Ξεχωριστή θέση κατέχει στην «Ιλιάδα και στην «Οδύσσεια» η γυναίκα. Ο Όμηρος υμνεί το κάλλος και τις αρετές της. Γυναίκες πρότυπα η Ωραία Ελένη, η «άλοχος φίλη» Ανδρομάχη, η τραγική Εκάβη, η πιστή Πηνελόπη.
ΓΥΝΑΙΚΕΙΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΣΤΟΝ ΟΜΗΡΟ
Γράφει η ΠΟΠΗ ΧΑΛΚΙΑ-ΣΤΕΦΑΝΟΥ
ΠΟΛΥΥΜΝΗΤΗ με ξεχωριστή θέση στο ομηρικό ποιητικό στερέωμα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας είναι η γυναικεία παρουσία, όπου ο Όμηρος παράλληλα με τα ινδάλματα ήθους ανδρών, στήνει και διδάσκει και ήθη ηρωΐδων· υμνεί το κάλλος, τη γοητεία και τις αρετές που πρέπει να κοσμούν κάθε θνητή· και ταυτόχρονα παραχωρεί αρκετά πρόθυμα ρόλους σημαντικούς στα δρώμενα των πεδίων των μαχών στις ηρωικές θεές. Για κάθε θνητή διαλέγει κάθε φορά εκείνη τη μοναδική και ανεπανάληπτη, που αποτελεί το ιδανικό, το πρότυπο.
Ανάμεσα στις ηρωίδες θεές, κορυφαία η γλαυκώπις Αθηνά, εξαιρετικά πιστή στους εκλεκτούς της, υπερβολικά λογική, μεροληπτική, αδιάλλακτη και εντελώς στερημένη ευαισθησίας. Η Ήρα, η σύζυγος του Δία, ζηλότυπη, δηκτική και δύστροπη, μα και γοητευτική και μερικές φορές ακόμη, όταν το επιδιώκει, επιθυμητή. Η Αφροδίτη, σύνθεση όλων των φυσικών θελγήτρων, αλλά και έκλυτη και κακιά, αναιδής και υπερβολικά ανόητη. Η Άρτεμη, η κυνηγάρισσα, η πανέμορφη θεά Καστιάνειρα η χιοναστράγαλη Θέτις, η ανήλεη Περσεφόνη, η ομορφομαλλούσα Δήμητρα, η φιλάρεσκη Καλυψώ, κόρη του Άτλαντα, και τόσες άλλες θεές και θεότητες, νύμφες και νεράιδες, Χάριτες και Ερινύες.
Από τις θνητές η Ναυσικά ακτινοβολεί σεμνή χάρη, αυθορμητισμό, νεανική απλότητα, αξεπέραστος τύπος της νεαρής παρθένου. Η Αρήτη, τέλεια οικοδέσποινα στα ανάκτορα του Αλκίνοου, του βασιλιά των Φαιάκων, καταδεκτική, αξιοπρεπής με φυσική επιβλητικότητα, πολύτιμη σύμβουλος για τον άξιο σύζυγό της. Η Ευρύκλεια, η γηραιά οικονόμος, γεμάτη μεμψίμοιρη στοργή και αφοσίωση, η Κασσάνδρα, η πιο όμορφη κόρη του Πριάμου, η Ιπποδάμεια που «περισσά ξεχώριζε στη γνώση και στα κάλλη», η Αγαμήδη, η Κλεοπάτρα «της λιγναστράγαλης της Μάρπησσας η κόρη», η Πολυμήλα που στον χορό ήταν πρώτη· και τόσες άλλες ιέρειες, και θνητές με ενεργό συμμετοχή στον αγώνα των τειχών, σκλάβες και παλλακίδες. Μόνη τερατώδης εξαίρεση σ’ αυτή τη μεγαλειώδη παρέλαση των γυναικών της ηρωικής εποχής του Τρωικού Πολέμου η βδελυρή μορφή της Κλυταιμνήστρας.
Η θεόμορφη Ελένη
Κορυφαίες μορφές θνητών γυναικών στα έργα του μεγάλου ραψωδού η θεόμορφη Ελένη, που το φωτοστέφανο της ομορφιάς και της φυσικής ευγένειας την προφυλάσσει από κάθε μικροπρέπεια, ακόμη και όταν βρίσκεται μέσα στην αναταραχή του πάθους· ακόμη και όταν απολαμβάνει την ηρεμία του ξανακερδισμένου σπιτικού της. Και η Ανδρομάχη, η ακριβή «παράκοιτις», που στέκεται εκστατική από θαυμασμό και ανησυχία για τον λατρευτό της ήρωα και σύνευνο, τον Έκτορα. Η Εκάβη, η πονεμένη μάνα και τραγική ηρωίδα, κορυφαία του ανήσυχου συλλογικού χορού των γυναικών της Τροίας στις δύσκολες ώρες της πόλης τους, καθώς αγωνιούν για τους άνδρες, που υπερασπίζονται το ιερό Ίλιον. Η Πηνελόπη, σύμβολο της συζυγικής πίστης, που ζει με την ανάμνηση και την ελπίδα, πανούργα, ευαίσθητη, υπομονετική και σταθερή, ενστικτωδώς δύσπιστη, μπροστά στη διαβλεπόμενη ευτυχία που τελικά είναι γραμμένο να ξαναβρεί.
Στα ομηρικά έπη βέβαιο είναι ότι η επίθεση των Αχαιών στην Τρωάδα ξεκινά από την αρπαγή της πολυθρύλητης Ελένης κι όχι για την «απλή επιθυμία των τριών ή τεσσάρων Αχαιών μοναρχών να ξεπεράσουν την οικονομική δυσπραγία». Άλλωστε ο λόγος του Έκτορα στη ραψωδία Γ της Ιλιάδας, που κατακλύζεται από την παρουσία της κόρης του Δία Ελένης και τις ομολογίες της, είναι ολοκάθαρος. Ο πόλεμος αιτία έχει την αρπαγή της ωραίας γυναίκας που ήταν «νυός», σύζυγος, του αδελφού του, του παγκαλόμορφου Πάρη.
