Η καλή υγεία είναι βαθιά ριζωμένη αξία στις κοινωνίες των ανθρώπων και ακούγεται συχνά από τα γνωμικά και τις ρύσεις μας, μέχρι τις ευχές και τις προσευχές μας («στην υγειά μας», «γεια σου», «να είμαστε καλά»). Η αλήθεια είναι ότι το να είμαστε υγιείς δεν οφείλεται πάντα σε εμάς και ούτε κάθε ασθένεια είναι αντιμετωπίσιμη. Όταν νοσούμε συνειδητοποιούμε πόσο σημαντική είναι η υγεία και η ζωή μας, έως ότου γίνουμε πάλι καλά. Η ασθένεια είναι περισσότερο συνδεδεμένη με την τρίτη ηλικία καθώς η φθορά και ο χρόνος κάνει τον ανθρώπινο οργανισμό πιο ευάλωτο. Εντούτοις, η αρρώστια δεν κάνει εξαιρέσεις και πολύ συχνά προσβάλλει παιδιά. Άλλοτε είναι νόσοι περαστικοί και άλλοτε πιο σοβαρές και χρόνιες ασθένειες που θέτουν σε ρίσκο ακόμη και τη ζωή ενός παιδιού.
Πως τα παιδιά αντιλαμβάνονται την ασθένεια; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα πρέπει να λάβουμε υπόψη κυρίως την ηλικιακή φάση στην οποία βρίσκονται. Αλλιώς αντιλαμβάνεται και επικοινωνεί ένα βρέφος από ένα παιδί νηπιακής ηλικίας, όπως και ένα παιδί σχολικής ηλικίας σε σχέση με έναν έφηβο. Άλλος παράγοντας που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη είναι η οικογένεια, οι αντιλήψεις και οι δοξασίες τους και οι απώλειες που έχουν υπάρξει στη ζωή τους πριν. Επίσης, το πώς τα παιδιά νιώθουν ή τι πιστεύουν για τις ασθένειες ή το θάνατο είναι και εντελώς υποκειμενικό καθώς επειδή τα παιδιά έχουν ανεπτυγμένη φαντασία, συχνά φαντάζονται και δικές τους εικόνες σε σχέση με τις νόσους (π.χ. το πώς είναι ο ανθρώπινος οργανισμός, οι ιοί, τα μικρόβια κλπ).
Πως οι ενήλικες πρέπει να μιλούν στα παιδιά για την ασθένεια; Αυτό το ερώτημα είναι επίσης πολύ γενικευμένο καθώς δεν υπάρχει συγκεκριμένος τρόπος να μιλάμε στα παιδιά. Σημαντικό είναι να εξηγούν κατά κύριο λόγο οι παιδίατροι στα παιδιά από τι ακριβώς πάσχουν με τους όρους που οι ίδιοι γνωρίζουν καλύτερα από ότι οι γονείς. Οι γιατροί μπορούν να δώσουν την ρεαλιστική διάσταση κάθε ασθένειας ή ενδεχόμενης επέμβασης σε ένα παιδί με ένα τρόπο εύληπτο και ουδέτερο. Ενώ οι γονείς, μιλώντας στα παιδιά για την ασθένεια, συχνά επενδύουν το λόγο τους με συναισθήματα που άθελά τους μπορεί να οδηγούν το παιδί στο να νιώσει ανυπόφορη αγωνία, τρομοκρατία ή ότι κάτι του κρύβουν. Για παράδειγμα, οι γονείς συχνά μιλούν στα παιδιά με υποκοριστικά όπως «ενεσούλα», «κρεβατάκι», «φαρμακάκι». Η χρήση υποκοριστικών μπορεί να δυσκολέψει ένα παιδί στο να συνεργαστεί ως προς την τήρηση της αγωγής ή της διατροφής του. Ενώ η ορθή ενημέρωση του παιδιού με απλά λόγια και όχι επιστημονικούς όρους, βοηθά στο να γίνει το παιδί μέτοχος της ασθένειάς του και να μπορέσει έτσι να παλέψει για να νικήσει αλλά και να συνεργαστεί για να την αντιμετωπίσει.
