Ο συγγραφέας, στοχαστής, βουλευτής και ποιητής που υπεραμύνθηκε της ερωτικής ακολασίας!
Ο «θείος μαρκήσιος», όπως έμεινε γνωστός με νόημα ο διαβόητος πορνογράφος, ήρθε στον κόσμο για να αφήσει το στίγμα του βαθιά χαραγμένο σε περισσότερα πράγματα απ' όσα συνήθως μνημονεύεται.
Με το επώνυμό του να έχει δώσει όνομα στα πλέον ακραία σεξουαλικά ένστικτα, η προκλητική γραφή και οι ακόμα προκλητικότερες ιδέες του έμειναν συνώνυμο της ερωτικής παρέκκλισης, με τον ίδιο βέβαια να πληρώνει ακριβά τη διαστροφή του και να περνά τη μισή σχεδόν ζωή του σε άσυλα φρενοβλαβών και σωφρονιστικά καταστήματα.
Ο περίφημος Γάλλος υπήρξε υπέρμαχος της κοινωνικής ελευθεριότητας και της ερωτικής ακολασίας, ένας σφόδρα άθεος και αντι-κληρικαλιστής ηδονοθήρας που έμελλε να γίνει βουλευτής κατά τη Γαλλική Επανάσταση, σε μια ζωή που μετρά στιγμιότυπα βγαλμένα από κινηματογραφική ταινία.
Ο διαβόητος έγκλειστος και διαπρεπής εχθρός τόσο του λουδοβίκειου όσο και του βοναπαρτικού καθεστώτος ονομάστηκε «πατέρας του σαδισμού» -όρος που επινόησε σχετικά αυθαίρετα γερμανός ψυχίατρος-, καθώς υπήρξε πράγματι ο άνθρωπος που έδωσε φωνή και σάρκα στις πλέον απόκρυφες και ακραίες σεξουαλικές παρορμήσεις.
Αυτός ήταν ο Ντονασιέν Αλφόνς Φρανσουά ντε Σαντ, ο συγγραφέας που επαναπροσδιόρισε τις διαστροφές της σάρκας και τις μετέτρεψε σε λογοτεχνία, περνώντας δεκαετίες ολόκληρες στη φυλακή και τα άσυλα.
Κι αν τα περισσότερα από τα αιχμηρά κείμενά του χάθηκαν και κάηκαν, οι χιλιάδες ανέκδοτες σελίδες που έγραψε ο πολυγραφότατος ντε Σαντ και δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατό του (20.000 περίπου σελίδες!) έφτασαν για να τον μετατρέψουν στο «πιο ελεύθερο πνεύμα που υπήρξε ποτέ», όπως τον ήθελε ο περίφημος ποιητής Απολινέρ στη βιογραφία που συνέταξε το 1909 για τον «μάγο της διαστροφής».
Κι αν στο συλλογικό ασυνείδητο ο ντε Σαντ φαντάζει τέρας ακολασίας, μια πιο ισορροπημένη μαρτυρία για την προσωπικότητά του θα τον φιλοτεχνούσε ως άνθρωπο που ακροβατούσε ανάμεσα στο κακό και την ακολασία, ανάμεσα στην εγκληματική σκληρότητα και τη λάγνα βιαιότητα.
Και βέβαια σήμερα, δύο αιώνες μετά τον θάνατό του, νέα ευρήματα αποκαθιστούν τη μνήμη του Μαρκήσιου ντε Σαντ, σκιαγραφώντας πλέον έναν ανθρωπιστή με ρομαντική ψυχή, χωρίς να παραγνωρίζονται ταυτοχρόνως τα εγκλήματά του. Όπως κι αν έχει η ιστορική ετυμηγορία για την προσωπικότητά του, το έργο του συνεχίζει να προκαλεί αντιμαχόμενες κριτικές, την ίδια ώρα που έχει μετατραπεί σε διαχρονικό πόλο έμπνευσης για τόσους και τόσους συγγραφείς και καλλιτέχνες...
Πρώτα χρόνια
Ο Ντονασιέν Αλφόνς Φρανσουά, μαρκήσιος του Σαντ, γεννιέται στις 2 Ιουνίου 1740 στο Παρίσι ως το μοναχοπαίδι μιας αριστοκρατικής μεν οικογένειας, που είχε ξεπέσει ωστόσο οικονομικά. Ο ίδιος έβαλε βέβαια σκοπό να απολαύσει ως το μεδούλι τους όλες τις ανέσεις και τις ακολασίες που μπορούσε να προσφέρει ο 18ος αιώνας στην κυρίαρχη φεουδαρχική τάξη.
Ο ντε Σαντ φανερώνει από νωρίς το δύστροπο του χαρακτήρα του, κάτι που δεν ήταν ωστόσο ξένο στους γόνους της καλής κοινωνίας της εποχής. Το οικογενειακό πλαίσιο προσυπογράφει την κατοπινή εξέλιξη του αριστοκρατικής καταγωγής νεαρού: ο κόμης πατέρας του απολάμβανε έκλυτο βίο και ασχολούνταν πια με τη διπλωματία και τη στρατιωτική ζωή στην αυλή του Λουδοβίκου ΙΔ', ενώ η σχεδόν απούσα κοσμική μητέρα του, μια γυναίκα ιδιαιτέρως πληκτική -όπως παρατηρούν οι βιογράφοι του-, αποτελεί για τον ίδιο πηγή μίσους και δυσαρέσκειας.
