Το Κυπριακό πρόβλημα είναι πρόβλημα διεθνούς δικαίου λόγω της παράνομης Τουρκικής στρατιωτικής εισβολής και κατοχής του βόρειου τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία. Aρχικά το Κυπριακό ήταν αποικιακό ζήτημα το οποίο οι Άγγλοι δημιούργησαν όταν στις 5 Νοεμβρίου 1914, προσάρτησαν την Κύπρο καθιστώντας την «αποικία του Στέμματος». Η Ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ για Εθνική αυτοδιάθεση των Ελλήνων της Κύπρου έκανε τους Άγγλους να σχεδίασουν και να μετατρέψουν το Κυπριακό από αποικιακό ζήτημα σε ελληνοτουρκική διαφορά.
Το Κυπριακό επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, ορισμένοι εκ των οποίων μεταβάλλονται κατά την μακρόχρονη πορεία του, την αντιπαράθεση ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, αλλά και τη γεωστρατηγική θέση της Κύπρου στο πέρασμα από την Ευρώπη στη Μέση Ανατολή (έχει χαρακτηριστεί το «αβύθιστο αεροπλανοφόρο» από τον Νιχάτ Ερίμ, στα νότια της Τουρκίας). Η θέση της Κύπρου καθιστούσε τον έλεγχο του εδάφους της θέμα ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντα ξένων δυνάμεων, κυρίως της Μεγάλης Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και της Σοβιετικής Ένωσης στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου.
Αν αναλογιστεί κανείς και το γεγονός ότι τα πετρέλαια της Μοσούλης και της Σαουδικής Αραβίας κατευθύνονται επίσης στην Ανατολική Μεσόγειο, καθίσταται πασιφανές ότι η κεντρική θέση που κατέχει η Κύπρος, θα αποτελέσει στο μέλλον τη βασικότερη παράμετρο του παγκόσμιου ανταγωνισμού. Στο πλαίσιο αυτό, το κυπριακό ζήτημα σύμφωνα με τον Νταβούτογλου είναι για την Τουρκία, ζωτικής σημασίας από γεωστρατηγική άποψη. Ενδεικτικά αναφέρει πως ακόμη και εάν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία οφείλει να διατηρεί ένα Κυπριακό ζήτημα.
Το Κυπριακό από νομική άποψη
Το Κυπριακό πρόβλημα ήταν αρχικά ζήτημα αυτοδιάθεσης και αποαποικισμού. Οι βρετανικές κυβερνήσεις των Συντηρητικών, διαβλέποντας την απειλή που εγκυμονούσαν για τα αποικιακά συμφέροντά τους η αναγνώριση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των λαών και οι αυξανόμενες πιέσεις για την εφαρμογή του, επεδίωξαν και πέτυχαν να μετατρέψουν το Κυπριακό σε διακοινοτική και ελληνοτουρκική διαφορά ώστε να μειωθεί η πολιτική πίεση που δέχονταν. Εάν η Τουρκία εμπλεκόταν πολιτικά διεκδικώντας την Κύπρο, η Αγγλία θα μπορούσε στο διηνεκές να παρουσιάζεται ως διαμεσολαβητής και κηδεμόνας της Κύπρου. Όπως δήλωσε τον Ιούλιο του 1954 στη Βουλή των Κοινοτήτων ο Υπουργός Αποικιακών Υποθέσεων της Βρετανίας Χένρι Χόπκινσον, η Κύπρος ανήκε στις αποικίες "που λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεών τους δεν μπορούν να ελπίζουν ότι κάποτε θα ανεξαρτητοποιηθούν πλήρως".Με την προσφυγή της Ελλάδας στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών το 1954, με την οποία ζητούσε την εφαρμογή της αυτοδιάθεσης των λαών στην περίπτωση της Κύπρου, και τις παρεμβάσεις της Τουρκίας, της Βρετανίας και άλλων χωρών επί του θέματος, το Κυπριακό πρόβλημα απέκτησε διεθνή χαρακτήρα.
Το Κυπριακό πρόβλημα σήμερα είναι πρόβλημα διεθνούς δικαίου που προκαλούν η παράνομη στρατιωτική κατοχή του βόρειου τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία (καταδικάστηκε με το Ψήφισμα 1974/360 του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.), η βίαιη αλλοίωση της πληθυσμιακής σύνθεσης και της πολιτισμικής ταυτότητας της κατεχόμενης περιοχής, και οι ανεπιτυχείς, ως τώρα, προσπάθειες της κατοχικής δύναμης να προκαλέσει τη διεθνή αναγνώριση ανεξάρτητου τουρκοκυπριακού κράτους.
Οθωμανική Αυτοκρατορία και περίοδος της Αγγλοκρατίας
1878-1955
Η Κύπρος κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς στα 1571, ωστόσο στα χρόνια της παρακμής της, η Οθωμανική Αυτοκρατορία εκμίσθωσε την Κύπρο στην Αγγλία στην προσπάθειά της να εξασφαλίσει οικονομικούς πόρους για την αποπληρωμή των δανείων που είχε συνάψει το 1855 με την Αγγλία και τη Γαλλία. Η μυστική συμφωνία εκμίσθωσης του 1878 προέβλεπε ετήσιο χρηματικό ποσό (σε στερλίνες της εποχής), το οποίο θα καταβαλλόταν από τους Άγγλους στον σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β΄. Η εδραίωση της βρετανικής κυριαρχίας στην περιοχή είχε σκοπό να αποθαρρύνει την περαιτέρω διείσδυση της Ρωσίας στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη νοτιοανατολική Μεσόγειο σε μια εποχή που το άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ (1869) αναβάθμιζε γεωστρατηγικά την περιοχή ως πέρασμα στον δρόμο προς την Ινδία.Στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας είχε διαμορφωθεί στο νησί τουρκοκυπριακή κοινότητα δίπλα στην ελληνοκυπριακή, χωρίς γεωγραφικό διαχωρισμό, με ποσοστά 18% και 80% επί του πληθυσμού αντίστοιχα. Πριν την έναρξη των ένοπλων συγκρούσεων στα τέλη της δεκαετίας του 1950, από τα 619 χωριά της Κύπρου, 393 ήταν αποκλειστικά ή κυρίως ελληνοκυπριακά, 120 τουρκοκυπριακά και 106 μικτά. Οι μεγάλες πόλεις ήταν μικτές, με τις δύο κοινότητες να κατοικούν σε χωριστές συνοικίες. Η κάθε κοινότητα είχε τη γλώσσα και τη θρησκεία της, δικό της σύστημα εκπαίδευσης καθώς και δικό της Οικογενειακό και Κληρονομικό Δίκαιο.
Η νέα βρετανική διοίκηση βελτίωσε σημαντικά τομείς κρατικής ευθύνης όπως η δικαιοσύνη, η αντιμετώπιση της εγκληματικότητας και οι υποδομές. Ωστόσο η συνεχιζόμενη φορολογική αφαίμαξη του πληθυσμού, το χαμηλό βιοτικό επίπεδό του, η διαιώνιση των συνθηκών αμάθειας και υπανάπτυξης και η αντίθεση της βρετανικής πολιτικής παράδοσης στη διατήρηση των αρμοδιοτήτων και προνομίων που είχε αποκτήσει η Εκκλησία κατά την Οθωμανική κυριαρχία συνέβαλλαν στην εδραίωση του αιτήματος της ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας για ένωση με την Ελλάδα, η οποία σιγά σιγά επεκτεινόταν εντάσσοντας διαρκώς νέα εδάφη στον κορμό που ανεξαρτητοποιήθηκε μετά την Επανάσταση του 1821.
Ήδη από τα οθωμανικά χρόνια ο Αρχιεπίσκοπος της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Κύπρου ήταν διοικητικά και Εθνάρχης των Ελληνοκυπρίων. Τον ρόλο του ηγέτη των Ελληνοκυπρίων τον διατήρησε και επί Αγγλοκρατίας, παρά την κατάργηση του οθωμανικού συστήματος των millet (διοίκησης κατά έθνη). Πάγιο αίτημα όλων των Αρχιεπισκόπων Κύπρου, με πρώτο τον Σωφρόνιο Γ΄ ήδη κατά την υποδοχή του πρώτου Άγγλου αρμοστή στα 1879, ήταν επίσης η Ένωση με την Ελλάδα. Το αίτημα αυτό το καθιστούσαν σαφές στους εκάστοτε Βρετανούς Κυβερνήτες και το κήρυτταν στις εκκλησίες.
Ως το 1914, η πάγια βρετανική απάντηση ήταν ότι η Κύπρος ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και ότι η συνθήκη του 1878 δεν επέτρεπε ενέργειες προς την κατεύθυνση της ένωσης. Όταν η Τουρκία βγήκε στον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο με τις Κεντρικές Δυνάμεις, η Αγγλία προσάρτησε την Κύπρο στη βρετανική επικράτεια το 1914 και την προσέφερε ως αντάλλαγμα στην Ελλάδα στην περίπτωση που λάμβανε μέρος στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Η Κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη υπό την επιρροή του φιλογερμανού Βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ όμως προτίμησε να κρατήσει ουδέτερη στάση και να μην απαντήσει.
Με την άφιξή τους, οι Άγγλοι σύστησαν στην Κύπρο το Νομοθετικό Συμβούλιο, στο οποίο συμμετείχαν 9 εκλεγμένοι εκπρόσωποι των Ελληνοκυπρίων, 3 εκλεγμένοι εκπρόσωποι των Τουρκοκυπρίων και 6 διορισμένα μέλη. Η αναλογία ήταν τέτοια, ώστε οι ψήφοι των Τουρκοκυπρίων και των Άγγλων να ισούνται με αυτές των Ελληνοκυπρίων. Σε περίπτωση ισοψηφίας ο προεδρεύων Βρετανός Αρμοστής της Κύπρου είχε τη βαρύνουσα ψήφο, ενώ είχε και τη δυνατότητα με βασιλικά διατάγματα να παρακάμπτει εντελώς τις αποφάσεις του σώματος. Αυτό ακριβώς έγινε τον Οκτώβριο του 1931, όταν ο Βρετανός Κυβερνήτης επεχείρησε να θέσει σε εφαρμογή νέο φορολογικό νομοσχέδιο που είχαν καταψηφίσει οι Ελληνοκύπριοι βουλευτές και ένας Τουρκοκύπριος βουλευτής. Τότε ξέσπασαν εκτεταμένες ταραχές, κατά τις οποίες οι Ελληνοκύπριοι ζητούσαν την ενσωμάτωση της Κύπρου στην Ελλάδα. Ο Ε. Βενιζέλος δήλωσε ότι το Κυπριακό ήταν εσωτερική υπόθεση της Βρετανικής Κυβέρνησης και αρνήθηκε να αναμειχθεί. Οι Τουρκοκύπριοι από την άλλη, ενώ με τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 η Τουρκία είχε παραιτηθεί από κάθε αξίωση επί της Κύπρου, δεν ήθελαν να δουν το νησί να ενσωματώνεται στην Ελλάδα, όπως συνέβη με την Κρήτη μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, όταν η ελληνική πλειοψηφία κατάφερε πρώτα να αυτονομηθεί το 1898 και στη συνέχεια να ενσωματωθεί στην Ελλάδα το 1913.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Το 1947 εκλέχτηκε αρχιεπίσκοπος Κύπρου ο γηραιός Μακάριος Β΄, ο οποίος στην ενθρόνισή του εκφώνησε ένθερμο λόγο υπέρ της ένωσης και τον επόμενο χρόνο ίδρυσε το «Εθναρχικόν Συμβούλιον προς προώθησιν του Εθνικού Ενωτικού Αγώνος». Το 1948 επίσης εκλέχτηκε Μητροπολίτης Κιτίου ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄ (κατά κόσμον Μιχαήλ Μούσκος) και πρώτος Πρόεδρος Δημοκρατίας μετά την ανεξαρτησία. Τον Ιανουάριο του 1950, ως προϊστάμενος του Γραφείου Εθναρχίας της Αρχιεπισκοπής Κύπρου, οργάνωσε δημοψήφισμα στις εκκλησίες υπό την επίβλεψη των ιερέων. Το δημοψήφισμα είχε τη μορφή δημόσιας (φανερής) συλλογής υπογραφών. Το 95,7% αυτών που είχαν δικαίωμα συμμετοχής υπόγραψαν υπέρ της ένωσης. Το ίδιο έτος εξελέγη ο ίδιος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου.Το 1949 τάχθηκε και το Α.Κ.Ε.Λ. ανοιχτά υπέρ της ένωσης. Μέσω οργανώσεων και Δημοτικών Συμβουλίων που έλεγχε, κατάγγειλε με υπόμνημα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. την καταπίεση των Ελλήνων της Κύπρου από τους Βρετανούς προβάλλοντας ταυτόχρονα και το αίτημα για ένωση. Παράλληλα, κάλεσε την Ελληνική Κυβέρνηση «να υποστηρίξει τον πανελλήνιο πόθο για την ένωση της Κύπρου με τη μητέρα Ελλάδα». Ωστόσο οι ιδεολογικές διαφορές με την Εκκλησία απέτρεψαν τη συνεργασία μεταξύ των δύο ισχυρότερων οργανώσεων του κυπριακού Ελληνισμού. «Οπαδοί δογμάτων αντίθετων προς τον Χριστιανισμό» διαγράφηκαν από τους ενοριακούς καταλόγους τις παραμονές των αρχιεπισκοπικών εκλογών και επίσης αποκλείστηκαν από το Εθναρχικό Συμβούλιο. Το Α.Κ.Ε.Λ. απήχε καταγγέλοντας τις εκλογές ως «εκλογικό πραξικόπημα» και «μαύρη σελίδα της ιστορίας της Εκκλησίας».
