Τον 19ο αιώνα το βιβλίο που ήταν δεύτερο σε πωλήσεις μετά τη Βίβλο ήταν η «Καλύβα του μπάρμπα-Θωμά» της Αμερικανίδας συγγραφέα, Χάριετ Μπίτσερ Στόου. Εκδόθηκε το 1852 και πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα σε όλον τον κόσμο.
Βασικοί χαρακτήρες του βιβλίου ήταν η Ελίζα και ο μπάρμπα- Θωμάς, δύο σκλάβοι που ζούσαν σε μια φάρμα στο Κεντάκι που ανήκε σε έναν καλό ιδιοκτήτη, τον Σέλμπυ, ο οποίος σεβόταν και αγαπούσε τους σκλάβους του!
Η υπόθεση του βιβλίου ξεκινούσε όταν ο Σέλμπυ αποφάσισε να πουλήσει τον μεσήλικο μπάρμπα-Θωμά και τον πεντάχρονο γιο της Ελίζας σε έναν δουλέμπορο για να ξεπληρώσει τα χρέη του.
Όταν η Ελίζα έμαθε τα σχέδια του αφεντικού της δραπέτευσε μαζί με τον μοναχογιό της. Ο μπάρμπα-Θωμάς δεν την ακολούθησε γιατί δεν ήθελε να προδώσει το αφεντικό του. Ο δουλέμπορος αναζήτησε την Ελίζα, αλλά δεν κατάφερε να την εντοπίσει. Πήρε μαζί του τον μπάρμπα-Θωμά και ταξίδεψαν προς την Ορλεάνη. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μια καλή γυναίκα τον αγόρασε από τον δουλέμπορο, επειδή έσωσε την κόρη της.
Στο τέλος του βιβλίου η Ελίζα κατάφερε να κερδίσει την ελευθερία της, ενώ ο μπάρμπα- Θωμάς πέθανε από την κακοποίηση ενός σκληρού αφέντη. Με την είδηση του θανάτου του ο Σέλμπυ έσπασε. Οι τύψεις του τον οδήγησαν να ελευθερώσει όλους τους δούλους και τους έδωσε ευχή και κατάρα να μην ξεχάσουν ποτέ τη θυσία του μπάρμπα-Θωμά.
Η πραγματική ιστορία του μπάρμπα-Θωμά
Το βιβλίο ήταν βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα από τη ζωή των σκλάβων που ζούσαν στην Αμερική. Η Στόου είχε εμπνευστεί την ιστορία του μπάρμπα-Θωμά από τη ζωή του Τζόσια Χάνσον, ενός μαύρου που είχε ζήσει ως σκλάβος για 40 χρόνια στο Μέριλαντ.
Ο Χάνσον είχε γεννηθεί σκλάβος το 1789 σε μια φάρμα όπου ήταν σκλάβος και ο πατέρας του.
Όπως είχε αναφέρει αργότερα στην αυτοβιογραφία του, το μόνο που θυμόταν από τον πατέρα του ήταν ότι τον είχαν μαστιγώσει 100 φορές στην πλάτη και του είχαν κόψει το αυτί επειδή είχε σηκώσει κεφάλι στον αφέντη. Ο ιδιοκτήτης πούλησε τον πατέρα του στην Αλαμπάμα όταν ο Χάνσον ήταν παιδί. Από τότε δεν τον είδε ποτέ ξανά στη ζωή του.
Τα αδέρφια του ανήκαν σε άλλα αφεντικά και εκείνος μεγάλωσε με τη μητέρα του.
Ο Χάνσον ήταν έντιμος και εργατικός γι’αυτό όταν μεγάλωσε έγινε υπεύθυνος για τους υπόλοιπους σκλάβους.
Ο δρόμος προς την ελευθερία άνοιξε όταν το 1825 το αφεντικό του ζήτησε να οδηγήσει 18 σκλάβους στο Κεντάκι. Ο Χάνσον, μακριά από τον αφέντη του για τρία χρόνια, κατάφερε να συγκεντρώσει τα χρήματα που απαιτούνταν για να αγοράσει την ελευθερία του.
