Από τους αποθεματικούς ναούς της αρχαιότητας στο σύγχρονο χρηματοπιστωτικό σύστημα - Πώς και πότε ξεκίνησαν όλα...
Ο πλούτος που συμπιέζεται στη βολική μορφή πολύτιμων μετάλλων, όπως ο χρυσός και το ασήμι, ενείχε πάντα ένα μεγάλο μειονέκτημα: αν δεν τον αποθήκευες σε ασφαλές μέρος, μπορούσε εύκολα να εξαφανιστεί.
Κι έτσι ήδη από τους πρώιμους πολιτισμούς οι λατρευτικοί τόποι έπαιζαν ταυτοχρόνως τον ρόλο των ασφαλών καταφυγίων για τον πλούτο της κοινότητας.
Ο ναός ήταν εξάλλου ένα συμπαγές κτίριο με συνεχή ανθρώπινη παρουσία, την ίδια ώρα που ο ιερός του χαρακτήρας θα μπορούσε από μόνος του να αποτρέψει τους επίδοξους κλέφτες.
Στη Μεσοποταμία και την Αίγυπτο τα αποθέματα χρυσού φυλάσσονταν πράγματι σε ναούς για ασφάλεια, όπως έχει αποκαλύψει η αρχαιολογική σκαπάνη. Ο πλούτος που παρέμενε όμως αποθηκευμένος την ίδια ώρα που οι πολίτες και η κεντρική διοίκηση τον είχαν απόλυτη ανάγκη κάλεσε σε δραστική αναθεώρηση της πολιτικής, κι έτσι ήδη από τη Βαβυλώνα του Χαμουραμπί, τον 18ο αιώνα π.Χ., οι ιερείς μετατράπηκαν στους πρώτους τραπεζίτες!
Οι θρησκευτικοί λειτουργοί δάνειζαν λοιπόν τα αποθέματα του χρυσού, όπως υποδεικνύουν τα πιστωτικά μητρώα που έχουν ανασυρθεί, κι έτσι η ιδέα της τράπεζας γεννήθηκε χωρίς τυμπανοκρουσίες. Ο Κώδικας του Χαμουραμπί όριζε εξάλλου επακριβώς τα επίπεδα των τόκων για τα ιερά αυτά δάνεια…
Τα θεϊκά αποθέματα
Οι τράπεζες φαίνεται να υπάρχουν από την εποχή που κόπηκαν τα πρώτα νομίσματα, αν και αρκετά μητρώα υποδεικνύουν ότι ενδέχεται να είναι ακόμα παλιότερες και από το χρήμα ακόμα! Δάνεια σε σιτηρά και άλλα αγαθά δίνονταν άλλωστε από τα σπάργανα του ανθρώπινου πολιτισμού, πολύ πριν η φορολογία οδηγήσει στην ανάγκη για κοινό μέσο διαπραγμάτευσης γεννώντας έτσι το χρήμα.
Στις πρώτες μέρες των αρχαίων πολιτισμών, ο φόρος ενός υγιούς γουρουνιού τον χρόνο μπορεί να φαινόταν λογικός, όσο όμως οι αυτοκρατορίες επεκτείνονταν η φορολογία σε αγαθά δεν κάλυπτε πια τις ανάγκες της κεντρικής διοίκησης. Την ίδια στιγμή, το εμπόριο με άλλους πολιτισμούς και η ανταλλαγή υπηρεσιών ανάγκασε στην εφαρμογή ενός πιο εύκολα ανταλλάξιμου αγαθού, με τα νομίσματα διαφόρων μεγεθών και μετάλλων να επιστρατεύονται για αντικατάσταση των ευαίσθητων φυσικών αγαθών.
Όπως είπαμε, αυτά τα πολύτιμα νομίσματα χρειάζονταν ένα ασφαλές μέρος να αποθηκεύονται και τα σπίτια των αρχαίων δεν διέθεταν θωρακισμένα θησαυροφυλάκια. Κι έτσι οι πλούσιοι πολίτες κρατούσαν το κομπόδεμά τους στους ναούς, με τη συνεχή παρουσία του ανθρώπινου παράγοντα εκεί αλλά και τη θεϊκή φύση του κτίσματος να εγγυώνται την ασφάλεια των καταθέσεων.
