Διάφοροι επιστημονικοί χώροι προσπάθησαν να δώσουν τον ορισμό των Μαθησιακών Δυσκολιών, μη μπορώντας, όμως, να δώσουν ένα σαφή ορισμό. Αυτός που επικράτησε τελικά, ήταν αυτός της Εθνικής Συλλογικής Επιτροπής Μαθησιακών Δυσκολιών (Μαρκοβίτης και συν. 1991), ο οποίος αναφέρει ότι ο όρος Μαθησιακές Δυσκολίες αναφέρεται «σε ετερογενή ομάδα διαταραχών που χαρακτηρίζονται από δυσκολίες στην εκμάθηση και χρήση του λόγου στην ανάγνωση, στη γραφή, στη λογική σκέψη και στις μαθηματικές ικανότητες. Οι δυσκολίες αυτές, συνοδεύονται από προβλήματα στην αυτορρύθμιση, στην κοινωνική αντίληψη και αλληλεπίδραση».
Σχολική επίδοση
Ο άμεσος επηρεασμός των Μαθησιακών Δυσκολιών είναι στη σχολική επίδοση αφού είναι χαμηλή και αποκλίνει σε σύγκριση με το αναμενόμενο. Θεωρείται ότι ένας μαθητής έχει μαθησιακή δυσκολία όταν η επίδοσή του σε κάποιο μάθημα είναι 1-2 έτη χαμηλότερη από αυτήν που θα περίμενε κανείς, με βάση τη νοητική και χρονολογική ηλικία του. Ο όρος «Μαθησιακή Δυσκολία» είναι παραδοσιακά συνώνυμη με την έννοια της αποτυχίας (απρόσμενη αποτυχία), καθώς άτομα που έχουν επαρκή ευκαιρία να μάθουν, αντιμετωπίζουν δυσκολίες στη μάθηση.
Σημαντικές επιπτώσεις, όμως, παρουσιάζονται και σε καθημερινές στιγμές των παιδιών, που απαιτείται να προϋπάρχουν αδεξιότητες π.χ. ανάγνωσης, μαθηματικών ή γραφής. Συνήθως, τα παιδιά με τέτοιες διαταραχές, αποκτούν χαμηλή αυτοεκτίμηση, δυσκολεύονται να συναναστραφούν κοινωνικά με άλλους ανθρώπους, η εγκατάλειψη του σχολείου στην εφηβεία είναι συχνή, συνυπάρχουν συχνά με διαταραχή διασπαστικής συμπεριφοράς και η αντίληψη, η προσοχή, η μνήμη και οι δεξιότητες λόγου αποκλίνουν από το φυσιολογικό.
Δραστήριο αλλά και νωχελικό
Κάποια άλλα γενικά χαρακτηριστικά των παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες, είναι η υπερβολική δραστηριότητα ή και νωχελικότητα, μειωμένα κίνητρα δράσης, παρορμητισμός, αδυναμία ακουστικής διάκρισης και έλλειψη γνωστικής ικανότητας και στρατηγικών προσέγγισης της μάθησης.
Οι αδυναμίες σε όλους τους παραπάνω τομείς επηρεάζουν ολόκληρη τη ζωή του παιδιού. Το θεωρητικό κομμάτι της μελέτης αυτής που έχει προκύψει από σχετική βιβλιογραφία και επιστημονικά άρθρα, θα παρουσιαστούν αναλυτικά τα χαρακτηριστικά των τριών βασικών διαταραχών ανάγνωσης, γραφής και μαθηματικών στο παρακάτω μέρος της εργασίας. Αυτό που πρέπει να γίνει, είναι να δοθεί έμφαση στην παρέμβαση μέσα από το σχολείο, και να κυριαρχεί η ιδέα της ενσωμάτωσης, δηλαδή το παιδί να μην αποκόπτεται από τη μαθητική κοινότητα αλλά να φοιτά σε ειδική τάξη όπου θα του προσφέρεται εξατομικευμένη και απολύτως εναρμονισμένη με το πρόβλημα βοήθεια, από ειδικά εκπαιδευμένους δασκάλους.
