Η γυναίκα της βυζαντινής περιόδου ζει μια ζωή περιορισμένη, σαφώς οριοθετημένη, ακολουθώντας τους κανόνες και τις παραδόσεις. Η γυναίκα αντιμετωπίζεται σαν ένα ον με έμφυτες αδυναμίες, σωματικές αλλά και ηθικές. Ο τομείς στους οποίους της επιτρέπεται να αναδειχτεί είναι η οικογένεια και η φιλανθρωπία, σε αντίθεση με τον άνδρα που μπορεί να δράσει και να αναδειχτεί σε όλο το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι.
Στο σπίτι
Ζει το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής της στο σπίτι. Στο Στρατηγικόν του Κεκαυμένου διαβάζουμε : "Τας θυγατέρας του ως καταδίκους έχε εγκεκλεισμένας και απροόπτους ". Οι έξοδοι, πάντα με συνοδεία, για την εκκλησία, τα πανηγύρια και το λουτρό, καθώς και οι επισκέψεις σε συγγενικά πρόσωπα, ήταν οι μόνες κοινωνικά αποδεκτές δραστηριότητες της γυναίκας έξω από το σπίτι. Επίσης, δεν ήταν ευπρεπές να κάθεται στο ίδιο τραπέζι με τους άνδρες, παρά μόνο αν ήταν πολύ στενά συγγενικά της πρόσωπα, όπως για παράδειγμα ο πατέρας, ο σύζυγος και οι αδελφοί. Συχνά έτρωγε σε χωριστή αίθουσα, όπως σε χωριστά δωμάτια από τους άντρες περνούσε την ημέρα της. Από πολύ μικρή μάθαινε "τα του οίκου", ενώ οι γραμματικές γνώσεις της ή ήταν ανύπαρκτες ή περιορίζονταν συνήθως σε γραφή και ανάγνωση.
Ηλικία γάμου
H κόρη μπορούσε να παντρευτεί από τα 12-13 χρόνια της. Για το γάμο της φρόντιζαν οι γονείς. Η αιτία που κρινόταν κατάλληλη για γάμο μια τόσο μικρή ηλικία ήταν η μεγάλη θνησιμότητα της εποχής. Πάντως δεν έλειπαν και οι υπερβολές: Έχουμε περιπτώσεις μνηστείας ακόμη και στην ηλικία των 7 ετών . Το λόγο για την επιλογή του συζύγου είχε ο πατέρας. Αργότερα με τη νομοθεσία των Ισαύρων - στην προσπάθειά τους να ενισχύσουν τη μητέρα και να ισχυροποιήσουν τους οικογενειακούς θεσμούς - απαιτείται η συγκατάθεση και των δύο γονέων για τη σύναψη γάμου. Όμως όταν οι Μακεδόνες ανήλθαν στην εξουσία επανέφεραν σε ισχύ την πατρική εξουσία στο θέμα του γάμου.Συχνά βοηθούσαν στην επιλογή του συζύγου οι προξενήτρες, που είχαν ως αμοιβή ποσοστά από την προίκα.
Οι χριστιανικές αρχές που καθόριζαν τις λειτουργίες της βυζαντινής κοινωνίας εξασφάλιζαν μία αξιοπρεπή ζωή στην παντρεμένη γυναίκα. Ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη όπου ανήκε, ήταν οικοδέσποινα και κυρά. Η απόκτηση παιδιών την εξύψωνε και την ολοκλήρωνε ως ύπαρξη. Ο σκοπός του γάμου ήταν η τεκνοποίηση. Γι αυτό και η νομοθεσία επέτρεπε τη λύση γάμων που παρέμεναν στείροι
Οι χριστιανικές αρχές που καθόριζαν τις λειτουργίες της βυζαντινής κοινωνίας εξασφάλιζαν μία αξιοπρεπή ζωή στην παντρεμένη γυναίκα. Ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη όπου ανήκε, ήταν οικοδέσποινα και κυρά. Η απόκτηση παιδιών την εξύψωνε και την ολοκλήρωνε ως ύπαρξη. Ο σκοπός του γάμου ήταν η τεκνοποίηση. Γι αυτό και η νομοθεσία επέτρεπε τη λύση γάμων που παρέμεναν στείροι
Διαζύγιο
Η γυναίκα ήταν δυνατό να ζητήσει τη λύση του γάμου σε περίπρωση ακραίας συμπεριφοράς του συζύγου της. λόγους, λόγω μοιχεία ή κολάσιμων πράξεων του συζύγου. Αν όμως ο άνδρας είχε σχέσεις με γυναίκα άγαμη, διαζευγμένη ή χήρα, αυτό θεωρούταν πορνεία κι όχι μοιχεία, επομένως η γυναίκα δεν μπορούσε να ζητήσει διαζύγιο. Ο Ιουστινιανός με τη νομοθεσία του, κάτω από την πίεση της εκκλησίας, απαγόρευσε τη συναινετική λύση του γάμου, με εξαίρεση λόγω επιλογής του μοναχικού βίου.