Αναντίρρητα συμπαθέστατη, παρά το αμάρτημά της, παρουσιάζει ο Όμηρος την Ελένη στην Ιλιάδα, όπου ο χαρακτήρας της σκιαγραφείται ήπιος, απλός, ειλικρινής. Καρτερικά υφίσταται τις ταπεινότερες εκφράσεις από τους Τρώες και τις Τρωαδίτισσες και δέχεται με σεβασμό την αυστηρή συμπεριφορά και τους ψυχρούς τρόπους της πεθεράς της, ενώ τρέφει συγκινητική ευγνωμοσύνη προς τον Έκτορα και τον Πρίαμο για τη λεπτότητα και την ευγένεια, με την οποία της φέρονται.
Στη σκηνή της «τειχοσκοπίας», επάνω από τις Σκαιές Πύλες, ο Όμηρος δίνει την πιο τρανή απόδειξη της καλλονής της, όταν οι γέροντες Τρώες γύρω από τον Πρίαμο παρακολουθούν τη μονομαχία του Μενέλαου και του Πάρη, με τη περίφημη φράση του Πρίαμου όταν την αντίκρυσε:
«Ας μη κατηγορούν τους Τρώες και τους Αχαιούς με τα γοργά πόδια,
που πολύ καιρό βασανίζονται για μια τέτοια γυναίκα
ολόιδια είναι η όψη της με αθάνατης θεάς»
που πολύ καιρό βασανίζονται για μια τέτοια γυναίκα
ολόιδια είναι η όψη της με αθάνατης θεάς»
Γ 156-158 λέει, περιγράφοντας με αυτόν τον τρόπο την ομορφιά της Ελένης, αφού πουθενά στα ομηρικά κείμενα δεν αναφέρονται τα χαρακτηριστικά της.
Καθώς η Ελένη παρακολουθεί τη μονομαχία κάτω, η ψυχή της πλημμυρίζει νοσταλγία και πόνο για την πατρίδα και τους δικούς της. Χωρίς να δηλώνει μεταμέλεια για το σφάλμα της, χωρίς να αρνείται την ελεύθερη βούλησή της, αυτοκατακρίνεται με έλεγχο συνείδησης δριμύ κι εκφράζεται με περιφρόνηση για τον ευατό της.
Γεμάτοι ντροπή κι εκδίκηση, μα και ειρωνεία είναι οι λόγοι της για τη δειλία και την ήττα του ριψάσπιδα Πάρη, που τον άρπαξε η Αφροδίτη, για να τον σώσει και τώρα βρίσκεται στον οίκο τους.
«Καλώς μας ήλθες από τον πόλεμο! Μακάρι ο ψυχωμένος
άντρας κει πέρα να σε σκότωνε, που πρώτο μου ήταν ταίρι».
άντρας κει πέρα να σε σκότωνε, που πρώτο μου ήταν ταίρι».
Γ 428-429
Συνεχίζοντας, τον κατηγορεί για έλλειψη γενναιότητας, για ανεύθυνη αντιμετώπιση των υποχρεώσεών του απέναντι σε ένα λαό που δεν έφταιξε σε τίποτε και εκείνος τον παρέσυρε σε τόσο θλιβερή περιπέτεια. Γι’ αυτό, όταν ο Έκτορας την επισκέπτεται στα αρχοντικά της δώματα, για να ζητήσει τη συνδρομή της να πείσει τον Πάρη να γυρίσει στο πεδίο της μάχης, εκείνη πρόθυμα συμμαχεί μαζί του. Γιατί, μαζί με την Αφροδίτη, που υπηρετεί, και την προστάτιδα όλων των περιλάλητων έργων, την Εργάνη Αθηνά, επιδιώκει «να ’ναι άντρα αντρειωμένου» γυναίκα, για να μη ντρέπεται για την πολεμική συμπεριφορά του.
Στον θρήνο της για τον χαμό του Έκτορα η Ελένη εκφράζεται με συγκινητική τρυφερότητα για τον «δάερ εμείο», τον αδελφό του άνδρα της, που πάντα στοργικός ήταν μαζί της, και μετά τον σκοτωμό του Πάρη, ακόμη και όταν δέχεται κοντά της τον καινούργιο, τρίτο σύνευνό της, τον αδελφό του, τον επίσης «θεοείκελο», θεόμορφο, Δηίφοβο και εξακολουθεί να παραμένει στα ανάκτορα του Πριάμου.
Σε πολύ διαφορετικά πλαίσια είναι τοποθετημένη η παρουσία της Ελένης στην Οδύσσεια. Χωρίς καμία επιτηδευμένη ντροπαλότητα, χωρίς καμιά προσποιητή μεταμέλεια, εμφανίζεται στα ανάκτορα της Σπάρτης μαζί με τον Μενέλαο με φυσικότητα και απλότητα, χωρίς προλόγους και σχετική προετοιμασία, αρχοντική και πανέμορφη, όμοια με τη δροσερή Άρτεμη παρά τους τόσους χρόνους που διάβηκαν. Καθισμένη στη μακριά βασιλική της καρέκλα με την «αργυράν ηλακάτην και την χρυσήν άτρακτον», όπως κάθε αξιοπρεπής οικοδέσποινα και βασίλισσα, καλοδέχεται τους ξένους της, τον Τηλέμαχο, που ήρθε να πάρει πληροφορίες για τον πατέρα του και τον Πεισίστρατο, τον γιο του Νέστορα.
Κατά τη λαμπρή φιλοξενία των ξένων από τον Μενέλαο στα ανάκτορα της Σπάρτης, οι δύο οικοδεσπότες στέλνουν τη σκέψη τους πίσω στον καιρό της πολιορκίας της Τροίας, όταν ο Οδυσσέας, μεταμορφωμένος σε ψωμοζήτη ζητιάνο, τρυπώνει στο κάστρο του Πριάμου και μολονότι η Ελένη τον αναγνωρίζει, δεν τον φανερώνει, παρότι έχει σκοτώσει πλήθος Τρώες.
Με ιδιαίτερη ευχαρίστηση περνά ο Μενέλαος στο εκπληκτικό τέχνασμα του Οδυσσέα, στον Δούρειο Ίππο, όπου όλοι οι Αχαιοί κάθονται σιωπηλοί όταν η Ελένη τρεις φορές κυκλογύρισε ψηλαφώντας, και καλούσε με το όνομά τους, μιμούμενη τη φωνή των γυναικών τους τους πρώτους από τους Δαναούς. Και τότε όλοι συγκινημένοι ήθελαν να απαντήσουν, μα ο Οδυσσέας, τους έκλεινε σφικτά με τα γερά του χέρια το στόμα, ωσότου η Παλλάδα έδιωξε την Ελένη.