Ως τα 1950, η μαχητικότερη εκδήλωση ενδιαφέροντος των Τούρκων για την Κύπρο ήταν ένα ψήφισμα των φοιτητών της Κωνσταντινούπολης που εξέφραζε την αντίθεσή τους στην προσάρτηση της Κύπρου στην Ελλάδα και την απειλή έκρηξης ταραχών. Toν Αύγουστο του 1954 ο ηγέτης της τουρκοκυπριακής μειονότητας, Δρ. Φαζίλ Κιουτσούκ, (αργότερα ο πρώτος αντιπρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας) δήλωνε ότι η Κύπρος έπρεπε να επιστραφεί στην Τουρκία και να αφήσουν οι Άγγλοι στους Τούρκους τη διαχείριση του αιτήματος των Ελληνοκυπρίων για αυτοδιάθεση. Δήλωνε ότι η Κύπρος είναι ιδιοκτησία της Τουρκίας, αγνοώντας πλήρως την πολιτική θέληση των κατοίκων του νησιού ωσάν να πρόκειται για αγοραπωλησία ακινήτων.
Ένοπλος αντιαποικιακός αγώνας (1955-59)
Το 1955 ξεκίνησε ένοπλος αγώνας κατά της Βρετανικής Κατοχής του νησιού από τους Ελληνοκύπριους κατοίκους υπό την ηγεσία της οργάνωσης ΕΟΚΑ με εντεταλμένο αρχηγό τον Κύπριο απόστρατο αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού Γεώργιο Γρίβα ή «Διγενή», η οποία έθετε ως στόχο την ενσωμάτωση της Κύπρου στο ελληνικό κράτος («Ένωσις»). Οι Τουρκοκύπριοι, μην επιθυμώντας την Ένωση του νησιού με την Ελλάδα, τάχθηκαν κατά της αυτοδιάθεσης (που θα οδηγούσε στην προσάρτηση του νησιού στην Ελλάδα) και συντάχθηκαν με τους Άγγλους. Η βρετανική πολιτική εκμεταλλεύτηκε το γεγονός και ο πρωθυπουργός Άντονι Ήντεν παρότρυνε τον τουρκικό παράγοντα να εμπλακεί στο ζήτημα του μέλλοντος της Κύπρου. Έτσι η Τουρκία, επικαλούμενη την προστασία της τουρκοκυπριακής κοινότητας, πέτυχε να καταστεί ισότιμος συνομιλητής για τη διευθέτηση του προβλήματος επιδιώκοντας να αποτρέψει την ένωση και τη συνακόλουθη επέκταση της ελληνικής επικράτειας στα νότια θαλάσσια σύνορά της. Ήδη από το 1956, η Βρετανική Κυβέρνηση άρχισε να συζητά για χωριστή αυτοδιάθεση των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, ελπίζοντας να αποτρέψει την ένωση με την Ελλάδα. Όταν άρχισε να διαγράφεται η πιθανότητα ανεξαρτητοποίησης, οι Τουρκοκύπριου προέβαλαν το αίτημα για διαίρεση του νησιού σε δύο κράτη («taksim», διχοτόμηση) και η νέα Βρετανική Κυβέρνηση του Χάρολντ Μακμίλαν από τον Ιανουάριο του 1957 άρχισε να προετοιμάζει τη διχοτόμηση επιδιώκοντας ουσιαστικά να αναγκάσει τους Ελληνοκυπρίους να εγκαταλείψουν του αίτημα για αυτοδιάθεση. Το 1955 ο Φαζίλ Κιουτσούκ είχε ιδρύσει το κόμμα «Η Κύπρος είναι Τουρκική» στην Κύπρο.Οι Βρετανοί ενοχλημένοι από τη δράση της εκκλησίας εξόρισαν στις 9 Μαρτίου 1956 τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τον Μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό στις Σεϋχέλλες για έναν χρόνο. Κατόπιν τους επετράπη να φύγουν από τις Σεϋχέλλες, όχι όμως και να γυρίσουν στην Κύπρο. Παράλληλα, οι ελληνικές κυβερνήσεις δίσταζαν να αντιπαρατεθούν με την Αγγλία λόγω της βοήθειας που αυτή είχε προσφέρει στα κυβερνητικά στρατεύματα εναντίον των κομμουνιστών από την απελευθέρωση και μετά. Χαρακτηριστική είναι η φράση, την οποία φέρεται να είπε ο Γεώργιος Παπανδρέου το 1950 (πριν την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα κατά των Βρετανών) ως Υπουργός Εσωτερικών στον τότε δήμαρχο Λευκωσίας: «Η Ελλάς αναπνέει με δύο πνεύμονας, τον μεν αγγλικόν, τον δε αμερικανικόν, και δι' αυτό δεν ημπορεί να πάθει ασφυξίαν λόγω του Κυπριακού». Η κοινή γνώμη όμως και η Εκκλησία ήταν στο πλευρό των Ελληνοκυπρίων, γεγονός που δημιουργούσε πίεση στους πολιτικούς.
Οι πρώτες διακοινοτικές ταραχές(1958)
Η αντιπαλότητα μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων εξελίχθηκε το 1958 σε ανοικτή ένοπλη σύγκρουση με νεκρούς και από τις δύο πλευρές. Επεισόδια είχαν σημειωθεί και παλιότερα, το 1912 και το 1956-1957, το καλοκαίρι του 1958 όμως η κλίμακα της εθνοτικής βίας ήταν πρωτοφανής, και επέδρασε καταλυτικά στην περαιτέρω εξέλιξη του Κυπριακού λόγω του ψυχολογικού κλίματος που δημιούργησε. Η κλιμάκωση των διακοινοτικών συγκρούσεων δημιουργούσε επίσης την εντύπωση στο εξωτερικό ότι η συμβίωση των δύο κοινοτήτων ήταν αδύνατη.Οι Τουρκοκύπριοι είχαν ήδη δημιουργήσει τις δικές τους μυστικές ένοπλες οργανώσεις, όπως τη Volkan ("Ηφαίστειο"). Αυτές το 1958 αντικαταστάθηκαν από την οργάνωση Τ.Μ.Τ. (Türk Mükavemet Teşkilatι, "Τουρκική Αντιστασιακή Οργάνωση"), η οποία ιδρύθηκε από το Γενικό Επιτελείο του Τουρκικού Στρατού με αξιωματικούς και όπλα του τουρκικού στρατού και Τουρκοκύπριους εθελοντές. Συνθήματα της ΤΜΤ ήταν "Η Κύπρος είναι τουρκική" και " Διχοτόμηση ή θάνατος".
Ένα από τα πολλά συμβάντα σημειώθηκε στις 12 Ιουνίου 1958, όταν ένοπλοι Τουρκοκύπριοι σκότωσαν οκτώ Ελληνοκύπριους χωρικούς στο Κιόνελι.
Στις 18 Οκτωβρίου 1959, ακταιωρός του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού συνέλαβε ανοικτά της Καρπασίας το τουρκικό πλοιάριο «Ντενίζ», που μετέφερε μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών από την Τουρκία. Αποκαλύπτοντας με δραματικό τρόπο τα τουρκοκυπριακά σχέδια διχοτόμησης και την ενεργή ανάμειξη της Τουρκίας σε αυτά, το επεισόδιο του «Ντενίζ» ενέτεινε τους φόβους της Ελληνοκυπριακής κοινότητας. Από τον Ιανουάριο του 1959, παράλληλα με τα άλλα τουρκικά πλοιάρια που ήδη διεκπεραίωναν επί έξι μήνες οπλισμό, ξεκίνησε τις μυστικές μεταφορές οπλισμού και ένα 25 τόνων αλιευτικό τουρκικό πλοίο, που έμεινε γνωστό στην ιστορία με το όνομα «ΝΤΕΝΙΖ» και που, στα επιχειρησιακά σχέδια της ΤΜΤ, έφερε το κωδικό όνομα «Ελμάς». Το «ΝΤΕΝΙΖ», με καπετάνιο τον Ρεσάτ Γιαβούζ, μηχανικό τον Ογούζ Κόντογλου και ασυρματιστή τον μόνιμο αρχιλοχία διαβιβάσεων του τουρκικού στρατού Αλί Λεβέντ, ανακόπηκε από βρετανική ακταιωρό, φορτωμένο 6.000 βόμβες, 500 τυφέκια και ένα εκατομμύριο φυσίγγια, στις 18 Οκτωβρίου 1959, δηλαδή οκτώ μήνες μετά την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου κι ενώ η Κύπρος τελούσε ακόμα υπό αγγλική διοίκηση.
Με διαταγή του «εγκέφαλου» της ΤΜΤ ταγματάρχη Ισμαήλ Τάνσου (μέσω ασυρμάτου από την Άγκυρα) το πλήρωμα του «ΝΤΕΝΙΖ» προκάλεσε την αυτοβύθιση του σκάφους, ώστε «να μην ξεσπάσει διεθνές σκάνδαλο που θα έφερνε σε δύσκολη κατάσταση την τουρκική κυβέρνηση», όπως είπε ο ταγματάρχης Τάνσου. Όμως, η αγγλική ακταιωρός (mine-sweeper HMS Burmaston) πρόλαβε να περιμαζέψει από το αμπάρι του βυθιζόμενου «ΝΤΕΝΙΖ» δύο κιβώτια πυρομαχικών και να συλλάβει το τριμελές πλήρωμα του «αλιευτικού». Με παρέμβαση του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Φατίν Ρουστού Ζορλού προς τον Άγγλο ομόλογό του, διευθετήθηκε ώστε οι τρεις συλληφθέντες, αφού παραδεχτούν τις κατηγορίες που διαμόρφωσε ο Άγγλος εισαγγελέας και καταδικαστούν από το αγγλικό δικαστήριο της Κύπρου σε 9 μηνών φυλάκιση, να αποσταλούν αυθημερόν στην Τουρκία προς «έκτιση της ποινής τους». Καθησυχάζοντας τον ταγματάρχη Τάνσου για την «σύλληψη» του «ΝΤΕΝΙΖ», ο υπουργός Ζορλού τον βεβαίωσε ότι «η αποκάλυψη της μεταφοράς οπλισμού ίσως συνετίσει τους Άγγλους να είναι πιο συγκαταβατικοί απέναντι στους Τούρκους».
Οι εκκλήσεις του Μακαρίου και του Κιουτσούκ στις κοινότητές τους να παραδώσουν τα όπλα τους, δεν βρήκαν ανταπόκριση στους Τουρκοκύπριους. Αντίθετα έδωσαν την ευκαιρία στον Ραούφ Ντενκτάς να εναντιωθεί στον Κιουτσούκ και να αυξήσει την επιρροή της συγκρουσιακής μερίδας στην τουρκοκυπρική κοινότητα..
Φαινόμενα ενδοκοινοτικής βίας επίσης δεν έλειψαν. Με αφορμή δυο σοβαρά επεισόδια μεταξύ αριστερών και ανταρτών της ΕΟΚΑ που άφησαν δυο οπαδούς της Αριστεράς νεκρούς, το ΑΚΕΛ πραγματοποίησε τον Ιανουάριο του 1958 μαζικές συγκεντρώσεις, στις οποίες κατήγγειλε την ΕΟΚΑ για οργανωμένες επιθέσεις με στόχο το ίδιο το αριστερό κίνημα, και ζήτησε την παρέμβαση του Μακαρίου αλλά επανέλαβε παράλληλα την προσήλωσή του στον στόχο της Αυτοδιάθεσης-Ένωσης. Η ίδια η ΕΟΚΑ με ανακοινώσεις της απορρίπτει της κατηγορίες, δικαιολογεί τη στάση των ανταρτών λέγοντας ότι ενήργησαν ενώ βρίσκονταν σε αυτοάμυνα και αναφέρει ότι στόχοι της ΕΟΚΑ είναι μόνο πρόσωπα που υποσκάπτουν τον Αγώνα ανεξαρτήτως ιδεολογίας.. Το ζήτημα αυτό εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να διχάζει έντονα την κυπριακή κοινωνία.
Ανεξαρτησία, τα πρώτα χρόνια (1960-63)
Οι Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνο
Τελικά οι Βρετανοί ενέδωσαν στον ελληνοκυπριακό αγώνα και συναίνεσαν στη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους. Τον Φεβρουάριο 1959 υπεγράφησαν μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας, Ελλάδας, Τουρκίας, ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινότητας οι Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου, με τις οποίες ιδρυόταν ανεξάρτητο κράτος, η Κυπριακή Δημοκρατία. Οι Συνθήκες τέθηκαν σε ισχύ στις 16 Αυγούστου 1960 μετά από μια δεκαοκτάμηνη μεταβατική περίοδο, ενδεικτική των δυσκολιών στην εφαρμογή τους, κατά την οποία συντάχθηκε το Σύνταγμα, συγκροτήθηκε ο διοικητικός μηχανισμός του νέου κράτους και ρυθμίστηκε το θέμα των κυρίαρχων Βρετανικών βάσεων στην Κύπρο. Αν και η ευφορία για την αποτίναξη του αποικιακού ζυγού ήταν μεγάλη, καμία από τις δύο κοινότητες δεν θεώρησε ότι οι συνθήκες ικανοποίησαν τους εθνικούς στόχους της ή ότι το καθεστώς που εγκαθίδρυαν θα μπορούσε να είναι κάτι περισσότερο από ένα μεταβατικό στάδιο προς την ένωση (για τους Ελληνοκύπριους) ή τη διχοτόμηση (για τους Τουρκοκύπριους). Για την επίτευξη των τελικών στόχων τους συνέχισαν να εργάζονται και οι δύο κοινότητες, η μεν Ελληνοκυπριακή εκμεταλλευόμενη την πλειοψηφία της για να επιβάλει αποφάσεις που υπερέβαιναν τις συνθήκες, η δε Τουρκοκυπριακή εκμεταλλευόμενη τα προνόμια που της έδιναν οι συνθήκες για να παρεμποδίζει τη λήψη σημαντικών αποφάσεων ώστε να φανεί ότι το ενιαίο κράτος των δύο εθνικών κοινοτήτων δεν μπορούσε να λειτουργήσει. Η ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν ανταποκρινόταν στα αιτήματα καμιάς από τις δύο εθνικές κοινότητες και υποσκαπτόταν και από τις δύο.Η Μεγάλη Βρετανία από την πλευρά της, θέλοντας να δείξει πως μόνο με την κυριαρχία της στο νησί μπορούσαν να ζήσουν οι δύο κοινότητες ειρηνικά, δεν έβλεπε θετικά ούτε το ενιαίο ανεξάρτητο κράτος ούτε τη διχοτόμηση σε δύο ανεξάρτητα κράτη (ή κράτη που θα ενώνονταν με τις μητροπολιτικές χώρες των κοινοτήτων τους). Οι ΗΠΑ τέλος έβλεπαν με καχυποψία ένα νέο ανεξάρτητο κράτος στην Ανατολική Μεσόγειο, που έφευγε από την κυριαρχία μιας χώρας του ΝΑΤΟ και μπορούσε να προσχωρήσει στο Κίνημα των Αδεσμεύτων ή ακόμα και στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης.