Το δεσποτικό αγόρι μεγαλώνει λοιπόν με στρατιά υπηρετών να προστρέχουν σε κάθε του επιθυμία, με τα πράγματα να παίρνουν μια απρόοπτη τροπή όταν ο άσωτος πατέρας εγκαταλείπει την οικογένεια και η μητέρα από τη στεναχώρια και την ντροπή της κλείνεται σε μοναστήρι. Την επιμέλεια του δύσκολου και κακομαθημένου παιδιού αναλαμβάνει πια ο θείος του, αββάς του Σαντ, ιδιαίτερα όταν ο νεαρός μαρκήσιος χειροδικεί κατά του γάλλου πρίγκιπα και στέλνεται άρον-άρον στον νότο (Προβηγκία) για να γλιτώσει τις κυρώσεις.
Ο ακόλαστος θείος του είναι που εισάγει το εξάχρονο αγόρι στις απολαύσεις της σάρκας, με τον αββά να προκαλεί αργότερα μεγάλο σκάνδαλο όταν πιάστηκε σε οίκο ανοχής. Το ευρύτερο οικογενειακό πλαίσιο λειτουργεί καταλυτικά στην ελευθεριακή προσωπικότητα του νεαρού αγοριού.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1750, ο ντε Σαντ επιστρέφει στο Παρίσι για να φοιτήσει στο ιησουητικό σχολείο Lycée Louis-le-Grand. Οι αταξίες του ωστόσο θα τον υποβάλλουν συχνά στην περιώνυμη αυστηρότητα των ιησουητών, με τη σωματική τιμωρία να περιλαμβάνει ακόμα και μαστίγωμα, και ο νεαρός ντε Σαντ παθιάζεται τώρα με την ιδέα του πόνου, του βασανισμού και της βίας.
Σε ηλικία 14 ετών (1754), ο πατέρας απομακρύνει τον Ντονασιέν από το ιησουιτικό κολέγιο και τον προορίζει για στρατιωτική καριέρα, εγκαινιάζοντας έτσι τη μόνη «συμβατική» περίοδο της ζωής του ντε Σαντ. Στα 18 του, ο έφηβος μαρκήσιος συμμετέχει στον Επταετή Πόλεμο, διακρίνεται στη μάχη και παρασημοφορείται από τον ίδιο τον Λουδοβίκο ΙΕ', την ίδια ώρα που η ευτυχία του ολοκληρώνεται με έναν γάμο.
Παρά το γεγονός ότι διατηρεί ερωτικές σχέσεις με τη δεσποινίδα ντε Λορίς, ο Ντονασιέν υποτάσσεται στην πατρική εξουσία και τον γάμο συμφέροντος και παντρεύεται το 1763 τη Ρενέ-Πελαζί ντε Μοντρέιγ, κόρη ευκατάστατου κυβερνητικού στελέχους, με την οποία θα αποκτήσει τρία παιδιά. Όσο για την κοινή συζυγική ζωή, μόνο πολυτάραχη μπορεί να χαρακτηριστεί...
Σκάνδαλα και σεξουαλικές κατηγορίες: η αρχή του έκλυτου βίου
Παρά τον έγγαμο βίο του, ο ντε Σαντ διατηρεί αναρίθμητες εξωσυζυγικές σχέσεις, κυρίως με ιερόδουλες, και σε μια τέτοια συνεύρεση κατηγορείται από την κοπέλα για βλασφημία και σοδομισμό. Ο ντε Σαντ υποχρέωσε τη νεαρή ιερόδουλη να ενσωματώσουν χριστιανικά σύμβολα στις βίαιες περιπτύξεις τους, γεγονός που θα τον φέρει για πρώτη φορά πίσω από τα κάγκελα της φυλακής, με βασιλική μάλιστα εντολή! Το ημερολόγιο γράφει 29 Οκτωβρίου 1763, πέντε μόλις μήνες μετά τον γάμο του.
Ο μαρκήσιος πέρασε μόλις 15 ημέρες στη φυλακή, καθώς ο μάρτυρας κατηγορίας ήταν μια κοπέλα του δρόμου ενώ εκείνος ευγενής που είχε -ακόμη- επιρροές στη βασιλική αυλή. Η ζωή πάντως του ντε Σαντ εισέρχεται πλέον σε μια έκλυτη φάση, που δονείται από συνεχείς σεξουαλικές επιθέσεις, βιασμούς ανηλίκων, καταγγελίες για βλασφημία, φυλακές, υπεκφυγές, διώξεις, υποσχέσεις συζυγικής αναμόρφωσης, μοιχείες, οικονομική στενότητα και λογοτεχνικό πάθος. Μέσα στο ακόλαστο αυτό πλαίσιο, ο Ντονασιέν αρχίζει να ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας και γράφει τους πρώτους του στίχους.
Την Κυριακή του Πάσχα του 1768, ο ντε Σαντ προσκαλεί μια καμαριέρα στα ιδιαίτερα διαμερίσματά του, το σώμα της οποίας χαράζει μανιωδώς με τον σκαλισμένο χαρτοκόπτη του ρίχνοντας στις ανοιχτές πληγές λιωμένο κερί. Το γεγονός θα του φέρει άλλους 7 μήνες φυλάκισης!