Νόμος περί διαζυγίου που εξέδωσε το 331 ο Μέγας Κωνσταντίνος: "Όταν μια γυναίκα στείλει αναγγελία διαζυγίου, θα πρέπει να ερευνώνται μόνο οι ακόλουθες κατηγορίες: υπάρχουν αποδείξεις ότι αυτός είναι φονιάς, μάγος ή τυμβωρύχος; Αν ναι, τότε αυτή η γυναίκα θα πρέπει να επαινείται και να ανακτά όλη την προίκα της. Αν όμως έχει στείλει αναγγελία διαζυγίου για λόγους ανεξάρτητους από αυτές τις τρεις κατηγορίες, θα πρέπει να αφήσει ακόμα και την τελευταία φουρκέτα της στο σπίτι του συζύγου της και να εκτοπισθεί σε κάποιο νησί για τη μεγάλη της έπαρση. Αν οι άνδρες στείλουν αναγγελία διαζυγίου, θα πρέπει να ερευνηθούν οι εξής τρεις κατηγορίες: επιθυμούν να αποκηρύξουν μια μοιχαλίδα, μάγισσα ή μαστροπό; Αν κάποιος άνδρας διώξει τη σύζυγό του η οποία δεν έχει αποδεδειγμένα σχέση με αυτές τις κατηγορίες, θα πρέπει να της επιστρέψει όλη την προίκα και ο ίδιος να μην ξαναπαντρευτεί. Αν πράγματι πράξει κάτι τέτοιο, επιτρέπεται στην τέως σύζυγο να εισέλθει στο σπίτι του και να μεταβιβάσει στον εαυτό της όλη την προίκα της δεύτερης συζύγου, ως αποζημίωση για τη ζημιά που υπέστη.
G. Clarck, Οι γυναίκες στην όψιμη αρχαιότητα, σ. 52
G. Clarck, Οι γυναίκες στην όψιμη αρχαιότητα, σ. 52
Η προίκα
Σκοπός της προίκας ήταν η συντήρηση των παιδιών ιδιαίτερα στην περίπτωση θανάτου του άνδρα. Όταν πέθαινε η γυναίκα, η προίκα ανήκε στα παιδιά της. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο σύζυγος, αν και διαχειριζόταν την προίκα, δεν μπορούσε εύκολα να την απαλλοτριώσει. Η γυναίκα μάλιστα μπορούσε να προσφύγει σε δικαστήριο, αν έκρινε ότι ο άντρας της δεν διαχειριζόταν σωστά την προίκα της. Αν πάλι χήρευε η σύζυγος, τότε γινόταν αυτή διαχειριστής της περιουσίας του μακαρίτη και προστάτης των παιδιών. Με άλλα λόγια αναγνωριζόταν ως αρχηγός της οικογενείας, φτάνει να μην ξαναπαντρευόταν
Η μοιχεία
Η μοιχαλίδα γυναίκα μπορούσε να φονευθεί από το σύζυγό της. Αργότερα επί Λέοντος Σοφού η ποινή αυτή μετριάσθηκε σε αποκοπή της ρινός και διαπόμπευση. Εννοείται ότι η ποινή που ίσχυε για τις γυναίκες μοιχαλίδες δεν εφαρμοζόταν στους άνδρες μοιχούς. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος (ο οποίος βλέπει ότι η μοιχευόμενη γυναίκα τιμωρείται, ενώ ο μοιχός θεωρείται ανεύθυνος) φωνάζει: "ου δέχομαι ταύτην την νομοθεσίαν, ουκ επαινώ την συνήθειαν". Υπόψη ότι ο άντρας θεωρείται μοιχός μόνο όταν έχει σχέση με παντρεμένη γυναίκα και μάλιστα μοιχός όχι έναντι της γυναικός του, αλλά μόνο έναντι του συζύγου της άλλης γυναίκας
Εργασία
