Από την αρχαιότητα είναι γνωστή η επιθυμία του ανθρώπου να γνωρίσει το μέλλον, συνυφασμένη με μία εσωτερική του ανάγκη να προσεγγίσει την αιωνιότητα, σπάζοντας το φράγμα του χρόνου, το τεκμήριο της πεπερασμένης ύπαρξής του.
Η επιθυμία αυτή ήταν συνυφασμένη με την καθημερινότητα των αρχαίων Ελλήνων και αυτό το διαπιστώνουμε από τα πολυάριθμα μαντεία που εμφανίστηκαν κατά την αρχαιότητα στον ελληνικό χώρο, καθώς και από ιστορίες που καταμαρτυρούν την εμπιστοσύνη των ανθρώπων εκείνης της εποχής για τις προφητείες.
Οι αρχαίοι Έλληνες στηριζόντουσαν στην διαφόρων μορφών μαντεία, ώστε να πάρουν συμβουλές για δημόσια πράγματα και ιδιωτικές τους υποθέσεις. Ο Ηρόδοτος αναφέρει τουλάχιστον 18 ιερά που περιείχαν μαντεία και 96 αποστολές με σκοπό την αίτηση συμβουλής από κάποιο μαντείο, εκ των οποίων οι 53 απευθυνόντουσαν στο μαντείο των Δελφών.
Η προφητεία και η μαντική τέχνη εμφανίζονται να είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους. Σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες, η μαντική ήταν η επιστήμη των οιωνών (συχνά αναφέρεται αυτή η όψη της μαντικής τέχνης ως οιωνοσκοπία) και εφαρμοζόταν με ποικίλους τρόπους, όπως για παράδειγμα η ερμηνεία του πετάγματος των πουλιών.
Η ερμηνεία του πετάγματος των πουλιών ήταν τόσο διαδεδομένη, ώστε το όνομα του πουλιού «όρνις» σήμαινε «οιωνός». Ο Αριστοφάνης στις «Όρνι θες» παίζει με τη διπλή σημασία της λέξης όρνις - οιωνός. Σημασία δινόταν για την κατεύθυνση που πετούσαν τα πουλιά, για το ύψος, αλλά και τον τρόπο πετάγματός τους και σημαντικοί μάντεις της αρχαίας εποχής που αναφέρονται στον Όμηρο, όπως ο Κάλχας (Έλληνες) και ο Έλενος (Τρώες) ήταν περίφημοι για την ικανότητά τους στην ερμηνεία αυτών των οιωνών.
ΤΡΟΠΟΙ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΟΙΩΝΟΣΚΟΠΕΙΑΣ
Άλλοι τρόποι οιωνοσκοπίας ήταν η μελέτη των ουράνιων σημείων, των κεραυνών και των σεισμών. Ακόμα μπορούσαν να μελετήσουν και μία σταγόνα της βροχής, ενώ ιδιαίτερη σημασία έδιναν στα όνειρα, που θεωρούνταν ως τρόποι για να λάβει κανείς συμβουλές από τους θεούς, όπως γινόταν στα ιερά του Ασκληπιού. Πολλοί μάντεις της αρχαιότητας εξέταζαν τα εντόσθια των ζώων που είχαν θυσιαστεί (κυρίως το συκώτι), ή την φλόγα που έκαιγε στο βωμό του θυσιαστήριου.
Γενικά, έδιναν πολύ μεγάλη σημασία στους οιωνούς, πολλές φορές μάλιστα σε τόσο υπερβολικό ίσως βαθμό, που ακόμα και ένα φτέρνισμα, μπορούσε να αποτελέσει σημάδι για κάποιο σημαντικό γεγονός, ή συμβουλή για να παρθεί μία δύσκολη απόφαση. Στη ραψωδία ζ' της Οδύσσειας, ένα φτέρνισμα του Τηλέμαχου κάνει την Πηνελόπη να αποφασίσει να φωνάξει το ζητιάνο, που είναι ο Οδυσσέας ντυμένος με κουρέλια.
