Ο όρος Αρβανίτης είναι παλαιότερος της λέξης Αλβανός και πρωτοχρησιμοποιήθηκε για τον κάτοικο του Άρβωνος κυρίως από τους Πολύβιο και Στέφανο Βυζάντιο. Χώρα Αλβανία υπήρχε και στον Καύκασο. Αλβανοί ονομάζονταν και οι κάτοικοι περιοχής στο Λάτιο. Άλβα Λόγκα λεγόταν ο τόπος αυτός (η λέξη Άλβα σχετίζεται με κάτι το λευκό και Λόγκα είναι κάτι το μακρύ).
Albani λεγόντουσαν οι φρουροί της Εγνατίας Οδού.
Η λέξη Σκιπετάρ (Αλβανός) πάει να πει ορεινός, καραμπινοφόρος, μισθοφόρος και αετός. Schiopetier ήταν μια παλαιά βενετσιάνικη λέξη για τον χειριστή καραμπίνας.
Η λέξη νισάφι είναι τουρκικής προέλευσης και σημαίνει έλεος (από τον τουρκικό όρο insaf).
Αρβανιτιά ονομάζεται μια περιοχή στο Ναύπλιο πίσω από το Παλαμήδι, όπου βρισκόταν μια γέφυρα σε απόκρημνο γκρεμό την οποία επίτηδες πείραξαν κάποιοι επί Τουρκοκρατίας για να σκοτωθεί αλβανικό ασκέρι που θα τη διάβαινε. Αρβανίτικος Πύργος ονομάστηκε η τοποθεσία, όπου τοποθετήθηκε μια στήλη με κεφάλια νικημένων Αλβανών, η οποία αποσύρθηκε όταν θα περνούσε από εκεί ο γιος του Αλή Πασά. Αρβανίτικο Μακελειό ονομάζεται ένα πέρασμα από την Πελοπόννησο στη Ρούμελη μέσω θαλάσσης, όπου σκοτώθηκαν σε ενέδρα Αλβανοί που επιθυμούσαν να περάσουν απέναντι.
Σε σύγγραμμα του Πανεπιστημίου της Κορυτσάς αναφέρεται ότι στρατιώτης αλβανικής καταγωγής παρότρυνε τον Πύρρο να σκοτώσει τον εχθρό φωνάζοντας «Θέρε, μωρέ Πύλε» και από την ερμηνεία αυτή οι Αλβανοί ισχυρίζονται ότι πήραν το όνομά τους οι Θερμοπύλες.
Άλλο ανάλογο μύθευμα αναφέρει ότι η περιοχή της Αθήνας παλιά ονομαζόταν Κρανιά και κάποιοι Αλβανοί απέδιδαν τη λέξη αυτή ως Θάνα και από εκεί προέκυψε η λέξη Αθήνα.
Η αλβανική εκδοχή για την ονομασία της Μάνης σχετίζεται με την λέξη mene που σημαίνει μουριά.
Η επικρατέστερη εκδοχή τη συσχετίζει με το λατινικό όρο mansio που πάει να πει κάστρο από το οχυρό που έχτισε στην περιοχή ο Ιουστινιανός. Το είχε ονομάσει Κάστρο της Μαΐνης.
Οι Τοσκοί και οι Γκέκες είναι οι πιο ονομαστές αρβανίτικες οικογένειες. Οι πρώτοι σχετίζονται με τη Τοσκάνη και οι δεύτεροι με το gigas, που εννοούσε την τεράστια δύναμή τους.
Η λέξη πλιάτσικο είναι αλβανικής προέλευσης και σημαίνει λεία. Στα αλβανικά γράφεται plaske.
Άλλη ισχυρή αλβανική οικογένεια ήταν ο Μπούας, από την οποία δόθηκε η ονομασία στο χωριό Μπογιάτι, που είναι ο σημερινός Άγιος Στέφανος.
Η ναυτική οικογένεια Κουντουριώτη αποδέχτηκε την αρβανίτικη καταγωγή της, αφού κάποιος πρόγονός της βαπτίστηκε στην περιοχή των Κουντούρων στη Μεγαρίδα.
Με τον όρο Μελλάχηδες μιλάμε για ναυτικό σώμα του τουρκικού ναυτικού που στρατολογούσε Έλληνες ναύτες από τα νησιά.
Το επώνυμο Σαχίνης σημαίνει γεράκι και έτσι ονομάστηκε και ένα ταχύπλοο που διέθετε η συγκεκριμένη οικογένεια.
