σχολείο < ελληνιστική κοινή σχολεῖον < αρχαία ελληνική σχολή < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *seǵhe- / *sǵhē- (συγγενές με το αρχαίο ελληνικό ἔχω)
Το σχολείο προέρχεται από τη σχολή, λέξη που είναι μεν αρχαία αλλά έχει υποστεί, στη διαδρομή της μέσα στους αιώνες, μιαν αναπάντεχη εξέλιξη. Πράγματι, στα αρχαία ελληνικά η λέξη σχολή σήμαινε αρχικά την ανάπαυση, την απραξία, τον ελεύθερο χρόνο, ενώ η ασχολία σήμαινε ακριβώς την απουσία αργίας, ελεύθερου χρόνου. Η αρχαία σημασία επιβιώνει και σήμερα, ως σχόλη ή σκόλη (Κυριακή γιορτή και σκόλη να ’ταν η βδομάδα όλη, τραγουδούσε η Αλίκη), αλλά και στο σχόλασμα των μαθητών ή των εργαζομένων. Στη σημερινή χρήση, ο τόνος έχει ανέβει, για να αποφεύγεται η σύγχυση της σχόλης με τη σχολή που σημαίνει πια άλλο πράγμα –αυτό το λέμε προφύλαξη.
Λοιπόν, όταν ο Αθηναίος της εποχής του Περικλή έλεγε «σχολήν άγω» αυτό σήμαινε ότι καθόταν αραχτός και ήρεμος· κι επειδή μόνο ο απαλλαγμένος από τις σκληρές βιοποριστικές ασχολίες μπορούσε να αφιερώνει χρόνο στη συζήτηση με άλλους και στην πνευματική του καλλιέργεια, σιγά-σιγά η λ. σχολή παίρνει τη σημασία «σπουδή, φιλοσοφική συζήτηση» και αργότερα, στην ελληνιστική εποχή, φτάνει να σημαίνει και το μέρος, το ίδρυμα όπου σπουδάζει κανείς και αποκτά γνώσεις.
Από τη σχολή προέρχεται και το λατινικό δάνειο schola, που είναι η αρχή όλων των σημερινών school, école, scuola και των άλλων λέξεων σχεδόν όλων των ευρωπαϊκών γλωσσών που σημαίνουν «σχολείο». Να σημειωθεί πάντως ότι η λέξη σχολείον είναι της ελληνιστικής εποχής και μάλλον σπάνια· τα παιδιά των αρχαίων προγόνων μας την εποχή του Περικλή είχαν δάσκαλο τον παιδαγωγό ή πήγαιναν σε διδασκαλείον, όχι σε σχολείον ούτε καν σε σχολή.
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.