ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ, ΕΝΟΤΗΤΑ 5η : Η πολιτική αρετή ως κοινή και φυσική ιδιότητα όλων των ανθρώπων
ΔΟΜΗ
1. Η απόδειξη για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής (πρώτη παράγραφος)
2. Η (πρώτη) απόδειξη για το διδακτό της πολιτικής αρετής (δεύτερη παράγραφος)
1. Η απόδειξη για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής : Το «τεκμήριον» αποτελείται από την αποδεικτέα θέση (προτάσσεται), τα παραδείγματα του αυλητή και του αδίκου (από την καθημερινή εμπειρία, την ευρύτερη κοινωνική ζωή) και το συμπέρασμα.
α. Η αποδεικτέα θέση (ὡς τῷ ὄντι ἡγοῦνται … καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς).
· Το «τεκμήριον» του Πρωτ. θα αποδείξει την καθολικότητα της πολιτικής αρετής (…πάντα ἄνδρα μετέχειν…)
· Ο Πρωταγόρας έχει ήδη αποδείξει με το μύθο του Προμηθέα την άποψη αυτή και θεωρεί –σωστά-ότι και ο Σωκράτης την αποδέχεται. Τώρα θα την ενισχύσει επιπρόσθετα (…αὖ …)και με ένα «τεκμήριον»μια λογική απόδειξη (῞Ινα δὲ μὴ οἴῃ ἀπατᾶσθαι …τόδε αὖ λαβὲ τεκμήριον).
· δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς : η πολιτική αρετή περιλαμβάνει βέβαια τη δικαιοσύνη («δίκη»), αλλά και άλλες επιμέρους αρετές, είναι έννοια σύνθετη.
β.Το παράδειγμα του αυλητή (ἐν γὰρ ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς, … νουθετοῦσιν ὡς μαινόμενον·)
· ἐν γὰρ ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς : το παράδειγμα του αυλητή αναφέρεται όχι στην πολιτική αρετή, αλλά στις διάφορες ικανότητες, στις τεχνικές γνώσεις και δεξιότητες που μπορεί κανείς να έχει σε κάποιον τομέα (ἢ ἄλλην ἡντινοῦν τέχνην). Οι λέξεις «ἀρετή» (=ικανότητα) και «ἀγαθός» (=ικανός) δεν έχουν εδώ ηθικό περιεχόμενο.
ð Αν κάποιος ισχυριστεί ψευδώς ότι κατέχει μια τέχνη (του αυλητή ή οποιαδήποτε άλλη : «ἐάν τις φῇ ἀγαθὸς αὐλητὴς εἶναι, ἢ ἄλλην ἡντινοῦν τέχνην ἣν μή ἐστιν»), τότε ο κόσμος τον κοροϊδεύει κι οργίζεται, οι δικοί του τον συμβουλεύουν σα να’ναι τρελός («ἢ καταγελῶσιν ἢ χαλεπαίνουσιν, καὶ οἱ οἰκεῖοι προσιόντες νουθετοῦσιν ὡς μαινόμενον»). Ο ψευδής ισχυρισμός, δηλαδή, δεν είναι αποδεκτός, θεωρείται παρανοϊκή συμπεριφορά. Κι αυτό γιατί ο ψευδόμενος εκτίθεται στα μάτια του κόσμου, η εικόνα του αμαυρώνεται, γελοιοποιείται.
γ.Το παράδειγμα του αδίκου (ἐν δὲ δικαιοσύνῃ … τὸν μὴ προσποιούμενον [δικαιοσύνην]·)
ð Αν κάποιος ισχυριστεί αληθώς, δημοσίως και με ειλικρίνεια ότι είναι άδικος (δηλ. δεν κατέχει την πολιτική αρετή : «ἐὰν οὗτος αὐτὸς καθ' αὑτοῦ τἀληθῆ λέγῃ ἐναντίον πολλῶν»), τότε ο κόσμος τον θεωρεί τρελό, αν και γνωρίζει ότι λέει την αλήθεια («ἐάν τινα καὶ εἰδῶσιν ὅτι ἄδικός ἐστιν»). Σε αυτήν την περίπτωση παρανοϊκή συμπεριφορά θεωρείται ο αληθής –και όχι ο ψευδής-ισχυρισμός («ὃ ἐκεῖ σωφροσύνην ἡγοῦντο εἶναι, τἀληθῆ λέγειν, ἐνταῦθα μανίαν»). Όλοι πιστεύουν πως πρέπει να λέμε ότι είμαστε δίκαιοι, έστω και αν χρειαστεί να πούμε ψέματα («καί φασιν πάντας δεῖν φάναι εἶναι δικαίους, ἐάντε ὦσιν ἐάντε μή, ἢ μαίνεσθαι τὸν μὴ προσποιούμενον [δικαιοσύνην]»). Κι αυτό γιατί όποιος δηλώνει ότι είναι άδικος –έστω κι αν λέει αλήθεια, έστω κι αν όλοι το ξέρουν- εκτίθεται στα μάτια του κόσμου, παραδεχόμενος την ανηθικότητά του απορρίπτεται από την κοινωνία.
