Eιλικρινά δεν ξέρω τι να πρωτογράψω για εκείνον και για τα τραγούδια του που δημιουργήθηκαν σε μια ιδιαίτερα ευάλωτη περίοδο των Ελλήνων... Αριστουργήματα που κατάφεραν κάτι πολύ σημαντικό: να ταξιδέψει η λαϊκή ψυχή στα μονοπάτια του πόνου, της χαράς, της ξενιτιάς, της λύπης.
"Αχάριστη", "Μπαξέ τσιφλίκι", "Νύχτες μαγικές", "Ζητιάνος της αγάπης", "Ντερμπεντέρισσα", "Συννεφιασμένη Κυριακή", "Χωρίσαμε ένα δειλινό", "Όμορφη Θεσσαλονίκη`, "Αντιλαλούνε τα βουνά", "Καβουράκια", "Ξημερώνει και βραδιάζει","Ίσως αύριο", "Τα λιμάνια", "Τα ξένα χέρια", `Μείνε αγάπη μου κοντά μου", "Κορίτσι μου όλα για σένα", "Με παρέσυρε το ρέμα" "Απόψε στις ακρογιαλιές", "Κάποιο αλάνι", "Της Γερακίνας γιος", "Δηλητήριο στη φλέβα" ... είναι κάποια από τα "θαύματά"του...
Όταν ακούω το όνομά του, στο μυαλό μου έρχεται κατευθείαν η “Συννεφιασμένη Κυριακή”. Και ποιός δεν γνωρίζει αυτό το τραγούδι, και ποιός δεν το έχει σιγοτραγουδήσει...
Αυτό που ίσως δεν έχουν όλοι ακούσει ή διαβάσει είναι η ιστορία του.
Η μουσική του είναι του Βασίλη Τσιτσάνη. Οι στίχοι του, όμως, αμφισβητείται μέχρι και σήμερα αν είναι εκείνου ή του Αλέκου Γκούβερη ή και των δύο.
Πολλά έχουν γραφτεί για την πατρότητα των στίχων. Θα αναφέρω τα πιο σοβαρά...
Το 1979, ο Βασίλης Τσιτσάνης λέει στον Χατζηδουλή: “Κατά την περίοδο της κατοχής στη Θεσσαλονίκη εμπνεύστηκα και τη ‘Συννεφιασμένη Κυριακή’. Και μου έδωσε την αφορμή ένα από τα τραγικά περιστατικά που συνέβαιναν τότε στον τόπο μας, με την πείνα, τη δυστυχία, το φόβο, την καταπίεση, τις συλλήψεις, τις εκτελέσεις. Το κλίμα που μου ενέπνευσε τους στίχους, μού ενέπνευσε και τη μελωδία. Βγήκε μέσα από τη ‘συννεφιά’ της κατοχής και την απελπισία που μας έδερνε όλους.”
Στον Λιάνη λέει αντίστοιχα λόγια: “ήταν εκείνα τα καταραμένα Χριστούγεννα της κατοχής… Γύριζα από την ταβέρνα χαράματα και πάνω στο παγωμένο χιόνι ήταν ακόμη ζεστό το παγωμένο αίμα κάποιου σκοτωμένου παλικαριού έξω από το σπίτι μου.”
Σύμφωνα με τα παραπάνω, αν η‘Συννεφιασμένη Κυριακή’ άρχισε να γράφεται στη Θεσσαλονίκη τα Χριστούγεννα του 1943, καθυστέρησε πολύ η ολοκλήρωσή της.
Πρέπει να τέλειωσε στα τέλη του 1948- δηλαδή πέντε χρόνια αργότερα γιατί, προφανώς, το τραγούδι δεν του ‘έβγαινε’ μέχρι τότε. Όπως λέει ο ίδιος“βασανίστηκα περίπου ένα χρόνο (κυρίως ως προς τη μελωδία τού τρίτου στίχου).” (Χατζηδουλής,1979).
Στη συνέντευξή του προς τον Gauntlett, ο Τσιτσάνης επανέρχεται πάλι στοθέμα της δυστοκίας “Την πιο μεγάλη κούραση και στενοχώρια μού έδωσε η ‘Συννεφιασμένη Κυριακή’. Δεν μπορούσα να βρω μια επαναληπτική λέξη τρισύλλαβο. Τελικά η λέξη βγήκε από το ίδιο το κείμενο: ‘που έχει πάντα συννεφιά – συννεφιά’. Η υπογραμμισμένη λέξη είναι η ζητούμενη. Κάθε άλλη αντ’ αυτής ήταν αρνητική μουσικώς”.
