Η επανάσταση στη Μολδοβλαχία
Πρώτη πολεμική πράξη της επανάστασης ήταν η διάβαση του ποταμού Προύθου, στη Μολδαβία από τον Υψηλάντη στις 22 Φεβρουαρίου 1821 και η είσοδός του στο Ιάσιο. Στις 24 Φεβρουαρίου ο Υψηλάντης εξέδωσε προκήρυξη, το ιδεολογικό μανιφέστο της επανάστασης, με την οποία βεβαίωνε τους Έλληνες ότι "μια κραταιά δύναμις" ήταν έτοιμη να βοηθήσει τον αγώνα τους και τους καλούσε να πάρουν τα όπλα υπέρ των Δικαιωμάτων και της ελευθερίας τους, μιμούμενοι τους άλλους Ευρωπαϊκούς λαούς. Την 1 Μαρτίου ξεκίνησε την πορεία του προς τη Βλαχία, αφού ενώθηκε με τα τμήματα του Γεωργάκη Ολύμπιου, του Ιωάννη Φαρμάκη και πολλών Ελλήνων εθελοντών. Μαζί με τον Ιερό Λόχο που είχε συγκροτηθεί από 500 περίπου σπουδαστές των σχολών των πριγκιπάτων, η στρατιωτική δύναμη του Υψηλάντη έφτανε τους 7.000, μεταξύ των οποίων ήταν Βαλκάνιοι γείτονες (Σέρβοι, Βούλγαροι, Αρβανίτες).
Στα πριγκιπάτα η επανάσταση εξαπλώθηκε με επιτυχία. Οι Ρουμάνοι σύμμαχοι ήταν συσπειρωμένοι γύρω από τον εθνικό τους ηγέτη, συνεργάτη των Φιλικών Τούντορ (Θεόδωρος) Βλαντιμιρέσκου, που είχε κηρύξει επανάσταση ένα μήνα πριν ο Υψηλάντης περάσει τον Προύθο. Στις 21 Μαρτίου ο Βλαντιμιρέσκου με 6.000 πεζούς και 2.500 ιππείς κατέλαβε το Βουκουρέστι μέσα σ' ένα κλίμα γενικού ενθουσιασμού του πληθυσμού και ακολούθησε ο Υψηλάντης που μπήκε στην πόλη με τον στρατό του στις 27 Μαρτίου. Όλα έδειχναν ότι τα δύο κινήματα, θα συνεργάζονταν για την επιτυχία της εξέγερσης όμως για ποικίλους λόγους αυτό δεν έγινε.
Σε διεθνές (ευρωπαϊκό) επίπεδο η είδηση για εξέγερση στα πριγκιπάτα από τον Υψηλάντη δεν έγινε ευνοϊκά δεκτή από τις ισχυρές δυνάμεις της εποχής και μετά από μια σειρά διπλωματικών διεργασιών (Αγγλία, Αυστρία) και πιέσεων ο τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος αποκήρυξε τελικά την εξέγερση και ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε' της Κωνσταντινούπολης αφόρισε τον Υψηλάντη και κάλεσε τον πληθυσμό να μείνει υπάκουος στο καθεστώς. Τα γεγονότα αυτά επηρέασαν το κίνημα στις ηγεμονίες και από το σημείο αυτό και μετά λανθασμένες επιλογές από το ελληνικό και ρουμανικό στρατόπεδο έφεραν την τελική αποτυχία της εξέγερσης στα πριγκιπάτα.
Στα πριγκιπάτα η επανάσταση δεν είχε καλή εξέλιξη. Πρώτα ήρθε η διάσπαση των επαναστατών και η σύλληψη και εκτέλεση του Βλαντιμιρέσκου από τους Έλληνες, την νύχτα της 27 Μαΐου με τη βοήθεια των αξιωματικών του, Πρόβαν και Μακεντόνσκι. Οι Οθωμανοί εισήλθαν με ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις στο Βουκουρέστι και ο Υψηλάντης, σε απελπιστική θέση υποχωρεί αμαχητί προς τα Καρπάθια. Στις 7 Ιουνίου δόθηκε από τους μαχητές του Ιερού Λόχου , η πολυαίμακτη μάχη στο Δραγατσάνι, όπου έπεσαν νεκροί διακόσιοι νέοι σπουδαστές και σαράντα πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους Οθωμανούς. Ο Υψηλάντης υποχωρώντας έφτασε στα αυστριακά σύνορα, συνελήφθη από τους αυστριακούς και φυλακίστηκε στο φρούριο του Μούνκατς. Λίγο μετά την αποφυλάκισή του επτά χρόνια αργότερα, πέθανε από καρδιά.
