Η «φούσκα» αποτελεί ένα φαινόμενο που κάνει συχνά την εμφάνισή του στη διάρκεια της ανθρώπινης Ιστορίας. Πρόκειται για περιπτώσεις χρηματιστηριακής παράνοιας, με καταστρεπτικές συνέπειες για τους επενδυτές, που αποζήτησαν το εύκολο και γρήγορο κέρδος. Κι ενώ κάθε φορά θεώρησαν ότι «αυτή τη φορά δεν είναι όπως παλιά», αποδεικνυόταν τελικά πως και πάλι ήταν όπως παλιά. Και η φούσκα γινόταν αντιληπτή μόνο αφότου είχε ήδη σκάσει…
Από τη τουλιπομανία μέχρι τη «φούσκα Dot-Com», οι τραγικές εκτιμήσεις επενδυτών και οικονομολόγων προκάλεσαν αρκετές φορές την εξαφάνιση ολόκληρων περιουσιών.
«Τρεις είναι οι μεγάλες δυνάμεις που κινούν τον κόσμο: η ανοησία, ο φόβος και η απληστία», είχε πει κάποτε ο Άλμπερτ Αϊνστάιν.
Τουλιπομανία
Οι τουλίπες αποτελούν ένα μοιραίο λουλούδι της οικονομικής ιστορίας. Η εμφάνιση στην Ευρώπη στα μέσα του 16ου αιώνα του άγνωστου μέχρι τότε λουλουδιού προκάλεσε πραγματική μανία, ιδίως στην Ολλανδία, όπου οι βολβοί σπάνιων ποικιλιών απέκτησαν τεράστια αξία.
Στο χρηματιστήριο του Άμστερνταμ δημιουργήθηκαν ειδικοί χώροι για την αγοραπωλησία τουλίπας, κάτι που μιμήθηκαν και άλλες ολλανδικές πόλεις. Οι βολβοί αγοράζονταν και πωλούνταν όπως και οι μετοχές σήμερα στα χρηματιστήρια του κόσμου. Μάλιστα, η τιμή ενός και μόνο βολβού τουλίπας έφτασε να είναι ίδια με εκείνη μιας άμαξας, δύο αλόγων ή χιλιάδων κιλών τυριού.
Η τουλιπομανία επέμεινε μέχρι τον Φεβρουάριο του 1637, όταν η αγορά κατέρρευσε λόγω αμφιβολιών για τη συνεχιζόμενη αύξηση των τιμών των βολβών. Ο πανικός κυρίευσε τους επενδυτές, όλοι ήθελαν να πουλήσουν αλλά κανένας να αγοράσει. «Σημαντικοί έμποροι έφτασαν σχεδόν στην επαιτεία», έγραφε ο Charles Mackay, ο οποίος ασχολήθηκε εκτενώς με το θέμα. Πολλοί είδαν τις περιουσίες τους να εξαφανίζονται και παρά το γεγονός ότι η ολλανδική κυβέρνηση ξεκίνησε έρευνα για την υπόθεση, η οικονομία της χώρας εισήλθε σε ύφεση.
Η φούσκα της Νότιας Θάλασσας
Ο όρος «φούσκα» εισήλθε στο λεξικό στις αρχές του 18ου αιώνα, όταν η βρετανική Εταιρεία της Νότιας Θάλασσας κατέρρευσε, συμπαρασύροντας και πολλούς επενδυτές μαζί της. Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1711, με τους ιδιοκτήτες της να αναλαμβάνουν μέρος του χρέους της Βρετανίας με αντάλλαγμα αποκλειστικά δικαιώματα εμπορίου στη Νότια Αμερική.