Το τέλος της Ελένης δεν αναφέρεται πουθενά από τον μεγάλο αοιδό. Από την τραγωδία του Ευρυπίδη «Ορέστης» γίνεται γνωστό ότι ο Ορέστης κυνηγημένος από τις Ερινύες, αποφασίζει να τη σκοτώσει. Δεν προλαβαίνει όμως, γιατί οι θεοί υφάρπαξαν την Τυνδαρίδα, που αθάνατη θα ζει δίπλα στους αδελφούς της, Κάστορα και Πολυδεύκη, και θα φωτίζει τους ναυτιλλομένους.
Στον θρήνο της για τον χαμό του Έκτορα η Ελένη εκφράζεται με συγκινητική τρυφερότητα για τον «δάερ εμείο», τον αδελφό του άνδρα της, που πάντα στοργικός ήταν μαζί της, και μετά τον σκοτωμό του Πάρη, ακόμη και όταν δέχεται κοντά της τον καινούργιο, τρίτο σύνευνό της, τον αδελφό του, τον επίσης «θεοείκελο», θεόμορφο, Δηίφοβο και εξακολουθεί να παραμένει στα ανάκτορα του Πριάμου.
Σε πολύ διαφορετικά πλαίσια είναι τοποθετημένη η παρουσία της Ελένης στην Οδύσσεια. Χωρίς καμία επιτηδευμένη ντροπαλότητα, χωρίς καμιά προσποιητή μεταμέλεια, εμφανίζεται στα ανάκτορα της Σπάρτης μαζί με τον Μενέλαο με φυσικότητα και απλότητα, χωρίς προλόγους και σχετική προετοιμασία, αρχοντική και πανέμορφη, όμοια με τη δροσερή Άρτεμη παρά τους τόσους χρόνους που διάβηκαν. Καθισμένη στη μακριά βασιλική της καρέκλα με την «αργυράν ηλακάτην και την χρυσήν άτρακτον», όπως κάθε αξιοπρεπής οικοδέσποινα και βασίλισσα, καλοδέχεται τους ξένους της, τον Τηλέμαχο, που ήρθε να πάρει πληροφορίες για τον πατέρα του και τον Πεισίστρατο, τον γιο του Νέστορα.
Κατά τη λαμπρή φιλοξενία των ξένων από τον Μενέλαο στα ανάκτορα της Σπάρτης, οι δύο οικοδεσπότες στέλνουν τη σκέψη τους πίσω στον καιρό της πολιορκίας της Τροίας, όταν ο Οδυσσέας, μεταμορφωμένος σε ψωμοζήτη ζητιάνο, τρυπώνει στο κάστρο του Πριάμου και μολονότι η Ελένη τον αναγνωρίζει, δεν τον φανερώνει, παρότι έχει σκοτώσει πλήθος Τρώες.
Με ιδιαίτερη ευχαρίστηση περνά ο Μενέλαος στο εκπληκτικό τέχνασμα του Οδυσσέα, στον Δούρειο Ίππο, όπου όλοι οι Αχαιοί κάθονται σιωπηλοί όταν η Ελένη τρεις φορές κυκλογύρισε ψηλαφώντας, και καλούσε με το όνομά τους, μιμούμενη τη φωνή των γυναικών τους τους πρώτους από τους Δαναούς. Και τότε όλοι συγκινημένοι ήθελαν να απαντήσουν, μα ο Οδυσσέας, τους έκλεινε σφικτά με τα γερά του χέρια το στόμα, ωσότου η Παλλάδα έδιωξε την Ελένη.
Το τέλος της Ελένης δεν αναφέρεται πουθενά από τον μεγάλο αοιδό. Από την τραγωδία του Ευρυπίδη «Ορέστης» γίνεται γνωστό ότι ο Ορέστης κυνηγημένος από τις Ερινύες, αποφασίζει να τη σκοτώσει. Δεν προλαβαίνει όμως, γιατί οι θεοί υφάρπαξαν την Τυνδαρίδα, που αθάνατη θα ζει δίπλα στους αδελφούς της, Κάστορα και Πολυδεύκη, και θα φωτίζει τους ναυτιλλομένους.
Η «άλοχος φίλη» Ανδρομάχη
Αντίρροπη της Ελένης γυναικεία φυσιογνωμία στο στρατόπεδο των Τρώων η θυγατέρα του Ηετίωνα, του βασιλιά της Κιλικίας και σύζυγος του Έκτορα, η Ανδρομάχη. Είναι αναντίρρητα από τις συμπαθέστερες μορφές του ομηρικού έπους, σύμβολο αφοσιωμένης συζύγου και φιλόστοργης μητέρας. Στην Ιλιάδα σκιαγραφείται, στολισμένη με εξαιρετικές χάρες, γυναικεία τρυφερότητα, ευγένεια, σεμνότητα, συζυγική πίστη, θέρμη, αφοσίωση, υπακοή, πραότητα.
Είναι υπόδειγμα γυναικείας μορφής που συνέδεσε με απόφαση και συνέπεια τη γυναικεία μοίρα με την ανδρική και που θα ζήσει στιγμές τραγικές σε απερίγραπτη δυστυχία.
Πρωτοπαρουσιάζεται στη ραψωδία Ζ, όταν ο Έκτορας γυρίζει στον οίκο του για την «άλοχον φίλην», τη γυναίκα του, και το μικρό παιδί τους, επειδή δεν γνωρίζει αν θα τους ξαναδεί ή θα τον τσακίσουν οι θεοί στων Αχαιών τα χέρια. Αλλά η πρόθυμη κελλάρισσα τον πληροφορεί:
«στο μέγα πύργο ανέβηκε σαν άκουσε οι δικοί μας πως τσάκισαν, κι οι Αργίτες έχουνε τρανή κερδέψει νίκη».
Είναι υπόδειγμα γυναικείας μορφής που συνέδεσε με απόφαση και συνέπεια τη γυναικεία μοίρα με την ανδρική και που θα ζήσει στιγμές τραγικές σε απερίγραπτη δυστυχία.
Πρωτοπαρουσιάζεται στη ραψωδία Ζ, όταν ο Έκτορας γυρίζει στον οίκο του για την «άλοχον φίλην», τη γυναίκα του, και το μικρό παιδί τους, επειδή δεν γνωρίζει αν θα τους ξαναδεί ή θα τον τσακίσουν οι θεοί στων Αχαιών τα χέρια. Αλλά η πρόθυμη κελλάρισσα τον πληροφορεί:
«στο μέγα πύργο ανέβηκε σαν άκουσε οι δικοί μας πως τσάκισαν, κι οι Αργίτες έχουνε τρανή κερδέψει νίκη».