Μία ενδιαφέρουσα μορφή της τότε αρχαιότητας είναι οι προφήτες. Ως τέτοιοι χαρακτηρίζονταν οι άνθρωποι που είχαν δεχτεί από τους θεούς το χάρισμα να προφητεύουν. Οι γυναίκες προφήτισσες ονομάζονταν στην αρχαία Ελλάδα Σίβυλλες, ενώ οι άντρες ονομαζόντουσαν Βάκις.
Συνέτασσαν κυρίως έμμετρες προφητείες που ερμηνευόντουσαν από κάποιους εξηγητές, όπως είναι γνωστό ότι γινόταν αργότερα στον δυτικό κόσμο με τις έμμετρες προφητείες του Νοστράδαμου. Υπήρχαν ωστόσο ανάμεσά τους και αγύρτες. Ο λαός δεν έβλεπε πάντοτε με καλό μάτι τους επαγγελματίες προφήτες. Πολλοί από αυτούς όμως, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή ιδιαίτερα των Αθηνών.
ΜΑΝΤΕΙΑ
Πέρα από την οιωνοσκοπία και τους προφήτες που έγραφαν έμμετρες προφητείες, πιο επίσημη μορφή μαντείας μπορούσε να ζητηθεί από τα ιερά, όπου υπήρχε μαντείο εν ενεργεία. Υπήρχαν πολλά τέτοια μαντεία και δημιουργήθηκαν καινούργια μέχρι και τη ρωμαϊκή εποχή. Δεν είχαν όλα την ίδια φήμη. Άλλα είχαν μεγάλη εμβέλεια και άλλα είχαν πιο τοπική.
Ένα τέτοιο τοπικό μαντείο είναι εκείνο που βρισκόταν στο ιερό της θεάς Δήμητρας, στην Πάτρα της Αχαΐας. Σύμφωνα με τον Παυσανία (VII 21, 12), ζητούσαν συμβουλές από το μαντείο αυτό για θέματα υγείας. Κρεμούσαν έναν καθρέφτη με ένα λεπτό σκοινί και τον κατέβαζαν μέχρι την πηγή του μαντείου, προσέχοντας να μη βυθιστεί στο νερό, αλλά να ακουμπάει μόλις στην επιφάνειά του. Μετά από προσευχή στη θεά Δήμητρα και θυσία (καύση λιβανιού), κοίταζαν μέσα στον καθρέφτη που έδειχνε τον ασθενή νεκρό ή ζωντανό.
Μαντεία με μεγαλύτερη φήμη ήταν αυτό του Αμφιάραου (στα σύνορα της Αττικής με τη Βοιωτία), του Τροφωνίου και του Απόλλωνα στο ιερό των Βαγχιδών ή Διδύμειον (που βρισκόταν κοντά στη Μίλητο της Ιωνίας). Ο Ηρόδοτος αναφέρει, ότι ο βασιλιάς της Λυδίας Κροίσος θέλησε κάποτε να ελέγξει την αξιοπιστία των γνωστότερων μαντείων της τότε εποχής.
Έστειλε απεσταλμένους στα μαντεία του Αμφιάραου, του Τροφωνίου, του Διδύμειου, των Δελφών και της Δωδώνης, ζητώντας να απαντήσουν στην ερώτηση, τι έκανε ο Κροίσος εκείνη την ώρα. Το μαντείο των Δελφών έδωσε τη σωστή απάντηση, αποκαλύπτοντας ότι ο Κροίσος έβαλε σε μια χάλκινη χύτρα να βράσουν μια χελώνα κι ένα αρνί μαζί (Ηρόδοτος 1, 48-49).