Πέρα από τους πανάρχαιους λαούς της Μεσοποταμίας, Έλληνες και κατόπιν Ρωμαίοι είχαν μετατρέψει τους λαμπρούς ναούς τους σε τραπεζικές θυρίδες αλλά και πιστωτικά ιδρύματα, καθώς τα δάνεια δίνονταν σωρηδόν από ιερείς και κρατικούς λειτουργούς. Το γεγονός ότι οι περισσότεροι ναοί ήταν τα χρηματοδοτικά κέντρα των πόλεων ήταν ο Νο 1 λόγος που λεηλατούνταν από τον εχθρό σε περιόδους πολέμου.
Τα νομίσματα εξάλλου ανταλλάσσονταν και συσσωρεύονταν ευκολότερα από τα γουρούνια και τα βοοειδή, οπότε η τάξη των πλούσιων εμπόρων που ξεπήδησε κάποια στιγμή ανέλαβε τώρα το έργο του δανεισμού των περίσσιων νομισμάτων σε όσους τα είχαν ανάγκη, πάντα με περισσότερο ή λιγότερο ευνοϊκούς τόκους. Οι ναοί δάνειζαν τώρα μόνο μεγάλα ποσά, συνήθως σε ηγεμόνες και άρχοντες, οι οποίοι αναλάμβαναν το έργο να τα διαμοιράζουν σε όσους τα χρειάζονταν, με το «κατιτίς» φυσικά…
Ο Ιούλιος Καίσαρας και η πρώτη τράπεζα
Ήταν οι Ρωμαίοι, άσοι στη δημόσια διοίκηση και την αρχιτεκτονική καθώς ήταν, που πήραν την τραπεζική δραστηριότητα από τα λατρευτικά κέντρα και την επισημοποίησαν σε κτίρια αφιερωμένα στον σκοπό αυτό. Οι τοκογλύφοι συνέχιζαν να υφίστανται φυσικά, αν και το νόμιμο εμπόριο και όλες σχεδόν οι κρατικές δαπάνες περιστρέφονταν τώρα γύρω από τη θεσμικά κατοχυρωμένη τράπεζα.
Ο Ιούλιος Καίσαρας, σε ένα από τα περίφημα διατάγματά του που άλλαξαν το ρωμαϊκό Δίκαιο, μας δίνει το πρώτο παράδειγμα τραπεζικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας (γης) εξαιτίας αδυναμίας αποπληρωμής δανείου. Αυτό θεωρείται για την ιστορία του τραπεζικού συστήματος κολοσσιαίο γεγονός, καθώς άλλαξε τις σχέσεις πιστωτή-οφειλέτη. Μέχρι τότε, οι ευγενείς ήταν στο απυρόβλητο, καθώς το χρέος τους περνούσε στους απογόνους τους μέχρι να ξεκληριστεί η γενιά είτε του δανειστή είτε του χρεώστη!
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία γονάτισε τελικά, αν και το τραπεζικό της σύστημα επιβίωσε μέσω των παπικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που αναδύθηκαν στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αλλά και των διαβόητων τραπεζών των Ναϊτών Ιπποτών κατά τις Σταυροφορίες και των Μεδίκων φυσικά στην Αναγέννηση!
Όσο για τους τοκογλύφους που ανέκαθεν ζητούσαν μερίδιο από την αγορά των δανείων, τώρα είχαν να τα βάλει με την εκκλησία, η οποία συνήθιζε να τους αφορίζει για τοκογλυφία…
Η βασιλική βίζα
Δεν θα έπαιρνε πολύ στους ηγεμόνες της Ευρώπης να συνειδητοποιήσουν τη δύναμη που χάριζαν τα τραπεζικά ιδρύματα στους κατόχους τους, αποζητώντας μερίδιο από την πλούσια πίτα. Καθώς οι τράπεζες λειτουργούσαν υπό τις βασιλικές ευλογίες (αν και συχνά βασίζονταν σε ρητούς καταστατικούς χάρτες), οι μονάρχες άρχισαν να παίρνουν δάνεια για να καλύψουν τις κρατικές ανάγκες αλλά και να ισορροπήσουν τα βασιλικά θησαυροφυλάκια σε δύσκολους καιρούς. Τους όρους της δανειακής σύμβασης τους όριζαν μάλιστα συχνά οι ίδιοι οι ηγεμόνες!