δ.Το συμπέρασμα (ὡς ἀναγκαῖον οὐδένα ὅντιν' οὐχὶ ἁμῶς γέ πως μετέχειν αὐτῆς, ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις.)
· Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να συμμετέχουν με κάποιον τρόπο (σε κάποιον βαθμό, όχι απαραίτητα στον πιο υψηλό βαθμό : «ἁμῶς γέ πως»)στην πολιτική αρετή και όποιος δε συμμετέχει δεν έχει θέση μέσα στην κοινωνία των ανθρώπων («ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις»). Βασική προϋπόθεση, δηλαδή, για την ύπαρξη κοινωνίας είναι η συμμετοχή όλων των ανθρώπων στη πολιτική αρετή. Γι’αυτό είναι αδιανόητο, κατά την άποψη του κόσμου, να λέει κανείς ότι δεν συμμετέχει σε αυτήν, έστω και αν χρειαστεί να προσποιείται.
· ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις : όποιος δεν μετέχει της πολιτικής αρετής δεν μπορεί να είναι πολίτης. Η κοινωνία τον αποβάλλει, δεν είναι επιτρεπτή η συμβίωσή του με τους άλλους ανθρώπους, γιατί θα διαπράξει αδικίες, διασαλεύοντας την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας. Στο μύθο του Προμηθέα, ο Δίας διατάζει η ποινή του αδίκου να είναι ο θάνατος («κτείνειν ὡς νόσον πόλεως»), ποινή αυστηρή που όμως τονίζει τη σημασία της πολιτικής αρετής. Εδώ αναφέρεται η απομάκρυνση του αδίκου από την πόλη, δηλαδή η ποινή της εξορίας. Η ποινή αυτή φαίνεται ηπιότερη, ωστόσο μπορεί να θεωρηθεί εξίσου σκληρή, δεδομένης της σημασίας που έχει για τον άνθρωπο η κοινωνική ζωή. Κατά τον Αριστοτέλη, μάλιστα, ο άνθρωπος, ως «κοινωνικόν ζώον», δεν μπορεί να ζήσει έξω από την κοινωνία, μόνος του, εκτός αν είναι θεός ή θηρίον (βλ. Αριστοτέλους Πολιτικά, ενότητα 13)
Το «τεκμήριον» συνοπτικά :
· Ο κόσμος θεωρεί τρελλό και όποιον ισχυρίζεται ψευδώς ότι κατέχει κάποια τέχνη, αλλά και όποιον ισχυρίζεται αληθώς ότι δεν κατέχει την πολιτική αρετή (παραδείγματα)
· γιατί ο κόσμος θεωρεί ότι όλοι πρέπει να ισχυρίζονται ότι κατέχουν την πολιτική αρετή και πρέπει όλοι να την κατέχουν σε κάποιο βαθμό προκειμένου να είναι πολίτες μιας πόλης.(συμπέρασμα)
· Άρα, ο κόσμος θεωρεί ότι όλοι κατέχουν την πολιτική αρετή. (αποδεικτέα θέση)
Κριτική της απόδειξης
1. Η δεοντολογική διατύπωση : παρόλο που η αποδεικτέα θέση διατυπώνεται αποφαντικά (τῷ ὄντι ἡγοῦνται …), στις προτάσεις που αιτιολογούν το συμπερασμά του η διατύπωση είναι δεοντολογική : «φασιν πάντας δεῖν φάναι εἶναι δικαίους» και «ὡς ἀναγκαῖον οὐδένα ὅντιν' οὐχὶ ἁμῶς γέ πως μετέχειν αὐτῆς, ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις.» Είναι χαρακτηριστική η χρήση των ρηματικών τύπων δεῖν και ἀναγκαῖον (ἐστί). Περιγράφει δηλαδή αυτό που πρέπει να ισχύει, το «δέον» και όχι αυτό που πραγματικά ισχύει. Ο δεοντολογικός συλλογισμός δεν οδηγεί σε ασφαλές λογικό αποφαντικό συμπέρασμα, αλλά σε δεοντολογικό (θα έπρεπε η αποδεικτέα θέση να είναι : «ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι δεῖν πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς»)
