“Πιστεύω ότι μπορώ!”, “Αν προσπαθήσω, θα τα καταφέρω!”. Οι φράσεις αυτές υποδηλώνουν μια στάση ζωής που όλοι οι γονείς θέλουν να έχουν τα παιδιά τους. Να είναι σε θέση να αντιμετωπίζουν τις αντιξοότητες, να μαθαίνουν από τις αποτυχίες και να μην τα παρατούν όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με δύσκολες προκλήσεις.
Όλα αυτά απαιτούν από το παιδί να έχει αυτό-αποτελεσματικότητα – να έχει δηλαδή τη δυνατότητα να καθορίζει ένα στόχο, να επιμένει σε αυτόν και να θεωρεί τον εαυτό του ικανό για την επίτευξή του.
Ο διαχωρισμός της αυτό-αποτελεσματικότητας από την αυτοεκτίμηση…
Όταν τα παιδιά νιώθουν αναστατωμένα με κάτι είναι φυσικό να θέλουμε να νιώσουν καλύτερα. Για να το πετύχουμε αυτό, συνήθως το πρώτο πράγμα που κάνουμε είναι να προσπαθούμε να ενισχύσουμε την αυτοεκτίμησή τους με λέξεις όπως “Τα πήγες περίφημα”, “Όλα θα πάνε καλά”, “Νομίζω πως έκανες το καλύτερο”. Αυτός ο τρόπος ενίσχυσης της αυτοεκτίμησης αν και κατευνάζει τα παιδιά δεν ενισχύει την αυτό-αποτελεσματικότητα, και αυτό γιατί πρόκειται για δύο διαφορετικές έννοιες.
Η αυτοεκτίμηση είναι το αίσθημα που σε κάνει να νιώθεις καλά με τον εαυτό σου. Από την άλλη πλευρά η αυτό-αποτελεσματικότητα έχει να κάνει με την πεποίθηση πως έχεις τις δεξιότητες στις οποίες μπορείς να βασιστείς για να πετύχεις τους στόχους σου. Έχει τεράστια σημασία να νιώθεις καλά με τον εαυτό σου, αλλά ο καλύτερος τρόπος για να κάνουμε ένα παιδί να αισθανθεί καλά με αυτό που είναι, είναι να του παρέχουμε ευκαιρίες για να μάθει ποια είναι τα δυνατά του σημεία και να το βοηθήσουμε να καλλιεργήσει την πεποίθηση ότι μπορεί να στηριχτεί στις δικές του δυνάμεις όταν αντιμετωπίζει μια πρόκληση.
Η αυτό-αποτελεσματικότητα και η σχολική επίδοση…
Πολυάριθμες έρευνες δείχνουν πως οι μαθητές με ισχυρή αίσθηση της αποτελεσματικότητας είναι πιο πιθανό να “αντέχουν” στις προκλήσεις και να έχουν την πεποίθηση ότι μπορούν να ολοκληρώσουν με επιτυχία το έργο τους με βάση τις ικανότητές τους και την προηγούμενη εμπειρία. Οι μαθητές αυτοί τείνουν να καταβάλουν μεγάλο βαθμό προσπάθειας προκειμένου να ανταποκριθούν στις δεσμεύσεις τους και αποδίδουν την αποτυχία σε πράγματα τα οποία μπορούν να ελέγξουν παρά σε εξωτερικούς παράγοντες.
Επίσης, τείνουν να ανακάμπτουν γρήγορα μετά από μια αποτυχία με αποτέλεσμα να είναι πιο πιθανό να επιτύχουν τους προσωπικούς τους στόχους, έχουν καλύτερες στρατηγικές μάθησης, μεγαλύτερες πιθανότητες για μελλοντικές ακαδημαϊκές επιτυχίες, πιο θετικές κοινωνικές συμπεριφορές και μειωμένες πιθανότητες να βιώσουν συναισθήματα κατάθλιψης και ματαίωσης.
Από την άλλη πλευρά, μαθητές με χαμηλή αυτό-αποτελεσματικότητα πιστεύουν πως δεν μπορούν να πετύχουν και είναι λιγότερο πιθανό να κάνουν μια συντονισμένη, εκτεταμένη προσπάθεια και μπορεί να βλέπουν τις προκλήσεις ως απειλές που πρέπει να αποφύγουν. Έτσι, έχουν χαμηλές προσδοκίες που μπορούν να οδηγήσουν σε απογοητευτικές σχολικές επιδόσεις μπαίνοντας σε έναν αυτοεκπληρούμενο κύκλο ανάδρασης – “Είναι δύσκολο, γιατί να προσπαθήσω αφού δεν θα τα καταφέρω. Καλύτερα να απέχω”.