Μετά τη διασπορά φημών για τα σημαντικά κέρδη που είχαν αποφέρει οι δραστηριότητές της, η εταιρεία προχώρησε εξέδωσε μετοχές για το κοινό, οι οποίες έγιναν ανάρπαστες. Σε σύντομο χρονικό διάστημα οι τιμές τους σχεδόν δεκαπλασιάστηκαν, αλλά και η φούσκα αυτή τελικά έσκασε, οδηγώντας στην οικονομική καταστροφή χιλιάδες επενδυτές. Οι έρευνες που ακολούθησαν έφεραν στο φως δωροδοκίες και εκτεταμένη διαφθορά και αρκετά στελέχη της εταιρεία κατέληξαν πίσω από τα σίδερα.
Η εταιρεία του Μισισιπή
Το 1716 η Γαλλία βρισκόταν αντιμέτωπη με δημόσια χρέη και έλλειψη ρευστότητας. Την κρίση κλήθηκε να επιλύσει ο σκοτσέζος Τζον Λόου, ο οποίος πρότεινε την εισαγωγή του χάρτινου νομίσματος για την ανάκαμψη της οικονομίας. Με τη στήριξη της γαλλικής κυβέρνησης, ο Λόου ίδρυσε μια τράπεζα και άρχισε να εκδίδει τραπεζογραμμάτια που υποτίθεται πως είχαν αντίκρισμα σε χρυσό και ασήμι.
Λίγο αργότερα, ο ίδιος θα ιδρύσει την Εταιρεία του Μισισιπή, η οποία αποκτά το μονοπώλιο στη γαλλική τότε Λουιζιάνα, η οποία σύμφωνα με τις φήμες διέθετε αποθέματα χρυσού. Ο Λόου άρχισε να πουλά μετοχές της εταιρείας, οι οποίες κέντρισαν το ενδιαφέρον των επενδυτών, εκτινάσσοντας την αξία τους. Οι πληροφορίες κάνουν λόγο για σκηνές αλλοφροσύνης στους δρόμους του Παρισιού, ενώ λέγεται ότι γυναίκες πουλούσαν ακόμη και το κορμί τους για να αποκτήσουν χρήματα για την αγορά μετοχών.
Το όλο κόλπο, που έδωσε ώθηση στη γαλλική οικονομία και έκανε πολλούς ανθρώπους πλούσιους, κάποια στιγμή θα σταματήσει να αποδίδει. Η Εταιρεία του Μισισιπή ουδέποτε βρήκε χρυσό στη Λουιζιάνα. Όταν το 1920, επενδυτές θέλησαν να εξαργυρώσουν τα τραπεζογραμμάτιά τους σε χρυσό, διαπίστωσαν πως δεν υπήρχαν αρκετά αποθέματα που να ανταποκρίνονται στην αξία τους. Οι τιμές των μετοχών της εταιρείας κατηφόρισαν δραματικά και πολλοί νεόπλουτοι είδαν τα κέρδη τους να εξαφανίζονται εν μία νυκτί. Ο Λόου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα, φοβούμενος την οργή των εξαπατημένων πολιτών.
Τα ακίνητα στη Φλόριντα
Η φήμη της Φλόριντα ως δημοφιλούς προορισμού άρχισε να αναπτύσσεται μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η ευημερία πολλών Αμερικανών τους οδήγησε στην ηλιόλουστη πολιτεία σε αναζήτηση φτηνής κατοικίας. Οι απερίσκεπτες αγοραπωλησίες γης έδιναν και έπαιρναν, με τις τιμές να διπλασιάζονται κάθε λίγους μήνες στη διάρκεια του 1920. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι «επενδυτές» δεν είχαν καν το κεφάλαιο για την αγορά, απλώς έδιναν την προκαταβολή, μεταπωλούσαν με κέρδος την έκταση και στη συνέχεια αποπλήρωναν το υπόλοιπο ποσό.
Και ενώ φαινόταν πως η άνθηση της αγοράς κατοικίας στην περιοχή δεν είχε όριο, στις αρχές του 1926, οι αγοραστές έπαψαν να εμφανίζονται για να αγοράσουν σε αυτές τις υπερεκτιμημένες αξίες. Ο πανικός δεν άργησε να κάνει την εμφάνισή του, με τους επενδυτές να πωλούν για να εξασφαλίσουν τα κέρδη τους αλλά με τεράστιες απώλειες.