Τα δύο γνωστότερα μαντεία του αρχαίους ελληνισμού ήταν το μαντείο των Δελφών και το μαντείο της Δωδώνης. Στο μαντείο της Δωδώνης, στους πρόποδες του όρους Τόμαρος, ο Ζευς έδινε τους χρησμούς του με τη φωνή των δρυών και του ανέμου.
Οι ιερείς που υπηρετούσαν στο ναό λεγόντουσαν Σελλοί, κοιμόντουσαν επάνω στο έδαφος και δεν έπλεναν ποτέ τα πόδια τους!. Στο μαντείο υπήρχαν και τρεις προφήτισσες, οι οποίες διηγήθηκαν στον Ηρόδοτο έναν μύθο σχετικό με την αιγυπτιακή προέλευση του μαντείου.
Τα μηνύματα του Νάϊου Ζευς δινόντουσαν μέσα από τους ψιθύρους που έκανε το φύλλωμα των ιερών Δρυών του μαντείου, τους οποίους ερμήνευαν οι ιερείς. Έναν άλλο τρόπο χρησμοδότησης μαθαίνουμε από τον Στράβωνα: στο ιερό υπήρχε ένα χάλκινος λέβητας στηριγμένος σε μία κολόνα (τον λέβητα τον είχαν χαρίσει στο ιερό του Ζευς οι Κερκυραίοι). Σε μια διπλανή κολόνα υπήρχε το άγαλμα ενός παιδιού που κρατούσε ένα μαστίγιο με τριπλή χάλκινη αλυσίδα, η οποία με τον άνεμο χτυπούσε τον χάλκινο λέβητα και οι μάντεις μετέφραζαν τις δονήσεις που παραγόντουσαν από τα χτυπήματα σε χρησμούς.
ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ ΣΤΟΥΣ ΔΕΛΦΟΥΣ
Ασύγκριτα πιο φημισμένο από κάθε άλλο μαντείο της αρχαιότητας, ήταν αυτό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Το μαντείο των Δελφών αναφέρεται από τον Όμηρο στην Οδύσσεια (θ 79-81) και είναι γνωστό ότι από τον 7ο αιώνα προ Χριστού έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο. Δεν ήταν κάθε ημέρα ευνοϊκή για να ζητηθεί χρησμός από το μαντείο και η συνθήκη αυτή επέτεινε το γεγονός του σχηματισμού ουράς μέσα στο ιερό, ώστε να εξασφαλιστεί η προτεραιότητα στην αναζήτηση των συμβουλών του μαντείου.
Εκτός από την προσφορά ενός ποσού στο μαντείο (πέλανος), που ποίκιλλε ανάλογα με το εάν ο χρησμός ζητούνταν από κάποια πόλη ή κάποιον ιδιώτη, για να εγκριθεί το κατά πόσον ο θεός ήθελε να απαντήσει σε κάποιοι ερώτημα, έπρεπε να θυσιαστεί μια κατσίκα, την οποία προηγουμένως είχαν βρέξει με κρύο νερό: εάν η κατσίκα δεν έτρεμε από το κρύο, θεωρούσαν ότι ο θεός δεν ήθελε να απαντήσει στην ερώτηση. Σε διαφορετική περίπτωση, η διαδικασία συνεχιζόταν με την είσοδο στο ναό και την παράδοση της ζητούμενης ερώτησης, η οποία είχε ήδη προετοιμαστεί από πριν σε γραπτή μορφή.
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα αρχαιολογικά στοιχεία, ο ενδιαφερόμενος μπορούσε να εισέλθει μόνο μέχρι ένα σημείο του ναού. Στο βάθος υπήρχε το άδυτο, ένας απαγορευμένος χώρος όπου βρισκόταν η Πυθία. Η Πυθία ήταν επιλεγμένη ανάμεσα σε γυναίκες των Δελφών και ζούσε σε απομόνωση και αγνότητα. Καθόταν επάνω σε έναν τρίποδα μέσα στο άδυτο, κοντά σε μια ιερή πέτρα σε σχήμα τρούλου, που ονομαζόταν ομφαλός και συμβόλιζε το κέντρο της γης.