Ο ντε Σαντ ζούσε πλέον στο περιθώριο της αριστοκρατίας, παθιασμένος καθώς ήταν με την ερωτική βία και τις ακόλαστες συνευρέσεις. Επιδίδεται συνεχώς σε πράξεις σοδομισμού με ιερόδουλες και άντρες υπηρέτες του και παρά το γεγονός ότι ο σοδομισμός ήταν αρκετά κοινός στη γαλλικη αριστοκρατία της εποχής, το δικαστήριο αποφασίζει να τον κάνει παράδειγμα προς αποφυγή, εξορίζοντάς τον στην Ιταλία...
Το περιστατικό που οδήγησε στην εξορία του ήταν η διαβόητη «Υπόθεση της Μασσαλίας»: η χρήση δηλαδή από τον μαρκήσιο της απαγορευμένης αφροδισιακής ουσίας κανθαριδίνης, γνωστής επίσης ως «ισπανικής μύγας». Αυτή τη φορά δεν υπήρξαν ούτε πληγές ούτε βεβηλωμένοι εσταυρωμένοι, αλλά μια τροφική δηλητηρίαση με γλυκά παραγεμισμένα με την εν λόγω σκόνη, περίφημη για τις αφροδισιακές ιδιότητές της, με θύματα κοπέλες ελευθερίων ηθών, οι οποίες αρρώστησαν όμως σοβαρά και κατηγόρησαν τον μαρκήσιο ότι προσπάθησε δηλητηριάζοντάς τες να τις προτρέψει σε πράξεις «ενάντια στη φύση».
Η υπόθεση πήρε πανεθνικές διαστάσεις και ο ντε Σαντ κατηγορήθηκε για δηλητηρίαση και σοδομισμό, αδικήματα που επέφεραν τιμωρίες όπως ο αποκεφαλισμός και το κάψιμο στην πυρά! Ο μαρκήσιος, με τις διασυνδέσεις του, αλλάζει την ποινή σε εξορία και καταφεύγει στη Σαρδηνία, όπου συνεχίζει τον ίδιο ακόλαστο βίο.
Ο θάνατος του Λουδοβίκου ΙΕ' ωστόσο και το ευνοϊκό κλίμα που δημιουργεί ο νέος βασιλιάς, Λουδοβίκος ΙΣΤ', για την αριστοκρατία ακυρώνουν την καταδίκη του ντε Σαντ και ο ίδιος επιστρέφει στη Γαλλία το 1774...
Φυλάκιση και Γαλλική Επανάσταση
Η θριαμβευτική επιστροφή του στο Παρίσι δεν σήμαινε βέβαια ότι η σεξουαλική του αδηφαγία είχε κατευναστεί. Κάθε άλλο! Τα σκάνδαλα διαδέχονται το ένα το άλλο και περιλαμβάνουν το διαβόητο χαρέμι του με τις υπηρέτριες, την εμπλοκή της συζύγου του στα όργια που σκηνοθετεί κάθε βράδυ, την απόπειρα δολοφονίας του από τον πατέρα μιας νεαρής καμαριέρας (Ιανουάριος 1777) και πολλά-πολλά ακόμα σκάνδαλα που δεν μπορούν να παραμείνουν στη σκιά.
Ο ντε Σαντ κατηγορείται εκ νέου για «ακολασία και παιδοφιλία» και καταδικάζεται τελικά για «ακολασία και υπερβολική ελευθεριότητα». Η νέα περίοδος αυτοεξορίας στην Ιταλία θα διακοπεί βέβαια από τη σύλληψή του, καθώς εκκρεμούσαν εναντίον του πλήθος δικαστικών υποθέσεων, και ο μαρκήσιος θα συλληφθεί τελικά και θα ριχτεί στο μπουντρούμι, όπου και θα περάσει τα επόμενα δώδεκα χρόνια στη Βαστίλη αλλά και σε ψυχιατρεία. Η ποινή του ήταν μάλιστα η θανατική καταδίκη, αλλά με τις διασυνδέσεις του κατάφερε να την αλλάξει σε πολυετή φυλάκιση.
Έχοντας ήδη εγκαινιάσει τη συγγραφική του καριέρα με το «Ταξίδι στην Ιταλία», στην πρώτη αυτή περίοδο της φυλάκισής του θα παράξει περισσότερα από 15 χειρόγραφα, μεταξύ των οποίων και τα διαβόητα «Ζιστίν», «120 Μέρες στα Σόδομα» (γραμμένο στη Βαστίλη το 1785) και το αθεϊστικό εγκώμιο «Διάλογος μεταξύ ιερέα και μελλοθανάτου».
Τη φυλάκισή του θα διακόψει βέβαια το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης και η πυρπόληση της Βαστίλης, με τον Μαρκήσιο ντε Σαντ να παίρνει χάρη από την επαναστατική κυβέρνηση στις 2 Ιουλίου 1789! Ο ντε Σαντ, φωνάζοντας από το κελί του, καταφέρνει να πείσει τους επαναστάτες -παρά την αριστοκρατική καταγωγή του- ότι υπήρξε θύμα της άρχουσας τάξης και της μοναρχίας και εντελώς αναπάντεχα όχι μόνο απελευθερώνεται αλλά καλωσορίζεται και στην επαναστατική κυβέρνηση! Είναι πλέον 50 ετών.