Όταν επέστρεψε έδωσε στο αφεντικό του 350 δολάρια για να του υπογράψει το χαρτί της ελευθερίας του.
Το αφεντικό του πήρε τα χρήματα, αλλά του είπε πως αν ήθελε να ζήσει ελεύθερος έπρεπε του πληρώσει φόρο 1.000 δολάρια. Τότε ο Χάνσον πήρε τη γυναίκα και τα παιδιά του και δραπέτευσε. Μετά από αρκετές εβδομάδες έφτασαν στο Οντάριο και μπόρεσαν να ζήσουν ελεύθεροι.
«Όταν τα πόδια μου ακούμπησαν για πρώτη φορά την ακτή του Οντάριο, έπεσα κάτω, πήρα την άμμο στις χούφτες μου, τη φίλησα και άρχισα να χορεύω. Όσοι με έβλεπαν με περνούσαν σίγουρα για τρελό». Έτσι περιέγραψε ο Χάνσον την πρώτη ημέρα της ελευθερίας του.
Το βιβλίο της Στόου ήταν βασισμένο στη ζωή του. Με γλαφυρό τρόπο, αλλά χωρίς υπερβολές παρουσίαζε την κακομεταχείριση των μαύρων από τους λευκούς. Το ξύλο, τους βιασμούς, την απαξίωση της ανθρώπινης ζωής. Τον μαύρο ως εμπόρευμα.
Ήθελε να ευαισθητοποιήσει το κοινό και σε μεγάλο βαθμό τα κατάφερε.
Για πολλούς το βιβλίο επηρέασε χιλιάδες Αμερικανούς που πολέμησαν στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο κατά της δουλείας. Οι νότιοι που ήταν φανατικά υπέρ της δουλείας κυκλοφόρησαν μια σειρά από βιβλία που περνούσαν το δικό τους μήνυμα υπερασπιζόμενοι το δουλεμπόριο. Αυτό το είδος λογοτεχνίας έμεινε γνωστό ως «Αντι-Τομ νουβέλες».
Μάλιστα λέγεται πως όταν ο Αβραάμ Λίνκολν συνάντησε τη συγγραφέα τον Νοέμβριο του 1862 της είπε: «Ώστε αυτή είναι η μικρή κυρία που έκανε αυτόν τον μεγάλο πόλεμο».
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.
Βασικοί χαρακτήρες του βιβλίου ήταν η Ελίζα και ο μπάρμπα- Θωμάς, δύο σκλάβοι που ζούσαν σε μια φάρμα στο Κεντάκι που ανήκε σε έναν καλό ιδιοκτήτη, τον Σέλμπυ, ο οποίος σεβόταν και αγαπούσε τους σκλάβους του!
Η υπόθεση του βιβλίου ξεκινούσε όταν ο Σέλμπυ αποφάσισε να πουλήσει τον μεσήλικο μπάρμπα-Θωμά και τον πεντάχρονο γιο της Ελίζας σε έναν δουλέμπορο για να ξεπληρώσει τα χρέη του.
Όταν η Ελίζα έμαθε τα σχέδια του αφεντικού της δραπέτευσε μαζί με τον μοναχογιό της. Ο μπάρμπα-Θωμάς δεν την ακολούθησε γιατί δεν ήθελε να προδώσει το αφεντικό του. Ο δουλέμπορος αναζήτησε την Ελίζα, αλλά δεν κατάφερε να την εντοπίσει. Πήρε μαζί του τον μπάρμπα-Θωμά και ταξίδεψαν προς την Ορλεάνη. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μια καλή γυναίκα τον αγόρασε από τον δουλέμπορο, επειδή έσωσε την κόρη της.
Στο τέλος του βιβλίου η Ελίζα κατάφερε να κερδίσει την ελευθερία της, ενώ ο μπάρμπα- Θωμάς πέθανε από την κακοποίηση ενός σκληρού αφέντη. Με την είδηση του θανάτου του ο Σέλμπυ έσπασε. Οι τύψεις του τον οδήγησαν να ελευθερώσει όλους τους δούλους και τους έδωσε ευχή και κατάρα να μην ξεχάσουν ποτέ τη θυσία του μπάρμπα-Θωμά.