Παρά την ανεξαρτησία δεν διαλύθηκαν οι ελληνοκυπριακές και τουρκοκυπριακές ένοπλες ομάδες, οι οποίες συνέχισαν τη δράση τους, και οι προσπάθειες των αρχών να εντοπίσουν παράνομα όπλα και πυρομαχικά δεν είχαν επιτυχία. Η Τ.Μ.Τ. μάλιστα πραγματοποίησε δολοφονίες Τουρκοκυπρίων αστυνομικών που υπηρετούσαν στη Βρετανική αποικιακή Αστυνομία και εργάζονταν για τον εντοπισμό παράνομου οπλισμού στην κοινότητά τους.
Ο πρωταρχικός στόχος που επιτεύχθηκε από τους Τούρκους από το 1958 μέχρι και το 1959 ήταν ο εξοπλισμός, η εκπαίδευση και η οργάνωση, δύναμης 5.000 μαχητών της ΤΜΤ στην Κύπρο. Το 1960 ο οπλισμός που μεταφέρθηκε λαθραία από την Τουρκία στην Κύπρο, εξόπλιζε δύναμη 10.000. Σ’ αυτό το σημείο, είναι σημαντικά τα στοιχεία που αποκαλύφθηκαν 47 χρόνια αργότερα, στο βιβλίο του Μάνου Ηλιάδη «Το Απόρρητο Ημερολόγιο της ΚΥΠ για την Κύπρο» - 2007. (ΚΥΠ: Η ελλαδική «Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών»). Το βιβλίο περιέχει αντίγραφα γραπτών υπηρεσιακών εκθέσεων, που έστελνε το κλιμάκιο της ελλαδικής ΚΥΠ από την Κύπρο στον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδος Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ στην Αθήνα και που επιβεβαιώνουν με πλήθος λεπτομερειών πολλά στοιχεία για την ΤΜΤ, όπως τα αφηγούνται οι Τούρκοι πρωταγωνιστές και τουρκικές πηγές. Επί του θέματος των μυστικών τουρκικών εξοπλισμών, περιέχει και τα εξής στοιχεία: «Εκ των μέχρι τούδε υφισταμένων στοιχείων προκύπτει ότι, εκτός των εις χείρας των Τουρκοκυπρίων αστυνομικών και επικουρικών αστυνομικών περιστρόφων της βρετανικής διοικήσεως, η τουρκοκυπριακή μαχητική οργάνωσις ΤΜΤ διέθετε την εποχή της συνάψεως των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου μόνον 950 πιστόλια και περίστροφα. Ταύτα η ΤΜΤ. επρομηθεύθη, αρχομένου του 1957, και κατά τη διάρκειαν του 1958 εκ Τουρκίας, μέρος δε τούτων επωλήθησαν επιτοπίως υπό των Βρεττανών εις τας τουρκικάς οργανώσεις ΒΟΛΚΑΝ και ΤΜΤ. Εν συμπεράσματι, την εποχήν της συνάψεως των περί Κύπρου Συμφωνιών, η ΤΜΤ δεν διέθετε άνω των 1.000 πιστολίων και περιστρόφων. Κατά το εξάμηνον διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου 1959 – Ιουλίου 1959 λαθραίως εισήχθησαν υπό των Τουρκοκυπρίων 6.000 όπλα, ήτοι βαρέα πολυβόλα, οπλοπολυβόλα, τυφέκια, πιστόλια και περίστροφα, ως και όλμοι των 2 και τριών ιντσών, ανελθόντος, ούτω, κατά Ιούνιον 1959 του αριθμού των υπό της τουρκικής κοινότητος κατεχομένων όπλων εις 7.000, μετά μεγάλου αριθμού σφαιρών. Μετά τον Ιούλιον 1959 μέχρι 2 Σεπτεμβρίου 1960 εσυνεχίσθη εις μεγάλην κλίμακα η λαθραία εισαγωγή όπλων και πυρομαχικών υπό Τουρκοκυπρίων, ώστε σήμερον να πιστεύεται ότι οι Τουρκοκύπριοι διαθέτουν όπλα ανερχόμενα εις 10.000 τεμάχια…». Οι Τούρκοι εξοπλίζονταν μετά την ανακύρηξη της Ανεξαρτησίας 16 Αυγούστου 1960.
Πολιτειακές δυσλειτουργίες
Το πολίτευμα που προέβλεπαν οι Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου ήταν ιδιαίτερα δύσκαμπτο και στηριζόταν όχι στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, όπως όλα τα σύγχρονα πολιτεύματα, αλλά στη δυαδική αρχή, δηλαδή στη συνεργασία μεταξύ των δύο κοινοτήτων, τις οποίες διαχώριζε το Σύνταγμα με βάση την καταγωγή, τη γλώσσα, την πολιτιστική ταυτότητα ή τη θρησκεία. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, ο Πρόεδρος θα ήταν Ελληνοκύπριος, ενώ ο Αντιπρόεδρος Τουρκοκύπριος, με καθένα από τους δυο να έχει δικαιώματα αναπομπής ή ακόμα και αρνησικυρίας (βέτο) στις αποφάσεις οποιουδήποτε πολιτειακού οργάνου. Πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας εξελέγη ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και αντιπρόεδρος ο Φαζίλ Κιουτσούκ, ηγέτης της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Το Υπουργικό Συμβούλιο και η Βουλή των Αντιπροσώπων επίσης απαρτίζονταν από μέλη και των δύο κοινοτήτων με αναλογία 7 προς 3. Αντίστοιχη αναλογία έπρεπε να εφαρμοστεί και στη στελέχωση της Δημόσιας Διοίκησης. Εκείνο που δεν προέβλεπε ουσιαστικά το Σύνταγμα ήταν η επίλυση διαφωνιών ανάμεσα στις δύο κοινότητες και η δυνατότητα αναθεώρησής του. Συνολικά, το Σύνταγμα λειτούργησε διχαστικά καθώς εμφάνιζε σε όλες τις περιπτώσεις δύο χωριστούς φορείς κρατικής εξουσίας που αισθάνονταν υπόλογοι στις οικείες εθνικές κοινότητές τους και ποτέ ένα ενιαίο κράτος υπόλογο στο σύνολο του κυπριακού λαού. Έτσι, δεν άργησαν να έρθουν τα πρώτα αδιέξοδα στην εξωτερική πολιτική, τη στελέχωση δημοσίων υπηρεσιών, την οργάνωση κυπριακού στρατού, την τοπική αυτοδιοίκηση, τα οικονομικά και άλλα ζητήματα.- Στην εξωτερική πολιτική, ο Μακάριος προωθούσε τις σχέσεις της Κύπρου με τις αδέσμευτες χώρες και συμμετείχε μάλιστα τον Αύγουστο του 1961 στη Σύνοδο των Αδεσμεύτων Χωρών στο Βελιγράδι παρά τις αντιρρήσεις του Κιουτσούκ.
- Στη στελέχωση της δημόσιας διοίκησης, η Κυβέρνηση κωλυσιεργούσε στον διορισμό Τουρκοκυπρίων με το επιχείρημα ότι δεν είχαν τα αναγκαία προσόντα. Τρία χρόνια μετά την ανεξαρτησία δεν είχε επιτευχθεί ακόμη η προβλεπόμενη αναλογία και στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Κύπρου εκκρεμούσαν το 1963 2.000 προσφυγές Τουρκοκυπρίων
- Στη σύσταση και οργάνωση του στρατού, οι Τουρκοκύπριοι απαιτούσαν συγκρότηση χωριστών στρατιωτικών σωμάτων μέχρι το επίπεδο του λόχου, ώστε να αποκλείσουν την παρουσία Ελληνοκύπριων στρατιωτών σε πληθυσμιακά αμιγείς περιοχές Τουρκοκυπρίων . Στο θέμα αυτό χρησιμοποίησε το δικαίωμα βέτο για πρώτη φορά ο Αντιπρόεδρος Κιουτσούκ.
- Στο θέμα της τοπικής αυτοδιοίκησης, οι Τουρκοκύπριοι με τη στήριξη της Τουρκίας επέμεναν στη σύσταση εθνικά αμιγών δήμων και τον γεωγραφικό διαχωρισμό του πληθυσμού ώστε να έχουν στα χέρια του κάποιους φορείς κρατικής εξουσίας, στους οποίους δε θα είχαν πρόσβαση οι Ελληνοκύπριοι. Το αίτημά τους είχε γίνει δεκτό και στο νέο Σύνταγμα είχαν περιληφθεί σχετικές διατάξεις. Ωστόσο η ελληνοκυπριακή πλευρά θεωρούσε τη δημιουργία αμιγών δήμων ως την αρχή της διαίρεσης του νησιού και αρνήθηκε να εφαρμόσει τις σχετικές διατάξεις. Μετά από απόρριψη σχετικού νομοσχεδίου από τους Τουρκοκυπρίους, η Κυβέρνηση διαλύει στα τέλη του 1963 τους Δήμους, αναλαμβάνει την περιουσία τους και διορίζει Συμβούλια Βελτιώσεως στη θέση τους.
- Στα δημόσια οικονομικά, στα οποία οι νόμοι έπρεπε να εγκριθούν με χωριστές πλειοψηφίες από τους βουλευτές των δύο κοινοτήτων, οι Τουρκοκύπριοι βουλευτές αρνούνταν οποιαδήποτε συνεργασία για τη θέσπιση μόνιμου φορολογικού καθεστώτος. Αντιπρότειναν προσωρινούς νόμους βραχύχρονης ισχύος, ώστε να διατηρήσουν τη διαπραγματευτική τους δύναμη επί άλλων ζητημάτων στο νέο κράτος αφήνοντας σε εκκρεμότητα το φορολογικό ζήτημα. Ο Μακάριος καλούσε τις φοροεισπρακτικές υπηρεσίες να συλλέγουν τους φόρους ανεξάρτητα από την έγκριση του σχετικού νόμου ενώ ο Ντενκτάς καλούσε, αντίθετα, τους Τουρκοκυπρίους να μην πληρώνουν οποιοδήποτε φόρο στις αρχές της Δημοκρατίας.
Μυστικά σχέδια δράσης
Τουρκοκυπριακό σχέδιο
Όταν ξέσπασαν οι ταραχές του Δεκεμβρίου 1963, στο χρηματοκιβώτιο του γραφείου του αντιπροέδρου Κιουτσούκ βρέθηκαν μυστικά έγγραφα που περιέγραφαν τα σχέδια των Τουρκοκυπρίων. Το πρώτο από αυτά είχε υποβληθεί στον αντιπρόεδρο και περιέγραφε ένα «εθνικό πλάνο» «για να αποκτήσουν» οι Τουρκοκύπριοι «την πλήρη ελευθερία τους». Μεταξύ άλλων, το έγγραφο χαρακτήριζε τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου «προσωρινό ενδιάμεσο σταθμό» που έγινε αποδεκτός επειδή «αναγνωρίστηκαν τα δικαιώματα της Τουρκίας στην Κύπρο» και επέτρεπαν στους Τουρκοκυπρίους να ετοιμαστούν ώστε «να εκμεταλλευθούν τις γκάφες και τα λάθη των Ελλήνων» περιμένοντας «τη μέρα που θα αποφασίσουν να καταγγείλουν τις συμφωνίες, οπότε θα αποκτήσουμε την πλήρη ελευθερία μας». Για μια σειρά επώνυμους Τουρκοκυπρίους που αντιδρούσαν στη διχαστική πολιτική, το έγγραφο ανέφερε ότι «αν δεν πιστεύουν στον εθνικό αγώνα μας, πρέπει να τους αναγκάσουμε να σιωπήσουν».Στο χρηματοκιβώτιο του Κιουτσούκ βρέθηκε και άλλο έγγραφο με ημερομηνία 14 Σεπτεμβρίου 1963 και τις υπογραφές των Κιουτσούκ και Ντενκτάς. Το έγγραφο προέβαινε σε απολογισμό των τριών χρόνων ανεξαρτησίας και προέβλεπε ότι «Οι Έλληνες ίσως καταγγείλουν ή προσπαθήσουν να καταργήσουν τις συμφωνίες του Λονδίνου και της Ζυρίχης και το σύνταγμα». Το ενδεχόμενο αυτό θα έπρεπε να απαντηθεί από την τουρκοκυπριακή κοινότητα με την «εγκαθίδρυση μιας Τουρκικής Δημοκρατίας». Μεταξύ άλλων βημάτων προβλεπόταν επίσης ότι «όταν αρχίσει η σύγκρουση, η διασκορπισμένη σ' όλο το νησί τουρκική κοινότητα πρέπει να συγκεντρωθεί δια της βίας σε μια περιοχή και να υποχρεωθεί να την υπερασπίσει». Η εγκαθίδρυση χωριστού κράτους συστήνεται όμως και για την περίπτωση που «οι Έλληνες συνεχίσουν την ... de facto κατάργηση του συντάγματος». Στη συνέχεια εξετάζονται τρόποι ώστε «να κάνουμε ακόμα πιο δύσκολη στους Έλληνες την εφαρμογή του συντάγματος σε κάθε τομέα» και προτείνεται επίσης «ν' αυξηθεί όσο γίνεται ο πληθυσμός των Τούρκων του νησιού με την είσοδο δήθεν τουριστών από την Τουρκία». Το έγγραφο κλείνει με τη βεβαιότητς πως θα εκδηλωθεί αργά ή γρήγορα συνταγματική κρίση και πως «μέχρι τότε, οι Έλληνες θα μας δώσουν πολλές ευκαιρίες σ' συτό το θέμα κι είναι φανερό από τώρα ότι τις περισσότερες ευκαιρίες θα μας τις δώσουν με τη συμπεριφορά τους».