Ο εύκολος δανεισμός και το άφθονο παραδάκι των τραπεζών οδήγησε τους μεσαιωνικούς βασιλιάδες της Ευρώπης σε αχρείαστες σπατάλες, δαπανηρούς πολέμους αλλά και εξοπλιστικές κούρσες με τους γείτονές τους, φέρνοντας συχνά βασίλεια και αυτοκρατορίες στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Το 1557, για παράδειγμα, ο Φίλιππος Β’ της Ισπανίας κατάφερε να χρεώσει τόσο την αυτοκρατορία του, ως αποτέλεσμα μιας σειράς από αχρείαστους πολέμους, που κήρυξε την πρώτη πτώχευση που έβλεπε ποτέ ο πλανήτης! Αλλά και τη δεύτερη, την τρίτη και την τέταρτη, σε μια καταιγιστική διαδοχή κρατικών χρεοκοπιών, με το 40% του ΑΕΠ της Ισπανίας να πηγαίνει στην κάλυψη των τρεχουσών δανειακών συμβάσεων…
Ο Άνταμ Σμιθ και το σύγχρονο τραπεζικό σύστημα
Το τραπεζικό σύστημα ήταν εδώ και καιρό εγκαθιδρυμένο στη Βρετανική Αυτοκρατορία όταν ήρθε ο Άνταμ Σμιθ με τη θεωρία του «Αόρατου Χεριού» το 1776. Με όχημα την πεποίθησή του για την αυτό-οργάνωση των αγορών και της οικονομίας, τραπεζίτες και πιστωτικά ιδρύματα κατάφεραν να περιορίσουν τον κρατικό παρεμβατισμό στην τραπεζική, με τον ανερχόμενο καπιταλισμό και τον υγιή ανταγωνισμό που ευαγγελιζόταν ο σκοτσέζος οικονομολόγος να βρίσκουν γόνιμο έδαφος στη Δύση και κυρίως στον Νέο Κόσμο, καθώς οι ΗΠΑ ήταν έτοιμες να αναδυθούν ως υπολογίσιμη παγκόσμια δύναμη.
Στην αρχή, οι φιλελεύθερες οικονομικά ιδέες του Σμιθ δεν βρήκαν άμεση εφαρμογή στο τραπεζικό σύστημα της Δύσης, με τη μέση διάρκεια ζωής μιας αμερικανικής τράπεζας της περιόδου να κυμαίνεται μόλις στα πέντε χρόνια. Μετά την παρέλευση του χρονικού διαστήματος, τα τραπεζογραμμάτια που είχαν τυπωθεί από τις παρακμασμένες τράπεζες ήταν τώρα άχρηστα.
Η κατάσταση καλούσε σε επιτακτική λύση, καθώς τα τραπεζογραμμάτια αντιστοιχούσαν τότε σε αποθέματα χρυσού και ασημιού και μια ληστεία σε κάποιο υποκατάστημα σήμαινε στην εποχή αυτή πολύ περισσότερα απ’ ό,τι σήμερα. Η κρίση μετρητών ήταν προ των πυλών.
Απάντηση έδωσε ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Αλεξάντερ Χάμιλτον, ο οποίος ίδρυσε την Κεντρική Τράπεζα, με σκοπό τη χρηματοδότηση των μελών της σε δύσκολους καιρούς. Αυτό το εθνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, μέσα από πολλές περιπέτειες, δημιούργησε ένα ενιαίο και ομοιόμορφο νόμισμα, αλλά και ένα σύστημα που ενίσχυε τις συνεργαζόμενες τράπεζες με την απαραίτητη ρευστότητα. Οι τράπεζες υποστήριζαν τα χαρτονομίσματά τους αγοράζοντας κρατικές ομολογίες και το πράγμα φάνηκε να δουλεύει αρχικά, αν και αργότερα η φορολογία στις κρατικές τράπεζες τις κράτησε εκτός ανταγωνισμού από τις ιδιωτικές.