Το 1975 ο Λαρισινός στιχουργός και συνεργάτης τού Τσιτσάνη, Αλέκος Γκούβερης, διεκδικεί την πατρότητα της ‘Συννεφιασμένης Κυριακής” κι εμφανίζεται ως στιχουργός της.
Το 1977, ο Σχορέλης που δεν είχε καλά αισθήματα για τον Τσιτσάνη, γράφει γι’αυτό στο γνωστό βιβλίο του ‘Ρεμπέτικη Ανθολογία’.
“Τους στίχους έγραψε το 1947 ο Αλέκος Γκούβερης. Κάποια Κυριακή έχασε στο ποδόσφαιρο η Α.Ε. Λαρίσης κι ο Γκούβερης, φανατικός οπαδός της, έγραψε τους στίχους. Ο Τσιτσάνης έκανε μια διόρθωση στον τρίτο στίχο του πρώτου τετράστιχου. Ούτε κατοχές, ούτε σκοτωμένα παλικάρια.”
Απάντηση από τον Τσιτσάνη δεν πήρε ποτέ. Αργότερα όμως, σε μια συνέντευξή του στον Γεραμάνη, παραδέχτηκε τελικά ότι οι στίχοι έγιναν σε συνεργασία με το φίλο του Αλέκο Γκούβερη. Αρκετό καιρό μετά, ο‘Ταχυδρόμος’ ετοιμάζει ένα αφιέρωμα για τα είκοσι χρόνια από το θάνατο του Τσιτσάνη, όπου ο Χατζηδουλής δημοσιεύει μία σημαντική και διαφωτιστική «δήλωση» του Γκούβερη, η οποία γράφτηκε στην Αθήνα στις 17.9.1947. Σύμφωνα με εκείνη, λέει λοιπόν ο Γκούβερης “συνέβαλα στην αποπεράτωση των στίχων με την προσθήκη ενός και μόνο κουπλέ”, ανατρέποντας και διαψεύδοντας έτσι τη δήλωση του Σχορέλη.
Ένα ακόμα νέο στοιχείο προσθέτει ο Χατζηδουλής στο ίδιο τεύχος. Η ποδοσφαιρική ομάδα Α.Ε. Λαρίσης είχε δημιουργηθεί αρκετά χρόνια αφού γράφτηκε η “Συννεφιασμένη Κυριακή”.
Η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού γίνεται το 1948 με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και τη Σωτηρία Μπέλλου. Ο Τσαουσάκης, καταλάθος, αντί να πει ‘πλακώνεις’, όπως αρχικά είχε γραφτεί, είπε ‘ματώνεις’. Αυτό άρεσε στον Τσιτσάνη και το χρησιμοποίησε. Έντεκα χρόνια αργότερα, το 1959, η ‘Συννεφιασμένη Κυριακή’ γίνεταιταινία από τον Γιώργο Ζερβουλάκο, με τον τίτλο ‘Για το ψωμί και τον έρωτα’, και πρωταγωνιστές τη Δάφνη Σκούρα και τον Μιχάλη Νικολινάκο.
Ο Τσιτσάνης γράφει ακόμα δύο τραγούδια με ερμηνεύτρια τη Λάουρα. Η“θλιμμένη Κυριακή” (Gloomy Sunday) του Ούγγρου συνθέτη Rezso Seress αποτέλεσε πηγή έμπνευση για τον τίτλο της “Συννεφιασμένης Κυριακής” για τον Τσιτσάνη. Σύμφωνα με εκείνον, ο αρχικός τίτλος, ήταν “Ματωμένη Κυριακή” λόγω του ότι γράφτηκε κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής.
Και ποιοί δεν έχουν ερμηνεύσει τη “Συννεφιασμένη Κυριακή”... Ανάμεσά τους:
Σωτηρία Μπέλλου
Στέλιος Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα και τη Γιώτα Λύδια
Δήμητρα Γαλάνη
Γιώργος Νταλάρας
Γλυκερία
Δημήτρης Μπάσης
Δημήτρη Μητροπάνο
Θέμη Αδαμαντίδη
Ελεονώρα Ζουγανέλη
Πηγές:
"Ανθολογία τραγουδιών τού Βασίλη Τσιτσάνη", Ντίνος Χριστιανόπουλος, εκδόσεις Ιανός.
Συννεφιασμένη Κυριακή,
μοιάζεις με την καρδιά μου
που έχει πάντα συννεφιά,
Χριστέ και Παναγιά μου.
Όταν σε βλέπω βροχερή,
στιγμή δεν ησυχάζω.
μαύρη μου κάνεις τη ζωή,
και βαριαναστενάζω.
Είσαι μια μέρα σαν κι αυτή,
που ‘χασα την χαρά μου.
συννεφιασμένη Κυριακή,
ματώνεις την καρδιά μου.
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.