Σχέδιο Ακρίτας
Στις 21 Απριλίου 1966 η εφημερίδα "Πατρίς", φιλικά προσκείμενη στο Γεώργιο Γρίβα, δημοσίευσε το απόρρητο "Σχέδιο Ακρίτας", το οποίο φέρεται να είχε εκπονηθεί τα πρώτα χρόνια μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου από τον Υπουργό Εσωτερικών της Κυπριακής Κυβέρνησης Πολύκαρπο Γεωρκάτζη εν γνώσει του Μακάριου. Ο Γεωρκάτζης φέρεται να είχε συστήσει μυστική οργάνωση, της οποίας ηγείτο με το ψευδώνυμο «Ακρίτας». Το σχέδιο απευθυνόταν στα μέλη της οργάνωσης και η δημοσίευσή του πρέπει να οφείλεται στη διαμάχη Γρίβα-Μακάριου. Η ύπαρξη του σχεδίου αυτού δε διαψεύστηκε (ούτε επιβεβαιώθηκε) από την Κυπριακή Κυβέρνηση. Στην οργάνωση του Γεωρκάτζη φέρεται να ήταν μέλος και ο μέχρι πρότινος Πρόεδρος της Κύπρου Τάσος Παπαδόπουλος. Το κείμενο ήταν ανάλυση των στόχων της ελληνοκυπριακής πολιτικής και των μεθόδων που έπρεπε να ακολουθηθούν, για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί. Τελικός στόχος ήταν η Ένωση με την Ελλάδα. Επειδή όμως κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό μετά την υπογραφή των Συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου, θα έπρεπε πρώτα να αποδεσμευθεί η Κύπρος από αυτές τις Συνθήκες. Για να μπορέσει να αποδεσμευθεί η Κύπρος από τις συνθήκες θα έπρεπε να καταδειχθεί ότι η λύση που δόθηκε στο Κυπριακό με τις συνθήκες αυτές δεν ήταν δίκαιη και δεν έλυσε το πρόβλημα. Έπρεπε δηλαδή να προβληθούν και να τονιστούν οι δυσλειτουργίες του Συντάγματος και των Συνθηκών. Πολιτειακές δυσλειτουργίες θα εξυπηρετούσαν το σκοπό αυτόν. Σε αυτό το πλαίσιο θα έπρεπε να περάσει προς τη διεθνή κοινότητα η εντύπωση ότι, ενώ η συμβίωση των δύο κοινοτήτων είναι εφικτή, επικρατούσα είναι η ελληνοκυπριακή κοινότητα, η οποία θα όφειλε να είναι και ο βασικός συνομιλητής. Δεύτερος άμεσος στόχος ήταν, αφού καταδειχθούν οι δυσλειτουργίες του Συντάγματος, να καταστεί δυνατή η τροποποίησή του χωρίς τη συναίνεση ξένων κρατών. Για να γίνει αυτό θα έπρεπε να παρουσιαστεί η τροποποίηση του Συντάγματος ως απόρροια του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των λαών και να μη συνδεθεί με την Ένωση, για να μην προκληθούν αντιδράσεις. Σε πρώτη φάση θα τροποποιούνταν οι διατάξεις που έδιναν δικαίωμα βέτο στους Τουρκοκυπρίους και θα αντικαθίσταντο από εγγυήσεις για τη μειονότητα. Η τελική φάση του σχεδίου προέβλεπε τη διενέργεια δημοψηφίσματος για την Ένωση με την Ελλάδα. Το σχέδιο αναφέρεται στη χρήση ένοπλης βίας μόνο ως άμυνα στις αντιδράσεις των Τουρκοκυπρίων. Βασικό όμως συμπέρασμα είναι ότι η συνταγματική κρίση ήταν επιθυμητή από τους εμπνευστές του σχεδίου και ότι τα 13 Σημεία του Μακάριου φαίνεται πως δε στόχευαν μόνο στην άρση του πολιτειακού αδιεξόδου, αλλά ήταν μέρος σχεδίου για τον μακροχρόνιο εξοβελισμό του τουρκοκυπριακού στοιχείου από τη διοίκηση της Κύπρου.Συνταγματική Κρίση - Τα «Δεκατρία Σημεία»
Η κρίση πράγματι ξέσπασε στα τέλη του 1963. Στις 30 Νοεμβρίου 1963 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος πρότεινε τροποποιήσεις στο Σύνταγμα (τα λεγόμενα «Δεκατρία Σημεία»), που αφορούσαν στη διανομή των εξουσιών ανάμεσα στην ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή κοινότητα και θα το καθιστούσαν, κατά την ελληνοκυπριακή άποψη, πιο λειτουργικό και αποτελεσματικό. Οι τροποποιήσεις που πρότεινε ο Μακάριος, μεταξύ άλλων, αφαιρούσαν το δικαίωμα βέτο από τον Ελληνοκύπριο πρόεδρο και τον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο και άλλαζαν το σύστημα των χωριστών πλειοψηφιών, περιορίζοντας τα υπερπρονόμια της τουρκοκυπριακής κοινότητας σε εξασφαλισμένα δικαιώματα μειονότητας.Πριν ακόμα εκφράσει την άποψή της η τουρκοκυπριακή ηγεσία, έσπευσε η Τουρκική Κυβέρνηση στις 17 Δεκεμβρίου να επιδώσει έντονο και προσβλητικό υπόμνημα στον Μακάριο, με το οποίο απέρριπτε τα «Δεκατρία Σημεία». Η τουρκοκυπριακή κοινότητα θεώρησε αυτές τις προτάσεις ως προσπάθεια αλλαγής της Συνθήκης Ζυρίχης-Λονδίνου και περιορισμού των δικαιωμάτων της.
Λόγω των βίαιων γεγονότων που ακολούθησαν, με καταλυτικές συνέπειες στην πορεία του Κυπριακού, η πρόταση των Δεκατριών Σημείων του Μακαρίου έχει γίνει επανειλημμένα αντικείμενο αναλύσεων και κριτικής αποτίμησης. Οι περισσότεροι αναλυτές τείνουν να τη θεωρούν λανθασμένη κίνηση, τόσο στον χρόνο που εκδηλώθηκε όσο και στην ουσία της. Η χρονική συγκυρία που επέλεξε ο Μακάριος για την πρωτοβουλία του ασφαλώς δεν ήταν τυχαία. Στις 17 Ιουνίου 1963, μετά από διαφωνία με τα ανάκτορα, είχε πέσει στην Ελλάδα η Κυβέρνηση Καραμανλή, η οποία είχε εκφράσει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο την αντίθεσή της σε αλλαγή των Διεθνών Συμφωνιών για την Κύπρο ήδη από τον Απρίλιο του 1963. Οι εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963 ανέδειξαν νικητή τον Γεώργιο Παπανδρέου, αλλά χωρίς κοινοβουλευτική αυτοδυναμία. Έτσι παρατάθηκε η κυβερνητική αστάθεια στην Ελλάδα. Όταν έληξε, τον Φεβρουάριο του 1964, η Κύπρος βρισκόταν στη δίνη των διακοινοτικών ταραχών και των συνεπειών τους. Σε όσες διεθνείς διασκέψεις είχαν γίνει ως τότε για την αντιμετώπιση της κρίσης, η Ελλάδα εκπροσωπήθηκε από υπηρεσιακή κυβέρνηση.
Από την βρετανική πλευρά, ο Μακάριος έλαβε όχι μόνο την ενθάρρυνση του Ύπατου Αρμοστή (Πρέσβη της Μ. Βρετανίας στην Κύπρο) Άρθουρ Κλαρκ, ο οποίος ενέκρινε τις προτάσεις του Μακαρίου, αλλά και ενδείξεις ότι η Βρετανική Κυβέρνηση θα βοηθούσε να γίνουν δεκτές για συζήτηση στην Άγκυρα. Ωστόσο, η βρετανική θέση για το θέμα δεν ήταν στην πραγματικότητα τόσο απλή όσο πίστεψε ή ήθελε να πιστέψει ο Μακάριος.
Το ψυχολογικό κλίμα μέσα στο οποίο λήφθηκε η απόφαση για την πρόταση συνταγματικών μεταρρυθμίσεων διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό και η λαϊκιστική καταδίκη των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου τόσο από το Κέντρο και την Αριστερά στην Ελλάδα όσο και από τον Γρίβα και τους οπαδούς του στην Κύπρο.
Νέες ταραχές και εγκατάσταση ειρηνευτικής δύναμης (1963-1964)
Τα Ματωμένα Χριστούγεννα του 1963
Τη συνταγματική κρίση διαδέχονται αιματηρές διακοινοτικές ταραχές με αφορμή αστυνομικό έλεγχο Τουρκοκυπρίων από Ελληνοκύπριους αστυνομικούς. Στις αρχές Δεκεμβρίου 1963, έφθασαν στον υπουργό Εσωτερικών Π. Γιωρκάτζη βάσιμες πληροφορίες ότι επίκειται η διανομή 300 αυτόματων όπλων από τον τουρκοκυπριακό τομέα Λευκωσίας σε Τουρκοκύπριους εκτός της πόλης. Ο πληροφοριοδότης έδωσε και τους αριθμούς κυκλοφορίας των αυτοκινήτων. Οι υποψίες ενισχύθηκαν όταν οι Τουρκοκύπριοι υπουργοί πρότειναν ως μέτρο βελτίωσης των διακοινοτικών σχέσεων τη διενέργεια αστυνομικών ελέγχων σε αυτοκίνητα μόνο από αστυνομικούς της ίδιας κοινότητας με τους επιβάτες. Το Υπουργικό Συμβούλιο επέμεινε, ωστόσο, να διατηρηθούν οι μικτές περίπολοι και οι μικτοί έλεγχοι, ενώ ο διοικητής της Τ.Μ.Τ. Bozkurt έδωσε εντολή να μην σταματούν τα τουρκοκυπριακά αυτοκίνητα ή να αρνούνται την έρευνα της αστυνομίας.Στις 21 Δεκεμβρίου, αστυνομική περίπολος επιχείρησε να ερευνήσει αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν Τουρκοκύπριοι στα όρια της Ελληνοκυπριακής και της Τουρκοκυπριακής συνοικίας της παλιάς πόλης. Οι Τουρκοκύπριοι αρνήθηκαν να υποβληθούν σε έρευνα, ακολουθώντας τις οδηγίες της Τ.Μ.Τ. και το επεισόδιο εξελίχθηκε σε συμπλοκή μεταξύ του Τουρκυπριακού πλήθους που άρχισε να συγκεντρώνεται στο σημείο του συμβάντος και των Ελληνοκύπριων αστυνομικών με αποτέλεσμα τον θάνατο δύο Τουρκοκυπρίων. Αυτή ήταν η σπίθα για την αναμενόμενη έκρηξη. Τα επεισόδια συνεχίστηκαν και την επόμενη μέρα καθώς πλήθος Τουρκοκυπρίων, πολλοί από τους οποίους ένοπλοι, άρχισε να περιφέρεται ανεξέλεγκτα στους δρόμους της παλιάς πόλης. Οι αρχικές εκκλήσεις του Προέδρου Μακαρίου και του Αντιπρόεδρου Κιουτσούκ αγνοήθηκαν και μέχρι το απόγευμα οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν και σε άλλες συνοικίες της πρωτεύουσας. Μέχρι το επόμενο πρωί τα βίαια επεισόδια επεκτάθηκαν στη Λάρνακα. Παρά την αρχική αισιοδοξία για εκτόνωση της κρίσης, οι συγκρούσεις αναζωπυρώνονται στη Λευκωσία το επόμενο πρωί, όταν Ελληνοκυπριακές οικογένειες που κατοικούσαν στο στρατηγικής σημασίας προάστιο της Ομορφίτας, που κατοικείτο κυρίως από Τουρκοκύπριους, δέχεται σφοδρή επίθεση από Τουρκοκυπριακές ένοπλες ομάδες. Λίγο μετά, οι συγκρούσεις επεκτείνονται και στην Αμμόχωστο όταν Τουρκοκύπριοι χωροφύλακες επιχειρούν να καταλάβουν το αρχηγείο της χωροφυλακής. Συγκρούσεις αναφέρονται επίσης στην Κερύνεια.
Η κατάσταση πλέον οδηγείται σε επικίνδυνη κλιμάκωση με την ΤΟΥΡΔΥΚ (το Τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα που εγκαταστάθηκε στην Κύπρο με βάση τη Συνθήκη Συμμαχίας) να βγαίνει, την ημέρα των Χριστουγέννων, από το στρατόπεδο της και να συμμετέχει στις συγκρούσεις υποστηρίζοντας την προσπάθεια των Τουρκοκυπρίων ενόπλων να ενισχύσουν τις οχυρώσεις τους γύρω από το Τουρκοκυπριακό χωριό Ορτακιοί. H ΕΛΔΥΚ εγκαταλείπει και αυτή το στρατόπεδο της προς υποστήριξη των Ελληνοκυπρίων αλλά επιστρέφει σε αυτό όταν ο Πρόεδρος Μακάριος αποδέχεται την κοινή παρέμβαση των Εγγυητριών Δυνάμεων για εκτόνωση της κρίσης. Στις 26 Δεκεμβρίου 1963 η ελληνοκυπριακή πλευρά παραδίδει στον Ερυθρό Σταυρό 800 γυναικόπαιδα Τουρκοκύπριους, που είχαν απομακρυνθεί από την περιοχή των μαχών, κυρίως στην περιοχή Ομορφίτας. Παράλληλα η Τουρκοκυπριακή πλευρά παραδίδει 26 Ελληνοκύπριους.
