Πλάτωνος, Πολιτεία, ENOTHTA 11
(Ζ΄, 514a-515a) : Η αλληγορία του σπηλαίου
Η ΠΛΑΤΩΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ
Η πλατωνική φιλοσοφία είναι
δυϊστική, χωρίζοντας τον κόσμο σε μία υλική και μία ιδεατή σφαίρα ύπαρξης. Αυτό γίνεται με την εισαγωγή της θεωρίας των ιδεών : οι ιδέες είναι, κατά τον Πλάτωνα, τα αιώνια αρχέτυπα των αισθητών, υλικών
πραγμάτων και γίνονται αντιληπτά μόνο με
το νου και όχι με τις αισθήσεις. Τα αισθητά
αντικείμενα τα θεωρεί κατώτερα, υλικά
και φθαρτά είδωλα των ιδεών, οι οποίες τα μορφοποιούν. Έτσι π.χ. κάθε τραπέζι είναι η υλική και πρόσκαιρη αντανάκλαση
της άυλης ιδέας "τραπέζι", η οποία συγκεντρώνει τα αναλλοίωτα και κοινά χαρακτηριστικά όλων των τραπεζιών
(αφηρημένες έννοιες όπως η δικαιοσύνη ή η ομορφιά έχουν επίσης τις δικές τους
αρχετυπικές ιδέες). Ο Πλάτων λοιπόν αναγνωρίζει δύο διαφορετικούς κόσμους, τον αισθητό, ο οποίος διαρκώς
μεταβάλλεται και βρίσκεται, όπως και ο Ηράκλειτος υποστήριξε, σε ασταμάτητη
ροή, και τον νοητό κόσμο, τον
αναλλοίωτο, δηλαδή τις ιδέες, οι
οποίες υπάρχουν σε τόπο επουράνιο. Αυτές είναι τα αρχέτυπα του ορατού κόσμου,
τα αιώνια πρότυπα και υποδείγματα τα οποία συντηρούν τη μορφή των υλικών
σωμάτων.
Ο Πλάτωνας πίστευε ότι μόνο με τον νου μπορούν να προσεγγιστούν οι
ιδέες και άρα η πραγματική, βαθύτερη φύση του κόσμου. Η εμπειρία των αισθήσεων για τον Πλάτωνα ήταν από αβέβαιη έως ψευδής, ενώ αντιθέτως η λογική διερεύνηση αποκάλυπτε τη γνώση,
την ενόραση των υπερβατικών ιδεών, που προϋπήρχε σε λανθάνουσα μορφή στον νου
λόγω της θείας καταγωγής της ψυχής πριν την ενσάρκωση της. Ως υψηλότερη ιδέα
θεωρούσε την ιδέα του Αγαθού από την
οποία απέρρεαν όλες οι άλλες.
Στην ψυχή ο Πλάτωνας διακρίνει
τρία μέρη, το λογιστικό, το θυμοειδές
και το επιθυμητικό. Γι' αυτό και αναγνωρίζει τρεις αρετές, τη σοφία, την ανδρεία και τη σωφροσύνη,
η καθεμία από τις οποίες αντιστοιχεί και σε ένα από τα τρία μέρη της ψυχής.
Αλλά οι τρεις αυτές αρετές πρέπει να αναπτύσσονται αρμονικά, ώστε το λογιστικό -ως
θείο- να κυβερνά, το θυμοειδές να υπακούει σ' αυτό ως βοηθός και τα
δύο μαζί να διευθύνουν το επιθυμητικό, για
να μην επιχειρεί να άρχει αυτό, αφού είναι το πιο άπληστο και το κατώτερο μέρος
της ψυχής. Από την αρμονική ανάπτυξη των τριών αρετών αποτελείται η δικαιοσύνη, η οποία είναι αρμονία των
τριών άλλων αρετών.
Επειδή και η πόλη αποτελεί μία αντανάκλαση του ανθρώπου, διακρίνει και σ'
αυτήν τρία γένη (τάξεις): το βουλευτικόν
(οι φύλακες-βασιλείς), το πολεμικόν (οι φύλακες- επίκουροι) και το χρηματικόν
(οι χειρώνακτες), τα οποία αντιστοιχούν προς τα τρία μέρη της ψυχής. Όπως
στον άνθρωπο, έτσι και στην πόλη πρέπει να υπάρχει η δικαιοσύνη, δηλαδή η
αρμονία, που επιτυγχάνεται, όταν και στην πόλη το καθένα από τα γένη εκτελεί το δικό του έργο και δεν επιδιώκει να
αναμιχθεί στο έργο των άλλων γενών.
Το θέμα της αλληγορίας
του σπηλαίου :
ð
η παιδεία (παιδείας τε πέρι καί
άπαιδευσίας) ως στροφή της ψυχής προς το φως, δηλαδή προς
την ιδέα του αγαθού, και συγκεκριμένα:
·
η επίδραση που ασκεί η παιδεία στη φύση του ανθρώπου
·
η υποχρέωση που έχουν οι ορθά πεπαιδευμένοι (οι φιλόσοφοι) να φωτίζουν με την παιδεία
και τους άλλους ανθρώπους.
