή, ήδη πριν από τη διατύπωση του συμπεράσματος ότι η αρετή είναι διδακτή, αυτή η θέση γίνεται δεκτή και θεωρείται δεδομένη, χρησιμοποιείται ως αποδεικτικό στοιχείο.
β. Η θέση του Πρωταγόρα για το σωφρονιστικό και παραδειγματικό σκοπό της τιμωρίας είναι περισσότερο δεοντολογική, χωρίς να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα εκείνης της εποχής. Προβάλλει δηλαδή ως δεδομένη και παραδεκτή μια άποψη που θα έπρεπε να ισχύει, αλλά δεν ισχύει στην πραγματικότητα.
Γενίκευση του συμπεράσματος (ταύτην οὖν τὴν δόξαν πάντες ἔχουσιν ὅσοιπερ τιμωροῦνται καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ. τιμωροῦνται δὲ καὶ κολάζονται οἵ τε ἄλλοι ἄνθρωποι οὓς ἂν οἴωνται ἀδικεῖν, καὶ οὐχ ἥκιστα ᾿Αθηναῖοι οἱ σοὶ πολῖται· ὥστε κατὰ τοῦτον τὸν λόγον καὶ ᾿Αθηναῖοί εἰσι τῶν ἡγουμένων παρασκευαστὸν εἶναι καὶ διδακτὸν ἀρετήν.)
· Ο Πρωταγόρας γενικεύει το συμπέρασμά του : όλοι όσοι τιμωρούν αποσκοπούν στη διδασκαλία της αρετής :
ð στον ιδιωτικό βίο : οι γονείς και οι παιδαγωγούς που τιμωρούν τα παιδιά και τους μαθητές τους
ð στο δημόσιο βίο : τα όργανα του κράτους που επιβάλλουν ποινές σε όσους παραβιάζουν τους νόμους.
ð μέσα στο σύνολο περιλαμβάνονται και οι Αθηναίοι, τους οποίους ο Σωκράτης είχε φέρει ως παράδειγμα για να δείξει ότι η αρετή δεν είναι διδακτή (βλ. ενότητα 1). Αντίθετα τώρα ο Πρωταγόρας αποδεικνύει ότι οι Αθηναίοι περιλαμβάνονται σ' εκείνους που δέχονται το διδακτό της αρετής, επαναλαμβάνοντάς το μάλιστα δύο φορές («ὥστε κατὰ τοῦτον τὸν λόγον καὶ ᾿Αθηναῖοί εἰσι τῶν ἡγουμένων παρασκευαστὸν εἶναι καὶ διδακτὸν ἀρετήν» και πιο κάτω «διδακτὸν καὶ παρασκευαστὸν ἡγοῦνται ἀρετήν»)
5.Ανακεφαλαίωση για την καθολικότητα και το διδακτό της αρετής (ὡς μὲν οὖν εἰκότως ἀποδέχονται οἱ σοὶ πολῖται καὶ χαλκέως καὶ σκυτοτόμου συμβουλεύοντος τὰ πολιτικά, καὶ ὅτι διδακτὸν καὶ παρασκευαστὸν ἡγοῦνται ἀρετήν, ἀποδέδεικταί σοι, ὦ Σώκρατες, ἱκανῶς, ὥς γέ μοι φαίνεται.)
Εδώ ολοκληρώνεται το πρώτο σκέλος της απάντησης του Πρωταγόρα στο Σωκράτη, στο οποίο :
· αποδέχεται και αποδεικνύει τη θέση του Σωκράτη για την καθολικότητα της αρετής (ως την πρώτη παράγραφο της ενότητας 5),
· ανασκευάζει τη θέση του Σωκράτη ότι η αρετή δεν είναι διδακτή (δεύτερη παράγραφος της ενότητας 5 και ενότητα 6).
· Στη συνέχεια θα ασχοληθεί με την ανασκευή της άποψης του Σωκράτη ότι οι αγαθοί άντρες δεν μπορούν να διδάξουν στα παιδιά τους την αρετή (που ο Σωκράτης χρησιμοποιεί ως απόδειξη για το ότι η αρετή δεν είναι διδακτή).