Η μάθηση πρέπει να διαθέτει πρακτική, ότι μπορεί να υπάρχει καθοδήγηση εκτός από εκείνη που προβλέπεται από τη γνώση των αποτελεσμάτων. Αυτή η καθοδηγούμενη δυσκολία δεν μπορεί να σχεδιαστεί αλλά θα πρέπει να είναι σε θέση ο εκπαιδευτικός να αντιληφθεί ότι ένας μαθητής μπορεί να χρειάζεται περισσότερη βοήθεια, αλλά και τι είδους βοήθεια θα επιβάλλεται κάθε φορά.
Αυτό που θα προτεινόταν προς τους εκπαιδευτικούς, για τη σωστή εκπαίδευση των ατόμων αυτών, και την ενίσχυση του κινήτρου της προσπάθειας και όχι της αποτυχίας είναι οι εκπαιδευτικοί να βοηθούν τα παιδιά στην ορθογραφία μέσω της επανάληψης, στη γραμματική και συντακτικό όπου θα επισημαίνονται τα λάθη και οι τρόποι διόρθωσης τους. Επίσης, να τα βοηθούν στη συγγραφή μιας έκθεσης, δείχνοντάς του τον τρόπο οργάνωσης και δομής της, να επιμένει ο δάσκαλος το παιδί να προσπαθεί στον γραπτό λόγο, ακόμη κι αν αυτό το αποφεύγει γιατί γνωρίζει τις δυσκολίες του και να του αναθέτει λιγότερες εργασίες στο σπίτι με την προϋπόθεση να δίνει περισσότερο χρόνο στην κατανόηση αυτών που θα του ανατίθενται.
Κακογραμμένα γραπτά
Αυτό που πρέπει να γίνεται ακόμη είναι να δέχεται τις εκθέσεις ή τα γραπτά των παιδιών αυτών όσο κακογραμμένα κι αν είναι, να τους παραχωρείται περισσότερος χρόνος στη διάρκεια των διαγωνισμάτων για επανέλεγχο, και το σημαντικότερο τα παιδιά αυτά να γίνονται αποδεκτά στο σύνολο της τάξης ώστε να κατανοήσουν τις δυσκολίες τους και να μη σταματούν να προσπαθούν.
Έχει αποδειχτεί, ότι όσο πιο νωρίς του δοθούν δομημένες δραστηριότητες, οι οποίες θα συμβάλουν στην καλλιέργεια των δεξιοτήτων που απαιτούνται για την κατάκτηση του αναγνωστικού μηχανισμού και της αριθμητικής, αλλά και στην ενεργοποίηση γνωστικών και μεταγνωστικών ικανοτήτων, τόσο καλύτερες προϋποθέσεις θα έχει στο μέλλον ( Μάτη-Ζήση & Ζαφειροπούλου, 2002). Σημαντικός όμως, είναι και ο ρόλος των γονέων όπου πρέπει να ασχολούνται περισσότερο για να βοηθούν τα παιδιά να εκτελούν σχολικές εργασίες, να αποδέχονται την ιδιαιτερότητα του παιδιού τους, να το επαινούν κάθε φορά που προσπαθεί και να αποφεύγεται η αρνητική κριτική που σε φυσιολογικά παιδιά θα λειτουργούσε ως κίνητρο να προσπαθήσουν περισσότερο. Ακόμη, να ακολουθούν κοινή γραμμή με τους εκπαιδευτικούς όσον αφορά τις μεθόδους, να αφήνουν τα παιδιά να ασχολούνται με εξωσχολικές δραστηριότητες και να μην αισθάνονται ενοχή με τον εαυτό τους για το πρόβλημα των παιδιών τους. Πρέπει όλοι μας να συνειδητοποιήσουμε ότι ένας μαθητής με μαθησιακές δυσκολίες δεν είναι ανίκανος αλλά τα καταφέρνει διαφορετικά, και ότι μπορεί να ξεπεράσει σε σημαντικό βαθμό το πρόβλημα του, αρκεί να δουλέψει με υπομονή και επιμονή.
Χάρης Αντωνίου, Εγγεγραμμένος Σχολικός Ψυχολόγος
Περισσότερα θέματα για τις μαθησιακές δυσκολίες εδώ.