Ζ 386-387
Κορυφαία του γυναικείου χορού των Τρωαδιτισσών, που πλημμυρίζουν τις πύλες και τα κάστρα, παρακολουθεί με αγωνία τους κυνηγημένους από τους Αχαιούς Τρώες. Μόλις αντικρύζει τον άντρα της τρέχει να τον φτάσει.
Στη θωριά των αγαπημένων του προσώπων η όψη του Έκτορα γλυκαίνει. Βάλσαμο τρέχει στην ψυχή του. Όλη η σκληράδα του πολέμου ξεθωριάζει και χάνεται, καθώς κοιτάζει το βλαστάρι του. Αχνογέλασε σιωπηλά. Γεμάτη θλίψη και υποταγή η μορφή του. Δίπλα του η Ανδρομάχη «δάκρυ χέουσα», του κρατά σφιχτά το χέρι και του λέει τρυφερά:
«Από την ορμή την ίδια σου θα βρεις το θάνατό σου
και το μωρό σου δε σπλαχνίζεσαι κι ουδέ τη μαύρη εμένα
Στη θωριά των αγαπημένων του προσώπων η όψη του Έκτορα γλυκαίνει. Βάλσαμο τρέχει στην ψυχή του. Όλη η σκληράδα του πολέμου ξεθωριάζει και χάνεται, καθώς κοιτάζει το βλαστάρι του. Αχνογέλασε σιωπηλά. Γεμάτη θλίψη και υποταγή η μορφή του. Δίπλα του η Ανδρομάχη «δάκρυ χέουσα», του κρατά σφιχτά το χέρι και του λέει τρυφερά:
«Από την ορμή την ίδια σου θα βρεις το θάνατό σου
και το μωρό σου δε σπλαχνίζεσαι κι ουδέ τη μαύρη εμένα
Ζ 408-409
... Μα αν είναι να σε χάσω
ν’ ανοίξει η γη να μπω καλύτερα χίλιες φορές»
ν’ ανοίξει η γη να μπω καλύτερα χίλιες φορές»
Ζ 410-411
«Θα σε καταστρέψει η τόση σου ορμή», λέει και είναι σαν να προμαντεύει με τη δύναμη της γυναικείας της διαίσθησης ένα τραγικό τέλος που τρέμει και απεύχεται· γι’ αυτό και προσπαθεί με κάθε τρόπο να τον μεταπείσει. Με κλάματα τον ικετεύει να μη ριψοκινδυνεύει τη ζωή του. Δάκρυα, τρυφερότητα, λύπηση και συμπόνοια, κακή προαίσθηση, ταπεινή παράκληση και συμβουλές αντιτάσσει στη διαφαινόμενη σκληρή του απόφαση. Δεν λυπάσαι το παιδί σου; Ούτε εμένα λυπάσαι; Την ακριβή «άλοχο;» Γιατί κανείς δεν μου μένει πια, αφ’ ότου, ο αρχοντογεννημένος «Αχιλλέας εκπόρθησε το μυριοπλούσιο κάστρο της χώρας των Κιλίκων» ούτε γονείς, ούτε αδελφοί.
«Έκτορα, τώρα εσύ πατέρας μου και σεβαστή μου μάνα
Κι αδέρφι, εσύ και λεβεντόκορμος στη κλίνη σύντροφός μου».
Γεμάτη έγνοια και συγκατάβαση η απόκριση του Έκτορα δεν περιέχει συγκατάνευση στην προτροπή και τις συμβουλές της, παρά μόνο προμαντεύει τη μοίρα της μετά τον χαμό του.
Τη μοναδική τούτη ώρα του ζευγαριού που ο θάνατος παραμονεύει να εξοντώσει τον πατέρα και, μετά την υποθήκη του, που ως χρέος αφήνει στον γιο του ο Έκτορας, να γίνει δηλαδή ο Αστυάνακτας τρανός και περίλαμπρος, απιθώνει στον μυρωδάτο κόρφο της μάνας Ανδρομάχης τον μικρό· ως άλλη παρακαταθήκη της ευθύνης της μητέρας για το παιδί τους, που υποδηλώνει συνάμα, και την εμπιστοσύνη του προς το πρόσωπο της. Καθώς η Ανδρομάχη τον κοιτάζει, γελώντας δακρυσμένη, ένας πόνος του δαγκώνει την καρδιά και προσπαθεί να την παρηγορήσει με λόγια τρυφερά:
«Άμοιρη εσύ, μη μου πικραίνεσαι μες την καρδιά σου τόσο
κανείς αν δεν το στέργει η μοίρα του, στον Άδη δε με στέλνει.
«Έκτορα, τώρα εσύ πατέρας μου και σεβαστή μου μάνα
Κι αδέρφι, εσύ και λεβεντόκορμος στη κλίνη σύντροφός μου».
Γεμάτη έγνοια και συγκατάβαση η απόκριση του Έκτορα δεν περιέχει συγκατάνευση στην προτροπή και τις συμβουλές της, παρά μόνο προμαντεύει τη μοίρα της μετά τον χαμό του.
Τη μοναδική τούτη ώρα του ζευγαριού που ο θάνατος παραμονεύει να εξοντώσει τον πατέρα και, μετά την υποθήκη του, που ως χρέος αφήνει στον γιο του ο Έκτορας, να γίνει δηλαδή ο Αστυάνακτας τρανός και περίλαμπρος, απιθώνει στον μυρωδάτο κόρφο της μάνας Ανδρομάχης τον μικρό· ως άλλη παρακαταθήκη της ευθύνης της μητέρας για το παιδί τους, που υποδηλώνει συνάμα, και την εμπιστοσύνη του προς το πρόσωπο της. Καθώς η Ανδρομάχη τον κοιτάζει, γελώντας δακρυσμένη, ένας πόνος του δαγκώνει την καρδιά και προσπαθεί να την παρηγορήσει με λόγια τρυφερά:
«Άμοιρη εσύ, μη μου πικραίνεσαι μες την καρδιά σου τόσο
κανείς αν δεν το στέργει η μοίρα του, στον Άδη δε με στέλνει.
