Σύνθετη λέξη της αρχαίας ελληνικής: ευ + τύχη (< τυγχάνω) = καλή τύχη, επιτυχία, ευημερία.
Ο Αριστοτέλης διακρίνει την έννοια της ευτυχίας από το εννοιολογικά συγγενές ουσιαστικό ευδαιμονία ( = όλβος, τελεία ευτυχία < ευ + δαίμων = θεός): "διά δέ τό προσδείσθαι της τύχης (τόν ευδαίμονα) δοκει τισι ταυτόν είναι η ευτυχία τη ευδαιμονίᾳ μή ούσα" - δηλ. πιστεύουν κάποιοι ότι, επειδή ο ευδαίμων έχει επιπλέον την ανάγκη της τύχης, η ευτυχία ταυτίζεται με την ευδαιμονία, πράγμα που δεν είναι ορθό - αναγνωρίζοντας, πάντως, ότι η τύχη εξασφαλίζει συχνά τα αγαθά εκείνα χωρίς τα οποία είναι ανέφικτη η ευδαιμονία («άνευ των εκτός αγαθών ων η τύχη εστί κυρία ουκ ενδέχεται ευδαίμονα είναι»).
Περισσότερα από την "Ιστορία των λέξεων" εδώ.