Το επίρρημα απίκο προέρχεται από το ιταλικό a picco και είναι ένας ναυτικός όρος που δηλώνει την κατάσταση κατά την οποία η άγκυρα πλοίου φέρεται έξω από τη θέση της, κρεμασμένη, έτοιμη για πόντιση, π.χ. "έχω την αριστερή άγκυρα απίκο".
Επίσης σημαίνει και κάθετα, κατακόρυφα.
Μεταφορικά το επίρρημα απίκο δηλώνει ετοιμότητα, επιφυλακή, π.χ. "'όποτε τον χρειαστείς είναι απίκο".
Επίσης σημαίνει και κάθετα, κατακόρυφα.
Μεταφορικά το επίρρημα απίκο δηλώνει ετοιμότητα, επιφυλακή, π.χ. "'όποτε τον χρειαστείς είναι απίκο".
Ουσιαστικό: πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | απίκο | απίκα |
γενική | απίκου | απίκων |
αιτιατική | απίκο | απίκα |
κλητική | απίκο | απίκα |
Το ουσιαστικό απίκο είναι μια τεχνική ψαρέματος καθώς και το σχετικό εργαλείο ψαρέματος:
-
- Tο ψάρεμα με καλάμι «απίκο» είναι από τις κλασικότερες και συγχρόνως παλαιότερες τεχνικές ψαρέματος. Mια πετονιά με αγκίστρι δεμένη σε ένα καλάμι από τις παραδίπλα καλαμιές, ήταν το πρώτο αλιευτικό εργαλείο. Tο απίκο χωρίζεται σε δύο κατηγορίες
- το κλασικό απίκο με φελλό και το απίκο χωρίς φελλό.
- Για το e-didaskalia.blogspot.gr
- Αποστόλης Ζυμβραγάκης
- Φιλόλογος
- Δείτε περισσότερες σημασίες λέξεων εδώ.