Βγαίνοντας από την πολυετή φυλάκισή του, ανεβάζει θεατρικό έργο στο Παρίσι και συγγράφει πολιτικό μανιφέστο, συντάσσοντας τις δυνάμεις του με το νέο καθεστώς, αν και ποτέ δεν εγκατέλειψε τις αριστοκρατικές του απολαύσεις.
Στην περίοδο της Βασιλείας του Τρόμου όμως, ο κυβερνητικός πια παράγοντας, ρήτορας και δημόσιο πρόσωπο Μαρκήσιος ντε Σαντ ήρθε σε ρήξη με τους επαναστάτες, κυρίως λόγω των μαζικών εκτελέσεων: παρά το γεγονός ότι ήταν λάτρης της βίας και των -σεξουαλικών- βασανισμών, δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τους χιλιάδες θανάτους στους οποίους επιδόθηκε ο νέος κρατικός μηχανισμός...
Φυλακή και Βοναπάρτης
Η περίοδος της Τρομοκρατίας των Ιακωβίνων όμως και ο βαθύτατος πουριτανισμός του Ροβεσπιέρου θα αναγνωρίσουν κάποια στιγμή στο πρόσωπο του ντε Σαντ άλλον έναν εχθρό του νεότευκτου καθεστώτος και ο ίδιος θα ριχτεί για άλλη μια φορά στα μπουντρούμια ως διαφθορέας των ηθών: τον Δεκέμβριο του 1793 ο βουλευτής της επαναστατικής κυβέρνησης Μαρκήσιος ντε Σαντ καταδικάζεται για άλλη μια φορά σε θάνατο, γλιτώνει όμως την γκιλοτίνα και φυλακίζεται.
Όντας στο νέο του κελί, συγγράφει το 1795 τη σπουδαία, αν και έκφυλη, φιλοσοφική πραγματεία «Φιλοσοφία στο Μπουντουάρ», αλλά και την αλληγορία «Αλίν και Βαλκούρ». Στα επόμενα πέντε χρόνια θα κυκλοφορήσουν επίσης τα μυθιστορήματα «Νέα Ζιστίν» και «Ιστορία της Ζιλιέτ» (1797), ανάμεσα σε άλλα.
Κι ενώ ο ντε Σαντ επέζησε της επέλασης του Ροβεσπιέρου, ήταν η άνοδος του Βοναπάρτη στην εξουσία που θα προσυπέγραφε τον οριστικό χαμό του. Έχοντας ήδη αποκηρύξει δημόσια τα βλάσφημα και σκανδαλώδη κείμενά του (δημοσιευμένα πάντως ανώνυμα), που τόσο τα έβαλαν με το «σκήπτρο και το θυμιατό», όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο ακόλαστος μαρκήσιος, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αποφυλακιστεί συντάσσει την περίφημη επιστολή του στον νέο ύπατο της Δημοκρατίας, Βοναπάρτη:
«Ο κύριος Ντε Σαντ, οικογενειάρχης, με έναν γιο διακριθέντα στον στρατό, προς μεγάλη του παρηγορία διάγει επί εννέα χρόνια, σε τρεις διαδοχικές φυλακίσεις, τον πλέον δυστυχισμένο βίο αυτού του κόσμου. Εβδομηντάρης, σχεδόν τυφλός, ταλανίζεται από αρθρίτιδα και ρευματισμούς και υποφέρει από φρικτούς πόνους στο στήθος και στο στομάχι». Ο ηγεμόνας δεν συγκινήθηκε από τις στομφώδεις κραυγές του ντε Σαντ και διατάσσει να μεταφερθεί σε άσυλο φρενοβλαβών...
Το τέλος της πολυτάραχης ζωής
Από το 1810 μέχρι τον θάνατό του, στις 2 Δεκεμβρίου 1814, σε ηλικία 74 ετών, ο ντε Σαντ θα συντάξει τα στερνά πονήματά του και θα προλάβει να απολαύσει την τελευταία του λεία: την παράνομη σχέση του με τη 12χρονη κόρη του επιστάτη του ασύλου.
Αποτροπιασμένος με τα καμώματα του «διεστραμμένου γέρου» στο άσυλο, ο διάδοχος του Ναπολέοντα, Λουδοβίκος ΙΗ', αποδείχθηκε ακόμη πιο αυστηρός με τον ντε Σαντ, απομονώνοντάς τον στο δωμάτιό του και αφαιρώντας του όλα τα προνόμια που απολάμβανε στο ψυχιατρείο.
Η θυελλώδης ζωή του ντε Σαντ ακολουθήθηκε από 100 σχεδόν χρόνια σιωπής, μέχρι το 1904 τουλάχιστον, όταν ένας βερολινέζος ψυχίατρος δημοσίευσε ένα αντίγραφο του «120 Μέρες στα Σόδομα» σκαρώνοντας ταυτόχρονα τον όρο «σαδισμό» για να περιγράψει επιστημονικά την επίδραση του σωματικού και ψυχικού πόνου στη σεξουαλική διέγερση, έτσι όπως την εμπνεύστηκε και την εφάρμοσε αφειδώς ο Μαρκήσιος ντε Σαντ...