Ο όρος
"αλληγορία"
Αλληγορία : μια
εκτεταμένη παρομοίωση ή μεταφορά, κατά την οποία ο αφηγητής, χρησιμοποιώντας
ένα σύνολο συμβολισμών, παρουσιάζει μια ιδέα, έννοια ή θεωρία του («άλλα
λέει και άλλα εννοεί», αλληγορία<άλλος+αγορεύω). Πρόκειται δηλαδή για
μια αφήγηση, της οποίας τα στοιχεία
(πρόσωπα, χώροι, γεγονότα κλπ) αναπαριστούν με συμβολικό και παραστατικό τρόπο
τις ιδέες που επιθυμεί να προβάλει ο αφηγητής. Η αλληγορία μοιάζει ως προς τη
λειτουργία της με την παρομοίωση (: αναλογικός συσχετισμός των ιδιοτήτων ενός
όντος / μιας κατάστασης με τις ιδιότητες ενός άλλου όντος/μιας άλλης
κατάστασης) και τη μεταφορά (: «μεταφορά» των ιδιοτήτων ενός όντος σε ένα άλλο
όν). Στην αλληγορία του σπηλαίου (ή «μύθο του σπηλαίου») ο Σω. καλεί τον
Γλαύκωνα να φανταστεί (ἀπείκασον, ὄρα) τον αισθητό κόσμο σαν μια σκοτεινή σπηλιά και τους
ανθρώπους σαν δεσμώτες. Στόχος του Πλάτωνα είναι να παρουσιάσει με τρόπο
παραστατικό και άρα πιο κατανοητό τις σύνθετες ιδέες του, κρίνοντας ότι –για το
συγκεκριμένο θέμα- η αλληγορία είναι πιο αποτελεσματική και ενδιαφέρουσα ως
μέθοδος από τη διαλεκτική.
Οι συμβολισμοί
Το μισοσκότεινο σπήλαιο είναι σύμβολο του αισθητού κόσμου, της ψευδούς και απατηλής αισθητής
πραγματικότητας. Τα πράγματα που γίνονται αντιληπτά δια των αισθήσεων αποτελούν
ψευδείς αντανακλάσεις των αληθινών όντων, των ιδεών. Το ημίφως είναι σύμβολο της αμάθειας, της ατελούς γνώσης των όντων
στην οποία οδηγούν οι αισθήσεις. Οι δεσμώτες είναι οι απαίδευτοι άνθρωποι, που βρίσκονται στο σκότος της αμάθειας, της
άγνοιας, της πλάνης, της πνευματικής
και ηθικής αποτελμάτωσης. Τα δεσμά, που τους κρατούν ακίνητους από την παιδική τους ηλικία,
υποχρεώνοντάς τους να βλέπουν μόνο τις σκιές των όντων στο τοίχωμα του
σπηλαίου, είναι οι αισθήσεις. Οι σκιές
αυτές (αλλά και ο συγκεχυμένος αντίλαλος από τις φωνές των ανθρώπων που κινούν
τα αντικείμενα πίσω από το τοιχίο) συμβολίζουν τα αισθητά πράγματα, τα
αντιληπτά δια των αισθήσεων, τα θολά, σκιώδη και ψευδή «ομοιώματα», τα
απεικάσματα, τα είδωλα των ιδεών, των νοητών όντων, που είναι και τα μόνα αληθινά.
Η κατάσταση των δεσμωτών είναι τέτοια, ώστε δεν αντιλαμβάνονται ότι η αισθητή
πραγματικότητα είναι ψευδής. Θεωρούν ότι οι σκιές και οι αντίλαλοι είναι η
αλήθεια των όντων, ακριβώς διότι βρίσκονται δέσμιοι «ἐκ παίδων». Θα
αντιδράσουν, επομένως, εναντίον όποιου προσπαθήσει να τους οδηγήσει προς την
αληθινή γνώση (του φιλοσόφου, δηλαδή, που θα επιχειρήσει να τους διδάξει την
αλήθεια των όντων). Στη συνέχεια της αλληγορίας, μάλιστα, ο Πλάτων αναφέρει ότι οι δεσμώτες θα
σκοτώσουν αυτόν που θα μπορέσει να αποδράσει και αφού βγει από το σπήλαιο και
γνωρίσει τις ιδέες και το Ἀγαθόν, επιστρέψει για να τους φωτίσει (υπαινιγμός για τη
θανάτωση του Σωκράτη).
Παράλληλα, το
σπήλαιο συμβολίζει και την πολιτική κοινωνία (την πολιτεία) που την κυβερνούν
δημαγωγοί και διεφθαρμένοι πολιτικοί και όχι φωτισμένοι και πεπαιδευμένοι άρχοντες
(όπως στην ιδανική πλατωνική πολιτεία). Στην πολιτεία αυτή (εδώ ο Πλάτων
περιγράφει τα αποτυχημένα και απορριπτέα πολιτικά συστήματα της εποχής του και
κυρίως την παρηκμασμένη αθηναϊκή δημοκρατία) οι πολίτες (σύμβολό τους είναι οι
δεσμώτες), απαίδευτοι, χωρίς κρίση και άβουλοι, παρασύρονται από φιλόδοξους
δημαγωγούς, λαϊκιστές και διεφθαρμένους πολιτικούς, που κυβερνούν παρασύροντας
το πλήθος σε λανθασμένες αποφάσεις με σκοπό την εξυπηρέτηση των δικών τους
συμφερόντων. Η αιτία της κατάστασης αυτής είναι η απαιδευσία : και των πολιτών,
που τους κάνει άβουλους, και των αρχόντων, που τους κάνει διεφθαρμένους. Στην
ερμηνεία αυτή της αλληγορίας του σπηλαίου μας προσανατολίζει, μάλιστα, ο ίδιος
ο Σω. με το «῾Ομοίους ἡμῖν»
: οι δεσμώτες είμαστε εμείς, λέει στον Γλαύκωνα, οι απαίδευτοι δεσμώτες-πολίτες
της διεφθαρμένης πολιτείας-σπηλιάς που κυβερνούν επίσης απαίδευτοι άρχοντες.