Μέσα στο άδυτο και από μια ρωγμή του βράχου έβγαιναν αναθυμιάσεις που θεωρείται ότι προκαλούσαν μια εκστατική κατάσταση στην Πυθία. Εκείνη, καθισμένη επάνω στον τρίποδα, μασούσε φύλλα Δάφνης και έπινε νερό από την ιερή πηγή Κασσωτίδα. Κατά τη διάρκεια της έκστασης ψιθύριζε ακατάληπτα λόγια, που μετατρεπόντουσαν πιθανότατα σε έμμετρα κείμενα από τους προφήτες του ναού.
Οι περισσότεροι χρησμοί της Πυθίας ήταν σκοτεινοί και διφορούμενοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ιστορία της εποίκησης του Τάραντα και η ίδρυση της πόλης από τον Φάλανθο, στα μέσα του 7ου αιώνα προ Χριστού. Ο Φάλανθος πριν ξεκινήσει ζήτησε χρησμό από το μαντείο των Δελφών και του απάντησαν πως θα κατακτούσε εδάφη και μια πόλη, όταν θα αισθανόταν βροχή κάτω από καθαρό ουρανό.
Φτάνοντας στην Ιταλία είχε πολλές νίκες, αλλά δεν κατόρθωσε να καταλάβει κάποια πόλη ή εδάφη. Καθώς θεωρούσε αδύνατο να βρέξει με καθαρό ουρανό όπως έλεγε η προφητεία, ήταν απογοητευμένος και έγειρε το κεφάλι του στα γόνατα της γυναίκας του, η οποία άρχισε να ψάχνει για ψείρες στα μαλλιά του. Εκείνη τότε ξέσπασε σε κλάματα, τα οποία έβρεξαν τα μαλλιά του Φάλανθου και ξαφνικά συνειδητοποίησε το νόημα της προφητείας: τα δάκρυα της γυναίκας του ήταν σα βροχή και το όνομά της ήταν Αίθρα, δηλαδή καθαρός ουρανός. Πράγματι, την επόμενη νύχτα επιτέθηκε στον Τάραντα και κατέκτησε την πόλη.
Ένα άλλο ιστορικό παράδειγμα που συνδέεται με το μαντείο των Δελφών, είναι αυτό του Θεαγένη από τη Θάσο. Εξαιτίας της δόξας που είχε φέρει στο νησί λόγω των αθλητικών του θριάμβων, έστησαν ένα άγαλμα για να τον τιμήσουν. Μετά το θάνατό του, ένας εχθρός του Θεαγένη ερχόταν κάθε νύχτα και έδερνε με χάλκινες βέργες το άγαλμα.
Λέγεται ότι το άγαλμα εκδικήθηκε την πράξη αυτή, προκαλώντας το θάνατο του ανθρώπου και τα παιδιά του δίκασαν το άγαλμα για φόνο, με αποτέλεσμα να πεταχτεί στη θάλασσα από τους κατοίκους της Θάσου. Κατόπιν, ακαρπία έπληξε τη Θάσο και οι κάτοικοί της έστειλαν ερώτηση στο μαντείο, που τους συμβούλεψε να φέρουν πίσω αυτούς που είχαν διώξει.
Οι κάτοικοι της Θάσου επέτρεψαν στους εξόριστους να γυρίσουν πίσω, αλλά το κακό δε διορθωνόταν. Ρωτώντας ξανά την Πυθία, εκείνη τους απάντησε ότι ξέχασαν τη μνήμη του μεγάλου Θεαγένη. Κάποιοι ψαράδες ψάρεψαν κατά τύχη το άγαλμα μέσα από τη θάλασσα, οι Θάσιοι το τοποθέτησαν και πάλι στην αρχική του θέση και έκτοτε το τίμησαν ως θεό, ως ήρωα, ως θεραπευτή και προστάτη της Θάσου.