Με το επώνυμό του να έχει δώσει όνομα στα πλέον ακραία σεξουαλικά ένστικτα, η προκλητική γραφή και οι ακόμα προκλητικότερες ιδέες του έμειναν συνώνυμο της ερωτικής παρέκκλισης, με τον ίδιο βέβαια να πληρώνει ακριβά τη διαστροφή του και να περνά τη μισή σχεδόν ζωή του σε άσυλα φρενοβλαβών και σωφρονιστικά καταστήματα.
Ο περίφημος Γάλλος υπήρξε υπέρμαχος της κοινωνικής ελευθεριότητας και της ερωτικής ακολασίας, ένας σφόδρα άθεος και αντι-κληρικαλιστής ηδονοθήρας που έμελλε να γίνει βουλευτής κατά τη Γαλλική Επανάσταση, σε μια ζωή που μετρά στιγμιότυπα βγαλμένα από κινηματογραφική ταινία.
Ο διαβόητος έγκλειστος και διαπρεπής εχθρός τόσο του λουδοβίκειου όσο και του βοναπαρτικού καθεστώτος ονομάστηκε «πατέρας του σαδισμού» -όρος που επινόησε σχετικά αυθαίρετα γερμανός ψυχίατρος-, καθώς υπήρξε πράγματι ο άνθρωπος που έδωσε φωνή και σάρκα στις πλέον απόκρυφες και ακραίες σεξουαλικές παρορμήσεις.
Αυτός ήταν ο Ντονασιέν Αλφόνς Φρανσουά ντε Σαντ, ο συγγραφέας που επαναπροσδιόρισε τις διαστροφές της σάρκας και τις μετέτρεψε σε λογοτεχνία, περνώντας δεκαετίες ολόκληρες στη φυλακή και τα άσυλα.
Κι αν τα περισσότερα από τα αιχμηρά κείμενά του χάθηκαν και κάηκαν, οι χιλιάδες ανέκδοτες σελίδες που έγραψε ο πολυγραφότατος ντε Σαντ και δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατό του (20.000 περίπου σελίδες!) έφτασαν για να τον μετατρέψουν στο «πιο ελεύθερο πνεύμα που υπήρξε ποτέ», όπως τον ήθελε ο περίφημος ποιητής Απολινέρ στη βιογραφία που συνέταξε το 1909 για τον «μάγο της διαστροφής».
Κι αν στο συλλογικό ασυνείδητο ο ντε Σαντ φαντάζει τέρας ακολασίας, μια πιο ισορροπημένη μαρτυρία για την προσωπικότητά του θα τον φιλοτεχνούσε ως άνθρωπο που ακροβατούσε ανάμεσα στο κακό και την ακολασία, ανάμεσα στην εγκληματική σκληρότητα και τη λάγνα βιαιότητα.
Και βέβαια σήμερα, δύο αιώνες μετά τον θάνατό του, νέα ευρήματα αποκαθιστούν τη μνήμη του Μαρκήσιου ντε Σαντ, σκιαγραφώντας πλέον έναν ανθρωπιστή με ρομαντική ψυχή, χωρίς να παραγνωρίζονται ταυτοχρόνως τα εγκλήματά του. Όπως κι αν έχει η ιστορική ετυμηγορία για την προσωπικότητά του, το έργο του συνεχίζει να προκαλεί αντιμαχόμενες κριτικές, την ίδια ώρα που έχει μετατραπεί σε διαχρονικό πόλο έμπνευσης για τόσους και τόσους συγγραφείς και καλλιτέχνες...
Πρώτα χρόνια
Ο Ντονασιέν Αλφόνς Φρανσουά, μαρκήσιος του Σαντ, γεννιέται στις 2 Ιουνίου 1740 στο Παρίσι ως το μοναχοπαίδι μιας αριστοκρατικής μεν οικογένειας, που είχε ξεπέσει ωστόσο οικονομικά. Ο ίδιος έβαλε βέβαια σκοπό να απολαύσει ως το μεδούλι τους όλες τις ανέσεις και τις ακολασίες που μπορούσε να προσφέρει ο 18ος αιώνας στην κυρίαρχη φεουδαρχική τάξη.
Ο ντε Σαντ φανερώνει από νωρίς το δύστροπο του χαρακτήρα του, κάτι που δεν ήταν ωστόσο ξένο στους γόνους της καλής κοινωνίας της εποχής. Το οικογενειακό πλαίσιο προσυπογράφει την κατοπινή εξέλιξη του αριστοκρατικής καταγωγής νεαρού: ο κόμης πατέρας του απολάμβανε έκλυτο βίο και ασχολούνταν πια με τη διπλωματία και τη στρατιωτική ζωή στην αυλή του Λουδοβίκου ΙΔ', ενώ η σχεδόν απούσα κοσμική μητέρα του, μια γυναίκα ιδιαιτέρως πληκτική -όπως παρατηρούν οι βιογράφοι του-, αποτελεί για τον ίδιο πηγή μίσους και δυσαρέσκειας.