Ζ 486-487
Μόν’ τώρα εσύ στο σπίτι πήγαινε και τις δουλειές σου κοίτα.
Ζ490
... τον πόλεμο θα τον κοιτάξουν οι άντρες».
Ζ492
Σαν κυνηγημένη τρέχει η Ανδρομάχη στο αρχοντικό του Έκτορα, κι όλο πίσω της κοιτάζει, βουτηγμένη στα δάκρυα κι αχνοθωπεύοντας με τα θολά της μάτια τον αγαπημένο σύζυγο. Εκεί, στη γαλήνη του τρισέβαστου «μυχού» της ομηρικής οικίας, η υπάκουη Ανδρομάχη υφαίνει στον αργαλειό της και με την έγνοια του άνδρα της πλέκει τη γλυκιά επιστροφή του. Αμέριμνη κι ήρεμη πια, μακριά από τις ιαχές του πολέμου και τον ορυμαγδό των μαχών προστάζει τις δουλεύτρες της να ετοιμάσουν θερμό λουτρό για τον πρωτομαχητή της Τροίας. Οι φωνές όμως που ακούγονται από το κάστρο την αναστατώνουν. Από τον Μεγάλο Πύργο η Εκάβη θρηνεί και σκούζει. Το μήνυμα της καταστροφής φτάνει με απελπισία στα αυτιά της· τραντάζονται τα μέλη της, τα γόνατά της λύνονται· της έπεσε κάτω η σαΐτα του αργαλειού που ύφαινε.
Σαν μαινάδα ορμά στο κάστρο με καρδιά που πάλλεται από αγωνία, γεμάτη τρόμο για την τύχη του Έκτορα. Και κοιτώντας ολόγυρα με πόνο, λαχτάρα και ακατάσχετη διάθεση να τον ανακαλύψει, παρακαλεί ενδόμυχα να μην έχει πάθει κανένα κακό. Στα γεμάτα από πανικό μάτια της, το θέαμα έρχεται φρικτό. Το ακριβό της ταίρι έχει άκαρδα θανατωθεί από το κοντάρι του Αχιλλέα.
Από τον σπαραγμό του πόνου της διασκορπίζεται η κεφαλόδεση, το σύμβολο των ευτυχισμένων στιγμών κι ο πέπλος που της δόθηκε από την Αφροδίτη ως δώρο γάμου, όταν ο Έκτορας την πήρε ταίρι. Ίσως, γιατί η όμορφη Ανδρομάχη δεν τα χρειάζεται πια να τη στολίζουν.
Μόλις συνέρχεται, γόοι και κοπετοί το μοιρολόγι της, που σημαδεύει το τέλος της συζυγικής της ευτυχίας. Μέσα στην οδύνη της για τον χαμό του αγαπημένου σύνευνου, που ξεκινά τώρα για τα τρίσβαθα του Άδη, αναλογίζεται όχι τόσο τη δική της δυστυχία, όσο το δύσμοιρο παιδί τους, που ορφανεμένο αρχοντόπουλο, θα το διώχνουν πια όλοι, θα το χτυπούν και θα το βρίζουν. Τη συμφορά της όμως που θεριεύει, και γι’ αυτό οδύρεται περισσότερο, μεγαλώνει ο ευτελισμός του νεκρού Έκτορα, ο διασυρμός του μέχρι τα αργίτικα πλοία και το ξεγύμνωμά του.
Το όνομα της Ανδρομάχης αναφέρεται για τελευταία φορά στην Ιλιάδα με τον δεύτερο γοερό της θρήνο, τη ραψωδία Ω. Ιέρεια μεγάλης συμφοράς στέκεται επάνω στο κάστρο μαζί με την πονεμένη μάνα, την Εκάβη, ανάμεσα σε πλήθος Τρώων και Τρωαδιτισσών, και δέχεται την άμαξα με τον νεκρό πια Έκτορα. Όταν φτάνουν στο σπίτι, πρώτη κινάει το μοιρολόγι της η Ανδρομάχη, κρατώντας πάντα μέσα στα χέρια της το κεφάλι του αγαπημένου της:
«Άντρα μου, εχάθης πα στα νειάτα σου, κι εμένα αφήνεις χήρα
στο σπίτι μέσα, κι είναι ανήλικο, μικρό παιδάκι ο γιος μας».
Σαν μαινάδα ορμά στο κάστρο με καρδιά που πάλλεται από αγωνία, γεμάτη τρόμο για την τύχη του Έκτορα. Και κοιτώντας ολόγυρα με πόνο, λαχτάρα και ακατάσχετη διάθεση να τον ανακαλύψει, παρακαλεί ενδόμυχα να μην έχει πάθει κανένα κακό. Στα γεμάτα από πανικό μάτια της, το θέαμα έρχεται φρικτό. Το ακριβό της ταίρι έχει άκαρδα θανατωθεί από το κοντάρι του Αχιλλέα.
Από τον σπαραγμό του πόνου της διασκορπίζεται η κεφαλόδεση, το σύμβολο των ευτυχισμένων στιγμών κι ο πέπλος που της δόθηκε από την Αφροδίτη ως δώρο γάμου, όταν ο Έκτορας την πήρε ταίρι. Ίσως, γιατί η όμορφη Ανδρομάχη δεν τα χρειάζεται πια να τη στολίζουν.
Μόλις συνέρχεται, γόοι και κοπετοί το μοιρολόγι της, που σημαδεύει το τέλος της συζυγικής της ευτυχίας. Μέσα στην οδύνη της για τον χαμό του αγαπημένου σύνευνου, που ξεκινά τώρα για τα τρίσβαθα του Άδη, αναλογίζεται όχι τόσο τη δική της δυστυχία, όσο το δύσμοιρο παιδί τους, που ορφανεμένο αρχοντόπουλο, θα το διώχνουν πια όλοι, θα το χτυπούν και θα το βρίζουν. Τη συμφορά της όμως που θεριεύει, και γι’ αυτό οδύρεται περισσότερο, μεγαλώνει ο ευτελισμός του νεκρού Έκτορα, ο διασυρμός του μέχρι τα αργίτικα πλοία και το ξεγύμνωμά του.