Ο φωτεινός χώρος έξω από τη σπηλιά συμβολίζει τον κόσμο
των ιδεών: εκεί βρίσκεται η αληθινή πραγματικότητα, που γίνεται αντιληπτή μόνο
με τη νόηση. Το φως της αλήθειας, που φωτίζει στον κόσμο των ιδεών τα όντα (σε
αντίθεση με το σκοτάδι της αμάθειας που απλώνεται στο σπήλαιο), προέρχεται από
τον ήλιο, σύμβολο της ύψιστης ιδέας, του Αγαθού, της θείας υπερβατικής γνώσης.
Ο δεσμώτης που θα μπορέσει να απελευθερωθεί από τα δεσμά της αμάθειας για να βγει από το
σκοτεινό σπήλαιο, πρέπει να βαδίσει το δύσκολο και ανηφορικό δρόμο, την «ἄνω ὁδόν» : ο μακρύς ανηφορικός αυτός δρόμος
συμβολίζει την κοπιαστική προσπάθεια που πρέπει να καταβάλει ο άνθρωπος προς τη
γνώση της αλήθειας, προς τη θέαση των ιδεών και του Αγαθού, προς την αληθινή παιδεία,
που προσφέρει η διαλεκτική φιλοσοφία. Ο απελεύθερος δεσμώτης είναι ο φιλόσοφος.
Το φως : πλατωνική φιλοσοφία και χριστιανισμός
Στην Πλατωνική θεωρία των ιδεών : το φως του ήλιου συμβολίζει το Αγαθόν, τη θεία γνώση, τη μία και αναλλοίωτη αλήθεια, που απαλάσσει τους
ανθρώπους από το σκότος της πλάνης και της αμάθειας και τον φθαρτό και ψευδή
κόσμο των αισθήσεων.
Στη Χριστιανική διδασκαλία : Ο Χριστός-Θεός ταυτίζεται με το φως (: «Ἐγώ εἰμι το φῶς τοῦ κόσμου. Ὁ
ἀκολουθῶν ἐμοί οὐ μη περιπατήσῃ ἐν τῆ σκοτίᾳ,
ἀλλ’ ἕξει το φῶς τῆς ζωῆς», Κατά Ίωάννην,
Η', 12-13.), ως πηγή της αληθούς χριστιανικής ζωής, υποσχόμενος στους πιστούς την απαλλαγή από το σκότος
της πλάνης και της αμαρτίας αυτού του φθαρτού και προσωρινού κόσμου και τη
σωτηρία τους.
Ένα κείμενο παράλληλο : είχε ο Καβάφης υπόψη
του την αλληγορία του σπηλαίου;
Κ.Π.Καβάφη, Τα παράθυρα
Σ' αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για νάβρω τα παράθυρα. - Όταν ανοίξει
ένα παράθυρο θάναι παρηγοριά. -
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.
·
Ο κόσμος του
ποιητή είναι σαν τη σπηλιά της Πολιτείας του Πλάτωνα, σκοτεινός. Ο ποιητής είναι ένα είδος δεσμώτη, όχι της άγνοιάς
του αλλά μιας ζωής που δεν τον ικανοποιεί.
·
ο ποιητής
είναι απελπισμένος (…μέρες βαρυές περνώ…), αναζητά το φως μιας άλλης ζωής (…επάνω
κάτω τριγυρνώ για νάβρω τα παράθυρα…) και αναγνωρίζει την αξία του για τη
γαλήνη της ψυχής του (…Όταν ανοίξει ένα παράθυρο θάναι παρηγοριά…). Οι δεσμώτες
δεν αντιλαμβάνονται καν την άγνοιά τους.
·
το δικό του
σπίτι μοιάζει να μην έχει παράθυρα ή ο ποιητής δεν μπορεί να τα βρει, αδυνατεί
ή διστάζει να εντοπίσει την έξοδο προς το φως και φαίνεται να αποδέχεται ένα
είδος ευθύνης του γι’ αυτό (…Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ να
τάβρω…). Η σπηλιά έχει τουλάχιστο την είσοδο και το λιγοστό φως με τις σκιές
που έρχονται απέξω, υπάρχει σ' αυτήν η ελπίδα για την έξοδο των δεσμωτών.
·
ο ποιητής φοβάται
το φως μιας άλλης ζωής, φαίνεται διστακτικός μπροστά στο ενδεχόμενο μιας τόσο
μεγάλς αλλαγής τελικά προτιμά να μη βρει διέξοδο προς το φως και να παραμείνει
στον κόσμο του σκοταδιού, επειδή υποθέτει ότι θα υποφέρει με όσα θα του
αποκαλύψει το φως (…Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω…Ίσως το φως θάναι μια νέα
τυραννία…Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει), όπως υποφέρουν και οι
δεσμώτες, όταν το αντικρίσουν.