Το δεσποτικό αγόρι μεγαλώνει λοιπόν με στρατιά υπηρετών να προστρέχουν σε κάθε του επιθυμία, με τα πράγματα να παίρνουν μια απρόοπτη τροπή όταν ο άσωτος πατέρας εγκαταλείπει την οικογένεια και η μητέρα από τη στεναχώρια και την ντροπή της κλείνεται σε μοναστήρι. Την επιμέλεια του δύσκολου και κακομαθημένου παιδιού αναλαμβάνει πια ο θείος του, αββάς του Σαντ, ιδιαίτερα όταν ο νεαρός μαρκήσιος χειροδικεί κατά του γάλλου πρίγκιπα και στέλνεται άρον-άρον στον νότο (Προβηγκία) για να γλιτώσει τις κυρώσεις.
Ο ακόλαστος θείος του είναι που εισάγει το εξάχρονο αγόρι στις απολαύσεις της σάρκας, με τον αββά να προκαλεί αργότερα μεγάλο σκάνδαλο όταν πιάστηκε σε οίκο ανοχής. Το ευρύτερο οικογενειακό πλαίσιο λειτουργεί καταλυτικά στην ελευθεριακή προσωπικότητα του νεαρού αγοριού.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1750, ο ντε Σαντ επιστρέφει στο Παρίσι για να φοιτήσει στο ιησουητικό σχολείο Lycée Louis-le-Grand. Οι αταξίες του ωστόσο θα τον υποβάλλουν συχνά στην περιώνυμη αυστηρότητα των ιησουητών, με τη σωματική τιμωρία να περιλαμβάνει ακόμα και μαστίγωμα, και ο νεαρός ντε Σαντ παθιάζεται τώρα με την ιδέα του πόνου, του βασανισμού και της βίας.
Σε ηλικία 14 ετών (1754), ο πατέρας απομακρύνει τον Ντονασιέν από το ιησουιτικό κολέγιο και τον προορίζει για στρατιωτική καριέρα, εγκαινιάζοντας έτσι τη μόνη «συμβατική» περίοδο της ζωής του ντε Σαντ. Στα 18 του, ο έφηβος μαρκήσιος συμμετέχει στον Επταετή Πόλεμο, διακρίνεται στη μάχη και παρασημοφορείται από τον ίδιο τον Λουδοβίκο ΙΕ', την ίδια ώρα που η ευτυχία του ολοκληρώνεται με έναν γάμο.
Παρά το γεγονός ότι διατηρεί ερωτικές σχέσεις με τη δεσποινίδα ντε Λορίς, ο Ντονασιέν υποτάσσεται στην πατρική εξουσία και τον γάμο συμφέροντος και παντρεύεται το 1763 τη Ρενέ-Πελαζί ντε Μοντρέιγ, κόρη ευκατάστατου κυβερνητικού στελέχους, με την οποία θα αποκτήσει τρία παιδιά. Όσο για την κοινή συζυγική ζωή, μόνο πολυτάραχη μπορεί να χαρακτηριστεί...
Σκάνδαλα και σεξουαλικές κατηγορίες: η αρχή του έκλυτου βίου
Παρά τον έγγαμο βίο του, ο ντε Σαντ διατηρεί αναρίθμητες εξωσυζυγικές σχέσεις, κυρίως με ιερόδουλες, και σε μια τέτοια συνεύρεση κατηγορείται από την κοπέλα για βλασφημία και σοδομισμό. Ο ντε Σαντ υποχρέωσε τη νεαρή ιερόδουλη να ενσωματώσουν χριστιανικά σύμβολα στις βίαιες περιπτύξεις τους, γεγονός που θα τον φέρει για πρώτη φορά πίσω από τα κάγκελα της φυλακής, με βασιλική μάλιστα εντολή! Το ημερολόγιο γράφει 29 Οκτωβρίου 1763, πέντε μόλις μήνες μετά τον γάμο του.
Ο μαρκήσιος πέρασε μόλις 15 ημέρες στη φυλακή, καθώς ο μάρτυρας κατηγορίας ήταν μια κοπέλα του δρόμου ενώ εκείνος ευγενής που είχε -ακόμη- επιρροές στη βασιλική αυλή. Η ζωή πάντως του ντε Σαντ εισέρχεται πλέον σε μια έκλυτη φάση, που δονείται από συνεχείς σεξουαλικές επιθέσεις, βιασμούς ανηλίκων, καταγγελίες για βλασφημία, φυλακές, υπεκφυγές, διώξεις, υποσχέσεις συζυγικής αναμόρφωσης, μοιχείες, οικονομική στενότητα και λογοτεχνικό πάθος. Μέσα στο ακόλαστο αυτό πλαίσιο, ο Ντονασιέν αρχίζει να ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας και γράφει τους πρώτους του στίχους.
Την Κυριακή του Πάσχα του 1768, ο ντε Σαντ προσκαλεί μια καμαριέρα στα ιδιαίτερα διαμερίσματά του, το σώμα της οποίας χαράζει μανιωδώς με τον σκαλισμένο χαρτοκόπτη του ρίχνοντας στις ανοιχτές πληγές λιωμένο κερί. Το γεγονός θα του φέρει άλλους 7 μήνες φυλάκισης!