Στη Μολδαβία τα τμήματα του Γεωργάκη Ολύμπιου, του Φαρμάκη και του Καρπενησιώτη συνέχισαν τον άνισο αγώνα με τις οθωμανικές δυνάμεις. Ο Καρπενησιώτης συγκρούεται με τους Οθωμανούς στο Γαλάτσι και τον Προύθο με σοβαρές απώλειες. Ο Γεωργάκης Ολύμπιος, μετά από πολλές συγκρούσεις, καταφεύγει με έντεκα μαχητές στη Μονή Σέκου, αντιστέκεται ηρωικά και στις 23 Οκτωβρίου βάζουν φωτιά στη μπαρουταποθήκη του μοναστηριού και τινάζονται στον αέρα μαζί με τους εχθρούς. Ο Φαρμάκης προδόθηκε στους Οθωμανούς από Άγγλους και Αυστριακούς και θανατώθηκε με φρικτά βασανιστήρια. Στις αρχές του 1822 το κίνημα στα ρουμανικά πριγκιπάτα είχε κατασταλεί εντελώς. Η απασχόληση στα πριγκιπάτα σοβαρών στρατιωτικών οθωμανικών δυνάμεων βοήθησε να ανάψει και να διατηρηθεί η επαναστατική φλόγα στην Ελλάδα.
Το ξέσπασμα της επανάστασης στην Πελοπόννησο
Την 1 Μαρτίου ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη με προορισμό τη Μάνη, μετά από ενέργειες του Φιλικού Ξάνθου, ένα πλοίο φορτωμένο με όπλα και προκηρύξεις για την εξέγερση. Το πλοίο αυτό κατέπλευσε περί τα μέσα Μαρτίου κρυφά στο Λιμένι Οιτύλου, ή κατ΄ άλλους στις Κιτριές Μεσσηνίας απ΄ όπου και παρελήφθη ασφαλώς το φορτίο του. Η δε είδηση της εξέγερσης στη Μολδοβλαχία είχε ήδη προηγηθεί. Από το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου όλη η ανατολική Μάνη είχε τεθεί σε εμπόλεμη κατάσταση, όπως αυτό μαρτυρείται από σχετικό έγγραφο του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη με ημερομηνία 11 Μαρτίου 1821. αναφερόμενος στα ορδία (στρατόπεδα) που είχαν συγκροτηθεί στο Μαραθονήσι (Γύθειο), υπό τους Γρηγοράκηδες. Αυτή είναι και η πρώτη επιστράτευση Ελλήνων του κυρίως ελλαδικού χώρου στον Αγώνα του 1821. Κάποιες δε αναταραχές των χριστιανών στην Πόλη σχετικές με την εξέγερση, έδωσαν όταν ξέσπασε η επανάσταση στο Μοριά αφορμή για σφαγές. Ο Φωτάκος αναφέρει ότι οι Έλληνες που κατέρχονταν στην Ελλάδα από τη Ρωσία και την Κωνσταντινούπολη διέδιδαν ως ημέρα έναρξης της επανάστασης την 25 Μαρτίου.
Η Πύλη θεωρούσε πρωταρχικό θέμα την αντιμετώπιση της ανταρσίας του Αλή πασά, αλλά ανησυχούσε σοβαρά από τις φήμες και τις καταγγελίες των Άγγλων για εξέγερση στο Μοριά. Λίγο μετά την εξέγερση στις ρουμανικές ηγεμονίες, αλλά όχι εξαιτίας της, οι Τούρκοι της Τριπολιτσάς κάλεσαν τους προεστούς του Μοριά με πρόσχημα την συνηθισμένη κοινή ετήσια σύσκεψη, με στόχο όμως να τους κρατήσουν ομήρους. Οι περισσότεροι προεστοί ήταν διστακτικοί και δεν πήγαν. Ὀσοι πήγαν εκτελέστηκαν αργότερα, άλλοι με το ξέσπασμα της επανάστασης, άλλοι λίγες μέρες πριν την Άλωση της Τριπολιτσάς και άλλοι πέθαναν από τις κακουχίες στις φυλακές.