2. Στηρίζεται στην κοινή αντίληψη, στη γνώμη του κόσμου, δεν θεμελιώνει λογικά την αποδεικτέα θέση. Ο Πρωταγόρας αναλύει εύστοχα τη νοοτροπία του κόσμου, παρατηρώντας ότι τους ανθρώπους δεν τους ενδιαφέρει τόσο «τι πρέπει να κάνουν» (η ορθή, η δέουσα συμπεριφορά, να πουν την αλήθεια), όσο «τι τους συμφέρει να κάνουν», ούτε η πραγματική τους εικόνα, όσο η εικόνα που θα δείξουν στους άλλους για τον εαυτό τους (θεωρούν ότι πρέπει να προσποιηθούν, για να μην βλάψουν τη θέση τους στην κοινωνία). Η κοινή αντίληψη, όμως, δεν είναι πάντοτε ορθή, γιατί καθορίζεται και από μη ηθικά αλλά ωφελιμιστικά κριτήρια (το συμφέρον, την κοινωνική θέση κλπ.).
3. Η αντίφαση στις φράσεις «ἐάν τινα καὶ εἰδῶσιν ὅτι ἄδικός ἐστιν»και «ἐάντε ὦσιν ἐάντε μή» : στις φράσεις αυτές ο Πρωταγόρας δέχεται ότι κάποιοι άνθρωποι δεν είναι δίκαιοι, αντιφάσκει δηλαδή προς την αποδεικτέα θέση (όλοι οι άνθρωποι είναι δίκαιοι, η καθολικότητα της πολιτικής αρετής). Η αντίφαση αίρεται με τη γνωστή παρατήρηση : όλοι οι άνθρωποι μετέχουν της πολιτικής αρετής «δυνάμει», έχουν τη δυνατότητα να την αποκτήσουν «ἐνεργείᾳ» με τη διδασκαλία (βλ. ενότητα 4)
Η κατακλείδα : «῞Οτι μὲν οὖν πάντ' ἄνδρα εἰκότως ἀποδέχονται περὶ ταύτης τῆς ἀρετῆς σύμβουλον διὰ τὸ ἡγεῖσθαι παντὶ μετεῖναι αὐτῆς, ταῦτα λέγω.»
· Με την περίοδο αυτή κλείνει το θέμα της καθολικότητας της πολιτικής αρετής. Ο Πρωταγόρας απέδειξε και με το μύθο και με το προηγηθέν «τεκμήριον» ότι η πολιτική αρετή ενυπάρχει «δυνάμει» σε όλους τους πολίτες, είναι η αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη πόλεων. Έτσι, επιβεβαιώνει την παρατήρηση του Σωκράτη για τους Αθηναίους : εύλογα («εἰκότως») αποδέχονται όλους τους πολίτες ως συμβούλους στα πολιτικά ζητήματα, τα ζητήματα που σχετίζονται με την πολιτική αρετή, αφού θεωρούν ότι όλοι μετέχουν αυτής («διὰ τὸ ἡγεῖσθαι παντὶ μετεῖναι αὐτῆς»). Η διαφοροποίησή του από την άποψη του Σωκράτη εντοπίζεται στο διδακτόν της αρετής : ο Πρωταγόρας πιστεύει ότι η αρετή είναι διδακτή, ο Σωκράτης όχι.
2. Η (πρώτη) απόδειξη για το διδακτό της πολιτικής αρετής («ὅτι δὲ αὐτὴν οὐ φύσει … τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς»)
α. Η αποδεικτέα θέση (ὅτι δὲ αὐτὴν οὐ … πειράσομαι ἀποδεῖξαι.)