Πλάτωνος, Πολιτεία, ENOTHTA 12
(Ζ΄, 519b-d) :
Η αλληγορία του σπηλαίου-Η
απροθυμία των φιλοσόφων
Σύνδεση με τα προηγούμενα : Αν κάποιος
δεσμώτης απελευθερωθεί από τις αλυσίδες του και βγεί από το σπήλαιο, στην αρχή
θα τυφλωθεί από τη λάμψη του Ήλιου και θα θέλει να γυρίσει πίσω. Αν, ωστόσο,
συνηθίσει σιγά σιγά το φως, θα δει καθαρά τον Ήλιο, που συμβολίζει το Αγαθόν,
την αλήθεια, το νοητό κόσμο. Θα καταλάβει ότι όσα έβλεπε μες στο σπήλαιο ήταν
απλά αντίγραφα των αληθινών όντων. Ίσως σκεφτεί να επιστρέψει, από λύπηση για
τους φυλακισμένους συντρόφους του, για να τους διδάξει την αλήθεια και να τους
απαλλάξει από την άγνοιά τους. Οι δεσμώτες όμως, βυθισμένοι μέσα στην άγνοιά
τους, δεν θα δεχθούν την αμφισβήτηση του «κόσμου τους», θα τον περιγελάσουν, θα
τον μισήσουν και ίσως θελήσουν να τον
εξοντώσουν (υπαινιγμός για τη θανάτωση του Σωκράτη).
Έτσι, οι
«απελευθερωμένοι δεσμώτες», οι φιλόσοφοι, δεν επιθυμούν να επιστρέψουν στο
σπήλαιο της αμάθειας, αλλά να παραμείνουν στον κόσμο της νόησης, τον μόνο
αληθινό. Αν και μόνο αυτοί είναι κατάλληλοι να διδάξουν την αλήθεια, να
διαπαιδαγωγήσουν και να κυβερνήσουν τους αμαθείς δεσμώτες, αισθάνονται την
ανάγκη να ζουν στον κόσμο των Ιδεών, ασχολούμενοι με τις πνευματικές τους
αναζητήσεις, απέχοντας από την πολιτική δράση, απρόθυμοι να διοικήσουν.
ΔΟΜΗ
1.
Ποιοι δεν
είναι κατάλληλοι για τη διοίκηση της πόλεως («Τί δέ; τόδε οὐκ εἰκός …᾿Αληθῆ, ἔφη.»)
2.
Το χρέος των πεπαιδευμένων να
διοικήσουν την πόλη («῾Ημέτερον δὴ ἔργον … εἴτε φαυλότεραι εἴτε σπουδαιότεραι.»)
1.
Ποιοι δεν
είναι κατάλληλοι για τη διοίκηση της πόλεως
Οι απαίδευτοι και οι απρόθυμοι πεπαιδευμένοι είναι ακατάλληλοι για
τη διοίκηση της πόλεως («μήτε τοὺς ἀπαιδεύτους μήτε τοὺς ἐν παιδείᾳ ἐωμένους διατρίβειν διὰ τέλους»)
Δύο κατηγορίες ανθρώπων
θεωρούνται από τον Πλ. ακατάλληλοι για τη διοίκηση της πόλεως :
Οι απαίδευτοι : οι αμόρφωτοι άνθρωποι (ή πολιτικοί), οι
αφιλοσόφητοι, αυτοί που δεν έχουν λάβει την απαραίτητη φιλοσοφική παιδεία, τη
διαλεκτική. Δεν έχουν απελευθερωθεί από τα δεσμά της αμάθειας, δεν έχουν
ανέλθει τον ανηφορικό, δύσβατο και κοπιαστικό δρόμο που οδηγεί στη θέαση του
Αγαθού, στον αληθινό κόσμο της νόησης. Επομένως, είναι «ἀληθείας ἄπειροι» και
άρα ακατάλληλοι για την ορθή διακυβέρνηση μιας πόλεως. Αυτοί, εξαιτίας της
αμάθειάς τους, δεν έχουν θέσει στη ζωή
και τη δράση τους (δημόσια και ιδιωτική) έναν υψηλό στόχο, όπως για παράδειγμα
το δίκαιο, η εὐδαιμονία της πόλεως κλπ («σκοπὸν ἐν τῷ βίῳ οὐκ ἔχουσιν ἕνα, οὗ στοχαζομένους δεῖ ἅπαντα πράττειν ἃ ἂν πράττωσιν ἰδίᾳ τε καὶ δημοσίᾳ»). Ενεργούν
με ταπεινά κίνητρα και επιδιώξεις, όπως το προσωπικό τους συμφέρον, η προβολή,
ο πλουτισμός κλπ).
Οι πεπαιδευμένοι που επιθυμούν να ασχολούνται δια βίου με την
παιδεία και τις φιλοσοφικές τους αναζητήσεις : αυτοί, έχοντας γνωρίσει την
πνευματική μακαριότητα είναι απρόθυμοι να την εγκαταλείψουν για χάρη της
πρακτικής ενασχόλησης με τη διοίκηση της πόλεως («ἑκόντες εἶναι οὐ πράξουσιν»).
Ευτυχισμένοι στις πνευματικές τους αναζητήσεις, θεωρούν ότι ζούν στα «νησιά των
μακάρων» («ἡγούμενοι ἐν μακάρων νήσοις ζῶντες ἔτι ἀπῳκίσθαι») και η
ενασχόληση με την πολιτική δεν τους ενδιαφέρει, αδιαφορούν για την εξουσία και
τα αξιώματα. Στην πραγματικότητα δεν αντιλαμβάνονται ότι είναι υποχρέωσή τους
να διοικήσουν την πόλη, γιατί είναι οι μόνοι ικανοί προς τούτο.
