Ο Ιουστινιάνειος Κώδικας (Codex Iustinianus) αποτελούσε σύνθεση αυτοκρατορικών νόμων από την εποχή του Αδριανού έως και του Ιουστινιανού, καθώς επίσης και μια αναθεώρηση παλαιότερων νομικών συγγραμμάτων, που είχαν εκδοθεί από Ρωμαίους αυτοκράτορες. Στόχος ήταν η θέσπιση ενός ενιαίου κώδικα, ο οποίος θα ήταν δυνατό να μελετηθεί και να εφαρμοστεί, αφού μέχρι την εποχή του Ιουστινιανού (αρχές 6ου αιώνα) η οργάνωση του Ρωμαϊκού Δικαίου βρισκόταν σε χαώδη κατάσταση. Ο Ιουστινιάνειος Κώδικας ήταν το πρώτο μέρος του συνολικού κώδικα, ο οποίος ονομάστηκε κατά τον 16ο αιώνα Corpus Iuris Civilis.
Οι λόγοι δημιουργίας
Εμπνευστής του έργου αυτού ήταν ο στενός συνεργάτης του Ιουστινιανού, Τριβωνιανός, ο οποίος και ανέλαβε τη σύνθεση αυτού του τολμηρού εγχειρήματος. Τον Απρίλιο του 529 ολοκληρώθηκε αυτή η προσπάθεια, η οποία κατέληξε στον Κώδικα του Ιουστινιανού ή Codex Iustinianus. Χωριζόταν σε δέκα βιβλία και αποτέλεσε πλέον τον αυθεντικό Κώδικα Νόμων της Αυτοκρατορίας.
Το έργο αυτό αποτέλεσε ουσιαστικά μια συστηματικοποίηση του υλικού παλαιότερων κωδίκων και νόμων, προσπαθώντας να αφαιρέσει τις αντιφάσεις που είχαν, χωρίς όμως τελικά να τις εξαλείψει πλήρως. Μετά από τρία χρόνια ο νέος Κώδικας δημοσιεύθηκε και ονομάστηκεDigestum ή Πανδέκτης και χρησιμοποιήθηκε αμέσως από τους νομικούς της αυτοκρατορίας. Το 534 έγινε νέα έκδοση, που της αποδόθηκε η ονομασία Νεαραί (Novellae) και αποτέλεσε συμπλήρωμα της αρχικής προσπάθειας. Αυτό συνέβη λόγω των νομικών μεταρρυθμίσεων του Ιουστινιανού. Οι περισσότεροι από τους νέους νόμους του Ιουστινιανού (σε αντίθεση με τον Κώδικα, τον Πανδέκτη και τις Εισηγήσεις, που ήταν γραμμένοι στα Λατινικά) γράφτηκαν στα Ελληνικά.
Η σπουδαιότητα του κώδικα
Η σπουδαιότητα του έργου, πέραν της μεγάλης απλοποίησης των νόμων του ρωμαϊκού δικαίου, έγκειται στο ότι ουσιαστικά αποτέλεσε μια εναρμόνιση των θεσμών Πολιτείας και Εκκλησίας. Μέσα στο έργο αυτό φαίνεται ξεκάθαρα η επιρροή της πολιτικής θεολογίας της Εκκλησίας, αφού ουσιαστικά αποτέλεσε την καταστατική βάση της πολιτικής θεωρίας του Βυζαντίου, όπως αυτές κυρίως αποδόθηκαν στα διατάγματα της ΣΤ΄ Νεαράς. Στα κείμενα καθίσταται εμφανές πως η ορθή και προσήκουα άσκηση της πολιτικής εξουσίας προϋποθέτει τον κοινό σεβασμό του θείου νόμου. Επίσης στις ίδιες διατάξεις εμφανίζονται πλήθος νόμων που εφαρμόζονταν στη ζωή της Εκκλησίας να εντάσσονται στους νόμους του κράτους, με ιδιαίτερη βάση στους κανόνες των Οικουμενικών συνόδων, οι οποίοι θα εφαρμόζονταν ως «τάξιν νόμων». Η καταστατική αυτή βάση σύγκλισης των δύο θεσμών, απέρεε από την ένταξη του Χριστιανισμού στις θεμελιακές δομές της νέας ρωμαϊκής κοσμοθεώρησης και ο Ιουστινιανός κώδικας θα παρέμενε το κέντρο αυτής της σύγκλισης, σε όλη την βυζαντινή εποχή.
Σε πολιτειακό επίπεδο ο κώδικας αναδεικνύει τη θέση του αυτοκράτορα ως απόλυτου μονάρχη με απεριόριστη νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία.