Τόσο πανίσχυρος που να μπορεί να διασώζει την αμερικανική οικονομία, να ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις και να φτιάχνει την πρώτη εταιρία με κεφαλαιοποίηση 1 δισ. δολαρίων, ο Τζ. Π. Μόργκαν είχε έρθει να μείνει για τα καλά.
«Ο Ναπολέων της Wall Street», όπως ονόμαζαν με δέος τον μεγαλοεπενδυτή και μεγιστάνα εχθροί και φίλοι, ήταν γιος του ανθρώπου που δημιούργησε το σύγχρονο χρηματοπιστωτικό σύστημα, βγάζοντας εκατομμύρια επενδύοντας τα λεφτά των άλλων.
Με την κληρονομιά και την πατρική περιουσία στο πλευρό του, σύνορα δεν υπήρχαν για τον νεαρό Τζον Πιερπόντ, ο οποίος κυριάρχησε στον επιχειρηματικό, βιομηχανικό και τραπεζικό κλάδο παίζοντας χωρίς ουσιαστικό αντίπαλο, καθώς ακόμα και κρατικές οντότητες δεν αποτελούσαν σοβαρούς ανταγωνιστές του.
Ο Μόργκαν ίδρυσε το 1871 την επενδυτική του τράπεζα J.P. Morgan & Co, έφτιαξε κατόπιν την General Electric και τον κολοσσό της χαλυβουργίας US Steel, ελέγχοντας πια έναν όμιλο που σύντομα θα κρατούσε τα φανερά ή παρασκηνιακά ηνία σε μια μακρά σειρά ανθηρών επιχειρήσεων, διαφεντεύοντας έτσι την αμερικανική οικονομία με τρόπο σαφώς πρωτόγνωρο για φυσικό πρόσωπο!
Στις αρχές του 20ού αιώνα, στο απόλυτο απόγειο της δύναμής του, επηρέαζε την οικονομική πολιτική των ΗΠΑ έχοντας υπό τον έλεγχό του αναρίθμητα μέλη του Κογκρέσου, τον ίδιο τον πρόεδρο, την ίδια στιγμή που είδε τη δύναμή του να αυξάνεται εκθετικά.
Γι’ αυτό και του εμπιστεύτηκε η αμερικανική κυβέρνηση τη διαχείριση του Πανικού του 1907, με τον ίδιο να βάζει μεν τάξη στο χάος αλλά να ξεπηδά κατόπιν ως ο απόλυτος βαρόνος της οικονομίας των ΗΠΑ!
Λίγοι άνθρωποι έχουν απολαύσει τόσο πλούτο και έχουν ενσταλάξει τόσο φόβο όσο ο τραπεζίτης που έβαλε σκοπό να κατακτήσει τον κόσμο με έναν νέο τρόπο, την οικονομία…
Πρώτα χρόνια
Ο Τζον Πιερπόντ Μόργκαν γεννιέται στις 17 Απριλίου 1837 στο Χάρτφορντ του Κονέκτικατ ως γιος του μεγαλοεπιχειρηματία και επενδυτή Τζούνιους Μόργκαν, ο οποίος είχε πιάσει την καλή μέσω του τραπεζικού ιδρύματός του. Ο μικρός Τζον μεγαλώνει μέσα στα πλούτη, φοιτά σε διάφορα πανάκριβα ιδιωτικά σχολεία, ακολουθώντας κάθε φορά το νέο όραμα του πατέρα για την επαγγελματική του σταδιοδρομία, και γίνεται ήδη από νεαρή ηλικία ξεφτέρι στα μαθηματικά και την πολιτική οικονομία.
Αργότερα στάλθηκε εσώκλειστος σε φημισμένα σχολεία Ελβετίας και Γαλλίας και φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, απ’ όπου πήρε το πτυχίο του στην ιστορία της τέχνης. Πριν συμβούν βέβαια όλα αυτά, ο πατέρας τού είχε εμπιστευτεί το πρώτο του εκατομμύριο δολάρια σε μετρητό για να μάθει να διαχειρίζεται την περιουσία του, ένα πολύτιμο μάθημα που θα του δίδασκε πώς να αποφεύγει το ρίσκο στις κατοπινές επιχειρηματικές του κινήσεις.
Ο Τζ. Π. αποφεύγει τη στράτευση στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο πληρώνοντας κάποιον φτωχοδιάβολο 300 δολάρια για να πολεμήσει στη θέση του. Ο πόλεμος είναι όμως γι’ αυτόν η πρώτη καλή ευκαιρία για να αποδείξει το επιχειρηματικό του δαιμόνιο: αγοράζει πέντε χιλιάδες τουφέκια με τιμή 3,5 δολαρίων το ένα και τα πουλά κατόπιν στους ενδιαφερόμενους έναντι 22 δολαρίων το κομμάτι!
Τα τουφέκια είναι ωστόσο ελαττωματικά και πολλοί στρατιώτες αυτοτραυματίζονται στη μάχη, κάτι που τον φέρνει στο στόχαστρο των ομοσπονδιακών δικαστικών αρχών, αν και με τις διασυνδέσεις του πατέρα του η υπόθεση απορρίπτεται και ο Μόργκαν απαλλάσσεται πανηγυρικά από κάθε κατηγορία.
Κάθε του κίνηση γίνεται υπό την άμεση εποπτεία και έγκριση του πατέρα του και πρέπει να φτάσει στην ώριμη ηλικία των 40 ετών πριν αγνοήσει τα επιχειρηματικά διδάγματα του Τζούνιους. Κι αυτό γιατί ήθελε πάση θυσία να συνδεθεί το όνομά του με έναν βιομηχανικό κλάδο, με τον τρόπο που ο Ροκφέλερ ήταν συνώνυμο των πετρελαιοειδών και ο Κάρνεγκι του χάλυβα…
Γεννηθήτω φως
Ο Μόργκαν βάζει στο στόχαστρό του τον ηλεκτρισμό, που ερχόταν να αλλάξει ριζικά το πρόσωπο της ανθρωπότητας, αν και για τον ίδιο ήταν απλώς το μέσο που θα τον έκανε μεγιστάνα και, κυρίως, πλουσιότερο από τους ανταγωνιστές του. Ο Μόργκαν προσλαμβάνει λοιπόν κάποιον Τόμας Έντισον, ένα αγόρι που εργαζόταν στην τηλεγραφία και έλεγε ότι ήταν εφευρέτης, για να φωταγωγήσει την έπαυλή του στην 5η Λεωφόρο του Μανχάταν. Το σπίτι του Μόργκαν μετατράπηκε σε εργαστήριο για τα ηλεκτρικά πειράματα του μεγάλου εφευρέτη, αφότου βέβαια ο Έντισον εγκατέστησε μια γεννήτρια στο υπόγειο της οικίας που ηλεκτροδοτούσε τους 400 λαμπτήρες της βίλας!
Παρά το γεγονός ότι ο πατέρας του θεωρούσε ότι ο ηλεκτρισμός ήταν μια παροδική μόδα, ο Τζ. Π. τον πίστεψε από την πρώτη στιγμή και σύντομα είδαν όλοι ότι το ρεύμα έγινε σταθερά στα σπίτια της αμερικανικής ελίτ. Παρά τη σφόδρα αντίθετη γνώμη του Τζούνιους, ο γιος επενδύει ό,τι είχε και δεν είχε στον Έντισον, γεννώντας έτσι την πρώτη ηλεκτροδοτική εταιρία της Ιστορίας, την Edison Electricity Company!
Μαζί δημιούργησαν τον πρώτο ηλεκτροδοτικό σταθμό του κόσμου και σύντομα το μισό Μανχάταν είχε ρεύμα. Κάθε σπίτι όμως με ηλεκτρικό ήταν απώλεια για τον Ροκφέλερ, ο οποίος προμήθευε με κηροζίνη τους λαμπτήρες πετρελαίου. Ο μεγιστάνας αρχίζει λοιπόν να διαδίδει τρομακτικές ιστορίες στον Τύπο που αφορούσαν στον επικίνδυνο ηλεκτρισμό, την ίδια ώρα που ο μαθητευόμενος του Έντισον, ο Τέσλα, δημιουργεί το εναλλασσόμενο ρεύμα, το οποίο θεωρεί επικίνδυνο ο Έντισον που επιμένει στον σταθερό του ηλεκτρισμό.
Ο πιονέρος του ηλεκτρισμού Τζορτζ Γουεστινγκχάουζ επενδύει στον Τέσλα και ο Έντισον απαντά με μια σειρά δημόσιων επιδείξεων για να φανερώσει την επικινδυνότητα της υψηλής τάσης του εναλλασσόμενου ρεύματος, χρησιμοποιώντας το στη νέα του εφεύρεση, την ηλεκτρική καρέκλα! Τα αποτελέσματα όμως καταστρέφουν τη δημόσια εικόνα του Έντισον και όχι του ανταγωνιστή του Τέσλα…
Ποιος θα ηλεκτροδοτήσει την Αμερική
Ο δημόσιος διαγωνισμός για την ηλεκτροδότηση ολόκληρης της βορειοανατολικής Αμερικής εγκαινιάζεται και οι μόνοι σοβαροί υποψήφιοι είναι ο Μόργκαν και ο Γουεστινγκχάουζ, με τον Τζ. Π. να θέλει διακαώς να αντικαταστήσει τον Ροκφέλερ ως ο άνθρωπος που έδωσε φως στις ΗΠΑ.
Το 1890 πεθαίνει ο Τζούνιους σε δυστύχημα με την άμαξά του, κάτι που τετραπλασιάζει την περιουσία του γιου. Παρά τον απίστευτο πλούτο του, ο ανταγωνιστής του Γουεστινγκχάουζ δίνει σε κάθε δημόσιο διαγωνισμό πολύ πιο συμφέρουσα προσφορά και μέχρι το 1895 φαινόταν ότι θα ήταν αυτός ο Προμηθέας των ΗΠΑ και όχι ο Μόργκαν, καθώς το εναλλασσόμενο ρεύμα του ήταν πια παντού.
Το 1897 ο Τέσλα σκίζει την πατέντα του στο εναλλασσόμενο ρεύμα και παραιτείται των δικαιωμάτων του, κάτι που φέρνει τους ανταγωνιστές στο κατώφλι της Westinghouse/Tesla Company. Ο Μόργκαν απειλεί τον Γουεστινγκχάουζ με μήνυση για παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων, ξέροντας ότι κανείς δεν θα μπορούσε να συρθεί σε δίκη εναντίον του. Οι πιέσεις και ο αθέμιτος ανταγωνισμός κατά του Γουεστινγκχάουζ τον φέρνουν στο σημείο να παραιτηθεί από τους τίτλους κυριότητας του εναλλασσόμενου ρεύματος και ο Μόργκαν ξεπηδά ως ο απόλυτος κυρίαρχος της αγοράς του ηλεκτρισμού. Εγκαθιδρύει την ηγεμονία του με τη νέα εταιρία που ιδρύει, την General Electric, η οποία εγκαταλείπει το σταθερό ρεύμα του Έντισον για λογαριασμό του εναλλασσόμενου του Τέσλα. Σύντομα θα γίνει μια από τις κορυφαίες εταιρίες των ΗΠΑ, κάτι που επιτρέπει στον Μόργκαν να επεκτείνει τις δραστηριότητες της επενδυτικής του τράπεζας, η οποία με νέα κεφάλαια στο αποθεματικό της μετατρέπεται στον μεγαλύτερο χρηματοπιστωτικό όμιλο των ΗΠΑ!
Από τη θέση του επικεφαλής της J.P. Morgan & Co, ο δρόμος ήταν ορθάνοιχτος για να κυριαρχήσει τόσο στην αγορά του ρεύματος όσο και στους σιδηροδρόμους: μέχρι το 1900, ο Μόργκαν θα έλεγχε περισσότερα από 160.000 χιλιόμετρα σιδηροτροχιών, το μισό ακριβώς από το εθνικό δίκτυο σιδηροδρόμων των ΗΠΑ!
Στη χρηματοπιστωτική κρίση του 1895, με το υπουργείο Οικονομικών να ψάχνει απεγνωσμένα την τόνωση της ρευστότητας των τραπεζών, ο Μόργκαν παρεμβαίνει και προσφέρει προσωπικά κεφάλαια της τάξης των 100 εκατ. δολαρίων (περισσότερα από 3 δισ. δολάρια σε σημερινές τιμές!), σώζοντας τόσο την οικονομία από την κατάρρευση όσο βέβαια και την κυβέρνηση. Ο δρόμος είναι τώρα ανοιχτός για ό,τι θελήσει στο εσωτερικό της Αμερικής, μιας χώρας που φαινόταν πια να του ανήκει. Ο Τζ. Π. έσωσε επίσης μόνος του την αμερικανική αγορά και στον Πανικό του 1907, τόσο μέσω του συντονισμού της Wall Street όσο και με τα απίστευτα ποσά που έριξε στην αγορά αλλά και στα αποθέματα τραπεζικού και βιομηχανικού κλάδου…
Η «Μοργκανοποίηση» του έθνους
Με τον όρο «Μοργκανοποίηση» ονομάστηκε η επιθετική οικονομική στρατηγική του Τζ. Π. Μόργκαν, ήτοι η δημιουργία μονοπωλίων, η εξαφάνιση του ανταγωνισμού και η μεγιστοποίηση των κερδών μέσω ευθείας επίθεσης στο εργατικό δυναμικό, περιορίζοντας τόσο τον αριθμό όσο και τις αποδοχές του.
Όσο τα κέρδη του Μόργκαν αυξάνονταν εκθετικά, τόσο βούλιαζαν οι εργασιακές συνθήκες των εκατοντάδων χιλιάδων εργατών του, με το μεροκάματο να περικόπτεται τόσο που να φτάνει στο μόλις ένα δολάριο τη μέρα για τον ανειδίκευτο εργάτη! Περισσότερο από το 90% των αμερικανών πολιτών επιβίωναν τώρα με λιγότερα από 100 δολάρια τον μήνα, δουλεύοντας μακρά ωράρια σε τραγικές συνθήκες, κάτι που εκτόξευσε τα εργατικά δυστυχήματα στα ύψη.
Μέσα σε μόλις έναν χρόνο, περισσότεροι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στα χαλυβουργεία του Μόργκαν παρά στην αιματηρή μάχη του Γκέτισμπεργκ! Τα μονοπώλια του Τζ. Π. και το δίκτυο των διασυνδεδεμένων επιχειρήσεών του κυριαρχούσαν πια στην καθημερινότητα του αμερικανού πολίτη, με τον ανεξέλεγκτο αυτό καπιταλισμό να μετατρέπει τον Μόργκαν και τους άλλους πλουτοκράτες των ΗΠΑ σε εχθρούς του λαού. Σύντομα ο όρος του γερουσιαστή των Δημοκρατικών και προεδρικού υποψηφίου, Γουίλιαμς Τζένινγκς Μπράιαν, θα περιέγραφε επακριβώς τα αφεντικά της αμερικανικής οικονομίας, χαρακτηρίζοντάς τους ως «Βαρόνους της κλεψιάς»…
Διαισθανόμενοι τον κοινό κίνδυνο, Μόργκαν, Κάρνεγκι και Ροκφέλερ άφησαν κατά μέρος τα προσωπικά μίση για να εργαστούν από κοινού ώστε ο δικός τους άνθρωπος, ο Γουίλιαμ ΜακΚίνλεϊ, να πάρει τη θέση του στον Λευκό Οίκο. Ό,τι κι αν έκαναν οι ανταγωνιστές αλλά και οι πολιτικοί αντίπαλοι ήταν λίγο μπροστά στην ενιαία δύναμη πυρός των καπιταλιστών: ο ΜακΚίνλεϊ είχε πενταπλάσια κονδύλια από τους αντιπάλους του, κάτι που εξασφάλισε την προεδρία των ΗΠΑ τόσο στον εαυτό του όσο και τους υποστηρικτές του…
Η πρώτη εταιρία του 1 δισ. δολαρίων
Ο Κάρνεγκι συμφώνησε να πουλήσει τον χαλυβουργικό κολοσσό του στον Μόργκαν έναντι ποσού που σε σημερινές τιμές θα άγγιζε τα 400 δισ. δολάρια, ένα αμύθητο νούμερο-«μαμούθ» που υπερέβαινε κατά πολύ τον προϋπολογισμό της αμερικανικής κυβέρνησης! Η συμφωνία χάρισε στον Κάρνεγκι τη μεγαλύτερη προσωπική περιουσία που έβλεπε ποτέ η υδρόγειος, επιτρέποντας ταυτοχρόνως στον Μόργκαν να ιδρύσει το 1901 τη χαλυβουργική US Steel, την πρώτη επιχείρηση του κόσμου με κεφαλαιοποίηση στο 1 δισ. δολάρια, η οποία κυριάρχησε στην αγορά χάλυβα για έναν σχεδόν αιώνα.
Στο απόγειο της καριέρας του, ο Μόργκαν ήταν πια πρόεδρος στα διοικητικά συμβούλια 48 εταιριών…
Κατοπινές περιπέτειες
Η πρωτόγνωρη δύναμη που είχε τώρα στα χέρια του ο Μόργκαν τον έκανε στόχο έρευνας του πρώην αστυνομικού επιτρόπου της Νέας Υόρκης και τώρα πολιτικού Θεόδωρου Ρούσβελτ. Γεννημένος επίσης μέσα στα πλούτη, ο Ρούσβελτ είχε καταφέρει να δημιουργήσει μια δημόσια εικόνα περισσότερο ως άνθρωπος του λαού παρά ως αριστοκράτης, αποκτώντας φήμη για το κυνήγι που είχε εξαπολύσει κατά των αυθαιρεσιών των μεγάλων εταιριών.
Οι «Βαρόνοι της κλεψιάς» σκέφτηκαν ότι αν τον έκαναν αντιπρόεδρο θα τον προσεταιρίζονταν, αν και τα νέα τους σχέδια ανέκοψε η δολοφονία του δικού τους προέδρου ΜακΚίνλεϊ το 1901 από βιομηχανικό εργάτη που είχε χάσει τη δουλειά του εξαιτίας μιας ακόμα επιθετικής εξαγοράς του Μόργκαν. Ο Ρούσβελτ γίνεται έτσι πρόεδρος χωρίς τη συμβολή τους και πέντε μήνες μετά την ανάληψη της προεδρίας στοχεύει κατά της κοινοπραξίας του Μόργκαν στους αμερικανικούς σιδηροδρόμους.
Εξαγριωμένος ο τραπεζίτης, θεωρεί τον πρόεδρο των ΗΠΑ άλλον έναν επιχειρηματικό ανταγωνιστή που θα μπορούσε εύκολα να κάμψει ή να εξαγοράσει, αν και ο Ρούσβελτ συνέχισε τη σταυροφορία του κατά του αδίστακτου κεφαλαιοκράτη, φέρνοντας την υπόθεση στο Ανώτατο Δικαστήριο: ο πρόεδρος κέρδισε και το μονοπώλιο του Τζ. Π. στους σιδηροδρόμους έσπασε!
Απτόητος, ο Μόργκαν επενδύει στη νέα απόπειρα για τη διάνοιξη της Διώρυγας του Παναμά, που αποζητούσε να ενώσει Ατλαντικό και Ειρηνικό Ωκεανό. Ο Μόργκαν λειτουργεί ως μεσάζοντας για λογαριασμό της κυβέρνησης και καταφέρνει να συγκεντρώσει 40 εκατ. δολάρια ώστε να ξεκινήσει το τιτάνιο έργο.
Περισσότεροι από 75.000 εργάτες δούλευαν για άλλη μια φορά σε απάνθρωπες συνθήκες κάτω από τον καυτό ήλιο, σκάβοντας το τεράστιο κανάλι. Στις 31 Μαρτίου 1913 ωστόσο, έναν χρόνο πριν από την ολοκλήρωσή του, ο Μόργκαν πέθανε στον ύπνο του στη Ρώμη, σε ηλικία 75 ετών. Το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης διέκοψε για δύο ώρες τις εργασίες του ως φόρο τιμής στον επενδυτή, μια τιμή που αφορά αποκλειστικά σε εν ενεργεία αμερικανούς προέδρους!
Τον διαδέχθηκαν στο τιμόνι του κολοσσού του τα τέσσερα παιδιά που απέκτησε από τον δεύτερο γάμο του το 1865, καθώς ο πρώτος του γάμος το 1860 κράτησε μόλις πέντε μήνες, μιας και η σύζυγός του πέθανε από φυματίωση…
Περισσότερες βιογραφίες εδώ.