· ο Πρωταγόρας ολοκληρώνει την επιχειρηματολογία του με αυτοπεποίθηση και κάποια αυταρέσκεια (ἀποδέδεικταί σοι, ὦ Σώκρατες, ἱκανῶς), θεωρώντας ότι η απόδειξή του είναι πειστική. Μετριάζει ωστόσο το αλαζονικό του ύφος με τη φράση «ὥς γέ μοι φαίνεται». Ως προς την πειστικότητα του επιχειρήματος του Πρωταγόρα βλ. κριτική του επιχειρήματος.
Μερικές σκέψεις για τις ποινές
1.Η αποτελεσματικότητα των ποινών
Α. Για όσους τιμωρούνται
· Υπάρχουν αυτοί που συνετίζονται για λόγους συνειδησιακούς ή συνειδητοποιούν το κόστος της ποινής και αποφεύγουν μελλοντικές παρανομίες.
· Σε άλλους η ποινή λειτουργεί διαφορετικά. Έτσι:
α. Νιώθουν ταπεινωμένοι και αδικημένοι από το κοινωνικό σύστημα.
β. Συγχρωτίζονται στα σωφρονιστικά ιδρύματα με πωρωμένους εγκληματίες και εξοικειώνονται με την παρανομία.
γ. Όταν συμπληρώσουν την έκτιση της ποινής τους, δεν τους δέχεται εύκολα η κοινωνία.
δ. Τα παραπάνω έχουν ως αποτέλεσμα να ξαναπέφτουν στην παρανομία και έτσι να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος.
Β. Για όσους δεν έχουν παρανομήσει
· Μερικοί παραδειγματίζονται από την ποινή των άλλων και ο φόβος γι' αυτήν τους κρατάει μακριά από την παρανομία.
· Άλλοι δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν σε όλη του την έκταση το προσωπικό, οικογενειακό και κοινωνικό κόστος των ποινών.
· Πολλές φορές, τη στιγμή που διαπράττεται ένα έγκλημα, ο δράστης βρίσκεται σε τέτοια ψυχική έξαρση, που δε μένουν περιθώρια να σκεφτεί τα επακόλουθα· εξάλλου, πάντα τρέφει την ελπίδα ότι δε θα γίνει αντιληπτός και ότι θα διαφύγει τη σύλληψη.
2.Το πνεύμα επιβολής των ποινών στις δημοκρατικές πολιτείες
· Ο νόμος περιφρουρεί τα δικαιώματα των πολιτών και διασφαλίζει την ομαλή λειτουργία του κοινωνικού συνόλου, προστατεύοντας την από εκείνους που παρανομούν. Όταν ο νόμος παραβιάζεται, πρέπει να γίνεται εξαντλητική διερεύνηση της ενοχής ενός προσώπου για την αποφυγή επιβολής άδικης ποινής.
· Η ποινή πρέπει να χρησιμοποιείται ως μέσο σωφρονισμού και παραδειγματισμού και όχι ως μέσο εκδίκησης και εκφοβιστικής επίδειξης της ισχύος της πολιτείας.
· Η πολιτεία πρέπει να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα εκείνων που εκτίουν ποινές σε σωφρονιστικά καταστήματα, εξασφαλίζοντας γι' αυτούς ανάλογες συνθήκες διαβίωσης.
· Κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης της ποινής αλλά και μετά την ολοκλήρωση της, πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα για την ομαλή επανένταξη των τροφίμων των σωφρονιστικών ιδρυμάτων στο κοινωνικό σώμα.
· Γενικά πρέπει να αντιμετωπίζεται ο παραβάτης του νόμου αν όχι με κατανόηση, τουλάχιστο με ανθρωπισμό.
3.Οι ποινές στις αυταρχικές πολιτείες
· το αυταρχικό κράτος αντιμετωπίζει τον παραβάτη του νόμου σαν νοσηρό και αποβλητέο μέλος του υγιούς συνόλου, χωρίς να φροντίζει για την επανένταξή του στο κοινωνικό σύνολο.
· είναι σκληρό και άτεγκτο απέναντι σ' αυτόν και εξαντλεί όλη την αυστηρότητα του.
· Οι ποινές είναι εξοντωτικές και οι συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων απάνθρωπες.