Ο ντε Σαντ ζούσε πλέον στο περιθώριο της αριστοκρατίας, παθιασμένος καθώς ήταν με την ερωτική βία και τις ακόλαστες συνευρέσεις. Επιδίδεται συνεχώς σε πράξεις σοδομισμού με ιερόδουλες και άντρες υπηρέτες του και παρά το γεγονός ότι ο σοδομισμός ήταν αρκετά κοινός στη γαλλικη αριστοκρατία της εποχής, το δικαστήριο αποφασίζει να τον κάνει παράδειγμα προς αποφυγή, εξορίζοντάς τον στην Ιταλία...
Το περιστατικό που οδήγησε στην εξορία του ήταν η διαβόητη «Υπόθεση της Μασσαλίας»: η χρήση δηλαδή από τον μαρκήσιο της απαγορευμένης αφροδισιακής ουσίας κανθαριδίνης, γνωστής επίσης ως «ισπανικής μύγας». Αυτή τη φορά δεν υπήρξαν ούτε πληγές ούτε βεβηλωμένοι εσταυρωμένοι, αλλά μια τροφική δηλητηρίαση με γλυκά παραγεμισμένα με την εν λόγω σκόνη, περίφημη για τις αφροδισιακές ιδιότητές της, με θύματα κοπέλες ελευθερίων ηθών, οι οποίες αρρώστησαν όμως σοβαρά και κατηγόρησαν τον μαρκήσιο ότι προσπάθησε δηλητηριάζοντάς τες να τις προτρέψει σε πράξεις «ενάντια στη φύση».
Η υπόθεση πήρε πανεθνικές διαστάσεις και ο ντε Σαντ κατηγορήθηκε για δηλητηρίαση και σοδομισμό, αδικήματα που επέφεραν τιμωρίες όπως ο αποκεφαλισμός και το κάψιμο στην πυρά! Ο μαρκήσιος, με τις διασυνδέσεις του, αλλάζει την ποινή σε εξορία και καταφεύγει στη Σαρδηνία, όπου συνεχίζει τον ίδιο ακόλαστο βίο.
Ο θάνατος του Λουδοβίκου ΙΕ' ωστόσο και το ευνοϊκό κλίμα που δημιουργεί ο νέος βασιλιάς, Λουδοβίκος ΙΣΤ', για την αριστοκρατία ακυρώνουν την καταδίκη του ντε Σαντ και ο ίδιος επιστρέφει στη Γαλλία το 1774...
Φυλάκιση και Γαλλική Επανάσταση
Η θριαμβευτική επιστροφή του στο Παρίσι δεν σήμαινε βέβαια ότι η σεξουαλική του αδηφαγία είχε κατευναστεί. Κάθε άλλο! Τα σκάνδαλα διαδέχονται το ένα το άλλο και περιλαμβάνουν το διαβόητο χαρέμι του με τις υπηρέτριες, την εμπλοκή της συζύγου του στα όργια που σκηνοθετεί κάθε βράδυ, την απόπειρα δολοφονίας του από τον πατέρα μιας νεαρής καμαριέρας (Ιανουάριος 1777) και πολλά-πολλά ακόμα σκάνδαλα που δεν μπορούν να παραμείνουν στη σκιά.
Ο ντε Σαντ κατηγορείται εκ νέου για «ακολασία και παιδοφιλία» και καταδικάζεται τελικά για «ακολασία και υπερβολική ελευθεριότητα». Η νέα περίοδος αυτοεξορίας στην Ιταλία θα διακοπεί βέβαια από τη σύλληψή του, καθώς εκκρεμούσαν εναντίον του πλήθος δικαστικών υποθέσεων, και ο μαρκήσιος θα συλληφθεί τελικά και θα ριχτεί στο μπουντρούμι, όπου και θα περάσει τα επόμενα δώδεκα χρόνια στη Βαστίλη αλλά και σε ψυχιατρεία. Η ποινή του ήταν μάλιστα η θανατική καταδίκη, αλλά με τις διασυνδέσεις του κατάφερε να την αλλάξει σε πολυετή φυλάκιση.
Έχοντας ήδη εγκαινιάσει τη συγγραφική του καριέρα με το «Ταξίδι στην Ιταλία», στην πρώτη αυτή περίοδο της φυλάκισής του θα παράξει περισσότερα από 15 χειρόγραφα, μεταξύ των οποίων και τα διαβόητα «Ζιστίν», «120 Μέρες στα Σόδομα» (γραμμένο στη Βαστίλη το 1785) και το αθεϊστικό εγκώμιο «Διάλογος μεταξύ ιερέα και μελλοθανάτου».
Τη φυλάκισή του θα διακόψει βέβαια το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης και η πυρπόληση της Βαστίλης, με τον Μαρκήσιο ντε Σαντ να παίρνει χάρη από την επαναστατική κυβέρνηση στις 2 Ιουλίου 1789! Ο ντε Σαντ, φωνάζοντας από το κελί του, καταφέρνει να πείσει τους επαναστάτες -παρά την αριστοκρατική καταγωγή του- ότι υπήρξε θύμα της άρχουσας τάξης και της μοναρχίας και εντελώς αναπάντεχα όχι μόνο απελευθερώνεται αλλά καλωσορίζεται και στην επαναστατική κυβέρνηση! Είναι πλέον 50 ετών.