Γιατί οι πεπαιδευμένοι είναι απρόθυμοι να διοικήσουν;
Ιστορικά παραδείγματα εξαιρετικών ανδρών που αρνήθηκαν να αναμιχτούν στην
πολιτική ή την εγκατέλειψαν με τη θέληση τους : οι αρχαίοι νομοθέτες Σόλων και
Λυκούργος, οι οποίοι δεν ανέλαβαν αξιώματα, παρά έφυγαν από τις πόλεις τους,
όταν ολοκλήρωσαν το νομοθετικό τους έργο. Ο Ρωμαίος στρατηγός Κιγκινάτος, που
μετά τη νικηφόρα ολοκλήρωση της στρατιωτικής του αποστολής αρνήθηκε την
πολιτική εξουσία και επέστρεψε στο αγρόκτημα του. Αλλά και στη σύγχρονη εποχή
υπάρχουν φωτισμένες προσωπικότητες που στέκονται μακριά από την ενεργό πολιτική
δράση, για διάφορους λόγους :
·
Προτιμούν την μακαριότητα και γαλήνη των
πνευματικών ενασχολήσεών τους από την
έντονη και γεμάτη δράση ζωή του πολιτικού.
·
Επιθυμούν να αποφύγουν τις πικρίες και την
ψυχική φθορά που συχνά συνοδεύουν την πολιτική δράση.
·
Φοβούνται μήπως αποτύχουν να ανταποκριθούν
στο δύσκολο έργο της διοίκησης.
·
Επιθυμούν να παραμείνουν έντιμοι και
ακέραιοι, φοβούμενοι μήπως η εξουσία τους διαφθείρει και κατηγορηθούν για
αρχομανία, ιδιοτέλεια, διαφθορά κλπ
2.
Το χρέος των πεπαιδευμένων να
διοικήσουν την πόλη
Οι εξαιρετικοί άνθρωποι («βέλτισται φύσεις» : άνθρωποι προικισμένοι από τη φύση με ικανότητες), πρέπει να
αναγκάζονται να ανεβαίνουν το δύσκολο και ανηφορικό δρόμο της παιδείας και να
γνωρίζουν το Αγαθόν, την αλήθεια, να αποκτούν δηλαδή φιλοσοφική παιδεία. Επειδή,
όμως, θα θέλουν να παραμείνουν εκεί για πάντα, δεν πρέπει αυτό να τους
επιτραπεί. Η πολιτεία πρέπει να τους αναγκάζει να κατεβαίνουν στη σπηλιά, δηλαδή
στην πολιτική πράξη και να αναλαμβάνουν να κυβερνήσουν και να ωφελήσουν με τις γνώσεις και την αρετή τους την πόλη
ολόκληρη. Το έργο της διαφώτισης και διακυβέρνησης των πολιτών (δεσμωτών) είναι
χρέος τους για το καλό της πόλης. Είναι οι φύλακες,
οι άρχοντες της πλατωνικής πολιτείας.
῾Ημέτερον
δὴ ἔργον τῶν οἰκιστῶν : οι οἰκισταί τῆς πόλεως είναι ο Σωκράτης και οι συνομιλητές του, που θεωρητικά
«κατασκευάζουν» την ιδεώδη πολιτεία. Είναι οι νομοθέτες της. Δικό τους έργο
λοιπόν είναι να υποχρεώσουν δια νόμου τους φιλοσόφους να διοικήσουν.
Ο Πλάτωνας
και η πολιτική
Ο Πλάτων,
νέος ακόμη, ήθελε να ασχοληθεί με την πολιτική, απογοητεύθηκε όμως τους
δημαγωγούς δημοκρατικούς ηγέτες, αλλά και από τους αριστοκρατικούς, όταν αυτοί
άσκησαν την εξουσία σκληρά και απάνθρωπα την περίοδο των Τριάκοντα τυράννων
(Κριτίας και Χαρμίδης ήταν και συγγενείς του). Προσπαθώντας να εφαρμόσει τις
πολιτικές του αντιλήψεις ταξίδεψε στην αυλή του τυράννου των Συρακουσών
Διονυσίου Α',
όμως και εκεί είχε αρνητικές εμπειρίες. Έτσι πίστεψε ότι όλα τα
πολιτεύματα της εποχής του ήταν διεφθαρμένα (βλ. εισαγωγή). Ο Πλάτωνας, λοιπόν,
απείχε τελικά από την ενεργό πολιτική,
αν και αξιώνει από τους φιλοσόφους να ασχολούνται με αυτήν (τη στάση του
απέναντι στην πολιτική την εξηγεί ο φιλόσοφος στην «Εβδόμη Επιστολή» του).
τάς βελτίστας φύσεις : Οι ξεχωριστοί
άνθρωποι
Κατά τον Πλ. ο άνθρωπος έχει
έμφυτα ελαττώματα ή χαρίσματα, που προϋπάρχουν αλλά μπορούν να καλλιεργηθούν
και να βελτιωθούν. Η φύσις παίζει καθοριστικό ρόλο για την διαμόρφωση της προσωπικότητας
του ανθρώπου. Στο κείμενο γίνεται λόγος για εξαιρετικές φυσιογνωμίες, για
χαρισματικούς ανθρώπους (βελτίστας φύσεις).