Το όνομα της Ανδρομάχης αναφέρεται για τελευταία φορά στην Ιλιάδα με τον δεύτερο γοερό της θρήνο, τη ραψωδία Ω. Ιέρεια μεγάλης συμφοράς στέκεται επάνω στο κάστρο μαζί με την πονεμένη μάνα, την Εκάβη, ανάμεσα σε πλήθος Τρώων και Τρωαδιτισσών, και δέχεται την άμαξα με τον νεκρό πια Έκτορα. Όταν φτάνουν στο σπίτι, πρώτη κινάει το μοιρολόγι της η Ανδρομάχη, κρατώντας πάντα μέσα στα χέρια της το κεφάλι του αγαπημένου της:
«Άντρα μου, εχάθης πα στα νειάτα σου, κι εμένα αφήνεις χήρα
στο σπίτι μέσα, κι είναι ανήλικο, μικρό παιδάκι ο γιος μας».
Ω 725-726
Μετά την άλωση του Ιλίου, οι Αχαιοί σύρουν την Ανδρομάχη στα πλοία τους και την προσφέρουν «ως εξαίρετο γέρας» στον γιο του Αχιλλέα Νεοπτόλεμο, που την παίρνει στη Φθία.
Η τραγική Εκάβη
«Ευτεκνοτάτην πασών γυναικών, δυστυχεστάτην τε» παρουσιάζει ο Όμηρος την φρυγικής καταγωγής δεύτερη σύζυγο του Πρίαμου Εκάβη. Είναι από τις τραγικότερες μητέρες της ελληνικής παράδοσης. Η πρώτη της παρουσία είναι στην ραψωδία Ζ της Ιλιάδας, όταν ο οιωνοσκόπος Έλενος συμβουλεύει τον Έκτορα να ζητήσει «μητέρα ση και εμή» να προσευχηθεί μαζί με τις αρχόντισσες στον ναό της Αθηνάς στην κορυφή του κάστρου και να προσφέρει πεπλοφόρο ανάθημα στη γλαυκομάτα κόρη.
Έτσι, τις δύσκολες πολεμικές ώρες που το μάχιμο των ανδρών βρίσκεται στις επάλξεις υπερασπιζόμενο το κάστρο, η Εκάβη, δαμασμένη από την έγνοια και τον τρόμο της επικείμενης καταστροφής και σφαγής, τρέχει βιαστικά, στην κεφαλή της πολυάριθμης πομπής από πεπλοφόρες «γεραρές», αρχόντισσες, που διόλου δεν μένουν άπρακτες κι αμέτοχες, προς τον ναό της Αθηνάς για το δώρημα και την παράκληση της σωτηρίας της πατρίδας.
Από τις πιο μεγαλειώδεις εικόνες στη ραψωδία Χ η τραγική μορφή της Εκάβης, που στέκεται δίπλα στον γερο Πρίαμο επάνω στο κάστρο με προτεταμένα τα χέρια προς τον κάμπο των μαχών και παρακαλεί τον Έκτορα, δείχνοντάς του τα γυμνά μητρικά της στήθη, που τον θήλασαν και του χάρισαν τη ζωή, να μπει μέσα από τις Πύλες, για να κρυφτεί από τον επιθετικό Αχιλλέα.
Τον αβάστακτο πόνο της απελπισμένης μάνας όμως ο Έκτορας δεν ακούει. Και ο Αχιλλέας, μπροστά στα μάτια των γονιών του, κάτω από τα τείχη της Τροίας σκοτώνει ανίερα τον γενναίο Έκτορα. Η τραγική μάνα θωρεί από μακριά τον νεκρό γιο της, που σέρνεται πίσω από το άρμα του νικητή. Σπαρακτικές οι κραυγές, σκίζουν τα στήθη της. Ο θρήνος, απλός και λιγόλογος, χωρίς παροξυσμούς και υστερικές εκφράσεις, μακριά από στηθοκοπήματα και ολολυγές, κρύβει όλο τον σπαραγμό της:
«Παιδί μου τι να ζω η τρίσμοιρη, τέτοιο κακό που με’ βρε.
με το χαμό σου τώρα. Κι ήσουνα για μένα το καμάρι
μέρα και νύχτα μες στο κάστρο μας, και σ’ όλους μας η σκέπη»
Έτσι, τις δύσκολες πολεμικές ώρες που το μάχιμο των ανδρών βρίσκεται στις επάλξεις υπερασπιζόμενο το κάστρο, η Εκάβη, δαμασμένη από την έγνοια και τον τρόμο της επικείμενης καταστροφής και σφαγής, τρέχει βιαστικά, στην κεφαλή της πολυάριθμης πομπής από πεπλοφόρες «γεραρές», αρχόντισσες, που διόλου δεν μένουν άπρακτες κι αμέτοχες, προς τον ναό της Αθηνάς για το δώρημα και την παράκληση της σωτηρίας της πατρίδας.
Από τις πιο μεγαλειώδεις εικόνες στη ραψωδία Χ η τραγική μορφή της Εκάβης, που στέκεται δίπλα στον γερο Πρίαμο επάνω στο κάστρο με προτεταμένα τα χέρια προς τον κάμπο των μαχών και παρακαλεί τον Έκτορα, δείχνοντάς του τα γυμνά μητρικά της στήθη, που τον θήλασαν και του χάρισαν τη ζωή, να μπει μέσα από τις Πύλες, για να κρυφτεί από τον επιθετικό Αχιλλέα.
Τον αβάστακτο πόνο της απελπισμένης μάνας όμως ο Έκτορας δεν ακούει. Και ο Αχιλλέας, μπροστά στα μάτια των γονιών του, κάτω από τα τείχη της Τροίας σκοτώνει ανίερα τον γενναίο Έκτορα. Η τραγική μάνα θωρεί από μακριά τον νεκρό γιο της, που σέρνεται πίσω από το άρμα του νικητή. Σπαρακτικές οι κραυγές, σκίζουν τα στήθη της. Ο θρήνος, απλός και λιγόλογος, χωρίς παροξυσμούς και υστερικές εκφράσεις, μακριά από στηθοκοπήματα και ολολυγές, κρύβει όλο τον σπαραγμό της:
«Παιδί μου τι να ζω η τρίσμοιρη, τέτοιο κακό που με’ βρε.
με το χαμό σου τώρα. Κι ήσουνα για μένα το καμάρι
μέρα και νύχτα μες στο κάστρο μας, και σ’ όλους μας η σκέπη»
Χ 431-433
Αντίθετη στον στοχασμό του Πριάμου να επισκεφθεί τα αργίτικα καράβια, για να ζητήσει από τον Αχιλλέα τον νεκρό Έκτορα, και ταυτόχρονα απειθάρχητη στην εντολή του Δία ορθώνεται η Εκάβη, φοβούμενη το χειρότερο.