Ως αποτέλεσμα των περιπετειών του τραπεζικού συστήματος των ΗΠΑ, ο μέσος Αμερικανός σταμάτησε να εμπιστεύεται το τραπεζικό σύστημα, με το διάχυτο αίσθημα δυσπιστίας να αναγκάζει την πολιτεία του Τέξας να κηρύξει εκτός νόμου τους τραπεζίτες, σε έναν νόμο που ίσχυσε μάλιστα μέχρι το 1904!
Εμπορικές τράπεζες
Προοδευτικά, οι δραστηριότητες των εθνικών τραπεζών πέρασαν στα χέρια ιδιωτών τραπεζιτών, οι οποίοι ρύθμιζαν τώρα τις δανειακές συμβάσεις και τους όρους χρηματοδότησης εταιριών και φυσικών προσώπων. Η καταρράκωση του εθνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος οδήγησε λοιπόν στη δημιουργία των εμπορικών τραπεζών, με την ταραγμένη οικονομικά περίοδο να κρατά μέχρι και τη δεκαετία του 1920.
Οι εμπορικές τράπεζες απέκτησαν πολιτική επιρροή και πρωτόγνωρη δύναμη, με τα ονόματα που ξεπήδησαν να είναι δηλωτικά: Goldman & Sachs, J.P. Morgan και Loeb, για να αναφέρουμε μερικές μόνο. Τα κεφάλαιά τους βασίζονταν τώρα σε προμήθειες από τη διαπραγμάτευση ξένων ομολόγων (βλέπε Ευρώπη), την ίδια ώρα που την περίοδο αυτή η διαφάνεια δεν ήταν ποτέ ζητούμενο: οι τράπεζες δεν είχαν τη νομική υποχρέωση να αποκαλύπτουν τα ταμειακά αποθέματα και τους ισολογισμούς τους, κάτι που συσκότιζε τελικά την ικανότητά τους να επιβιώνουν από τις επισφάλειες. Η ακατανόητη αυτή πρακτική σήμαινε ότι η αξιοπιστία και η ιστορία μιας τράπεζας μετρούσε περισσότερο από καθετί άλλο, δίνοντας έτσι το πάνω χέρι στις οικογενειακές τράπεζες με μακρά ιστορία, οι οποίες ήταν και οι μόνες που μπορούσαν να χρηματοδοτούν τις πρωτόγνωρες επιχειρηματικές ανάγκες του νεότευκτου βιομηχανικού κλάδου.
Οι επενδυτές και το κοινό σε Ευρώπη και ΗΠΑ δεν γνώριζαν τίποτα για την ευρωστία της τράπεζας, καθώς όπως είπαμε δεν δημοσίευαν τα πεπραγμένα τους. Την ίδια ώρα, μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, πολλές εμπορικές τράπεζες αξίωναν θέση στα διοικητικά συμβούλια των χρηματοδοτούμενων εταιριών και όταν παρουσιαζόταν πρόβλημα επιβίωσης, δεν ήταν ασυνήθιστο να αναλαμβάνουν τη διοίκηση αποκλειστικά οι τραπεζικοί πιστωτές…
Η Morgan και τα μονοπώλια
Η J.P. Morgan αναδύθηκε ως η ισχυρότερη εμπορική τράπεζα στα τέλη του 19ου αιώνα με τρομερές διασυνδέσεις στο Λονδίνο, οικονομική καρδιά της οικουμένης την περίοδο αυτή, αλλά και μεγάλη πολιτική επιρροή τόσο εντός ΗΠΑ όσο και εκτός. Η Morgan ίδρυσε μια σειρά από πανίσχυρες βιομηχανίες στον χάλυβα και τις τηλεπικοινωνίες, αλλά και πληθώρα σχεδόν μονοπωλιακών αγορών στους σιδηροδρόμους και τις μεταφορές.