Η λέξη Αρναούτης συνδέεται με ναυτικό κόμπο που είναι γνωστός και ως αραβόκομπος.
Οι Ντρέδες (Dhres στα αλβανικά) πήραν το επώνυμό τους από την λέξη ανυπότακτος. Υπάρχει, όμως, και η εκδοχή πως είναι από το Ανδρέας.
Λεμπέσης στα αρβανίτικα πάει να πει αντάρτης. Ενδέχεται το όνομα αυτής της φάρας να προέρχεται από τον αριθμό 55 (Ελί μπες), που αντιστοιχεί στους ισάριθμους Αρβανίτες που πολέμησαν στα Ορλωφικά.
Μια άλλη εκδοχή για την προέλευση του όρου Σκιπιτάρ τους συνδέει με τους κάτοικους των βράχων. Έχει να κάνει με την αλβανική απομόνωση στα ορεινά για να αποφεύγουν επιδρομές και λεηλασίες αλλοεθνών τους ή πειρατών.
Η λέξη Βλάμης προέρχεται από το αλβανικό Vllam που σημαίνει αδελφοποιτοί. Αυτός ήταν ο πρώτος βαθμός για τους μυημένους στη Φιλική Εταιρεία. Το μέλος αυτό θα έπρεπε υποχρεωτικά να φέρει πενήντα φυσέκια. Έτσι λεγόντουσαν και οι συνοδοί του γαμπρού και οι μάγκες. Μάγκας ήταν και στρατιωτικός όρος που αντιστοιχεί στην δεκαρχία.
Σαμπάνης ήταν ο μουσουλμάνος που δεν τηρούσε ευλαβικά το Κοράνι. Έτσι λεγόντουσαν όσοι βαπτίστηκαν χριστιανοί μετά την εκκένωση της Εύβοιας.
Οι Λιάπηδες ενδέχεται να πήραν το επώνυμό τους από την αρχαία χώρα Ιαπυγία ή Ιαπουρία. Κάποιοι ερευνητές τους συνδέουν με τον αρχαίο λαό των Λαπιθών.
Οι συνάξεις των Αρβανιτών λεγόντουσαν πλεκεσιές, δηλαδή γερουσίες (από την αλβανική λέξη πλιακ=γέρος).
Στα ελληνικά λιάπης είναι ο αρπάγας, ο κακοποιός ή ο ατημέλητος.
Το επώνυμο Γκιουλέκας προήλθε από ενοποίηση του ονοματεπώνυμου Γκιώνης Λέκας. Στα ελληνικά υπονοεί τον παλληκαρά.
Στην ελληνική κοινωνία τσάμης είναι ο φορτικός άνθρωπος. Η αρβανίτικη αυτή φάρα προερχόταν από τα Φιλιατρά και ολόκληρη η περιοχή τους κάποια στιγμή ονομάστηκε Τσαμουριά. Αυτή η περιοχή είναι διεκδικήσιμη σύμφωνα με την αλβανική εξωτερική πολιτική για την δημιουργία της Μεγάλης Αλβανίας. Τσιάμης ήταν ο Ισάμ, που θεωρήθηκε ο πρώτος Ηπειρώτης αρνησίθρησκος από την περιοχή του Λεσκοβίκι.
Μπορεί το επώνυμο αυτό να προήλθε και από το ποταμό Θύαμη (Καλαμάς). Στα τουρκικά τσιαμ είναι το πεύκο και τσιαμούρη είναι η λάσπη και ο πηλός. Υπάρχει και η εκδοχή ότι το όνομα δόθηκε από την πριγκίπισσα Θάμαρ από την Ήπειρο που στα 17 της παντρεύτηκε τον Φίλιππο ντ” Ανζού. Θάμαρ στα αρβανίτικα προφέρεται Τσιάμα, όπως ο Θωμάς προφέρεται Τσιώμος. Η τελευταία υπόθεση δεν ευσταθεί, αφού ονόματα σε περιοχές τότε έδιναν μονάχα οι φύλαρχοι, ενώ εκείνη την εποχή δεν είχαν εμφανιστεί ακόμα πρόγονοι των Τσάμηδων.
Οι Αλβανοί ήταν για καιρό νομαδικός λαός και στο λεξιλόγιό τους δεν υπάρχει η λέξη πατρίδα. Αντί για αυτήν χρησιμοποιείται ο όρος ρεντιβέτ που μεταφράζεται ως τόπος.
Σωτήρης Φαρμάκης, mixanitouxronou.gr
Περισσότερα φιλολογικά θέματα εδώ.