Ειρηνευτικές πρωτοβουλίες και συνέχιση των ταραχών
Στις 30 Δεκεμβρίου 1963 υπογράφηκε η πρώτη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός. Με την ίδια συμφωνία χαράχθηκε και η Πράσινη Γραμμή κατά μήκος του κέντρου της Λευκωσίας για να χωρίσει τις βόρειες τουρκοκυπριακές από τις νότιες ελληνοκυπριακές συνοικίες της. Ως ειρηνευτική δύναμη παρεμβλήθηκαν ανάμεσα στους αντιμαχόμενους Βρετανοί στρατιώτες των Βάσεων αναλαμβάνοντας το ρόλο του μεσολαβητή που επεδίωκαν εξαρχής.Στις 15 Ιανουαρίου 1964 συνήλθε πενταμερής συνδιάσκεψη στο Λονδίνο για την εξεύρεση λύσης. Εκεί οι Τουρκοκύπριοι δεν ζητούσαν πια απλές ενισχύσεις των εγγυήσεων για την τήρηση του Συντάγματος αλλά τον γεωγραφικό διαχωρισμό των δυο κοινοτήτων με μετακίνηση πληθυσμών και την ομοσπονδοποίηση του κράτους. Αντίστοιχα, ούτε και οι Ελληνοκύπριοι ζήτησαν απλές τροποποιήσεις του Συντάγματος αλλά επεδίωξαν την ενοποίηση του κράτους και την κατάργηση των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίονου. Η υπέρβαση, και από τις δύο πλευρές, των αιτημάτων που είχαν προκαλέσει αρχικά την κρίση καθώς και η σπουδή τους, στο τραπέζι των συνομιλιών, να προτείνουν πολύ ευρύτερα μέτρα που ουσιαστικά καταργούσαν τις συνθήκες και το Σύνταγμα, δείχνει με τον πιο σαφή τρόπο πόσο λίγο ενδιέφερε και τις δύο πλευρές η τήρηση των Συμφωνιών. Το αποτέλεσμα ήταν η συνδιάσκεψη να οδηγηθεί ουσιαστικά σε αδιέξοδο και αποτυχία. Από τις 30 Δεκεμβρίου 1963 ο Δρ Κιουτσούκ είχε ήδη διακηρύξει ότι "το Σύνταγμα είναι νεκρό" και ότι δεν υπήρχε πλέον προοπτική συνύπαρξης των δυο κοινοτήτων στην Κύπρο . Σε συνέντευξη του στη Le Monde στις 10 Ιανουαρίου 1964 προχωρά ακόμα ένα βήμα. "Θέλουμε" αναφέρει "χωριστό κράτος. Ήδη προχωρούμε προς την κατεύθυνση της δημιουργίας χωριστής διοίκησης, έχουμε δική μας αστυνομία και τηλεπικοινωνίες. Μετά τη Συνδιασκεψη του Λονδίνου, θα επεκτείνουμε την αυτονομία μας. Σε ότι αφορά εμάς, η Κυβέρνηση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου δεν υφίσταται πλέον".
Η Συνδιάσκεψη του Λονδίνου απέτυχε να ειρηνεύσει την Κύπρο και το ζήτημα μεταφέρθηκε στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο με την απόφασή του αρ. 186/4-3-1964 εγκατέστησε για πρώτη φορά στην Κύπρο ειρηνευτική δύναμη 7.000 ανδρών, την ΟΥΝΦΙΚΥΠ. Εν τω μεταξύ ένοπλες παραστρατιωτικές ομάδες, η Τ.Μ.Τ. αλλά και ο τακτικός κυπριακός στρατός με μόνους τους Ελληνοκυπρίους συνέχισαν να συγκρούονται για πάνω από έξι μήνες στη Λευκωσία, την Πάφο, τον Άγιο Σωζόμενο, τα Καζιβερά, τη Λουρουτζίνα και αλλού και η επέμβαση των κυανοκράνων απέτρεψε πολλές φορές κλιμάκωση της έντασης.
Δεύτερο κρίσιμο επεισόδιο θεωρείται αυτό που έγινε στην Αμμόχωστο στις 11 Μαΐου 1964, όταν τρεις Ελλαδίτες αξιωματικοί της ΕΛΔΥΚ και ένας Ελληνοκύπριος αστυνομικός εισήλθαν με ένα τζιπ υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες στον τουρκοκυπριακό τομέα της πόλης και επακολούθησε συμπλοκή με Τουρκοκυπρίους, κατά την οποία σκοτώθηκαν ένας αξιωματικός της ΕΛΔΥΚ και ο Ελληνοκύπριος αστυνομικός. Το περιστατικό αυτό έγινε αφορμή να αναζωπυρωθεί η βία και να ενταθούν οι ένοπλες συγκρούσεις και οι απαγωγές. Στο διάστημα αυτό πολλοί Τουρκοκύπριοι εγκατέλειψαν τα μεικτά χωριά στα οποία ζούσαν και κατέφυγαν σε θύλακες, οι περισσότεροι κοντά ή μέσα στις πόλεις. Στον φόβο που τους προξενούσαν οι ελληνοκυπριακές ένοπλες επιθέσεις προστέθηκε το οργανωμένο σχέδιο εξαναγκασμού τους από την τουρκοκυπριακή ηγεσία και την Τ.Μ.Τ. που προσπαθούσαν να επιτύχουν τη δημιουργία αμιγών θυλάκων και την de facto διχοτόμηση του νησιού. Οι ένοπλες αυτές ταραχές ενισχύονταν και από τις «ανεύθυνες, ανακριβείς και ιδιαίτερα συναισθηματικές περιγραφές του τοπικού τύπου».
Η Τουρκία και Ελλάδα ενεπλάκησαν ενεργά στη διαμάχη, η μεν πρώτη με την διενέργεια βομβαρδισμών (η προγραμματιζόμενη εισβολή απετράπη έπειτα από επέμβαση του αμερικανικού παράγοντα λόγω της ανοιχτής στήριξης της ΕΣΣΔ προς τον Μακάριο), η δε δεύτερη με την αποστολή στρατιωτικού σώματος πέραν των όσων προέβλεπαν οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου. Η Κυπριακή Κυβέρνηση ζήτησε από την Ελλάδα την αποστολή επιπλέον στρατού. Η Ελληνική Κυβέρνηση ανταποκρίθηκε, στέλνοντας 5.000 άνδρες υπό τη διοίκηση του Γρίβα, ο οποίος έτσι τον Ιούνιο του 1964 επέστρεψε στο νησί με τη διστακτικά σύμφωνη γνώμη του Μακάριου και τον Αύγουστο του ίδιου έτους ανέλαβε τη διοίκηση και της Εθνικής Φρουράς. Ο Γρίβας εστάλη, γιατί θεωρήθηκε ότι θα ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να ελέγξει τους παραστρατιωτικούς, πράγμα το οποίο και πέτυχε.
Τουρκική αεροπορική επιδρομή στην Τηλλυρία
Οι ταραχές κλιμακώθηκαν στρατιωτικά στις αρχές Αυγούστου του 1964, όταν ελληνικές δυνάμεις και δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς επιτέθηκαν στον τουρκοκυπριακό θύλακα των Κοκκίνων στις βόρειες ακτές του νησιού. Αιτία της επίθεσης ήταν ότι ο παράκτιος θύλακας χρησιμοποιούνταν ως βάση για την εισαγωγή όπλων και μαχητών από την Τουρκία. Η Τουρκία αντέδρασε άμεσα στην επίθεση και η τουρκική Αεροπορία βομβάρδισε ελληνοκυπριακές θέσεις στην Τυλληρία με βόμβες ναπάλμ, καθιστώντας σαφείς τις προθέσεις της σε περίπτωση εμπλοκής. 55 Ελληνοκύπριοι σκοτώθηκαν, εκ των οποίων οι 28 πολίτες.Η αποστολή δυνάμεων του ΟΗΕ για την τήρηση της ανακωχής κατά μήκος της Πράσινης Γραμμής κατέδειξε ότι το κυπριακό πρόβλημα παρέμενε ενεργό και είχε προσλάβει έναν διεθνή χαρακτήρα, τον οποίο εξακολουθεί να διατηρεί ως τις μέρες μας. Παράλληλα αποτέλεσμα των συγκρούσεων αυτών ήταν η δημιουργία δύο «πράσινων γραμμών» ανάμεσα στις δύο κοινότητες, μιας γεωγραφικής και μιας ψυχολογικής.
Συνέπειες
Η κρίση του 1963-64 επέδρασε καταλυτικά στην πορεία του Κυπριακού προβλήματος και είχε μακροχρόνιες συνέπειες που μπορούμε να συνοψίσουμε στα εξής σημεία:- Εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά πρακτικές φυσικού διαχωρισμού Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων (θύλακες, «Πράσινη Γραμμή», μετεγκατάσταση πληθυσμών, κυρίως Τουρκοκυπρίων).
- Οι Τουρκοκύπριοι αξιωματούχοι αποχώρησαν από τα πολιτειακά όργανα του κράτους και οι υπάλληλοι δημοσίων υπηρεσιών, κρατικών και ημικρατικών οργανισμών εγκατέλειψαν τις θέσεις τους.
- Το πρόβλημα διεθνοποιήθηκε και οδηγήθηκε στον Ο.Η.Ε.
- Εγκαταστάθηκε για πρώτη φορά στην Κύπρο ειρηνευτική δύναμη των Ηνωμένων Εθνών (ΟΥΝΦΙΚΥΠ) συμβάλλοντας όμως στη διαφύλαξη του de facto διαχωρισμού παρά στην επαναφορά των πραγμάτων στην προ της κρίσης ομαλότητα και νομιμότητα.
- Σημειώθηκε η πρώτη ευρείας κλίμακας εμπλοκή των Η.Π.Α. στο Κυπριακό.
- Επιβεβαιώθηκε η διεθνής αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησής της παρά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τα πολιτειακά όργανα.
- Ενισχύθηκαν οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου και απετράπη η αμφισβήτησή τους.
H Περίοδος 1964-1974
Διακοινοτικές σχέσεις
Μετά την κλιμάκωση της έντασης με την τουρκική επίθεση τον Αύγουστο του 1964 στην Τηλλυρία, τις ταραχές διαδέχτηκε αρχικά σχετική ηρεμία. Στο διάστημα μεταξύ 1964 και 1974 οι περίοδοι των διακοινοτικών εντάσεων εναλλάσσονταν με περιόδους διακοινοτικών συνομιλιών, οι οποίες όμως δεν κατέληγαν σε κάποιο αποτέλεσμα. Ο Μακάριος, όταν έχασε τον έλεγχο της Εθνικής Φρουράς, συνέστησε παραστρατιωτικές ομάδες και τις εξόπλισε με όπλα από την Τσεχοσλοβακία, κάτι που μαθεύτηκε και προκάλεσε διεθνείς αντιδράσεις το 1966 και το 1972, αναγκάζοντάς τον να παραδώσει τον βαρύτερο οπλισμό στις δυνάμεις του ΟΗΕ προς φύλαξιν. Η Κυπριακή Κυβέρνηση, φοβούμενη επέμβαση της Τουρκίας σε περίπτωση περαιτέρω ενόπλων ταραχών, άλλαξε πολιτική και επέβαλε το 1964 οικονομικές κυρώσεις (εμπάργκο) στους τουρκοκυπριακούς θύλακες περιορίζοντας τη διακίνηση αγαθών οι οποίες όμως μέχρι το τέλος του χρόνου ουσιαστικά τερματίζονται.. Το Νοέμβριο του 1967 ελληνοκυπριακές δυνάμεις επιτέθηκαν στους Τουρκοκυπρίους στις περιοχές Άγιος Θεόδωρος και Κοφίνου δυτικά της Λάρνακας ύστερα από εντάσεις και προκλήσεις μεταξύ των δύο πλευρών, με αποτέλεσμα τον θάνατο 22 Τουρκοκυπρίων και ενός Ελληνοκυπρίου. Η Τουρκία απείλησε να εισβάλει στο νησί και η εισβολή απετράπη μόνο με ανταλλάγματα την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο και την ανάκληση του Γρίβα στην Ελλάδα. Πέρα από τις αδιέξοδες συνομιλίες, η Κυπριακή Κυβέρνηση δεν έκανε καμιά προσπάθεια σε πρακτικό επίπεδο προσέγγισης του τουρκοκυπριακού στοιχείου.Στην εξωτερική πολιτική ο Μακάριος προσέγγισε το Κίνημα των Αδεσμεύτων, την Ε.Σ.Σ.Δ. και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας υπολογίζοντας στην αντίδραση των τελευταίων σε μια τουρκική εισβολή. Πρόθεσή του ήταν να παρουσιάσει την Κύπρο ως μια ανεξάρτητη χώρα και να επισείσει το κίνδυνο γεωγραφικής επέκτασης του ΝΑΤΟ σε περίπτωση τουρκικής εισβολής. Η Ε.Σ.Σ.Δ. στην αρχή τάχθηκε με το μέρος του Μακάριου, θέλοντας να αποτρέψει την είσοδο της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, αργότερα όμως αναγνώρισε ότι οι καλές σχέσεις με την Τουρκία λόγω των Στενών του Βοσπόρου ήταν προτιμότερες.
Στο μεταξύ οι τουρκοκυπριακοί θύλακες οργανώθηκαν με στρατό και κρατική διοίκηση, εγκαθιδρύοντας στις 24 Δεκεμβρίου 1967 ένα κράτος εν κράτει με την ονομασία "Προσωρινή Τουρκοκυπριακή Διοίκηση" κατά παράβαση των Συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου και του Συντάγματος, που απαγόρευαν ρητά την αποσχιστική ανεξαρτητοποίηση μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτό το κράτος εν κράτει διέθετε "βουλή" και "εκτελεστικό συμβούλιο", αλλά και αστυνομία, ταχυδρομείο, ραδιόφωνο, ακόμη και ποδοσφαιρική ομοσπονδία. Οι Τουρκοκύπριοι που ζούσαν εκτός θυλάκων είχαν περιορισμένα δικαιώματα σε σχέση με τους Ελληνοκύπριους και ταυτίζονταν μάλλον με την Τουρκοκυπριακή Διοίκηση παρά με το επίσημο κράτος της Κύπρου, το οποίο είχε περιέλθει εξ ολοκλήρου στους Ελληνοκυπρίους. Ακόμα και οι Τουρκοκύπριοι που ζούσαν εκτός θυλάκων υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία στον τουρκοκυπριακό στρατό. Ο τουρκοκυπριακός εθνικισμός φούντωνε και η απομόνωση από τους Ελληνοκυπρίους αρκετές φορές επιδιωκόταν. Αρκετές φορές ένοπλες ομάδες Τουρκοκυπρίων εμπόδιζαν κατοίκους των θυλάκων να επιστρέψουν στα χωριά τους. Στο ζήτημα της τουρκοκυπριακής κοινότητας πάντως οι Ελληνοκύπριοι ακολουθούσαν μια μάλλον κοντόφθαλμη πολιτική. Ενώ διακήρυτταν ότι πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί η διχοτόμηση του νησιού, δεν τους ενοχλούσε ιδιαίτερα η δημιουργία των θυλάκων και η στεγανοποίηση των δύο κοινοτήτων· τούς αρκούσε που οι Τουρκοκύπριοι δεν παρενέβαιναν στη διοίκηση του επίσημου κράτους. Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτού του διαχωρισμού δεν αποτελούσαν αντικείμενο συζήτησης.