Περισσότερα θέματα για την αρχαία Ελλάδα εδώ.
Η επιθυμία αυτή ήταν συνυφασμένη με την καθημερινότητα των αρχαίων Ελλήνων και αυτό το διαπιστώνουμε από τα πολυάριθμα μαντεία που εμφανίστηκαν κατά την αρχαιότητα στον ελληνικό χώρο, καθώς και από ιστορίες που καταμαρτυρούν την εμπιστοσύνη των ανθρώπων εκείνης της εποχής για τις προφητείες.
Οι αρχαίοι Έλληνες στηριζόντουσαν στην διαφόρων μορφών μαντεία, ώστε να πάρουν συμβουλές για δημόσια πράγματα και ιδιωτικές τους υποθέσεις. Ο Ηρόδοτος αναφέρει τουλάχιστον 18 ιερά που περιείχαν μαντεία και 96 αποστολές με σκοπό την αίτηση συμβουλής από κάποιο μαντείο, εκ των οποίων οι 53 απευθυνόντουσαν στο μαντείο των Δελφών.
Η προφητεία και η μαντική τέχνη εμφανίζονται να είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους. Σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες, η μαντική ήταν η επιστήμη των οιωνών (συχνά αναφέρεται αυτή η όψη της μαντικής τέχνης ως οιωνοσκοπία) και εφαρμοζόταν με ποικίλους τρόπους, όπως για παράδειγμα η ερμηνεία του πετάγματος των πουλιών.
Η ερμηνεία του πετάγματος των πουλιών ήταν τόσο διαδεδομένη, ώστε το όνομα του πουλιού «όρνις» σήμαινε «οιωνός». Ο Αριστοφάνης στις «Όρνι θες» παίζει με τη διπλή σημασία της λέξης όρνις - οιωνός. Σημασία δινόταν για την κατεύθυνση που πετούσαν τα πουλιά, για το ύψος, αλλά και τον τρόπο πετάγματός τους και σημαντικοί μάντεις της αρχαίας εποχής που αναφέρονται στον Όμηρο, όπως ο Κάλχας (Έλληνες) και ο Έλενος (Τρώες) ήταν περίφημοι για την ικανότητά τους στην ερμηνεία αυτών των οιωνών.
ΤΡΟΠΟΙ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΟΙΩΝΟΣΚΟΠΕΙΑΣ
Άλλοι τρόποι οιωνοσκοπίας ήταν η μελέτη των ουράνιων σημείων, των κεραυνών και των σεισμών. Ακόμα μπορούσαν να μελετήσουν και μία σταγόνα της βροχής, ενώ ιδιαίτερη σημασία έδιναν στα όνειρα, που θεωρούνταν ως τρόποι για να λάβει κανείς συμβουλές από τους θεούς, όπως γινόταν στα ιερά του Ασκληπιού. Πολλοί μάντεις της αρχαιότητας εξέταζαν τα εντόσθια των ζώων που είχαν θυσιαστεί (κυρίως το συκώτι), ή την φλόγα που έκαιγε στο βωμό του θυσιαστήριου.
Γενικά, έδιναν πολύ μεγάλη σημασία στους οιωνούς, πολλές φορές μάλιστα σε τόσο υπερβολικό ίσως βαθμό, που ακόμα και ένα φτέρνισμα, μπορούσε να αποτελέσει σημάδι για κάποιο σημαντικό γεγονός, ή συμβουλή για να παρθεί μία δύσκολη απόφαση. Στη ραψωδία ζ' της Οδύσσειας, ένα φτέρνισμα του Τηλέμαχου κάνει την Πηνελόπη να αποφασίσει να φωνάξει το ζητιάνο, που είναι ο Οδυσσέας ντυμένος με κουρέλια.