Στον επαγγελματικό τομέα ο ρόλος της γυναίκας ήταν μικρός. Συχνά η ανάγκη εξουδετέρωνε τους κοινωνικούς κανόνες. Η φτώχεια υποχρέωνε πολλές γυναίκες να βγαίνουν στην αγορά για να βγάλουν το ψωμί τους, ασκώντας τα επαγγέλματα της βιοτέχνισσας, πουλώντας έργα φτιαγμένα από τα χέρια τους, της υφάντριας, κ. α. Οι φτωχές γυναίκες δούλευαν στα χωράφια και στα εργαστήρια της οικογένειάς τους. Λίγες γυναίκες, μορφωμένες, ήταν ιατροί που θεράπευαν το γυναικείο πληθυσμό. Άλλες, οι λεγόμενες κοινές, ζούσαν στα μιμαρεία και στα καπηλειά. Ένα επάγγελμα περιφρονημένο και κοινωνικά απαράδεκτο ήταν οι θεατρίνες που έφτασε να θεωρείται περίπου συνώνυμο της πόρνης. Ασκώντας τέτοιου είδους επαγγέλματα για να ζήσουν, οι γυναίκες του Βυζαντίου ήταν νομοθετικά αποκλεισμένες από άλλα σοβαρότερα και αξιολογότερα. Μια γυναίκα δεν μπορούσε να ασκήσει δημόσιο λειτούργημα, ούτε να γίνει δικαστίνα ή δικηγορίνα. Σύμφωνα με την Ιουστινιάνεια νομοθεσία το να καθίσει μια έγγαμη γυναίκα και να γευματίσει με τη συντροφιά τρίτων αντρών θεωρούνταν λόγος διαζυγίου.
Η θέση της εκκλησίας ήταν αρνητική. Η γυναίκα έπρεπε να μένει στο γυναικωνίτη απομονωμένη και όφειλε να περιορίζεται αποκλειστικά στις οικιακές ασχολίες και την ανατροφή των παιδιών. Μάλιστα η γυναίκα όταν έβγαινε από το σπίτι (ακόμη και η αυτοκράτειρα) έπρεπε να είναι καλυμμένη με πέπλο. Ο Μ. Βασίλειος διαμαρτύρεται για τις γυναίκες εκείνες που συμμετέχουν στα πανηγύρια και τις διασκεδάσεις που ακολουθούν, διότι "από των κεφαλών τα της εσχημοσύνης καλύμματα έρριπτον".
Ωστοσο από τον 11ο αιώνα και μετά, οι κοινωνικές αλλαγές που δρομολογουνται μεταβάλλουν πολλές από τις κατεστημένες απόψεις για το ρόλο της γυναικας και οι πρώτες που επωφελούνται είναι οι γυναίκες από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα.
Μέσα στο σπίτι, οι δουλειές των γυναικών ήταν η ύφανση στον αργαλειό, το πλύσιμο των ρούχων, το άλεσμα του σιταριού, το ζύμωμα του ψωμιού, το μαγείρεμα, και φυσικά, η γενική συντήρηση και καθαριότητα του σπιτιού. Στα σπίτια των πατρικίων, αλλά και πολλών αστών, υπήρχαν οι υπηρέτριες: ελεύθερες φτωχές κοπέλες, που αναγκάζονταν να δουλέψουν σε τρίτους για να ζήσουν. Τις έλεγαν μισθαρνίσσας ή μισθωτρίας και κατοικούσαν στο σπίτι του αφεντικού μ' ένα μικρό μηνιαίο μισθό, τη ρόγαν, με διατροφή και ρουχισμό. Οι όροι καθορίζονταν με ειδικό συμβόλαιο το δουλευτικόν.
Η συμπεριφορά
Η γυναίκα, ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη έπρεπε να μάθει να ακούει, να πειθαρχεί και να σωπαίνει. Η γυναικεία φλυαρία επικρίνεται , πόσο μάλλον όταν γίνεται μέσα στην εκκλησία. Η οι γυναίκες δεν πρέπει να γελάνε μπροστά σε άντρες, να μην κοιτάζουν τους άντρες στα μάτια, να μην χασκογελούν πίσω από τα πατζούρια τους με τους περαστικούς, να μην μιλούν άσχημα, να αποφεύγουν τα συχνά λουτρά να κυκλοφορούν με σκεπασμένο το κεφάλι. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις γυναικών που αγνοούσαν τα παραπάνω κάνοντας τη δική τους μικρή επανάσταση και σκανδάλιζαν τους πάντες εισπράττοντας μειωτικούς χαρακτηρισμούς όπως για παράδειγμα "η ασκέπαστος" και η "αναμαλλαρέα" αν κυκλοφορούσαν χωρίς να φοράνε μαντήλι στο κεφάλι.