Σχέδιο Άτσεσον
Το 1964, μεσουσών των ταραχών μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Λύντον Τζόνσον αναθέτει στον πρώην Υπουργό Εξωτερικών Ντην Άτσεσον να μεσολαβήσει για την εξεύρεση λύσης. Ο Άτσεσον καταστρώνει δύο σχέδια, τα οποία όμως τελικά απορρίπτονται από τα εμπλεκόμενα μέρη. Βάση και των δύο σχεδίων ήταν η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα έναντι ανταλλαγμάτων προς την Τουρκία. Το πρώτο σχέδιο προέβλεπε παραχώρηση στην Τουρκία της χερσονήσου της Καρπασίας για τη δημιουργία κυρίαρχης στρατιωτικής βάσης. Με τον τρόπο αυτόν εξασφαλιζόταν ότι δε θα χρησιμοποιηθεί η Κύπρος ως εφαλτήριο για επίθεση εναντίον της από τους Έλληνες. Παράλληλα θα παραχωρούνταν προνόμια αυτοδιοίκησης σε ορισμένες περιοχές στους Τουρκοκύπριους. Το σχέδιο αυτό απέρριψε ο Μακάριος, θεωρώντας το διχοτόμηση και εμμένοντας στην άνευ όρων Ένωση, ενώ ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν πρόθυμος να το συζητήσει. Το δεύτερο σχέδιο προέβλεπε απλή εκμίσθωση της Καρπασίας στην Τουρκία και παραχώρηση του Καστελλόριζου από την Ελλάδα στην Τουρκία. Και αυτό το σχέδιο το απέρριψε ο Μακάριος, ενώ στη συνέχεια το απέρριψε και η Τουρκία, η οποία συζητούσε μόνο παραχώρηση κυρίαρχης βάσης ως αντάλλαγμα. Το Σχέδιο Άτσεσον έμεινε έτσι στην ιστορία για άλλους ως μεγάλη χαμένη ευκαιρία για το Κυπριακό, ενώ για άλλους ως πρώτη αποτυχημένη απόπειρα διχοτόμησης της Κύπρου.Αναφορά Πλάζα
Το Μάρτιο του 1964, μαζί με την αποστολή ειρηνευτικής δύναμης, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ αποφάσισε και την ανάληψη μεσολαβητικής πρωτοβουλίας. Ανέθεσε τον ρόλο του μεσολαβητή στον Φιλανδό διπλωμάτη Σακάρι Τουομιόγια (Sakari Tuomioja), ο οποίος όμως κατά τη διάρκεια της αποστολής του πέθανε και τη θέση του πήρε ο Γκάλο Πλάζα (Galo Plaza), πρώην πρόεδρος του Εκουαδόρ. Ο Πλάζα υπέβαλε στις 26 Μαρτίου 1965 την αναφορά του στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ. Στην αναφορά του αυτή έκανε μια ανάλυση της κατάστασης στο νησί. Αφού κατέγραψε το ιστορικό του προβλήματος, παρουσίασε τις θέσεις των δύο κοινοτήτων. Σύμφωνα με την έκθεσή του, από την αρχή της μεσολαβητικής αποστολής καθημερινές ένοπλες συγκρούσεις παραστρατιωτικών ομάδων στο νησί εμπόδιζαν την εξεύρεση οποιασδήποτε λύσης . Η ηρεμία που επικράτησε μετά τον Αύγουστο του 1964 δεν άλλαξε και πολλά, επειδή οι ηγεσίες των δύο κοινοτήτων συνέχισαν να έχουν διαμετρικά αντίθετες θέσεις, με τους Ελληνοκυπρίους να επιδιώκουν την Ένωση (σε θεωρητικό επίπεδο) και τους Τουρκοκυπρίους να εμμένουν σε γεωγραφικό διαχωρισμό των δύο λαών στο πλαίσιο ενός ομόσπονδου κράτους. Ο Πλάζα στην έκθεσή του προχώρησε στην εκτίμηση των προτεινόμενων λύσεων. Την τουρκοκυπριακή λύση της γεωγραφικής διαίρεσης του νησιού και τη δημιουργία διζωνικής ομοσπονδίας την απέρριψε, διότι συνδεόταν με αθρόες μετακινήσεις πληθυσμών και θα είχε ως συνέπεια παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων των εμπλεκόμενων πληθυσμών. Επίσης θεώρησε την επιστροφή στο καθεστώς των Συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου ανέφικτη. Τα προβλήματα που ανέκυψαν με την εφαρμογή τους, άσχετα από το ποιος τα προκάλεσε, σε συνδυασμό με τα γεγονότα που μεσολάβησαν, απέκλειαν κατά την κρίση του την απρόσκοπτη εφαρμογή τους. Τη λύση της Ένωσης επίσης δεν την προέκρινε, λόγω της έντονης αντίθεσης των Τουρκοκυπρίων, καταλήγοντας ότι τα μέρη θα έπρεπε να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις προς την κατεύθυνση ενός ανεξάρτητου κράτους χωρίς διαχωρισμό των κοινοτήτων αλλά με ιδιαίτερες εγγυήσεις για τα δικαιώματα της τουρκοκυπριακής μειονότητας. Η έκθεση Πλάζα δεν ικανοποίησε την Τουρκία, η οποία την θεώρησε μεροληπτική υπέρ των Ελληνοκυπρίων και αρνήθηκε περαιτέρω μεσολάβησή του στο Κυπριακό.Σχέσεις Αθήνας-Λευκωσίας
Οι σχέσεις Αθήνας-Λευκωσίας δεν ήταν οι καλύτερες δυνατές. Ήδη οι Ελληνοκύπριοι θεωρούσαν τις Συνθήκες Λονδίνου-Ζυρίχης προδοσία από τη μεριά της Αθήνας του αγώνα για Ένωση, στάση που καταλόγιζε ως το τέλος της ζωής του ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον Μακάριο. Η απουσία αντίδρασης στους τουρκικούς βομβαρδισμούς του Αυγούστου του 1964 απογοήτευσε εκ νέου την Κυπριακή Κυβέρνηση. Από την άλλη η Ελληνική Κυβέρνηση είχε καταστήσει από την αρχή σαφές, ότι δεν επιθυμούσε σύρραξη με την Τουρκία και ότι στη χάραξη της πολιτικής της όφειλε να λάβει υπ’ όψιν και τους ελληνικούς πληθυσμούς στην Τουρκία. Η ανησυχία αυτή εντάθηκε μετά το πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης (Σεπτεμβριανά) το 1955. Στη διατάραξη των σχέσεων συντελούσε και η αντίληψη της Αθήνας, η οποία ήθελε να έχει το πάνω χέρι στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό, πράγμα που ο Μακάριος δεν ήταν διατεθειμένος να δεχθεί. Η ανακοίνωση των «Δεκατριών Σημείων» από τον Μακάριο, που στάθηκαν η αιτία για τις ενδοκοινοτικές ταραχέην της Ελληνικής Κυβέρνησης, η οποία όχι μόνο δε θα είχε συμφωνήσει σε κάτι τέτοιο, αλλά και είχε προειδοποιήσει τον Μακάριο, ότι σε περίπτωση μονομερούς καταγγελίας των Συνθηκών, θα διαχώριζε δημόσια τη θέση της. Το ίδιο συνέβη και με το γεγονός που οδήγησε στην κλιμάκωση της έντασης, την επίθεση στον τουρκοκυπριακό θύλακα των Κοκκίνων. Ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου έστειλε εμπιστευτικό σημείωμα στον Μακάριο με την περίφημη φράση «Μακαριώτατε, άλλα συμφωνούμεν και άλλα πράττετε». Ανησυχία στην Αθήνα δημιουργούσε επίσης η προσέγγιση Μακάριου-Ε.Σ.Σ.Δ., καθώς και η απήχηση του αριστερού ΑΚΕΛ. Δεν είχαν περάσει 15 χρόνια από τη νίκη των κυβερνητικών στρατευμάτων με τη βοήθεια Άγγλων και Αμερικανών στον ελληνικό Εμφύλιο και η Ελλάδα ήταν σφιχτά προσδεδεμένη στο άρμα της Δύσης.Το αίτημα για Ένωση
Το πάγιο αίτημα των Ελληνοκυπρίων από τις αρχές του αιώνα ήταν η «Ένωσις με τη μητέρα Ελλάδα» (υπό την έννοια της ενσωμάτωσης του νησιού στην Ελλάδα, όχι της δημιουργίας κάποιου είδους Κυπρο-Ελληνικής Ένωσης). Με αυτό το σύνθημα ξεκίνησε και η ΕΟΚΑ τον αγώνα της το 1955, αυτό ήταν και το ποθούμενο του ελληνοκυπριακού λαού και πολιτικής ηγεσίας το 1959. Η ελληνοκυπριακή κοινότητα αναγκάστηκε τελικά να συμβιβαστεί με τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου, συνεταιρικού κράτους με τους Τουρκοκύπριους, στη βάση των Συνθηκών Λονδίνου-Ζυρίχης, οι οποίες απέκλειαν το ενδεχόμενο μελλοντικής προσάρτησης του νησιού σε τρίτη χώρα. Ο Γρίβας κατηγορούσε ανοιχτά το Μακάριο ότι με την υπογραφή των Συνθηκών πρόδωσε τους ελληνοκυπριακούς πόθους. Ο Ελληνοκύπριος στρατηγός δεν σταμάτησε ποτέ να προβάλλει επιτακτικά το αίτημα αυτό. Αλλά και ο Μακάριος και οι υπόλοιποι Ελληνοκύπριοι πολιτικοί εξακολούθησαν να μιλούν σε κάθε ευκαιρία για Ένωση και μετά τις Συνθήκες. Αυτό ήταν και το επιχείρημα των Τουρκοκυπρίων, με το οποίο αρνούνταν την οποιαδήποτε τροποποίηση των Συνθηκών. Φοβούνταν ότι ένα άλλο μοντέλο διοίκησης θα επέτρεπε στους Ελληνοκυπρίους να επιτύχουν την ενσωμάτωση του νησιού στην Ελλάδα, με επακόλουθο, αν όχι το διωγμό της τουρκοκυπριακής κοινότητας, τουλάχιστον μια τύχη παρόμοια με αυτήν της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης.Στην πορεία όμως δε γινόταν κάτι στην πράξη προς την κατεύθυνση αυτή. Ο Γρίβας και οι οπαδοί του κατηγορούσαν ανοιχτά τον Μακάριο, ότι ποτέ δε στόχευε στην Ένωση, παρά μόνο στην κατάληψη της εξουσίας. Έχοντας συγκεντρώσει στα χέρια του πολιτική και θρησκευτική εξουσία, δεν είχε κανέναν λόγο να τις παραχωρήσει σε άλλον. Η κατηγορία αυτή τού προσήφθη και από άλλους, όταν απέρριψε το Σχέδιο Άτσεσον, το οποίο προέβλεπε ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα το 1964. Η απάντηση του Μακάριου ήταν ότι οποιαδήποτε απόπειρα ένωσης θα είχε ως συνέπεια τη στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας και θα κατέληγε στο αντίθετο αποτέλεσμα, στη διχοτόμηση του νησιού.
Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές με τον καιρό για πολλούς Ελληνοκυπρίους το κύριο ζητούμενο ήταν πλέον η κυριαρχία του ελληνικού στοιχείου στο νησί και όχι τόσο η (άμεση τουλάχιστον) Ένωση με την Ελλάδα, καθώς στην πράξη αρκετοί δε θα ήταν πρόθυμοι να υπαχθούν από τη μια μέρα στην άλλη στην Αθηναϊκή διοίκηση. Κατά τους ίδιους μελετητές σε αυτήν την απροθυμία συνέβαλε και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου τους χάρη στη επιτυχημένη οικονομική πολιτική του Μακάριου, η οποία έκανε λιγότερο ελκυστική την ένωση με τη μαστιζόμενη από οικονομικά προβλήματα Ελλάδα. Ειδικά μετά τον εξοβελισμό του τουρκοκυπριακού στοιχείου από το κυπριακό κράτος, ένα μεγάλο μέρος των στόχων είχε (φαινομενικά) επιτευχθεί. Στην αναφορά του ο Γκάλο Πλάζα το 1965 διστάζει να δεχθεί ότι οι Ελληνοκύπριοι είναι διατεθειμένοι να «απορροφηθεί» η Κύπρος από την Ελλάδα, ενώ σε σχετική ερώτησή του η ελληνοκυπριακή ηγεσία και ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος δεν έδωσαν σαφή απάντηση ως προς το χρονοδιάγραμμα και τη μορφή της Ένωσης, αν αυτή καθίστατο κάποτε εφικτή. Μια σειρά από ρυθμίσεις, αλλαγές και παραχωρήσεις που θα έπρεπε να γίνουν δεν είχαν απασχολήσει σοβαρά την ελληνοκυπριακή ηγεσία. Η επικράτηση της δικτατορίας στην Αθήνα κατέστησε την προοπτική της Ένωσης ακόμα λιγότερο ελκυστική για ορισμένους Ελληνοκυπρίους. Τον Ιανουάριο του 1968 ο Αρχιεπίσκοπος εγκατέλειψε και επίσημα την γραμμή της Ένωσης, υποστηρίζοντας ως μόνη εφικτή λύση υπό τις δεδομένες συνθήκες το υπάρχον καθεστώς ανεξαρτησίας, προτιμώντας το εφικτό από το ευκταίο. Την ίδια στιγμή όμως το Ενωτικό ρεύμα παραμένει ισχυρό. Το 1967 η Κυπριακή Βουλή με ομόφωνο ψήφισμα της διατρανώνει την αποφασιστικότητα του Κυπριακού λαού να μην "αναστείλει .. τον αγώνα του, μέχρις ότου ο αγών αυτός ευοδωθεί δια της άνευ ενδιαμέσου σταθμού Ενώσεως ενιαίας και ολοκλήρου της Κύπρου μετά της Μητρός Ελλάδος" ενώ ο Βίας Μαρκίδης, εκ μέρους της Επιτροπής Αποκαταστάσεως της Δημοκρατίας στην Ελλάδα απαντούσε στις κατηγορίες των χουντικών περί ανθενωτικής δραστηριότητας του αντιχουντικού κινήματος στην Κύπρο λέγοντας "Ας γίνει η Ένωσις και ας μας συλλάβουν. Και μέσα στην φυλακήν θα γιορτάζωμεν για την εθνική μας αποκατάστασιν".