Η πραγματική ιστορία του μπάρμπα-Θωμά
Το βιβλίο ήταν βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα από τη ζωή των σκλάβων που ζούσαν στην Αμερική. Η Στόου είχε εμπνευστεί την ιστορία του μπάρμπα-Θωμά από τη ζωή του Τζόσια Χάνσον, ενός μαύρου που είχε ζήσει ως σκλάβος για 40 χρόνια στο Μέριλαντ.
Ο Χάνσον είχε γεννηθεί σκλάβος το 1789 σε μια φάρμα όπου ήταν σκλάβος και ο πατέρας του.
Όπως είχε αναφέρει αργότερα στην αυτοβιογραφία του, το μόνο που θυμόταν από τον πατέρα του ήταν ότι τον είχαν μαστιγώσει 100 φορές στην πλάτη και του είχαν κόψει το αυτί επειδή είχε σηκώσει κεφάλι στον αφέντη. Ο ιδιοκτήτης πούλησε τον πατέρα του στην Αλαμπάμα όταν ο Χάνσον ήταν παιδί. Από τότε δεν τον είδε ποτέ ξανά στη ζωή του.
Τα αδέρφια του ανήκαν σε άλλα αφεντικά και εκείνος μεγάλωσε με τη μητέρα του.
Ο Χάνσον ήταν έντιμος και εργατικός γι’αυτό όταν μεγάλωσε έγινε υπεύθυνος για τους υπόλοιπους σκλάβους.
Ο δρόμος προς την ελευθερία άνοιξε όταν το 1825 το αφεντικό του ζήτησε να οδηγήσει 18 σκλάβους στο Κεντάκι. Ο Χάνσον, μακριά από τον αφέντη του για τρία χρόνια, κατάφερε να συγκεντρώσει τα χρήματα που απαιτούνταν για να αγοράσει την ελευθερία του.
Όταν επέστρεψε έδωσε στο αφεντικό του 350 δολάρια για να του υπογράψει το χαρτί της ελευθερίας του.
Το αφεντικό του πήρε τα χρήματα, αλλά του είπε πως αν ήθελε να ζήσει ελεύθερος έπρεπε του πληρώσει φόρο 1.000 δολάρια. Τότε ο Χάνσον πήρε τη γυναίκα και τα παιδιά του και δραπέτευσε. Μετά από αρκετές εβδομάδες έφτασαν στο Οντάριο και μπόρεσαν να ζήσουν ελεύθεροι.
«Όταν τα πόδια μου ακούμπησαν για πρώτη φορά την ακτή του Οντάριο, έπεσα κάτω, πήρα την άμμο στις χούφτες μου, τη φίλησα και άρχισα να χορεύω. Όσοι με έβλεπαν με περνούσαν σίγουρα για τρελό». Έτσι περιέγραψε ο Χάνσον την πρώτη ημέρα της ελευθερίας του.
Το βιβλίο της Στόου ήταν βασισμένο στη ζωή του. Με γλαφυρό τρόπο, αλλά χωρίς υπερβολές παρουσίαζε την κακομεταχείριση των μαύρων από τους λευκούς. Το ξύλο, τους βιασμούς, την απαξίωση της ανθρώπινης ζωής. Τον μαύρο ως εμπόρευμα.
Ήθελε να ευαισθητοποιήσει το κοινό και σε μεγάλο βαθμό τα κατάφερε.
Για πολλούς το βιβλίο επηρέασε χιλιάδες Αμερικανούς που πολέμησαν στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο κατά της δουλείας. Οι νότιοι που ήταν φανατικά υπέρ της δουλείας κυκλοφόρησαν μια σειρά από βιβλία που περνούσαν το δικό τους μήνυμα υπερασπιζόμενοι το δουλεμπόριο. Αυτό το είδος λογοτεχνίας έμεινε γνωστό ως «Αντι-Τομ νουβέλες».
Μάλιστα λέγεται πως όταν ο Αβραάμ Λίνκολν συνάντησε τη συγγραφέα τον Νοέμβριο του 1862 της είπε: «Ώστε αυτή είναι η μικρή κυρία που έκανε αυτόν τον μεγάλο πόλεμο».
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.