πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | καρναβάλι | καρναβάλια |
γενική | καρναβαλιού | καρναβαλιών |
αιτιατική | καρναβάλι | καρναβάλια |
κλητική | καρναβάλι | καρναβάλια |
Ετυμολογία
- καρναβάλι < γαλλικό carnaval < ιταλικό carnevale < λατινικό carnem levo (απομακρύνω, εξαφανίζω το κρέας)
Ουσιαστικό
καρναβάλι ουδέτερο- η εορταστική περίοδος της αποκριάς
- Περιμένουν το καρναβάλι για να ξεφαντώσουν.
- οι εορταστικές εκδηλώσεις της αποκριάς
- Το περίφημο καρναβάλι της Πάτρας.
- ο μεταμφιεσμένος που μετέχει στις εορταστικές εκδηλώσεις
- Θα ντυθούμε καρναβάλια.
- καρναβαλικός
- καρνάβαλος
Σημειώσεις
- (μια άλλη άποψη) < εβραϊκή λέξη ΚΑΡΝΑ (κρέας) και την λέξη ΒΑΑΛ (θεότητα των Χαναναίων, Τυρίων και Φοινίκων), στην οποία θυσίαζαν ακόμα και τα τέκνα τους.