Το ἀγαθόν
: τό μέγιστον
μάθημα
Για την έννοια του «Αγαθού» στον
Πλάτωνα, βλέπε σχόλια σχολικού βιβλίου.
Το μέγιστον μάθημα, , για τον Πλάτωνα είναι «η θέαση του αγαθού».
Για να
χαρακτηρίσει ο Πλάτωνας το αγαθόν και
την πορεία προς αυτό για
την προσέγγιση του, χρησιμοποιεί τις ακόλουθες λέξεις: άφικέσθαι, μάθημα, μέγιστον, ἰδεῖν, άναβηναι, ἀνάβασιν, άναβάντες, ίδωσι. Οι λέξεις
αυτές δείχνουν ότι :
α. το αγαθόν
είναι η μεγαλύτερη αξία, η υψίστη γνώση (μέγιστον μάθημα)
β. μπορεί ο άνθρωπος να το προσεγγίσει, να
αποκτήσει τη « θέαση του Αγαθού» (ἀφικέσθαι, ἰδεῖν, ἴδωσιν)
γ. είναι δύσκολη η κατάκτηση του, απαιτεί
προσπάθεια και θυσίες. (ἀναβῆναι, ἀνάβασιν, ἀναβάντες).
Ένα
παράλληλο κείμενο : Η Αρετή (Σιμωνίδη του Κείου)
Η Αρετή στο ποίημα του Σιμωνίδη
του Κείου παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με το αγαθόν του Πλάτωνα και
σχεδόν ταυτίζεται με αυτό:
Η ΑΡΕΤΗ
Ένας λόγος λέει: Σε βράχια
η Αρετή δυσκολοπάτητα φωλιάζει
κι έναν τόπο θείο και πάναγνο
αφεντεύει·
δεν μπορούν του καθενός θνητού τα
μάτια
να τη δούν· την αντικρίζει μόνο
εκείνος
που από μέσα του ο ιδρώτας, σπαραγμός
της καρδιάς του, θ'αναβρύσει,
μόνο εκείνος που ως τ' ακρόκορφο
θα φτάσει
της αντρείας.
·
Η αρετή παρουσιάζεται από το Σιμωνίδη σχεδόν
θεοποιημένη, όπως περίπου και το Ἀγαθόν στον
Πλάτωνα.
·
Ο τόπος στον οποίο κατοικεί η Αρετή είναι
δυσπρόσιτος (κατοικεί σε βράχια δυσκολοπάτητα, που είναι πολύ δύσκολο
να τα ανεβεί κανείς). Δύσκολη είναι και η προσέγγιση του ἀγαθοῦ στον
Πλάτωνα.
·
Δεν έχει τη δυνατότητα να δει την Αρετή (= να
την κατακτήσει) οποιοσδήποτε άνθρωπος, λίγοι μπορούν να υποστούν τo μόχθο που
απαιτείται, για να την πλησιάσουν. Η κατάκτηση της είναι ένα κατόρθωμα πολύ δύσκολο,
που απαιτεί πολλούς κόπους και δύναμη ψυχική). Και στην Πολιτεία το Άγαθόν κατακτούν «αι βέλτισται φύσεις».
Πλάτωνος, Πολιτεία, ENOTHTA 13
(Ζ΄, 519d-520a) :
Ο ηθικός
εξαναγκασμός των φιλοσόφων
Δομή
1.
Η αντίρρηση του Γλαύκωνα : άδικος ο
εξαναγκασμός των φιλοσόφων να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της πόλεως
2.
Η απάντηση του Σωκράτη : Ο νόμος φροντίζει
για την ευδαιμονία του κοινωνικού συνόλου
3.
Το συμπέρασμα: Δίκαιος ο εξαναγκασμός των
φιλοσόφων
1.
Η αντίρρηση του Γλαύκωνα :
Ο εξαναγκασμός των φιλοσόφων να εγκαταλείψουν την πνευματική τους μακαριότητα και να κατέβουν στο σπήλαιο για να αναλάβουν πρακτικά/πολιτικά καθήκοντα, τους στερεί την ευδαιμονία τους, τους αφαιρεί το δικαίωμα του εὖ ζῆν, όπως
αυτοί το αντιλαμβάνονται. Οι φιλόσοφοι
θα είναι δυστυχείς ως κυβερνήτες της πόλεως. Συμπεραίνει ότι κάτι τέτοιο
είναι άδικο. Ο Γλ. αντιλαμβάνεται το δίκαιο και το άδικο έξω από το πλαίσιο της
κοινωνίας : θεωρεί τους πολίτες ως άτομα και όχι ως μέλη ενός κοινωνικού συνόλου που
στόχο έχει την κοινή ευδαιμονία. Ενδιαφέρεται πρωτίστως για την ατομική
ευδαιμονία και στην προκειμένη περίπτωση των φιλοσόφων.
2.
Η απάντηση του Σωκράτη
Η ατομική
ευδαιμονία υποτάσσεται στην ευδαιμονία του κοινωνικού συνόλου.
·
Ο Σω.