Μία ενδιαφέρουσα μορφή της τότε αρχαιότητας είναι οι προφήτες. Ως τέτοιοι χαρακτηρίζονταν οι άνθρωποι που είχαν δεχτεί από τους θεούς το χάρισμα να προφητεύουν. Οι γυναίκες προφήτισσες ονομάζονταν στην αρχαία Ελλάδα Σίβυλλες, ενώ οι άντρες ονομαζόντουσαν Βάκις.
Συνέτασσαν κυρίως έμμετρες προφητείες που ερμηνευόντουσαν από κάποιους εξηγητές, όπως είναι γνωστό ότι γινόταν αργότερα στον δυτικό κόσμο με τις έμμετρες προφητείες του Νοστράδαμου. Υπήρχαν ωστόσο ανάμεσά τους και αγύρτες. Ο λαός δεν έβλεπε πάντοτε με καλό μάτι τους επαγγελματίες προφήτες. Πολλοί από αυτούς όμως, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή ιδιαίτερα των Αθηνών.
Πέρα από την οιωνοσκοπία και τους προφήτες που έγραφαν έμμετρες προφητείες, πιο επίσημη μορφή μαντείας μπορούσε να ζητηθεί από τα ιερά, όπου υπήρχε μαντείο εν ενεργεία. Υπήρχαν πολλά τέτοια μαντεία και δημιουργήθηκαν καινούργια μέχρι και τη ρωμαϊκή εποχή. Δεν είχαν όλα την ίδια φήμη. Άλλα είχαν μεγάλη εμβέλεια και άλλα είχαν πιο τοπική.
Ένα τέτοιο τοπικό μαντείο είναι εκείνο που βρισκόταν στο ιερό της θεάς Δήμητρας, στην Πάτρα της Αχαΐας. Σύμφωνα με τον Παυσανία (VII 21, 12), ζητούσαν συμβουλές από το μαντείο αυτό για θέματα υγείας. Κρεμούσαν έναν καθρέφτη με ένα λεπτό σκοινί και τον κατέβαζαν μέχρι την πηγή του μαντείου, προσέχοντας να μη βυθιστεί στο νερό, αλλά να ακουμπάει μόλις στην επιφάνειά του. Μετά από προσευχή στη θεά Δήμητρα και θυσία (καύση λιβανιού), κοίταζαν μέσα στον καθρέφτη που έδειχνε τον ασθενή νεκρό ή ζωντανό.
Μαντεία με μεγαλύτερη φήμη ήταν αυτό του Αμφιάραου (στα σύνορα της Αττικής με τη Βοιωτία), του Τροφωνίου και του Απόλλωνα στο ιερό των Βαγχιδών ή Διδύμειον (που βρισκόταν κοντά στη Μίλητο της Ιωνίας). Ο Ηρόδοτος αναφέρει, ότι ο βασιλιάς της Λυδίας Κροίσος θέλησε κάποτε να ελέγξει την αξιοπιστία των γνωστότερων μαντείων της τότε εποχής.
Έστειλε απεσταλμένους στα μαντεία του Αμφιάραου, του Τροφωνίου, του Διδύμειου, των Δελφών και της Δωδώνης, ζητώντας να απαντήσουν στην ερώτηση, τι έκανε ο Κροίσος εκείνη την ώρα. Το μαντείο των Δελφών έδωσε τη σωστή απάντηση, αποκαλύπτοντας ότι ο Κροίσος έβαλε σε μια χάλκινη χύτρα να βράσουν μια χελώνα κι ένα αρνί μαζί (Ηρόδοτος 1, 48-49).
Τα δύο γνωστότερα μαντεία του αρχαίους ελληνισμού ήταν το μαντείο των Δελφών και το μαντείο της Δωδώνης. Στο μαντείο της Δωδώνης, στους πρόποδες του όρους Τόμαρος, ο Ζευς έδινε τους χρησμούς του με τη φωνή των δρυών και του ανέμου.