Στα μέσα Μαρτίου 1821 ο Παπαφλέσσας είχε ολοκληρώσει τον κύκλο των περιοδειών του στην Πελοπόννησο και βρισκόταν μαζί με τον Αναγνωσταρά στη Μεσσηνία, περιοχή για την οποία είχε ταχθεί υπεύθυνος από την Φιλική Εταιρεία. Ο Κολοκοτρώνης ήταν επίσης στο χώρο ευθύνης του, τη Μάνη. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν κρυμμένος στην Πάτρα, έτοιμος να αναλάβει δράση. Άλλοι Φιλικοί ήταν σε διάφορους χώρους ευθύνης ο καθένας. Παρά τις αμφιβολίες των προεστών, το κλίμα στην Πελοπόννησο ήταν έντονα επαναστατικό και ένας σπινθήρας έλειπε για την μεγάλη έκρηξη.
Σύμφωνα με το θρύλο της Αγίας Λαύρας η επανάσταση ξεκίνησε από την Αγία Λαύρα Καλαβρύτων όταν στις 25 Μαρτίου 1821 ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε το λάβαρο της Αγίας Λαύρας και όρκισε σε αυτό τους αγωνιστές. Καταγράφηκε ως ιστορικό γεγονός σε μεταγενέστερες μελέτες και σχολικά εγχειρίδια, απεικονίστηκε σε διάσημο πίνακα του Θεόδωρου Βρυζάκη και απέκτησε σημαντική θέση στην επίσημη ελληνική εθνική αφήγηση, καθώς συσχέτιζε τη θρησκεία με την επανάσταση και ταύτισε την εθνική και θρησκευτική ταυτότητα. Η αλήθειά του αμφισβητήθηκε από το 19ο αιώνα και πλέον οι ιστορικοί το θεωρούν φανταστικό γεγονός. Ο ίδιος ο Γερμανός δεν αναφέρει τη σκηνή στα απομνημονεύματά του, που συνέγραφε σχεδόν συγχρόνως με τα γεγονότα ή το αργότερο μέχρι το θανατό του το 1826 και έμειναν ημιτελή. Από τους απομνημονευματογράφους της Επανάστασης το αναφέρει μόνο ο Κανέλλος Δεληγιάννης, που συνέγραψε τα απομνημονεύματά του πολύ αργότερα και φέρεται ότι προσπάθησε να συνδέσει με την Αγία Λαύρα την ιδιαίτερη πατρίδα του, ενώ ο Μιχαήλ Οικονόμου αναφέρει γενικά ότι σε όλες τις επαρχίες της Πελοποννήσου η ύψωση της σημαίας τους Σταυρού έγινε την 25 Μαρτίου. Αναφορές στην ύψωση της επαναστατικής σημαίας από το Γερμανό στις 25 Μαρτίου έγιναν και από άλλους σύγχρονους της Επανάστασης, αγωνιστές ή συγγραφείς. Για παράδειγμα, αναφέρεται σε εορταστική ομιλία του Προέδρου της Βουλής και Πελοποννήσιου αγωνιστή Ρήγα Παλαμήδη το 1846 και του Αλέξανδρου Δεσποτόπουλου στα Καλάβρυτα το 1861, ο οποίος περιέγραψε λεπτομέρειες της θρυλικής σκηνής αναφέροντας ότι ήταν παρών στην τελετή, ενώ σε αίτηση αγωνιστή προς την Γραμματεία επί των Στρατιωτικών το 1843 αναφέρεται η Αγία Λαύρα ως τόπος έναρξης της Επανάστασης και από τον αγωνιστή Αναγνώστη Γιαννόπουλο από την Περιστέρα Καλαβρύτων. Άλλες σχετικές αναφορές βρίσκονται σε επιτάφιο ομιλία του Καλλίνικου Καστόρχη (1789-1877) για τον αγωνιστή Χριστόδουλο Μελετόπουλο και στην αυτοβιογραφία του αγωνιστή Βασίλειου Πετιμεζά (1785/6-1872). Η άποψη περί θρύλου υποστηρίζει ότι η δημιουργία του οφείλεται στον Γάλλο πρόξενο Φρανσουά Πουκεβίλ, που το 1824 συνέθεσε μια φανταστική λεπτομερή εξιστόρηση του περιστατικού στη γεμάτη υπερβολές και ακούσια ή εκούσια λάθη Ιστορία του, και, σύμφωνα με τον ιστορικό Βασίλη Κρεμμυδά, διοχέτευε στο γαλλικό τύπο ό,τι του έστελνε ο Γερμανός. Ωστόσο, μεταγενέστερη έρευνα που βασίζεται σε έγγραφα του Ούγου Πουκεβίλ απορρίπτει αυτή την υπόθεση και θεωρεί ότι οι υποθέσεις περί μύθου είναι φανατικές, αναπόδεικτες και αυθαίρετες. Ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο πυρήνας του θρύλου διασώζει κάποια ιστορική αλήθεια, βασιζόμενοι σε προσωπικά αρχεία αγωνιστών και ιεραρχών του 1821, που ισχυρίζονται ότι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός τέλεσε δοξολογία στις 17 Μαρτίου στην Αγία Λαύρα και όρκισε ορισμένους κοτζαμπάσηδες και επισκόπους του Μωριά, που βρίσκονταν εκεί για τον εορτασμό του Αγίου Αλεξίου. Οι περισσότεροι ιστορικοί είναι της άποψης που αναφέρεται στα απομνημονεύματα του Παλαιού Πατρών Γερμανού, ότι δηλαδή, "οι [...] συσκεφθέντες αποφάσισαν να μην δώσουν αιτίαν τινά, αλλά ως πεφοβισμένοι να παραμερίσωσι εις ασφαλή μέρη". Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι συγκεντρωμένοι έφυγαν από την Αγία Λαύρα στις 17 Μαρτίου έχοντας γνώση της επικείμενης έναρξης επανάστασης. Η κήρυξη της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα αναφέρεται σε αυτοβιογραφίες αγωνιστών του 1821 και στην εφημερίδα Times του Λονδίνου της 11-6-1821.
Το 1820 είχε οριστεί ως ημέρα έναρξης της επανάστασης από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη η 25η Μαρτίου. Είχε μάλιστα επιλεγεί ακριβώς επειδή είναι η ημέρα του Ευαγγελισμού. Παρ' ότι για διάφορους λόγους η επανάσταση είχε ήδη αρχίσει στη Μολδοβλαχία και ξέσπασε νωρίτερα σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου, σε ορισμένες περιοχές άρχισε ακριβώς την προκαθορισμένη ημερομηνία με τις πολιορκίες των κάστρων, με εξέγερση ή τελετουργικά.
Σε περιοχές όπου οι πρόκριτοι δίσταζαν αρχικά να εξεγερθούν, όπως η Πελοπόννησος, κλέφτες και Φιλικοί πραγματοποίησαν ένοπλες επιθέσεις εναντίον των οθωμανικών αρχών εκβιάζοντας την έναρξη της επανάστασης. Το έναυσμα της επανάστασης δόθηκε το δεκαήμερο μεταξύ 14-25 Μαρτίου σε διαφορετικά σημεία στο Μωριά. Στην περιοχή των Καλαβρύτων, την περίοδο αυτή έλαβαν χώρα σημαντικά επαναστατικά γεγονότα, τα οποία αποτέλεσαν το σπινθήρα για την έναρξη της Επανάστασης. Πρώτος ο Νικόλαος Χριστοδούλου ή Σολιώτης, αγνοώντας τις ατέρμονες συνελεύσεις των προεστών στην Αγία Λαύρα, μαζί με τον Αναγνώστη Κορδή και άλλους κλέφτες, στις 14 Μαρτίου 1821 έστησαν ενέδρα και χτύπησαν στην τοποθεσία «Πόρτες» κοντά στο χωριό Αγρίδι τρεις γυφτοχαρατζήδες και τρεις ταχυδρόμους που μετέφεραν επιστολές του Καϊμακάμη της Τριπολιτσάς Μεχμέτ Σαλίχ στον Χουρσίτ πασά στα Ιωάννινα, κατόπιν παροτρύνσεως του Σωτήρη Χαραλάμπη. Ακολούθησε στις 16 Μαρτίου 1821 η επίθεση του Χονδρογιάννη στην τοποθεσία «Χελωνοσπηλιά» της Λυκούριας, εναντίον του φοροεισπράκτορα Λαλαίου Τουρκαλβανού Σεϊδή, που μετέφερε μαζί με τον καταγόμενο από τη Βυτίνα «Σαράφη» Νικόλαο Ταμπακόπουλο, χρεόγραφα από την Κερπινή Καλαβρύτων στην Τριπολιτσά. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας σημειώθηκε επίθεση εναντίον ανθρώπων του Τούρκου διοικητή (Βοεβόδα) των Καλαβρύτων Ιμπραήμ πασά Αρναούτογλου, που ανήσυχος εξαιτίας των γεγονότων που προηγήθηκαν ξεκίνησε με ολόκληρη τη φρουρά του για την Τριπολιτσά. Ο Αρναούτογλου, όταν πληροφορήθηκε όσα συνέβησαν, έντρομος έσπευσε να κλειστεί μαζί με τους υπόλοιπους Τούρκους στους τρεις οχυρούς πύργους των Καλαβρύτων. Στις 21 Μαρτίου 1821, 650 ένοπλοι αγωνιστές με αρχηγούς τον Σωτήρη Χαραλάμπη, τον Α. Φωτήλα, τον Σωτήρη Θεοχαρόπουλο, τον Ιωάννη Παπαδόπουλο, τον Νικόλαο Σολιώτη και τους Πετιμεζαίους επιτέθηκαν εναντίον των Τούρκων που είχαν καταφύγει στους πύργους και τους ανάγκασαν να παραδοθούν. Αυτή ήταν η πρώτη πολεμική επιτυχία της επανάστασης. Παράλληλα, ξεσηκώθηκε η Πάτρα από τους Φιλικούς Παναγιώτη Καρατζά, Βαγγέλη Λειβαδά και Ν. Γερακάρη αναγκάζοντας τους Μουσουλμάνους να κλειστούν στο φρούριό της.
Στην έναρξη του αγώνα το σύνολο των ένοπλων δυνάμεων προερχόταν από τους κλέφτες και τους αρματολούς της προεπαναστατικής περιόδου· αυτοί θα αποτελούσαν το κυριότερο τμήμα των επαναστατικών δυνάμεων σε όλη τη διάρκεια της επανάστασης.
Το πρώτο επαναστατατικό στρατόπεδο συγκροτήθηκε στη Βέρβαινα στις 25 Μαρτίου, από τον Αναγνώστη Κοντάκη με πολεμιστές από τον Άγιο Πέτρο, τα Δολιανά, καμπίσιους Τριπολιτσιώτες, και από τους επ. Βρεσθένης Θεοδώρητο και τον Π. Βαρβιτσιώτη. Εκεί σταδιακά συγκεντρώθηκαν οπλαρχηγοί και πολεμιστές από διάφορα μέρη και εκεί οργανώθηκε και η πρώτη μονάδα εφοδιασμού ("φροντιστήριο" κατά τον Φωτάκο).
Στη Μάνη η επανάσταση κινητοποιήθηκε από τους Κολοκοτρώνη, Παπαφλέσσα, Νικηταρά και Κεφάλα. Εκεί εξοπλίστηκαν 2.000 Μανιάτες και Μεσσήνιοι με πολεμοφόδια που είχαν σταλεί από τους Φιλικούς της Σμύρνης και είχαν φτάσει εκεί με καράβια. Στις 23 Μαρτίου απελευθερώθηκε η Καλαμάτα. Στις 24 Μαρτίου μαζεύτηκαν στα περίχωρα της Καλαμάτας γύρω στους 5.000 Έλληνες για να πάρουν την ευλογία της Εκκλησίας και την ίδια μέρα ξεσηκώθηκε η Φωκίδα στη Ρούμελη.
Ὁ κόσμος μᾶς ἔλεγε τρελλούς. Ἡμεῖς, ἂν δὲν εἴμεθα τρελλοί, δὲν ἐκάναμεν τὴν ἐπανάστασιν [...]. |
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Απομνημονεύματα |
Στην Καλαμάτα συστάθηκε η Μεσσηνιακή γερουσία και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης τοποθετήθηκε επικεφαλής της. Πρώτη πράξη της νέας εξουσίας ήταν να στείλει έγγραφο προς τα χριστιανικά έθνη ζητώντας τη βοήθειά τους και αυτό το έγγραφο ήταν και η πρώτη πράξη διεθνούς δικαίου της επανάστασης. Στην Πάτρα ιδρύθηκε το Αχαϊκό διευθυντήριο, από τους προεστούς Ανδρέα Λόντο και Χαραλάμπη, τον Παπαδιαμαντόπουλο και το δεσπότη Παλαιών Πατρών Γερμανό, που στις 26 Μαρτίου επέδωσε στους ξένους διπλωμάτες που βρίσκονταν στην Πάτρα επαναστατική διακήρυξη.
Περισσότερα θέματα για την ελληνική επανάσταση του 1821 εδώ.