· Ο Πρωταγόρας θα προσπαθήσει να αποδείξει το διδακτόν της αρετής, απαντώντας στην αντίθετη άποψη του Σωκράτη.
· Η αποδεικτέα θέση και πάλι προτάσσεται.
· «κατ’ άρσιν και θέσιν» : Η αποδεικτική διαδικασία θα ακολουθήσει το σχήμα «κατ’ άρσιν και θέσιν» : πρώτα θα δείξει ότι η αρετή δεν προέρχεται από τη φύση, δεν δημιουργείται μόνη της στον άνθρωπο ούτε τυχαία («οὐ φύσει ἡγοῦνται εἶναι οὐδ' ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου», πιο κάτω προσθέτει και το «τύχῃ»), και στη συνέχεια θα δείξει ότι η αρετή προέρχεται από τη διδασκαλία και την επιμέλεια («διδακτόν τε καὶ ἐξ ἐπιμελείας παραγίγνεσθαι», θα προσθέσει και την άσκηση).
β. Τα «φύσει» ή «τύχῃ» : τα έμφυτα ή τυχαία χαρακτηριστικά των ανθρώπων και η στάση μας απέναντι σε αυτά.
· Τα «φύσει», τα «ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου» : έμφυτα, εκ γενετής ελαττώματα ή προτερήματα (σωματικά κυρίως αλλά και πνευματικά), για τα οποία ο άνθρωπος δεν ευθύνεται και δεν αλλάζουν, είναι μόνιμα. Ο Πρωταγόρας αναφέρει ως παραδείγματα έμφυτα σωματικά ελαττώματα : ασχήμια, μικρό ανάστημα, ασθενικό σώμα («τοὺς αἰσχροὺς ἢ σμικροὺς ἢ ἀσθενεῖς»).
· Τα «τύχῃ» : ελαττώματα που προκύπτουν από τυχαία περιστατικά, π.χ. ατυχήματα. Όπως και με τα «φύσει», ο άνθρωπος δεν ευθύνεται γι’ αυτά.
· η στάση των ανθρώπων : γι’ αυτά οι άλλοι ούτε θυμώνουν με αυτόν που τα έχει (γιατί δεν ευθύνεται), ούτε τον συμβουλεύουν ή τον διδάσκουν (ώστε να τα διορθώσουν ή να τα βελτιώσουν, αφού αυτό είναι αδύνατον), ούτε τον τιμωρούν (γιατί ούτε ευθύνη φέρει ούτε-μέσω της τιμωρίας-είναι δυνατόν να διορθωθούν : «ἵνα μὴ τοιοῦτοι ὦσιν»). Χαρακτηρίζει μάλιστα ανοησία μια τέτοια συμπεριφορά («τίς οὕτως ἀνόητος ὥστε τι τούτων ἐπιχειρεῖν ποιεῖν;»). Οι άνθρωποι απλώς λυπούνται για τα ελαττώματα αυτά («ἐλεοῦσιν»). Νιώθουν οίκτο και συμπόνοια που η φύση στάθηκε άδικη με αυτούς τους ανθρώπους. Ο Πρωταγόρας περιγράφει εδώ μια ανθρωπιστική στάση απέναντι στους «μειονεκτούντες», στάση προοδευτική για την εποχή του και πολύ κοντά στις σύγχρονες αντιλήψεις για την αντιμετώπιση των ατόμων με φυσικά ελαττώματα και «ειδικές ανάγκες». Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι ο Πρωταγόρας δεν αναφέρει συγκεκριμένα «φύσει» ή «τύχῃ» προτερήματα (όπως π.χ. η ομορφιά, το ωραίο παράστημα, η σωματική δύναμη κλπ), γιατί δεν είναι απαραίτητο για το συλλογισμό του. Τα υπονοεί όμως («τὰ καλὰ»), όπως υπονοεί ότι η στάση των ανθρώπων απέναντι σε αυτά είναι ανάλογη : δεν επαινεί κανείς ούτε επιβραβεύει έναν άνθρωπο γι’ αυτά, αφού δεν συνέβαλε στην απόκτησή τους (εκφράζεται βέβαια θαυμασμός γι’ αυτά).