Το Μεγάλο Κραχ
Η δεκαετία του 1920 υπήρξε μια περίοδος ευφορίας για την αμερικανική χρηματιστηριακή αγορά. Ήταν η περίοδος που πολλά νοικοκυριά στις ΗΠΑ ανακάλυψαν το χρηματιστήριο, έπαιρναν δάνεια, τα οποία και επένδυαν ελπίζοντας να πλουτίσουν.
Το φθινόπωρο του 1929 οι τιμές των μετοχών είχαν φτάσει σε εξωπραγματικά ύψη. Παρά το γεγονός πως υπήρχαν φήμες για επικείμενη πτώση τους, πολλοί διακεκριμένοι οικονομολόγοι διαβεβαίωναν για το αντίθετο. Η αισιοδοξία εξατμίστηκε τελικά στις 24 Οκτωβρίου, όταν πωλήθηκαν περίπου 13 εκατ. μετοχές από πανικοβλημένους επενδυτές. Τη «Μαύρη Πέμπτη» ακολούθησε η «Μαύρη Τρίτη», όταν το χρηματιστήριο κατέρρευσε ακόμη περισσότερο, προκαλώντας χάος και επισπεύδοντας τη Μεγάλη Ύφεση που επί μία σχεδόν δεκαετία πλανιόταν πάνω από τις ΗΠΑ.
Η «φούσκα Dot-Com»
Λίγες φούσκες μπορούν να συγκριθούν με εκείνη της δεκαετίας του 1990. Το διαδίκτυο και οι νέες τεχνολογίες προκάλεσαν ένα τεράστιο κύμα ευφορίας στους επενδυτές, που ενδιαφέρθηκαν για την χρηματοδότηση των νέων εταιρειών. Ο σύνθετος δείκτης NASDAQ, που περιέχει κυρίως μετοχές του κλάδου της τεχνολογίας, εκτοξεύτηκε από τις 500 μονάδες τον Απρίλιο του 1991 σε πάνω από 5.000 μονάδες τον Μάρτιο του 2000.
Η υπερβολική μανία οδηγούσε ανθρώπους να επενδύουν «τυφλά» σε οτιδήποτε συνδεόταν απλά με τη νέα βιομηχανία. Όταν τελικά θα συνειδητοποιήσουν πως πρόκειται για μια κλασική κερδοσκοπική φούσκα, ο δείκτης NASDAQ θα κατρακυλήσει το 2002, εξαφανίζοντας τρισεκατομμύρια δολάρια από τα χαρτοφυλάκια των επενδυτών.
Η στεγαστική φούσκα των ΗΠΑ
Πολλοί ειδικοί πιστεύουν πως η παραπάνω «τεχνολογική φούσκα», όπως έχει επίσης χαρακτηριστεί, οδήγησε τους επενδυτές στα ακίνητα, πιστεύοντας πως πρόκειται για έναν πολύ πιο ασφαλή τομέα. Οι τιμές των ακινήτων στις ΗΠΑ άρχισαν να καταγράφουν σημαντική άνοδο στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές του 2000. Το 2006 θα γνωρίσουν τιμές ρεκόρ, καθώς οι τράπεζες δάνειζαν τα νοικοκυριά, πολλές φορές με δάνεια στα οποία οι δανειζόμενοι πλήρωναν μόνο τον τόκο ή χωρίς οι τράπεζες να έχουν πλήρεις εξασφαλίσεις.
Την ίδια εκείνη χρονιά θα αρχίσει η πτώση και η φούσκα αναπόφευκτα θα σκάσει, οδηγώντας στην κρίση ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου, όπου πολλοί δανειολήπτες βρέθηκαν στη δύσκολη θέση να αδυνατούν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις αποπληρωμής των δανείων τους. Η κρίση που εκδηλώθηκε στην παγκόσμια οικονομία το 2008 εκτιμάται πως οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο σκάσιμο αυτής της τελευταίας φούσκας.
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.