Οι ιερείς που υπηρετούσαν στο ναό λεγόντουσαν Σελλοί, κοιμόντουσαν επάνω στο έδαφος και δεν έπλεναν ποτέ τα πόδια τους!. Στο μαντείο υπήρχαν και τρεις προφήτισσες, οι οποίες διηγήθηκαν στον Ηρόδοτο έναν μύθο σχετικό με την αιγυπτιακή προέλευση του μαντείου.
Τα μηνύματα του Νάϊου Ζευς δινόντουσαν μέσα από τους ψιθύρους που έκανε το φύλλωμα των ιερών Δρυών του μαντείου, τους οποίους ερμήνευαν οι ιερείς. Έναν άλλο τρόπο χρησμοδότησης μαθαίνουμε από τον Στράβωνα: στο ιερό υπήρχε ένα χάλκινος λέβητας στηριγμένος σε μία κολόνα (τον λέβητα τον είχαν χαρίσει στο ιερό του Ζευς οι Κερκυραίοι). Σε μια διπλανή κολόνα υπήρχε το άγαλμα ενός παιδιού που κρατούσε ένα μαστίγιο με τριπλή χάλκινη αλυσίδα, η οποία με τον άνεμο χτυπούσε τον χάλκινο λέβητα και οι μάντεις μετέφραζαν τις δονήσεις που παραγόντουσαν από τα χτυπήματα σε χρησμούς.
ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ ΣΤΟΥΣ ΔΕΛΦΟΥΣ
Ασύγκριτα πιο φημισμένο από κάθε άλλο μαντείο της αρχαιότητας, ήταν αυτό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Το μαντείο των Δελφών αναφέρεται από τον Όμηρο στην Οδύσσεια (θ 79-81) και είναι γνωστό ότι από τον 7ο αιώνα προ Χριστού έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο. Δεν ήταν κάθε ημέρα ευνοϊκή για να ζητηθεί χρησμός από το μαντείο και η συνθήκη αυτή επέτεινε το γεγονός του σχηματισμού ουράς μέσα στο ιερό, ώστε να εξασφαλιστεί η προτεραιότητα στην αναζήτηση των συμβουλών του μαντείου.
Εκτός από την προσφορά ενός ποσού στο μαντείο (πέλανος), που ποίκιλλε ανάλογα με το εάν ο χρησμός ζητούνταν από κάποια πόλη ή κάποιον ιδιώτη, για να εγκριθεί το κατά πόσον ο θεός ήθελε να απαντήσει σε κάποιοι ερώτημα, έπρεπε να θυσιαστεί μια κατσίκα, την οποία προηγουμένως είχαν βρέξει με κρύο νερό: εάν η κατσίκα δεν έτρεμε από το κρύο, θεωρούσαν ότι ο θεός δεν ήθελε να απαντήσει στην ερώτηση. Σε διαφορετική περίπτωση, η διαδικασία συνεχιζόταν με την είσοδο στο ναό και την παράδοση της ζητούμενης ερώτησης, η οποία είχε ήδη προετοιμαστεί από πριν σε γραπτή μορφή.
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα αρχαιολογικά στοιχεία, ο ενδιαφερόμενος μπορούσε να εισέλθει μόνο μέχρι ένα σημείο του ναού. Στο βάθος υπήρχε το άδυτο, ένας απαγορευμένος χώρος όπου βρισκόταν η Πυθία. Η Πυθία ήταν επιλεγμένη ανάμεσα σε γυναίκες των Δελφών και ζούσε σε απομόνωση και αγνότητα. Καθόταν επάνω σε έναν τρίποδα μέσα στο άδυτο, κοντά σε μια ιερή πέτρα σε σχήμα τρούλου, που ονομαζόταν ομφαλός και συμβόλιζε το κέντρο της γης.