Δικτατορία των Συνταγματαρχών
Με την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα το 1967 η κατάσταση περιπλέχτηκε ακόμη περισσότερο, καθώς οι Συνταγματάρχες διεκδικούν και πάλι το ρόλο του "Εθνικού Κέντρου" ως του ρυθμιστή της ακολουθητέας γραμμής στο Κυπριακό.Οι σχέσεις Ελλάδας και Κύπρου μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 στην Αθήνα χειροτέρευαν διαρκώς. Οι Συνταγματάρχες παρενέβαιναν απροκάλυπτα στην πολιτική ζωή της Κύπρου πιέζοντας τον Μακάριο να αλλάξει τους Υπουργούς του, να σχηματίσει Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας ή και να παραιτηθεί.
Στις 8 Μαρτίου 1970 έγινε αποτυχημένη δολοφονική απόπειρα κατά του Μακάριου και ως ένας από τους υποκινητές θεωρήθηκε ο Πολύκαρπος Γεωρκάτζης. Στο νησί επανήλθε το Φθινόπωρο του 1971 ο Γρίβας, ο οποίος συνέστησε την παραστρατιωτική οργάνωση ΕΟΚΑ Β' με στόχο την ανάληψη αγώνα για την επίτευξη της Ένωσης. Μέσω των εφημερίδων που είχε υπό τον έλεγχό του κατηγορούσε τον Μακάριο ότι πρόδιδε τον αγώνα των Ελληνοκυπρίων για Ένωση για να μη χάσει τα αξιώματά του. Μετά τον θάνατο του Γρίβα τον Ιανουάριο του 1974 τα ηνία της οργάνωσης ανέλαβε πλέον η Χούντα. Έτσι είχαν δημιουργηθεί δύο στρατόπεδα στους Ελληνοκυπρίους. Η πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων ήταν στο πλευρό του Μακάριου, τον οποίο και εξέλεγε σε κάθε εκλογή με μεγάλα ποσοστά.
Στις 8 Μαρτίου του 1973 τρεις Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Κύπρου, ο Κιτίου Άνθιμος, ο Κυρηνείας Κυπριανός και ο Πάφου Γεννάδιος καθαίρεσαν τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο από το εκκλησιαστικό του αξίωμα, επειδή σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες δεν επιτρέπεται οι ιεράρχες να κατέχουν και πολιτειακό αξίωμα. Το Μακαριακό στρατόπεδο υποστηρίζει ότι η κίνηση αυτή είχε τη στήριξη της Αθήνας. Ο Μακάριος τότε με τη σειρά του συγκάλεσε Μείζονα και Υπερτελή Σύνοδο, στην οποία πήραν μέρος 13 προκαθήμενοι ορθοδόξων εκκλησιών μεταξύ άλλων από τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, η οποία αποκατέστησε τον Μακάριο και καθαίρεσε τους τρεις Μητροπολίτες στις 14 Ιουλίου του 1973.
Πραξικόπημα και Τουρκική εισβολή (1974)
Τον Ιούλιο του 1974 οργανώθηκε από τη Χούντα του Ιωαννίδη, επικεφαλής της οποίας ήταν (μετά την ανατροπή του Παπαδόπουλου στις 25 Νοεμβρίου του 1973) ο Δημήτριος Ιωαννίδης, και τους συνεργάτες της στην Κύπρο πραξικόπημα με στόχο την ανατροπή του Μακαρίου και την προσάρτηση της Κύπρου στην Ελλάδα. Το σχέδιο ήταν να ανατραπεί ο Μακάριος και την Προεδρία να αναλάβει με τη δύναμη των όπλων ο Νίκος Σαμψών, ακραιφνής εθνικιστής Κύπριος πολιτικός, παλαιός μαχητής της ΕΟΚΑ και της ΕΟΚΑ Β'. Στις 15 Ιουλίου ελληνικές στρατιωτικές μονάδες άρχισαν να βάλλουν κατά του προεδρικού μεγάρου στη Λευκωσία, όπου βρισκόταν ο Μακάριος, με σκοπό να τον σκοτώσουν. Αυτός όμως κατάφερε και διέφυγε, στην αρχή στην Πάφο και αργότερα στη βρετανική βάση του Ακρωτηρίου, απ' όπου και τον φυγάδευσαν οι Άγγλοι στο εξωτερικό. Στις 19 Ιουλίου εξεφώνησε λόγο ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, στον οποίο, αφού ευχαριστούσε τους Άγγλους για τη σωτηρία του, χαρακτήριζε το πραξικόπημα ως εισβολή της Χούντας στην Κύπρο και κατάλυση της ανεξαρτησίας της, ενώ ταυτόχρονα κάλεσε το Συμβούλιο Ασφαλείας να παρέμβει με όλα τα πρόσφορα μέσα για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, ίσως για να προλάβει τον κίνδυνο εισβολής από μέρους της Τουρκίας αφού η Τουρκία δεν είναι μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας."I appeal to the members of the Security Council to do their utmost to put an end to this anomalous situation, which was created by the coup of Athens. I call upon the Security Council to use all ways and means at its disposal so that the constitutional order in Cyprus and the democratic rights of the people of Cyprus can be reinstated without delay."Το Συμβούλιο Ασφαλείας στη συνεδρία του δεν πήρε απόφαση, και στις 20 Ιουλίου 1974, έγινε το πρώτο μέρος της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο κατά παράβαση της Συνθήκης Εγγυήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας και του καταστατικού χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Ο αμφιλεγόμενος αυτός λόγος του Μακάριου στο Συμβούλιο Ασφαλείας έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον από την τουρκική και την ελληνική φιλοχουντική προπαγάνδα. Τόσο η πρώτη, η οποία δικαιολογεί την εισβολή ως χρέος της ως εγγυήτριας δύναμης από τις Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου, όσο και η δεύτερη, η οποία προσπαθεί να αποσείσει τις ευθύνες για τα γεγονότα από πάνω της, «αναγιγνώσκουν» στον λόγο αυτόν μια έκκληση του Μακάριου προς την Τουρκία να επέμβει για να τον αποκαταστήσει στην εξουσία. Κάτι τέτοιο πάντως δεν περιέχει η έκκληση, η οποία απευθύνεται αποκλειστικά στα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας.
[...]
"...the events in Cyprus do not constitute an internal matter of the Greeks of Cyprus. The Turks of Cyprus are also affected. The coup of the Greek junta is an invasion, and from its consequences the whole people of Cyprus suffers, both Greeks and Turks."
Λίγες μέρες μετά η Κυβέρνηση Σαμψών παραιτήθηκε υπό το βάρος των εξελίξεων. Στη Γενεύη άρχισαν πυρετώδεις διαβουλεύσεις για την εξεύρεση ειρηνικής λύσης υπό την αιγίδα του Βρετανού Υπουργού Εξωτερικών Τζον Κάλαχαν. Η ελληνοκυπριακή πλευρά, εκπροσωπούμενη από τον Γλαύκο Κληρίδη, αξίωσε για πρώτη φορά μετά το 1963 εφαρμογή των Συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου και του Κυπριακού Συντάγματος, κάτι που ως τότε η ίδια αρνούνταν κατηγορηματικά. Η Τουρκία αρνήθηκε και προέβαλε το πάγιο αίτημά της για γεωγραφικό χωρισμό του νησιού. Ενόσω διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις, η Τουρκία προχώρησε και στο δεύτερο κύμα εισβολής στις 14 Αυγούστου 1974, φθάνοντας ως τα σημερινά όρια των Κατεχομένων.
Η τουρκική εισβολή δημιούργησε χιλιάδες θύματα και αγνοούμενους, ενώ πάνω από 180.000 Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες εκδιώχθηκαν ή υποχρεώθηκαν να φύγουν από τις κατεχόμενες από τον Τουρκικό στρατό περιοχές. Παράλληλα υπήρξε σταδιακή μετακίνηση πάνω από 50.000 Τουρκοκυπρίων από τις ελεύθερες στις κατεχόμενες περιοχές ειδικά μετά την άρση της απαγόρευσης τέτοιων μετακινήσεων με τη συμφωνία της Τρίτης Βιέννης του Αυγούστου 1975. Αποτέλεσμα των μετακινήσεων αυτών ήταν η ντε φάκτο δημιουργία δύο χωριστών περιοχών με εθνικά σχεδόν αμιγή πληθυσμό. Ιδιαίτερα κατά το δεύτερο κύμα εισβολής ο τουρκικός στρατός άφησε χιλιάδες Έλληνες (Ελλαδίτες και Κύπριοι) στρατιώτες και αμάχους νεκρούς και λεηλάτησε τις περιουσίες τους. Άλλοι 1.500 περίπου παρέμειναν στις λίστες των αγνοουμένων. Το μεγαλύτερο μέρος των αμάχων Ελληνοκυπρίων εγκατέλειψαν τα χωριά τους στο άκουσμα της εισβολής και πριν την εμφάνιση των Τούρκων, φοβούμενοι για τη ζωή τους. Δεν έλειψαν και μεμονωμένα επεισόδια αντιποίνων των Ελληνοκυπρίων, όπως η εκτέλεση 80 περίπου Τουρκοκυπρίων αιχμαλώτων από το χωριό Τόχνη στην επαρχία Λάρνακας. Η εισβολή αποτέλεσε την υλοποίηση του αρχικού σχεδίου της Τουρκίας για Ταξίμ (taksim) τη γεωγραφική δηλαδή διχοτόμηση της Κύπρου μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων.
Στον κατεχόμενο Βορρά παρέμειναν αρχικά γύρω στους 20.000 Ελληνοκύπριοι αρνούμενοι να φύγουν. Η απομόνωσή τους από το τουρκοκυπριακό καθεστώς και η κακομεταχείριση οδήγησαν με τον καιρό τους περισσότερους από αυτούς στον Νότο ενώ πολλοί από αυτούς εκδιώχθηκαν στις ελεύθερες περιοχές από το κατοχικό καθεστώς.
Σαράντα χρόνια στασιμότητας (1974-2014)
Η ημικατοχή του νησιού από τον τουρκικό κατοχικό στρατό
Μετά την κατάπαυση του πυρός, τον Αύγουστο του 1974, καταβλήθηκαν πολλές προσπάθειες για επανένωση της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι οποίες όμως δεν στέφθηκαν από επιτυχία. Η διαίρεση αυτή διατηρείται μέχρι σήμερα δια της βίας καθώς περισσότεροι από 40.000 Τούρκοι στρατιώτες εξακολουθούν να παραμένουν στο νησί, ενώ η Τουρκία ενθαρρύνει την παράνομη εγκατάσταση εποίκων ώστε να αυξήσει τα πληθυσμιακά ερείσματά της. Η διεθνώς αναγνωρισμένη Κυπριακή Δημοκρατία ασκεί έλεγχο μόνο στο νότιο τμήμα του νησιού, παρότι από νομική άποψη εξακολουθεί να εκπροσωπεί το σύνολο. Το κατεχόμενο βόρειο τμήμα, το οποίο αυτοανακηρύχθηκε ανεξάρτητο το 1983, έχει αναγνωριστεί διεθνώς μόνο από την Τουρκία με την ονομασία "Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου" (τουρκικά: Kuzey Kıbrıs Türk Cumhuriyeti [KKTC]). Το Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών με τα ψηφίσματα (αποφάσεις) του 541/1983 και 550/1984 καταδίκασε ευθέως την ανακήρυξη της "ΤΔΒΚ" και κάθε αποσχιστική δραστηριότητα και κάλεσε όλα τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ να μην την αναγνωρίσουν.Η Κυπριακή Δημοκρατία ενημέρωσε την διεθνή κοινότητα πως τα αεροδρόμια και λιμάνια του κράτους είναι κλειστά στις κατεχόμενες της από την Τουρκία περιοχές. Έτσι, η ΙΑΤΑ δεν αναγνωρίζει πτήσεις από τα κατεχόμενα και καμιά αεροπορική εταιρεία πλην των τουρκικών δεν εκτελεί δρομολόγια προς και από τα κατεχόμενα εδάφη. Η ιθαγένεια και τα ταξιδιωτικά έγγραφα της ΤΔΒΚ δεν αναγνωρίζονται από άλλα κράτη, με αποτέλεσμα οι κάτοικοί της που επιθυμούν να ταξιδέψουν στο εξωτερικό να χρειάζονται ταξιδιωτικά έγγραφα της Τουρκίας. Στις 23 Απριλίου 2003 η τουρκοκυπριακή ηγεσία επέτρεψε την είσοδο στα Κατεχόμενα από ορισμένα οδοφράγματα της Πράσινης Γραμμής. Το νότιο τμήμα, οι ελεύθερες περιοχές, έχουν οικονομικά ανακάμψει, παρά τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπισαν μετά το 1974 λόγω των προσφύγων και της αποστέρηση του Βορρά, ο οποίος ήταν το ευφορότερο και πιο πλούσιο σε πλουτοπαραγωγικές πηγές τμήμα του νησιού. Αντίθετα ο Βορράς λόγω της διεθνούς απομόνωσης εξαρτάται αποκλειστικά από την οικονομική βοήθεια της Τουρκίας για να επιβιώσει.