Συναισθήματα γονέων «παιδεύουσι τέκνα»: είναι πολύ πιθανό οι γονείς να αισθάνονται πολύ ενοχικά που το παιδί νόσησε και αυτό εντάσσεται στη γενικότερη προστασία που οι γονείς θεωρούν ότι πρέπει να παρέχουν στα παιδιά τους. Εντούτοις όμως, τα παιδιά δεν φαίνεται τόσο να κατηγορούν τους ενήλικες για τη νόσο τους, όσο ότι έχουν γενικότερα αρνητικά συναισθήματα που οι γονείς δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν. Ως αποτέλεσμα, αισθάνονται ακόμη περισσότερες ενοχές που «δεν ξέρουν» πώς να διαχειριστούν» ή «πώς να μιλήσουν στο παιδί» και η οικογενειακή ατμόσφαιρα να φορτίζεται όλο και περισσότερο.
Όταν ένα μέλος της οικογένειας νοσεί, αλλάζουν κάποια δεδομένα (π.χ. όταν νοσεί η μητέρα, δεν μπορεί να πάει στη δουλειά της και άρα ούτε να συνοδεύσει τα παιδιά στο σχολείο και έτσι πρέπει να το ρυθμίσει ο πατέρας. Ή αν νοσεί το παιδί και δεν μπορεί να πάει σχολείο, οι γονείς πρέπει να βρουν τρόπο να το φροντίσουν στο σπίτι και παράλληλα να εργαστούν). Αλλάζει λοιπόν όλο το οικογενειακό σκηνικό και όπως σε κάθε αλλαγή, είναι φυσικό η οικογένεια να καλείται να γίνει περισσότερο ευέλικτη. Αν η οικογένεια εισπράττει την «φυσιολογική» δυσκολία που έτσι κι αλλιώς έχει μια κατάσταση όπως στα παραπάνω παραδείγματα, ως δική τους «ανικανότητα» να τα καταφέρουν, τότε είναι πολύ πιθανό να απομακρυνθούν από το παιδί που νοσεί, καθώς θα είναι συνεχώς απασχολημένοι με το πόσο «κακά» τα καταφέρνουν ή το πόσο «κακή είναι η κατάσταση», χωρίς να μπαίνουν ενεργά σε αυτήν.
Οι γονείς λοιπόν καλούνται να αποφασίσουν τι στάση θα κρατήσουν απέναντι στα προβλήματα της ζωής και όχι σε ένα πρόβλημα υγείας. Καλούνται να δουν πως αντίστοιχα θα διδάξουν τα παιδιά τους να τα αντιμετωπίζουν. Το να είμαστε θεατές στα προβλήματα της ζωής και να αναλωνόμαστε στο πόσο δύσκολα και αναπάντεχα είναι, μας στερεί τη δυνατότητα να τα δούμε κατάματα και να παλέψουμε για αυτά. Αν πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος είναι και σώμα και ψυχή, οφείλουμε να βοηθήσουμε και συναισθηματικά το παιδί μας να αντιμετωπίσει κάθε σωματική ασθένεια. Έτσι, του δείχνουμε έμμεσα και τον τρόπο που θα μπορεί να αντιμετωπίζει τα προβλήματά του στη ζωή. Για τα πράγματα που δεν εξαρτώνται από εμάς δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι και είναι φυσικό να αισθανόμαστε ματαιότητα. Ωστόσο, υπάρχει κάτι το οποίο έχουμε τη δυνατότητα να αλλάξουμε και αυτό είναι η προσωπική μας επιλογή και στάση. Εμείς λοιπόν θα αποφασίσουμε αν θα αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα μας με αγώνα και ενεργό συμμετοχή ή με θλίψη, πόνο και ματαιότητα.
Από την επιστημονική ομάδα του Χαμόγελου του Παιδιού
Περισσότερα θέματα για γονείς εδώ.