Η σεπτή μορφή της συζύγου, της μάνας, της γυναίκας Εκάβης αντιπαρατάσσεται στην αντρίκεια και πατρική απόφαση. Ο άνδρας, ο πατέρας Πρίαμος, έχει την πρωτοβουλία να δράσει και να αποφασίσει. Και ήδη έχει αποφασίσει. Γιατί πήρε εντολή με τη θεά Ίριδα από τον Δία. Απευθύνεται όμως στη σύνευνη και μάνα, που συναντά στο κατώγι και, για να της αποδώσει τον οφειλόμενο σεβασμό των ομηρικών χρόνων, ζητά τη γνώμη της.
«Αλλά έλα τώρα, πες μου, τι νομίζεις μέσα στο λογισμό σου να είναι;»
Η σεπτή μορφή της συζύγου, της μάνας, της γυναίκας Εκάβης αντιπαρατάσσεται στην αντρίκεια και πατρική απόφαση. Ο άνδρας, ο πατέρας Πρίαμος, έχει την πρωτοβουλία να δράσει και να αποφασίσει. Και ήδη έχει αποφασίσει. Γιατί πήρε εντολή με τη θεά Ίριδα από τον Δία. Απευθύνεται όμως στη σύνευνη και μάνα, που συναντά στο κατώγι και, για να της αποδώσει τον οφειλόμενο σεβασμό των ομηρικών χρόνων, ζητά τη γνώμη της.
«Αλλά έλα τώρα, πες μου, τι νομίζεις μέσα στο λογισμό σου να είναι;»
Ω 197
Ο θρήνος της Εκάβης για τον νεκρό Έκτορα, που έφερε πίσω ο Πρίαμος από τα αργίτικα καράβια, είναι η τελευταία της παρουσία στα ομηρικά έπη.
Η τραγική μάνα στέκεται σιμά στην Ανδρομάχη κι αφήνει ξέφρενο το ξέσπασμα του πόνου της με το σπαρακτικό της μοιρολόγι:
«Έκτορα, εσύ που απ’ όλους πιότερο τους γιους μου σε αγαπούσα
όσο μου ζούσες, πριν οι αθάνατοι σου ’χαν
περίσσεια αγάπη».
Η τραγική μάνα στέκεται σιμά στην Ανδρομάχη κι αφήνει ξέφρενο το ξέσπασμα του πόνου της με το σπαρακτικό της μοιρολόγι:
«Έκτορα, εσύ που απ’ όλους πιότερο τους γιους μου σε αγαπούσα
όσο μου ζούσες, πριν οι αθάνατοι σου ’χαν
περίσσεια αγάπη».
Ω 748-749
Η Εκάβη στην Ιλιάδα μορφοποιεί τη γυναίκα που γερνάει και, καθώς η τύχη αναποδυγυρίζει τα συμβάντα της ζωής και τα φορτώνει στους δύσμοιρους θνητούς, φτάνει στα πιο δυσβάστακτα βάσανα. Είδε τη χώρα της να εκπορθείται και να καταστρέφεται, τον γερο Πρίαμο να σφάζεται, καθώς επίσης τα παιδιά της, και ο αρχοντογεννημένος Αστυάνακτας. Το τέλος της δίνεται από την ομώνυμη τραγωδία του Ευρυπίδη. Έπεσε με κλήρο κατά τη μοιρασιά στον Οδυσσέα.
Η πιστή Πηνελόπη
Ξεχωριστή γυναικεία μορφή που κυριαρχεί στα δρώμενα της Οδύσσειας είναι η κόρη του Ικάριου και σύζυγος του Οδυσσέα, η Πηνελόπη. Προβάλλεται από τον Όμηρο ως πρότυπο συζυγικής πίστης, μητρικής στοργής, γυναικείας σωφροσύνης, καρτερίας, αξιοπρέπειας, και ευψυχίας. Χαρακτηρίζεται ωραία σαν την Άρτεμη ή την Αφροδίτη, με «αγαθάς φρένας», άμεμπτη και συνετή. Ανυπάκουη όμως στην προσταγή του Οδυσσέα να προχωρήσει σε δεύτερο γάμο, αν εκείνος τυχόν σκοτωθεί στην εκστρατεία κατά του Ιλίου, ζει πάντα με το όραμα του πανούργου πολεμιστή και σοφίζεται τεχνάσματα με τον αργαλειό της, για να εξαπατά τους μνηστήρες. Την πρωτοσυναντούμε μεγαλοπρεπή σε γιορταστική συγκέντρωση στη ραψωδία α, μετά από ευωχία φαγητού και οίνου των μνηστήρων, όταν ο ξακουστός Φήμιος κρούει την κιθάρα του, τραγουδώντας τον πικρό γυρισμό των Αχαιών από την Τροία και τον παρακαλεί να σταματήσει το τραγούδι του, γιατί πληγώνεται η καρδιά της ενώ αλησμόνητος ο πόνος της θερίζει τα σπλάχνα.
Απέναντι στις αδηφάγες επιδιώξεις των πολυάριθμων και συνωμοτούντων μνηστήρων, που σφετερίζονται μαζί με τη βασιλεία και τη ζωή του Τηλέμαχου, ακλόνητη κι αταλάντευτη υψώνεται η ισχυρή φυσιογνωμία της Πηνελόπης. Με αγωνία περιμένει την επιστροφή του Τηλέμαχου από το ταξίδι του στη Σπάρτη, όπου πήγε για να πάρει πληροφορίες για τον πατέρα του. Και εκφράζει τη μητρική της τρυφερότητα, όταν το αγαπημένο της παιδί επιστρέφει· με κλάματα τον αγκαλιάζει και τον φιλά στα γλυκά του μάτια. «Γλυκερόν φάος», του λέει, «Γλυκό μου φως».