Από το 1955 όταν εξελίχθηκαν τα Σεπτεμβριανά εναντίον του Ελληνισμού στην Κωνσταντινούπολη και έπειτα, με τις εκθέσεις Νιχάτ Ερίμ το 1956 που υποστήριξε πώς "η Ελληνική πλειοψηφία στο νησί είναι περιστασιακή" όπως και το επιτελικό σχέδιο τού Γραφείου Ειδικού Πολέμου του τουρκικού Γενικού Επιτελείου με τ’ όνομα «Kibris Istirdat Plani», «Σχέδιο Επανάκτησης Κύπρου» γραμμένο το 1957, μέχρι και το νυν υλοποιούμενο νεο-οθωμανικό «Στρατηγικό Βάθος» τού Νταβούτογλου, όλες ανεξαιρέτως και απαρεγκλίτως οι τουρκικές κυβερνήσεις, εκλελεγμένες ή πραξικοπηματικές, δεξιές ή αριστερές κεμαλικές, κεμαλο-ισλαμικές ή αμιγώς ισλαμικές, από τον Αντνάν Μεντερές και τον Φατίν Ρουστού Ζορλού (1955) μέχρι και του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και του Αχμέτ Νταβούτογλου (2013), εφαρμόζουν επεκτατική πολιτική εναντίον της Κύπρου.
Σε αντίθεση με τον Ελληνοκυπριακό λαό που όταν ρωτήθηκε, απέρριψε το τετελεσμένο γεγονός του γεωγραφικού χωρισμού, οι εκάστοτε ελληνοκυπριακές ηγεσίες από το 1977 και μετά έχουν αποδεχθεί το τετελεσμένο γεγονός του γεωγραφικού χωρισμού μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, τον οποίο οι Τουρκοκύπριοι θέλουν να διατηρήσουν. Το 1977 έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ δύο ηγετών ότι η βάση λύσης θα είναι ομοσπονδιακού χαρακτήρα, χωρίς ουσιαστικά να ρωτηθεί ο λαός. Η διατύπωση αφήνει πολλά περιθώρια για ερμηνείες. Αυτό σημαίνει ότι εάν συσταθεί ομοσπονδιακό κράτος, ίσως να είναι δικοινοτικό (όπως και με το Σύνταγμα του 1960), με την πολιτειακή εξουσία να μοιράζεται ανάμεσα στις δύο κοινότητες.
Οι αγνοούμενοι
Μείζων παράγοντας του Κυπριακού προβλήματος είναι σήμερα οι αγνοούμενοι Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι. Πρόκειται για στρατιώτες και πολίτες, των οποίων η τύχη αγνοείται. Οι περισσότεροι εξαφανίστηκαν μετά από εχθροπραξίες και έκτοτε δεν έδωσαν σημεία ζωής αλλά ούτε βρέθηκε και η σορός τους. Από ελληνοκυπριακής πλευράς αγνοούνται περί τους 1.500, ενώ από τουρκοκυπριακής περίπου 500. Το πρόβλημα των αγνοουμένων ανάγεται ήδη στην περίοδο των διακοινοτικών ταραχών που ξέσπασαν το 1963-1964, αλλά μεγιστοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1974 με την τουρκική εισβολή. Για την τύχη τους έχουν γίνει πολλές εικασίες. Η ελληνοκυπριακή πλευρά για πολύ καιρό (και εν μέρει ακόμα) υποστήριζε ότι οι περισσότεροι Ελληνοκύπριοι αγνοούμενοι ζουν και είναι αιχμάλωτοι στην Τουρκία. Πολλές θεωρίες έχουν αναπτυχθεί γύρω από το ζήτημα, ενώ φέρεται να έχει οργανωθεί και αποστολή με τη συμμετοχή πρακτόρων της ελληνικής ΕΥΠ στην Ανατολία, προκειμένου να διερευνηθούν σχετικές πληροφορίες από «Κούρδους δραπέτες» που υποστήριξαν ότι ήταν συγκρατούμενοί τους. Αξιόπιστα στοιχεία που να στηρίζουν την εκδοχή ότι οι αγνοούμενοι είναι ζωντανοί δεν έχουν ως τώρα παρουσιαστεί. Κάποιοι από αυτούς βρίσκονται σίγουρα σε ομαδικούς τάφους εκατέρωθεν της Πράσινης Γραμμής, οι οποίοι δεν έχουν ανοιχθεί ακόμη από καμιά από τις δυο πλευρές. Τα τελευταία 2-3 χρόνια καταβάλλονται προσπάθειες διαλεύκανσης των περιπτώσεων αγνοουμένων μέσω της κοινής διερευνητικής επιτροπής αγνοουμένων, η οποία είχε συσταθεί το 1981 αλλά ως τώρα δεν είχε να επιδείξει έργο, με τη βοήθεια πλέον σύγχρονων μεθόδων ανάλυσης DNA. Το καλοκαίρι του 2009 βρέθηκε ομαδικός τάφος 5 Ελληνοκυπρίων αγνοουμένων οι οποίοι εκτελέστηκαν κατά την τουρκική εισβολή. Στη δημοσιότητα δόθηκε και μία φωτογραφία τους λίγη ώρα πριν την εκτέλεσή τους.Το πρόβλημα των προσφυγικών περιουσιών
Ένα ακόμη πρόβλημα που παραμένει άλυτο από την τουρκική εισβολή είναι οι περιουσίες των προσφύγων, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και κατέφυγαν στην άλλη μεριά του νησιού. Στα εγκαταλελειμμένα ακίνητα εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες της άλλης κοινότητας ή και έποικοι χωρίς να καταβληθεί αποζημίωση στους αρχικούς ιδιοκτήτες. Το πρόβλημα είναι εντονότερο για τους Ελληνοκύπριους, γιατί τους απαγορεύθηκε και απαγορεύεται ακόμη η εγκατάσταση στα Κατεχόμενα από τις τουρκοκυπριακές αρχές. Το 1985 η ΤΔΒΚ απέκτησε Σύνταγμα, το οποίο στο άρθρο 159 προβλέπει ότι οι εγκαταλελειμμένες περιουσίες περιέρχονται στην κυριότητα της ΤΔΒΚ. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου με την απόφασή του της 28ης Νοεμβρίου 1996 στην υπόθεση «Τιτίνα Λοϊζίδου κατά Τουρκίας» έκρινε ότι το Σύνταγμα αυτό δεν έχει οποιαδήποτε ισχύ και ότι η Τουρκία ευθύνεται για παραβίαση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας των Ελληνοκυπρίων προσφύγων και την καταδίκασε σε καταβολή αποζημίωσης. Η τουρκοκυπριακή ηγεσία σύστησε κατόπιν αυτών μια επιτροπή αποζημιώσεων, η οποία κρίνει αιτήματα Ελληνοκυπρίων περί προσβολής του δικαιώματος ιδιοκτησίας τους. Το ΕΔΑΔ έκρινε όμως πάλι ότι αυτή η επιτροπή δεν αποτελούσε επαρκές ένδικο βοήθημα για τους θιγόμενους για μια σειρά από λόγους, μεταξύ άλλων και διότι δεν προέβλεπε δυνατότητα αυτούσιας επιστροφής παρά μόνο χρηματικής αποζημίωσης. Τελικά με νεώτερη απόφασή του αναγνωρίζει ότι οι τροποποιήσεις που επήλθαν στη διαδικασία της επιτροπής ικανοποιούσαν τις αρχικές επιφυλάξεις που είχαν εκφραστεί στην προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου και αφέθηκε να εξεταστεί σε μεταγενέστερη απόφαση κατά πόσο οι ρυθμίσεις αυτές είναι σύμφωνες με τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.. Οι Ελληνοκύπριοι ιδιοκτήτες των περιουσιών στα Κατεχόμενα στρέφονται τα τελευταία χρόνια δικαστικά με αγωγές ενώπιον των κυπριακών δικαστηρίων κατά αλλοδαπών αγοραστών των περιουσιών τους, τις οποίες εκποιούν οι Τουρκοκύπριοι ιδιώτες στους οποίες αυτές έχουν παραχωρηθεί από τις κατοχικές αρχές, σε τουρίστες ή αλλοδαπούς επιχειρηματίες. Τα κυπριακά δικαστήρια ως τώρα κάνουν δεκτές τις αγωγές κηρύσσοντας τις αγοραπωλησίες άκυρες και καταδικάζοντας τους αλλοδαπούς αγοραστές σε αποζημίωση. Στις 28 Απριλίου 2009, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Κοινοτήτων εξέδωσε απόφαση μετά από παραπομπή Αγγλικού Εφετείου με την οποία έκρινε ότι οι αποφάσεις που εκδίδονται από τα Κυπριακά Δικαστήρια για καταπάτηση Ελληνοκυπριακών περιουσιών στις κατεχόμενες περιοχές μπορούν να εγγραφούν και να εκτελεστούν στα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Διαφορετικά είναι τα πράγματα στον Νότο. Αντίθετα με τον Βορρά, η εγκατάσταση Τουρκοκυπρίων στον Νότο δεν περιορίστηκε ποτέ νομικά από την Κυπριακή Κυβέρνηση μετά το 1974. Οι περιουσίες των Τουρκοκυπρίων που εγκατέλειψαν τον Νότο τέθηκαν από την Κυπριακή Κυβέρνηση υπό κηδεμονία σύμφωνα με τον νόμο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών 139/91 μέχρις ότου επιτευχθεί τελική διευθέτηση του Κυπριακού Προβλήματος. Με απόφασή του της 24ης Σεπτεμβρίου του 2004 στην υπόθεση «Arif Moustafa ν. Υπουργείου Εσωτερικών» το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου έκρινε ότι από τη στιγμή που ένας Τουρκοκύπριος εγκατασταθεί οποτεδήποτε στις ελεύθερες περιοχές, έχει αξίωση επιστροφής της περιουσίας του από το κράτος.
Σχέδιο Ανάν και Ένταξη στην Ε.Ε.
Μια νέα δυναμική για επίλυση του κυπριακού προβλήματος με ενεργό ανάμιξη του διεθνούς παράγοντα δημιουργήθηκε με την αίτηση εισδοχής της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Καταβλήθηκαν τότε προσπάθειες από πολλές πλευρές να λυθεί το Κυπριακό πριν την ένταξη στην Ε.Ε., ώστε να μπει η Κύπρος ενωμένη στην Ενωμένη Ευρώπη. Αποκορύφωμα των προσπαθειών αυτών υπήρξε το σχέδιο που εκπόνησε ο ΟΗΕ, γνωστό ως Σχέδιο Ανάν. Το Σχέδιο προέβλεπε τη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού κράτους με δύο ομόσπονδα κρατίδια, τον ελληνοκυπριακό Νότο και τον τουρκοκυπριακό Βορρά. Η εξουσία στην ομοσπονδία θα μοιραζόταν ανάμεσα στις δύο κοινότητες με ένα πολύπλοκο σχήμα και ο Πρόεδρος θα εναλλασσόταν ανά 20 μήνες, ενώ στο νομοθετικό σώμα οι δύο κοινότητες θα εκπροσωπούνταν ισοδύναμα. Το σχέδιο προέβλεπε αυστηρούς περιορισμούς στην ελευθερία εγκατάστασης μελών της εκάστοτε κοινότητας στο κρατίδιο της άλλης, προκειμένου να μην αλλοιωθεί η πληθυσμιακή καθαρότητα του κάθε κρατιδίου. Το σχέδιο υποβλήθηκε τον Απρίλιο του 2004 σε δύο ξεχωριστά δημοψηφίσματα, εγκρίθηκε από την τουρκοκυπριακή κοινότητα, αλλά απορρίφθηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων η οποία συντάχθηκε με την δημόσια τοποθέτηση του Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου ότι το Σχέδιο θα κατέλυε την Κυπριακή Δημοκρατία και θα την υποκαθιστούσε με ένα αμφιβόλου βιωσιμότητας μόρφωμα. Η τοποθέτησή του συνοψίζεται στη φράση «Παρέλαβα Κράτος διεθνώς αναγνωρισμένο. Δεν θα παραδώσω Κοινότητα χωρίς δικαίωμα λόγου διεθνώς και σε αναζήτηση κηδεμόνα». Παράλληλα όμως καταγγέλθηκε εκστρατεία παραπληροφόρησης και συκοφάντησης εκ μέρους του Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου, άλλων κορυφαίων πολιτικών και μερίδας του τύπου κατά των υποστηρικτών του Σχεδίου Ανάν, ότι δήθεν είχαν λάβει χρήματα από τις ΗΠΑ για να στηρίξουν το σχέδιο και ότι ήταν προδότες.Μετά από αυτή την εξέλιξη το διεθνές ενδιαφέρον έχει εμφανώς ατονήσει. Ωστόσο το γεγονός ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι πλέον πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενώ συγχρόνως η Τουρκία διεκδικεί κι αυτή τη συμμετοχή της στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα έχει καταστήσει το κυπριακό πρόβλημα εσωτερικό ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με απρόβλεπτες συνέπειες.
Από τη μια η θετική στάση των Τουρκοκυπρίων στο δημοψήφισμα ενίσχυσε τη διάθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να χαλαρώσει την απομόνωσή τους. Η Κύπρος εντάχθηκε στην Ε.Ε. ολόκληρη, ωστόσο εξαιρείται ρητά ο Βορράς από την εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου (του συνόλου δηλαδή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και νομολογίας), επειδή και για όσο διάστημα δεν τελεί υπό τον έλεγχο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πρόθεση όμως της Ε.Ε. είναι η οικονομική ενίσχυση των Τουρκοκυπρίων και η έκδοση Κανονισμού, ο οποίος θα επιτρέπει και θα ρυθμίζει το απ' ευθείας εμπόριο με τον τουρκοκυπριακό Βορρά. Ιδιαίτερη βαρύτητα κατά την εφαρμογή της πολιτικής αυτής έχει η αντίληψη ότι η απομόνωσή τους οφείλεται πλέον και στο «όχι» των Ελληνοκυπρίων στο σχέδιο Ανάν. Από την άλλη το Κυπριακό εξακολουθεί να παραμένει εμπόδιο στην ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. Ο λόγος είναι ότι από την εισβολή και μετά η Τουρκία αναγνωρίζει μόνο τα Κατεχόμενα («ΤΔΒΚ») ως νόμιμο διάδοχο του ανεξάρτητου Κυπριακού κράτους, ενώ αρνείται την οποιαδήποτε αναγνώριση στη διεθνώς αναγνωρισμένη επίσημη Κυπριακή Δημοκρατία. Η ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. χωρίς να έχει αναγνωρίσει και χωρίς να έχει καθόλου διπλωματικές σχέσεις με ένα από τα 27 κράτη-μέλη είναι ιδιαίτερα δυσχερής.