πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | νηστεία | νηστείες |
γενική | νηστείας | νηστειών |
αιτιατική | νηστεία | νηστείες |
κλητική | νηστεία | νηστείες |
Ετυμολογία
- νηστεία < αρχαία ελληνική νηστεία < νηστεύω < νη- + ἐσθίω
ἐσθίω = τρώω
Αρχικοί χρόνοι Ενεργητική φωνή Ενεστώτας ἐσθίω Παρατατικός ἤσθιον Μέλλοντας ἔδομαι Αόριστος ἔφαγον Παρακείμενος ἐδήδοκα Υπερσυντέλικος ἐδηδόκειν Συντελεσμένος Μέλλοντας
Ουσιαστικό
νηστεία θηλυκό- εκούσια αποχή από τροφή
- νηστεία από κρέας
- (εκκλησιαστικός όρος) αποχή από ορισμένα φαγητά σε προκαθορισμένες εποχές
- πέρασε όλη του τη ζωή με νηστεία και προσευχή
- (κατ' επέκταση) το χρονικό διάστημα της νηστείας
- η νηστεία της Μεγάλης Εβδομάδας
- κάνω νηστεία: νηστεύω
- → νηστεύω
- → νηστίσιμα
http://e-didaskalia.blogspot.gr/