Σπουδαίες βυζαντινές
Στη μακραίωνη περίοδο της βυζαντινής αυτοκρατορίες λίγες σχετικά γυναίκες κατόρθωσαν να υπερβούν τα όρια που τους έθετε το φύλλο τους και να αφήσουν ανεξίτηλα ίχνη της δράσης τους. Η αποκατάσταση των εικόνων κατά την εικονομαχία προωθήθηκε από τρεις γυναίκες, τις αυτοκράτειρες Ειρήνη ,Ευφροσύνη και Θεοδώρα, ενώ ενεργό ρόλο γενικότερα έπαιξαν οι γυναίκες που στήριξαν τη λατρεία μέσω των εικόνων . Άλλες σπουδαίες γυναικες που φόρεσαν την πορφύρα ήταν Αγία Ελένη(μητέρα Μ. Κωνσταντίνου) Θεοδώρα(σύζυγος του Ιουστινιανού) , η Ευδοκία (σύζυγος του Θεοδοσίου Β') , η Ειρήνη η Αθηναία(σύζυγος του Λέοντα Δ'),η Θεοδώρα(σύζυγος του Θεόφιλου) η Ζωή σύζυγος τριών αυτοκρατόρων η Θεοφανώ (σύζυγος Ρωμανού Β΄ και Νικηφόρου Φωκά)
Ελάχιστες γυναίκες, αποκλειστικά από την αριστοκρατική τάξη, μπόρεσαν να αποκτήσουν ευρύτατη μόρφωση. Τέτοιες φωτισμένες γυναίκες με μεγάλη πνευματική καλλιέργεια - πέρα από την Άννα Κομνηνή - ήταν η φιλόσοφος Υπατία στην Αλεξάνδρεια, η Πουλχερία αδελφή του Θεοδοσίου Β΄, η σύζυγός του Αθηναΐδα-Ευδοκία, η σπουδαία υμνωδός της ορθόδοξης εκκλησίας Κασσιανή. Η ανιψιά του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, Θεοδώρα Ραούλαινα Παλαιολογίνα κατείχε στη βιβλιοθήκη της πολλούς κώδικες με έργα αρχαίων Ελλήνων κλασικών, ορισμένους από τους οποίους είχε αντιγράψει η ίδια.
Οι περισσότερες από αυτές τις φωτισμένες γυναίκες μορφώθηκαν όχι με το να φοιτήσουν σε κάποια ανώτατη Σχολή, αλλά με το να μαθητεύσουν κοντά σε κάποιον λόγιο λαϊκό ή κληρικό ή ακόμη και μόνο με την προσωπική τους προσπάθεια και μελέτη.
Ελάχιστες γυναίκες, αποκλειστικά από την αριστοκρατική τάξη, μπόρεσαν να αποκτήσουν ευρύτατη μόρφωση. Τέτοιες φωτισμένες γυναίκες με μεγάλη πνευματική καλλιέργεια - πέρα από την Άννα Κομνηνή - ήταν η φιλόσοφος Υπατία στην Αλεξάνδρεια, η Πουλχερία αδελφή του Θεοδοσίου Β΄, η σύζυγός του Αθηναΐδα-Ευδοκία, η σπουδαία υμνωδός της ορθόδοξης εκκλησίας Κασσιανή. Η ανιψιά του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, Θεοδώρα Ραούλαινα Παλαιολογίνα κατείχε στη βιβλιοθήκη της πολλούς κώδικες με έργα αρχαίων Ελλήνων κλασικών, ορισμένους από τους οποίους είχε αντιγράψει η ίδια.
Οι περισσότερες από αυτές τις φωτισμένες γυναίκες μορφώθηκαν όχι με το να φοιτήσουν σε κάποια ανώτατη Σχολή, αλλά με το να μαθητεύσουν κοντά σε κάποιον λόγιο λαϊκό ή κληρικό ή ακόμη και μόνο με την προσωπική τους προσπάθεια και μελέτη.
Περισσότερα αφιερώματα για το Βυζάντιο εδώ.