Τι μπορούν να κάνουν οι γονείς;
Οι γονείς είναι σημαντικό να βοηθούν τα παιδιά να ορίζουν στόχους, ιδίως βραχυπρόθεσμους. Όταν τα παιδιά επικεντρώνονται σε συγκεκριμένους, άμεσους και με έναν ικανοποιητικό βαθμό δυσκολίας στόχους, τα βοηθά να αποδείξουν πως μπορούν να ολοκληρώσουν ένα συγκεκριμένο έργο και μετά να εσωτερικεύσουν την πεποίθηση ότι μπορούν να ενεργήσουν με παρόμοιο τρόπο την επόμενη φορά.
Ο σχεδιασμός στρατηγικής για να επιτευχθούν οι στόχοι που έχουν τεθεί είναι εξίσου σημαντικός. “Ποια βήματα πρέπει να ακολουθήσω;” “Ποιες ικανότητές μου μπορώ να χρησιμοποιήσω;”
Οι γονείς μπορούν να διδάξουν στα παιδιά να εντοπίζουν και να αμφισβητούν τις αρνητικές σκέψεις που υπονομεύουν την πίστη στις ικανότητές τους. Να τους βοηθήσουν να δουν γιατί η αρνητική τους σκέψη είναι ανακριβής και πώς να την αντικαταστήσουν με μια θετική και ρεαλιστική σκέψη.
Η παρατήρηση και η ανάλυση μιας επιτυχίας, βοηθά ιδιαίτερα στην αύξηση της αυτό-αποτελεσματικότητας. Για παράδειγμα, τα παιδιά μπορούν να κρατούν ένα ημερολόγιο επιτυχίας και να καταγράφουν τις επιτυχίες, τις δεξιότητες, τα ταλέντα και τις στρατηγικές που χρησιμοποίησαν για να φέρουν το θετικό αποτέλεσμα. Αυτό όχι μόνο θα βοηθήσει να χτίσουν τα παιδιά μια θετική εικόνα για τον εαυτό τους, αλλά θα δημιουργήσει και θετικά συναισθήματα τα οποία με τη σειρά τους θα οδηγήσουν σε πιο δημιουργική σκέψη και στην ικανότητα επίλυσης προβλημάτων.
Ο έπαινος θα πρέπει να επικεντρώνεται στην προσπάθεια και στις στρατηγικές που χρησιμοποίησαν τα παιδιά για να επιτύχουν ένα καλό αποτέλεσμα (πχ, “Τα πήγες καλά γιατί επέμενες και προσπάθησες με διαφορετικούς τρόπους να λύσεις το πρόβλημα”). Αυτός ο τρόπος θα οδηγήσει στη βελτίωση δεξιοτήτων, στην αύξηση της επιμονής και της επίτευξης σε αντίθεση από το να λέγαμε απλώς σε ένα παιδί “Είσαι έξυπνος” ή “Είσαι αστέρι”. Δίνοντας έμφαση στην προσπάθεια και στη στρατηγική βοηθάμε τα παιδιά να εστιάσουν την προσοχή τους σε μεταβλητές που μπορούν να ελέγξουν.
Όταν ένα παιδί αποτυγχάνει σε κάτι, το να προσποιούμαστε ότι δεν συνέβη ή να υποτιμούμε τα συναισθήματα που βιώνει δεν είναι ιδιαίτερα βοηθητικό. Αντίθετα, είναι προτιμότερο να αναγνωρίζουμε τη δυσκολία και να είμαστε ειλικρινείς “Αυτό πρέπει να ήταν πραγματικά δύσκολο. Μπορώ να καταλάβω γιατί είσαι απογοητευμένος”, και στη συνέχεια να προσδιορίζουμε συγκεκριμένες δυνάμεις και δεξιότητες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν την επόμενη φορά.
Όταν βοηθάμε τα παιδιά να επικεντρώνουν την προσοχή τους στις δεξιότητες και τις δυνάμεις τους, και όταν τα βοηθάμε να δουν πώς να τις χρησιμοποιούν περισσότερο, στην πραγματικότητα τους διδάσκουμε την αυτό-αποτελεσματικότητα. Ένα εργαλείο που εγγυάται την επιτυχία και μαθαίνει στα παιδιά ότι τα καταφέρνουν, όσοι πιστεύουν πως μπορούν!
Περισσότερες συμβουλές εδώ.