Η λέξη στα νέα ελληνικά παράγεται από το ρήμα διευκρινίζω, άρα γράφεται διευκρίνιση. Στην ίδια οικογένεια: διευκρινιστικός. Η γραφή διευκρίνηση συνδέεται με το παλιότερο ρήμα διευκρινώ, που δεν χρησιμοποιείται πλέον.
Το αρχαίο ρήμα διευκρινῶ είχε παραμείνει ατονημένο στην Ελληνική επί πολλούς αιώνες και επιπλέον είχε τη σημασία «τακτοποιώ, κανονίζω».
Προς το τέλος τού 19ου αιώνα οι λόγιοι σχημάτισαν τον μεταπλασμένο τύπο διευκρινίζω με τη νέα σημασία «ξεκαθαρίζω» και χρησιμοποίησαν το επίθημα -ίζω ίσως κατ' αναλογίαν προς το συνώνυμο αποσαφηνίζω (ελληνιστικό). Ο τύπος διευκρινίζω επικράτησε χωρίς δυσκολία (καθώς το αρχαίο διευκρινῶ δεν ήταν πλέον εν χρήσει) και, ως εκ τούτου, το παράγωγο ουσιαστικό διευκρίνιση δεν μπορούσε παρά να γραφτεί με -ι-.
Συγχαρητήρια πολύ καλό εκπαιδευτικό περιβάλλον!!
ΑπάντησηΔιαγραφή