· Πού είναι οι θεοί τώρα; Η απουσία θεϊκής παρέμβασης : Τα ελαττώματα (ή προτερήματα) για τα οποία κάνει λόγο ο Πρωταγόρας δεν οφείλονται σε θεϊκή παρέμβαση, αλλά στη φύση ή στην τύχη. Ο αγνωστικισμός του σοφιστή είναι προφανής εδώ : η φυσική νομοτέλεια και ο αστάθμητος παράγοντας του τυχαίου καθορίζουν τα όντα και όχι το «θείον».
γ. Τα διδακτά : οι ηθικές αρετές προέρχονται από την επιμέλεια, την άσκηση και τη διδαχή
· τα «ἀγαθὰ» και «τἀναντία τούτων κακά» : εδώ γίνεται λόγος για τις ηθικές αρετές και τα ηθικά ελαττώματα (σε αντίθεση με τα «φύσει ή τύχῃ» σωματικά χαρακτηριστικά). Ο Πρωταγόρας μάλιστα διευκρινίζει στο τέλος, αναφέροντας ως «κακά» την ἀδικία και την ἀσέβεια, αλλά και οποιοδήποτε ηθικό χαρακτηριστικό αντιτίθεται προς την πολιτική αρετή («συλλήβδην πᾶν τὸ ἐναντίον τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς»), που ως σύνθετη έννοια περιλαμβάνει τη δικαιοσύνη και την ευσέβεια -την «ὀσιότητα»-, αλλά και την «αἰδώ» και τη «σωφροσύνη», βλ. και ενότητα 7).
· Οι ηθικές αρετές προέρχονται από την επιμέλεια, την άσκηση και τη διδασκαλία. Για να αποκτήσει κανείς την αρετή πρέπει να επιδείξει συνεχές ενδιαφέρον, φροντίδα, προθυμία και μελέτη (ἐξ ἐπιμελείας), να ασκηθεί στα έργα της αρετής, να εφαρμόσει στη συμπεριφορά του την αρετή (ἐξ ἀσκήσεως) και βέβαια να διδαχθεί την αρετή, να δεχθεί την καθοδήγηση του διδασκάλου που γνωρίζει την αρετή και να ακολουθήσει πρόθυμα τις συμβουλές και τα διδάγματά του (ἐκ διδαχῆς). Είναι οι τρεις πλευρές της διαδικασίας της ηθικής διαπαιδαγώγησης, συμπληρώνονται πιο κάτω (ενότητα 7) και από τη μίμηση (μίμηση προτύπων). Μπορεί επίσης να προστεθεί ως παιδαγωγικό μέσον η τιμωρία (και ο αντίθετός της έπαινος) και η συμβουλή (που μπορεί όμως να ενταχθεί στη διδαχή).
· Η στάση των ανθρώπων : Οι ηθικές αρετές είναι διδακτές και, άρα, οι άνθρωποι που -αντί γι΄ αυτές- έχουν ηθικά ελαττώματα («ἡ ἀδικία καὶ ἡ ἀσέβεια καὶ συλλήβδην πᾶν τὸ ἐναντίον τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς», δεν φρόντισαν να τις διδαχθούν, δεν έδειξαν την απαραίτητη επιμέλεια, δεν ασκήθηκαν, δεν δέχθηκαν την καθοδήγηση του διδασκάλου και, άρα, ευθύνονται για την ανηθικότητά τους. Έτσι, προκαλούν την αποδοκιμασία των ανθρώπων, που εκφράζεται με θυμό (γιατί ευθύνονται), τιμωρίες και συμβουλές (για να σωφρονισθούν, να διορθωθούν και να γίνουν ενάρετοι- η τιμωρία και η συμβουλή είναι άλλωστε μέσα διδασκαλίας). Μπορούμε, μάλιστα, να προσθέσουμε ότι – κατ’ αναλογίαν- οι ηθικές αρετές επαινούνται και επιβραβεύονται. Τα διδακτά ηθικά ελαττώματα ή προτερήματα αντιμετωπίζονται, λοιπόν, εντελώς αντίθετα από τα έμφυτα ή τυχαία σωματικά ελαττώματα ή προτερήματα.