Παρά την εγκαθίδρυση του εμπορικού τραπεζικού συστήματος, ο μέσος Αμερικανός στις αρχές του 20ού αιώνα δεν μπορούσε να πάρει δάνειο, καθώς αυτές οι τράπεζες σπάνια επέκτειναν τις δανειοδοτικές τους δραστηριότητες στον κοινό θνητό. Τα καταναλωτικά μικροδάνεια στον κοσμάκη δίνονταν από αμφιβόλου ευρωστίας τραπεζικά ιδρύματα, τα οποία έκλειναν το ένα πίσω από το άλλο, οδηγώντας στον διαβόητο τραπεζικό πανικό του 1907, όταν κατέρρευσε το χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ.
Το βάρος της διάσωσης έπεσε στον J.P. Morgan, ο οποίος επιφορτίστηκε με το έργο να μαζέψει τα μεγάλα κεφάλια της Wall Street και να ανακατευθύνει τα κεφάλαια και τις πιστώσεις με τον τρόπο που θα έκανε σήμερα η κεντρική τράπεζα κάθε έθνους. Η επίδειξη της δύναμής του ωστόσο και η διάσωση της αμερικανικής οικονομίας σήμαινε ταυτοχρόνως και ότι καμιά ιδιωτικών συμφερόντων τράπεζα δεν θα μπορούσε πια να τα βάλει με την J.P. Morgan and Co!
Οι ΗΠΑ εξαναγκάστηκαν έτσι στη δημιουργία της Federal Reserve Bank το 1913, ως εθνικό ανάχωμα στις ορέξεις του μεγαλοτραπεζίτη. Μετά ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος, που μετέτρεψε τις ΗΠΑ σε παγκόσμιο δανειστή, ενθρονίζοντάς τη στη θέση που κατείχε άλλοτε το Ηνωμένο Βασίλειο, ξεπηδώντας μεταπολεμικά ως παγκόσμια δύναμη.
Με τη Μαύρη Τρίτη του 1929 και τη νέα κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού τομέα, το τραπεζικό σύστημα πήρε φθίνουσα πορεία και ήταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος που έσωσε την παρτίδα για τις τράπεζες: ήταν η πρωτόγνωρη δυναμική της βιομηχανίας που πυροδότησε ο πόλεμος αυτή που εμφύσησε εκ νέου πνοή στις οικονομίες της Δύσης, βγάζοντας τις αγορές από τη βαθιά μεσοπολεμική ύφεση.
Ο πόλεμος καλούσε σε οικονομική χρηματοδότηση δισεκατομμυρίων πια δολαρίων και η πρωτόγνωρη αυτή επιχείρηση δημιούργησε εταιρίες με τεράστιες πιστωτικές ανάγκες, κάτι που κατέληξε σε τράπεζες να συγχωνεύονται με ανθηρότατες βιομηχανίες. Οι νέοι διευρυμένοι τραπεζικοί όμιλοι έδωσαν την απαραίτητη δανειακή πνοή στις αγορές…
Τελικά
Οι τράπεζες έχουν διανύσει μεγάλο δρόμο και πέρασαν από χίλια κύματα στην ιστορία τους, αν και η ουσία της δράσης τους παραμένει απαράλλακτη από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα.
Παρά το γεγονός ότι η ίδια η Ιστορία έχει μετασχηματίσει το μοντέλο λειτουργίας τους, η βασική τους δουλειά είναι η ίδια: η διασφάλιση των καταθέσεων και η παροχή δανείων. Ακόμα κι αν το μέλλον εξαφανίσει τις τράπεζες από τις γειτονιές κάνοντάς τες αποκλειστικά online καταστήματα, ο τραπεζικός τομέας θα συνεχίσει να υφίσταται, καθώς μοιάζει συνυφασμένος με την ίδια την ανθρώπινη ανάγκη για επιβίωση και ευημερία…
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.