θυμίζει στον Γλ. («᾿Επελάθου πάλιν, ὦ φίλε») το βασικό σκοπό ύπαρξης της πόλεως, το κύριο μέλημα του νόμου που
διέπει την ιδανική πολιτεία : η κοινή
ευδαιμονία είναι ο στόχος και όχι η ευδαιμονία μιας κοινωνικής ομάδας ή ένός
ατόμου («νόμῳ οὐ τοῦτο μέλει, ὅπως ἕν τι γένος ἐν πόλει διαφερόντως εὖ πράξει, ἀλλ’ ἐν ὅλῃ τῇ πόλει τοῦτο μηχανᾶται ἐγγενέσθαι»). Η ευδαιμονία των ατόμων και
των επιμέρους κοινωνικών ομάδων πρέπει να υποτάσσεται στην κοινή ευδαιμονία. Ο
πολίτης λειτουργεί πρώτα ως πολίτης και ύστερα ως άτομο. Επιβάλλεται, λοιπόν να
θυσιαστεί η ευδαιμονία των φιλοσόφων προκειμένου να ευτυχήσει η πόλη. Η ίδια θέση διατυπώνεται και σε άλλο σημείο της Πολιτείας(Δ, 420a): «οὐ μὴν πρὸς τοῦτο βλέποντες τὴν πόλιν οἰκίζομεν, ὅπως ἕν τι ἡμῖν ἔθνος ἔσται διαφερόντως εὔδαιμον, ἀλλ᾽ ὅπως ὅτι μάλιστα ὅλη ἡ πόλις. ( δεν δημιουργούμε βέβαια την πόλη, με σκοπό να ευδαιμονήσει ιδαίτερα
μια μόνο κοινωνική ομάδα (ἕν τι ἔθνος), αλλά όλη η πόλη).
·
Κατά τον Θουκυδίδη (2,60) η ατομική ευδαιμονία
όχι μόνο υποτάσσεται αλλά και εξαρτάται
από την κοινή ευδαιμονία : «ἐγὼ γὰρ ἡγοῦμαι πόλιν πλείω ξύμπασαν ὀρθουμένην ὠφελεῖν τοὺς ἰδιώτας ἢ καθ' ἕκαστον τῶν πολιτῶν εὐπραγοῦσαν, ἁθρόαν δὲ σφαλλομένην. καλῶς μὲν γὰρ φερόμενος ἀνὴρ τὸ καθ' ἑαυτὸν διαφθειρομένης τῆς πατρίδος οὐδὲν ἧσσον ξυναπόλλυται, κακοτυχῶν δὲ ἐν εὐτυχούσῃ πολλῷ μᾶλλον διασῴζεται.» ("Εγώ
τουλάχιστον πιστεύω ότι μια πόλη που ακμάζει ως σύνολο ωφελεί περισσότερο τους
πολίτες της, παρά εάν κάθε πολίτης ευτυχεί, αλλά εκείνη ως σύνολο αποτυγχάνει.
Γιατί άνθρωπος που ευδοκιμεί στις ιδιωτικές του υποθέσεις, εάν η πατρίδα του
καταστραφεί, χάνεται και αυτός μαζί της. Είναι, όμως, πολύ πιο πιθανό ότι θα
σωθεί, εάν κακοτυχεί μεν ο ίδιος, η πατρίδα του όμως ευτυχεί"). Σχετικό
και το απόσπασμα από τα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη "...αν είμαι στραβός, και η πατρίδα μου είναι
καλά, με θρέφει· αν είναι η πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια να 'χω, στραβός θανά
είμαι".
Η λειτουργία του νόμου : στόχοι και μέσα
·
Ο νόμος : γραπτός κανόνας που θεσπίζεται από τo κράτος, ρυθμίζει τις σχέσεις των πολιτών
μεταξύ τους και προς το κράτος. Οι νόμοι είναι υποχρεωτικοί κανόνες και η παραβίασή
τους συνεπάγεται ποινή.
·
Κατά τον Πλ.
σκοπός του νόμου στην ιδεώδη
πολιτεία είναι η ευδαιμονία του
κοινωνικού συνόλου και όχι μιας κοινωνικής ομάδας ή των ατόμων («νόμῳ οὐ τοῦτο μέλει, ὅπως ἕν τι γένος ἐν πόλει διαφερόντως εὖ πράξει, ἀλλ’ ἐν ὅλῃ τῇ πόλει τοῦτο μηχανᾶται ἐγγενέσθαι»).