· Μια παρατήρηση : υπάρχουν περιπτώσεις ηθικών ελαττωμάτων, για τα οποία δεν ευθύνεται το άτομο, αλλά άλλοι παράγοντες, όπως η επίδραση του άμεσου ή ευρύτερου περιβάλλοντος (της οικογένειας ή της κοινωνίας), η μη ορθή αγωγή που έχει λάβει χωρίς να την έχει επιλέξει κ.ά. Στις περιπτώσεις αυτές, ωστόσο, το άτομο οφείλει να δεχθεί το σωφρονισμό του, προκειμένου να διορθωθούν τα ηθικά του ελαττώματα.
Η απόδειξη συνοπτικά :
ð Η (πολιτική) αρετή είναι διδακτή (αποδεικτέα θέση)
ð Κάποια ελαττώματα (σωματικά) προέρχονται «φύσει» ή «τύχῃ» (έμφυτα ή τυχαία). Επειδή ο άνθρωπος δεν ευθύνεται γι’ αυτά και επειδή δεν αλλάζουν, δεν διορθώνονται, δεν προκαλούν θυμό, τιμωρία ή συμβουλή.
ð Τα ηθικά ελαττώματα (τα αντίθετα της πολιτικής αρετής, π.χ.αδικία, ασέβεια) οφείλονται στην έλλειψη επιμέλειας, άσκησης και διδασκαλίας. Επειδή ο άνθρωπος ευθύνεται γι’ αυτά, γιατί δεν φρόντισε να τα διδαχθεί, προκαλούν θυμό, τιμωρία ή συμβουλή, για να διορθωθούν.
ð Άρα, οι ηθικές αρετές , δηλαδή η πολιτική αρετή, δεν είναι έμφυτη αλλά διδακτή.
Κριτική της απόδειξης
1. Το σόφισμα της λήψεως του ζητουμένου : σοφιστική συλλογιστική τεχνική που χρησιμοποιεί την αποδεικτέα θέση (το επιδιωκόμενο συμπέρασμα) ως αποδεικτικό επιχείρημα (στις προκείμενες του συμπεράσματος προτάσεις). Στην απόδειξη του Πρωταγόρα το σόφισμα αυτό εντοπίζεται στη φράση «ὅσα δὲ ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς οἴονται γίγνεσθαι ἀγαθὰ ἀνθρώποις» : είναι η ίδια η αποδεικτέα θέση, το διδακτόν της πολιτικής αρετής, που χρησιμοποιείται και ως αποδεικτικό επιχείρημα. Το «σόφισμα της λήψεως του ζητουμένου» αποτελεί λογικό σφάλμα και αναιρεί την πειστικότητα της απόδειξης.
2. Η αντίφαση στις φράσεις «ᾧ ἂν παραγίγνηται»και «ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχῃ» : στις φράσεις αυτές ο Πρωταγόρας δέχεται ότι κάποιοι άνθρωποι δεν είναι δίκαιοι, αντιφάσκει δηλαδή προς την θέση του για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής. Η αντίφαση αίρεται με τη γνωστή παρατήρηση : όλοι οι άνθρωποι μετέχουν της πολιτικής αρετής «δυνάμει», έχουν τη δυνατότητα να την αποκτήσουν «ἐνεργείᾳ» με τη διδασκαλία (βλ. ενότητα 4)
3. Στηρίζεται και εδώ στην κοινή αντίληψη, στη γνώμη του κόσμου, στη στάση των ανθρώπων γενικά απέναντι στα έμφυτα και στα διδακτά ελαττώματα. Αποφεύγει έτσι μια αυστηρή λογική απόδειξη, που ίσως θα δυσχέραινε την αποδεικτική του προσπάθεια. Μπορεί κανείς να παρατηρήσει εξάλλου, ότι, σε ό,τι αφορά στη στάση των αρχαίων κοινωνιών απέναντι στα έμφυτα σωματικά ελαττώματα, η πραγματικότητα δεν ήταν πάντοτε αυτή που περιγράφει ο Πρωταγόρας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των Σπαρτιατών, για παράδειγμα, που απέρριπταν τα μη αρτιμελή παιδιά. Ο απάνθρωπος χλευασμός και η απόρριψη ανθρώπων με σωματικά ελαττώματα δεν ήταν συμπεριφορές άγνωστες όχι μόνο κατά την αρχαιότητα αλλά και σε μεταγενέστερες εποχές.