Βγαίνοντας από την πολυετή φυλάκισή του, ανεβάζει θεατρικό έργο στο Παρίσι και συγγράφει πολιτικό μανιφέστο, συντάσσοντας τις δυνάμεις του με το νέο καθεστώς, αν και ποτέ δεν εγκατέλειψε τις αριστοκρατικές του απολαύσεις.
Στην περίοδο της Βασιλείας του Τρόμου όμως, ο κυβερνητικός πια παράγοντας, ρήτορας και δημόσιο πρόσωπο Μαρκήσιος ντε Σαντ ήρθε σε ρήξη με τους επαναστάτες, κυρίως λόγω των μαζικών εκτελέσεων: παρά το γεγονός ότι ήταν λάτρης της βίας και των -σεξουαλικών- βασανισμών, δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τους χιλιάδες θανάτους στους οποίους επιδόθηκε ο νέος κρατικός μηχανισμός...
Φυλακή και Βοναπάρτης
Η περίοδος της Τρομοκρατίας των Ιακωβίνων όμως και ο βαθύτατος πουριτανισμός του Ροβεσπιέρου θα αναγνωρίσουν κάποια στιγμή στο πρόσωπο του ντε Σαντ άλλον έναν εχθρό του νεότευκτου καθεστώτος και ο ίδιος θα ριχτεί για άλλη μια φορά στα μπουντρούμια ως διαφθορέας των ηθών: τον Δεκέμβριο του 1793 ο βουλευτής της επαναστατικής κυβέρνησης Μαρκήσιος ντε Σαντ καταδικάζεται για άλλη μια φορά σε θάνατο, γλιτώνει όμως την γκιλοτίνα και φυλακίζεται.
Όντας στο νέο του κελί, συγγράφει το 1795 τη σπουδαία, αν και έκφυλη, φιλοσοφική πραγματεία «Φιλοσοφία στο Μπουντουάρ», αλλά και την αλληγορία «Αλίν και Βαλκούρ». Στα επόμενα πέντε χρόνια θα κυκλοφορήσουν επίσης τα μυθιστορήματα «Νέα Ζιστίν» και «Ιστορία της Ζιλιέτ» (1797), ανάμεσα σε άλλα.
Κι ενώ ο ντε Σαντ επέζησε της επέλασης του Ροβεσπιέρου, ήταν η άνοδος του Βοναπάρτη στην εξουσία που θα προσυπέγραφε τον οριστικό χαμό του. Έχοντας ήδη αποκηρύξει δημόσια τα βλάσφημα και σκανδαλώδη κείμενά του (δημοσιευμένα πάντως ανώνυμα), που τόσο τα έβαλαν με το «σκήπτρο και το θυμιατό», όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο ακόλαστος μαρκήσιος, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αποφυλακιστεί συντάσσει την περίφημη επιστολή του στον νέο ύπατο της Δημοκρατίας, Βοναπάρτη:
«Ο κύριος Ντε Σαντ, οικογενειάρχης, με έναν γιο διακριθέντα στον στρατό, προς μεγάλη του παρηγορία διάγει επί εννέα χρόνια, σε τρεις διαδοχικές φυλακίσεις, τον πλέον δυστυχισμένο βίο αυτού του κόσμου. Εβδομηντάρης, σχεδόν τυφλός, ταλανίζεται από αρθρίτιδα και ρευματισμούς και υποφέρει από φρικτούς πόνους στο στήθος και στο στομάχι». Ο ηγεμόνας δεν συγκινήθηκε από τις στομφώδεις κραυγές του ντε Σαντ και διατάσσει να μεταφερθεί σε άσυλο φρενοβλαβών...
Το τέλος της πολυτάραχης ζωής
Από το 1810 μέχρι τον θάνατό του, στις 2 Δεκεμβρίου 1814, σε ηλικία 74 ετών, ο ντε Σαντ θα συντάξει τα στερνά πονήματά του και θα προλάβει να απολαύσει την τελευταία του λεία: την παράνομη σχέση του με τη 12χρονη κόρη του επιστάτη του ασύλου.
Αποτροπιασμένος με τα καμώματα του «διεστραμμένου γέρου» στο άσυλο, ο διάδοχος του Ναπολέοντα, Λουδοβίκος ΙΗ', αποδείχθηκε ακόμη πιο αυστηρός με τον ντε Σαντ, απομονώνοντάς τον στο δωμάτιό του και αφαιρώντας του όλα τα προνόμια που απολάμβανε στο ψυχιατρείο.
Η θυελλώδης ζωή του ντε Σαντ ακολουθήθηκε από 100 σχεδόν χρόνια σιωπής, μέχρι το 1904 τουλάχιστον, όταν ένας βερολινέζος ψυχίατρος δημοσίευσε ένα αντίγραφο του «120 Μέρες στα Σόδομα» σκαρώνοντας ταυτόχρονα τον όρο «σαδισμό» για να περιγράψει επιστημονικά την επίδραση του σωματικού και ψυχικού πόνου στη σεξουαλική διέγερση, έτσι όπως την εμπνεύστηκε και την εφάρμοσε αφειδώς ο Μαρκήσιος ντε Σαντ...