·
Τα μέσα που χρησιμοποιεί ο νόμος είναι η πειθώ και ο εξαναγκασμός,
η βία (πειθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ). Όταν οι πολίτες δεν πειθαρχούν πεπεισμένοι ότι η επιταγή του
νόμου είναι ορθή και δίκαιη, η πολιτεία, με τα αρμόδια όργανά της, τον
επιβάλλει αναγκαστικά, έστω και δια της βίας. Στην περίπτωση των φιλοσόφων, ο
νόμος, εάν οι φιλόσοφοι δεν πεισθούν να διοικήσουν την πολιτεία, τους
εξαναγκάζει να
το κάνουν στερούμενοι
την ευδαιμονία τους. Ο νόμος «συναρμόττει» τους πολίτες, τους συγκροτεί δηλαδή
σε αρμονικό σύνολο, τους υποχρεώνει
να συνεργάζονται, να λειτουργούν
πρώτα ως μέλη του συνόλου και ύστερα ως άτομα (καταχρῆται αὐτὸς αὐτοῖς ἐπὶ τὸν σύνδεσμον τῆς πόλεως»). Αυτό
σημαίνει ότι κάθε πολίτης, ανάλογα με την τάξη στην οποία ανήκει, υποχρεώνεται να προσφέρει στην πόλη αυτό
που μπορεί να προσφέρει («ποιῶν μεταδιδόναι ἀλλήλοις τῆς ὠφελίας ἣν ἂν ἕκαστοι τὸ κοινὸν δυνατοὶ ὦσιν ὠφελεῖν»), χωρίς να υπερβαίνει τα όρια των δυνατοτήτων και ικανοτήτων του,
των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων του. Κάθε τάξη πρέπει να κινείται μέσα στα
αυστηρά πλαίσια που έχουν τεθεί : οι δημιουργοί παράγουν αγαθά και
συντηρούν τους πολίτες, οι φύλακες –επίκουρου φρουρούν την πόλη και
φύλακες-βασιλείς διοικούν. Δεν ενεργούν εκδηλώνοντας την ελεύθερη βούληση τους,
δεν ασχολούνται με ό,τι αυτοί επιθυμούν(«οὐχ ἵνα ἀφιῇ τρέπεσθαι ὅπῃ ἕκαστος βούλεται»), αλλά η δράση τους καθορίζεται
από το νόμο στο πλαίσιο της συνολικής λειτουργίας του κράτους και με σκοπό την
κοινή ευδαιμονία. Ο νόμος λοιπόν στην ιδανική πολιτεία του Πλάτωνα παρεμβαίνει πλήρως στις ελεύθερες επιλογές των πολιτών, δεν αφήνει περιθώρια για
ατομική ελευθερία και δράση, ελέγχει και κατευθύνει τις δραστηριότητες του
πολίτη και τις καθυποτάσσει στον κοινό καλό. Πρόκειται για ένα καθεστώς παρεμβατικό, αυταρχικό και
ολοκληρωτικό. Ωστόσο, πρέπει να παρατηρήσει κανείς μια θεμελιώδη διαφορά
ανάμεσα στα προσωπικά αυταρχικά καθεστώτα (τυραννίες, δικτατορίες) και στην
ιδεώδη πλατωνική πολιτεία : στόχος των τυράννων και των δικτατόρων είναι η
εξυπηρέτηση των προσωπικών τους συμφερόντων, της πλατωνικής πολιτείας είναι η
κοινή ευδαιμονία. Ο σκοπός είναι υψηλός,
τα μέσα όμως;…
3.
Το συμπέρασμα: Δίκαιος ο εξαναγκασμός των
φιλοσόφων
·
Ο νόμος, λοιπόν, αποσκοπεί στην κοινή ευδαιμονία, υποχρεώνοντας τους
πολίτες να συνεργάζονται προς τούτο προσφέροντας αυτό που μπορούν για τον κοινό
αυτό σκοπό και μέσα στα πλαίσια των ικανοτήτων και αρμοδιοτήτων τους. Αυτός
άλλωστε είναι και ο ορισμός της
δικαιοσύνης που δίδεται από τον Σωκράτη : «τό τά αὑτοῦ πράττειν», δηλαδή, ο καθένας οφείλει να πράττει για το κοινωνικό σύνολο
«εἰς ὅ αὐτοῦ ἡ φύσις ἐπιτηδειοτάτη πεφυκυῖα εἴη» (βλ. και στην εισαγωγή).
Κατά συνέπεια, οι φιλόσοφοι υποχρεούνται να προσφέρουν αυτό για το οποίο είναι
ικανοί και εκπαιδευμένοι : να διοικήσουν την πόλη. Μόνο αυτοί άλλωστε είναι
κατάλληλοι γι’ αυτό, αφού μόνο αυτοί έχουν αποκτήσει γνώση του Αγαθού, δηλαδή
του ορθού. Είναι φωτισμένες προσωπικότητες, που διαθέτουν
γνώσεις, πείρα ζωής, διοικητικές ικανότητες και ακέραιο χαρακτήρα, έχουν υψηλό αίσθημα ευθύνης και καθήκοντος. Εξάλλου, δεν διαθέτουν
περιουσία ούτε δημιουργούν οικογένεια, για να είναι αδέκαστοι και απερίσπαστοι στην άσκηση του λειτουργήματος τους. Μόνο αυτοί μπορούν να διοικήσουν ορθά την πολιτεία και να την οδηγήσουν
στην ευδαιμονία της. Συνεπώς, δεν είναι άδικη μια τέτοια υποχρέωση, αλλά αντίθετα συμφωνεί με
την έννοια του δικαίου, είναι απολύτως
δίκαιη («οὐδ’ ἀδικήσομεν τοὺς παρ’ ἡμῖν φιλοσόφους γιγνομένους, ἀλλὰ δίκαια πρὸς αὐτοὺς ἐροῦμεν,
προσαναγκάζοντες τῶν ἄλλων ἐπιμελεῖσθαί τε καὶ φυλάττειν»).
·
Ωστόσο, το
συμπέρασμα του Σω. μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν
απορρέει από λογική αναγκαιότητα: δεν μπορούμε να θεωρήσουμε κάτι ως
δίκαιο, μόνο και μόνο επειδή αποβλέπει στο κοινό καλό, ενώ παράλληλα βλάπτει μια μερίδα πολιτών. Το αδύνατο αυτό
σημείο του συλλογισμού παρατήρησε και ο
Αριστοτέλης (Πολιτικά 1264b): ο Σω.
στερεί από τους φυλακές την ευδαιμονία, ενώ ισχυρίζεται ότι ο νομοθέτης οφείλει να κάνει ευτυχισμένη
όλη την πόλη. Πώς είναι δυνατόν κάτι τέτοιο, όταν κάποιοι (λίγοι ή πολλοί) δε θα είναι
ευτυχισμένοι;