πτώση | πληθυντικός |
---|---|
ονομαστική | κούλουμα |
γενική | κούλουμων |
αιτιατική | κούλουμα |
κλητική | κούλουμα |
Ετυμολογία
- κούλουμα < πληθυντικός της λέξης *κούλουμο < κούμουλο < μεσαιωνική ελληνική κούμουλον < λατινική cumulus < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *k̂eu- (πβ (αρχαία ελληνική ) κῦμα)
Ουσιαστικό
κούλουμα ουδέτερο μόνο στον πληθυντικό- ο υπαίθριος πανηγυρισμός της «Καθαράς Δευτέρας»
- (συνεκδοχικά) η Καθαρά Δευτέρα
*Σημειώσεις
- σπάνια στον ενικό με περιπαικτική διάθεση
- Αυτό το κούλουμο, μαχαίρι στην καρδιά μου. (Έλενα Ακρίτα, εφ. Τα Νέα, 8/3/2003)
- http://e-didaskalia.blogspot.gr/