Μέσα στο άδυτο και από μια ρωγμή του βράχου έβγαιναν αναθυμιάσεις που θεωρείται ότι προκαλούσαν μια εκστατική κατάσταση στην Πυθία. Εκείνη, καθισμένη επάνω στον τρίποδα, μασούσε φύλλα Δάφνης και έπινε νερό από την ιερή πηγή Κασσωτίδα. Κατά τη διάρκεια της έκστασης ψιθύριζε ακατάληπτα λόγια, που μετατρεπόντουσαν πιθανότατα σε έμμετρα κείμενα από τους προφήτες του ναού.
Οι περισσότεροι χρησμοί της Πυθίας ήταν σκοτεινοί και διφορούμενοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ιστορία της εποίκησης του Τάραντα και η ίδρυση της πόλης από τον Φάλανθο, στα μέσα του 7ου αιώνα προ Χριστού. Ο Φάλανθος πριν ξεκινήσει ζήτησε χρησμό από το μαντείο των Δελφών και του απάντησαν πως θα κατακτούσε εδάφη και μια πόλη, όταν θα αισθανόταν βροχή κάτω από καθαρό ουρανό.
Φτάνοντας στην Ιταλία είχε πολλές νίκες, αλλά δεν κατόρθωσε να καταλάβει κάποια πόλη ή εδάφη. Καθώς θεωρούσε αδύνατο να βρέξει με καθαρό ουρανό όπως έλεγε η προφητεία, ήταν απογοητευμένος και έγειρε το κεφάλι του στα γόνατα της γυναίκας του, η οποία άρχισε να ψάχνει για ψείρες στα μαλλιά του. Εκείνη τότε ξέσπασε σε κλάματα, τα οποία έβρεξαν τα μαλλιά του Φάλανθου και ξαφνικά συνειδητοποίησε το νόημα της προφητείας: τα δάκρυα της γυναίκας του ήταν σα βροχή και το όνομά της ήταν Αίθρα, δηλαδή καθαρός ουρανός. Πράγματι, την επόμενη νύχτα επιτέθηκε στον Τάραντα και κατέκτησε την πόλη.
Ένα άλλο ιστορικό παράδειγμα που συνδέεται με το μαντείο των Δελφών, είναι αυτό του Θεαγένη από τη Θάσο. Εξαιτίας της δόξας που είχε φέρει στο νησί λόγω των αθλητικών του θριάμβων, έστησαν ένα άγαλμα για να τον τιμήσουν. Μετά το θάνατό του, ένας εχθρός του Θεαγένη ερχόταν κάθε νύχτα και έδερνε με χάλκινες βέργες το άγαλμα.
Λέγεται ότι το άγαλμα εκδικήθηκε την πράξη αυτή, προκαλώντας το θάνατο του ανθρώπου και τα παιδιά του δίκασαν το άγαλμα για φόνο, με αποτέλεσμα να πεταχτεί στη θάλασσα από τους κατοίκους της Θάσου. Κατόπιν, ακαρπία έπληξε τη Θάσο και οι κάτοικοί της έστειλαν ερώτηση στο μαντείο, που τους συμβούλεψε να φέρουν πίσω αυτούς που είχαν διώξει.
Οι κάτοικοι της Θάσου επέτρεψαν στους εξόριστους να γυρίσουν πίσω, αλλά το κακό δε διορθωνόταν. Ρωτώντας ξανά την Πυθία, εκείνη τους απάντησε ότι ξέχασαν τη μνήμη του μεγάλου Θεαγένη. Κάποιοι ψαράδες ψάρεψαν κατά τύχη το άγαλμα μέσα από τη θάλασσα, οι Θάσιοι το τοποθέτησαν και πάλι στην αρχική του θέση και έκτοτε το τίμησαν ως θεό, ως ήρωα, ως θεραπευτή και προστάτη της Θάσου.
Περισσότερα θέματα για την αρχαία Ελλάδα εδώ.