Η φήμη της Πηνελόπης για καρτερία, συζυγική πίστη κι αγνότητα περνά από τα όρια του Πάνω Κόσμου και φθάνει μέχρι κάτω στον Άδη. Έτσι, όταν ο Οδυσσέας κατεβαίνει στον Άδη για χρησμό από την ψυχή του Τειρεσία, η σεβαστή του μητέρα, η Αντίκλεια, τον διαβεβαιώνει:
«Ναι, εκείνη με πιστή καρδιά στ’ αρχοντικό σου μένει κι οι νύχτες της περνούν πικρές κι οι μέρες της θλιμμένες»
Απέναντι στις αδηφάγες επιδιώξεις των πολυάριθμων και συνωμοτούντων μνηστήρων, που σφετερίζονται μαζί με τη βασιλεία και τη ζωή του Τηλέμαχου, ακλόνητη κι αταλάντευτη υψώνεται η ισχυρή φυσιογνωμία της Πηνελόπης. Με αγωνία περιμένει την επιστροφή του Τηλέμαχου από το ταξίδι του στη Σπάρτη, όπου πήγε για να πάρει πληροφορίες για τον πατέρα του. Και εκφράζει τη μητρική της τρυφερότητα, όταν το αγαπημένο της παιδί επιστρέφει· με κλάματα τον αγκαλιάζει και τον φιλά στα γλυκά του μάτια. «Γλυκερόν φάος», του λέει, «Γλυκό μου φως».
Η φήμη της Πηνελόπης για καρτερία, συζυγική πίστη κι αγνότητα περνά από τα όρια του Πάνω Κόσμου και φθάνει μέχρι κάτω στον Άδη. Έτσι, όταν ο Οδυσσέας κατεβαίνει στον Άδη για χρησμό από την ψυχή του Τειρεσία, η σεβαστή του μητέρα, η Αντίκλεια, τον διαβεβαιώνει:
«Ναι, εκείνη με πιστή καρδιά στ’ αρχοντικό σου μένει κι οι νύχτες της περνούν πικρές κι οι μέρες της θλιμμένες»
λ 184-185
Για την έντιμη δόξα της Πηνελόπης μιλάει ακόμη και ο αδικοσκοτωμένος Αγαμέμνονας από τον Κάτω Κόσμο.
«Μα, εσύ Οδυσσέα, από σφαγή γυναίκας δεν φοβάσαι
γιατί είναι φρόνιμη πολύ κι έχει καλή τη γνώμη».
«Μα, εσύ Οδυσσέα, από σφαγή γυναίκας δεν φοβάσαι
γιατί είναι φρόνιμη πολύ κι έχει καλή τη γνώμη».
λ 449-450
Και μόνο η Αθηνά διατυπώνει κάποια αμφισβήτηση στη ραψωδία π, όταν προτρέπει τον Τηλέμαχο να επισπεύσει την επιστροφή του, γιατί κινδυνεύουν και το σπίτι και το βιος του, αφού όλοι πιέζουν την Πηνελόπη να παντρευτεί τον Ευρύμαχο, που πολλά «εξώφελλεν έεδνα», της πρόσφερε πολλά δώρα, «γιατί την ξέρεις την καρδιά πως είναι της γυναίκας» (ο 20).
Η εικόνα της Πηνελόπης εμφανίζεται περίλαμπρη και ολοκληρωμένη, με συνέπεια στον λόγο, στην πλούσια και γιορταστική περιποίηση του ξένου, που φτάνει μαζί σχεδόν με τον Τηλέμαχο στο νησί τους. Η «πολυσέβαστη γυναίκα», όπως την αποκαλεί ο ξένος, ακούει πανευτυχής την είδηση ότι ο αδάμαστος πολεμιστής ήταν πατρικός του φίλος κι ότι πολύ γρήγορα θα γυρίσει ή ίσως να γύρισε κιόλας με πολλούς θησαυρούς στη χώρα του.
Η εικόνα της Πηνελόπης εμφανίζεται περίλαμπρη και ολοκληρωμένη, με συνέπεια στον λόγο, στην πλούσια και γιορταστική περιποίηση του ξένου, που φτάνει μαζί σχεδόν με τον Τηλέμαχο στο νησί τους. Η «πολυσέβαστη γυναίκα», όπως την αποκαλεί ο ξένος, ακούει πανευτυχής την είδηση ότι ο αδάμαστος πολεμιστής ήταν πατρικός του φίλος κι ότι πολύ γρήγορα θα γυρίσει ή ίσως να γύρισε κιόλας με πολλούς θησαυρούς στη χώρα του.
«Άμποτε, ξένε, ο λόγος σου αυτός και να αληθέψει. Τότε θα δεις τη γνώμη μου και πόσα θα σου δώσω», του λέγει
τ 310-311
Η ειρωνεία όμως της μη αναγνώρισης του Οδυσσέα από την Πηνελόπη συνεχίζεται και στην τρυφερή σκηνή της συνάντησης και συνομιλίας των δύο μόνο συζύγων, γιατί η Παλλάδα με πολλή σοφία έχει φροντίσει να μεταμορφώσει τον Οδυσσέα σε γερο-επαίτη και τη σεβαστή «άλοχο» σε πανέμορφη επιθυμητή γυναίκα.
«Κανείς κυρά, σ’ όλη τη γη δε θα σου βρει ψεγάδι.
Αλήθεια, φτάνει η δόξα σου ως τα πλατιά τα ουράνια».
τ 106
βροντολαλεί ο Οδυσσέας...
Η δόξα της, που φτάνει μέχρι τα πλατιά ουράνια, την ξεχωρίζει για τη δικαιοσύνη και την κρίση της, για την ορθή διοίκηση, την αύξηση του πλούτου και την ευδαιμονία του λαού. Γι’ αυτό ο άνδρας της της απονέμει τιμητικούς επαίνους, του πιο άψογου βασιλιά που’ χει «αντριωμένους να κυβερνά». Κι επίσημα ομολογεί την καταξίωσή της πρωταρχόντισσας της πόλης πριν ακόμη από την αναγνώρισή του και πριν από την τιμωρία των μνηστήρων. Σε αντίθεση με τον ξένο, που στις ερωτήσεις της απαντά με μακριές ψεύτικες διηγήσεις, η Πηνελόπη, με συναισθηματική εμπιστοσύνη κι έντονη εξομολογητική διάθεση, ακουμπά τα πιο κρύφια της ψυχής της μελήματα και τους καημούς της μετά τα πειστήρια που της φανερώνει ο ίδιος για τη γνωριμία του με τον Οδυσσέα. Έτσι, του αποκαλύπτει και το τελευταίο της μυστικό για το «αγώνισμα του τόξου» μεταξύ των μνηστήρων.
Στη σκηνή της «μνηστηροκτονίας» η Πηνελόπη είναι απούσα. Η Παλλάδα φροντίζει να την κρατά μακριά· την αποσύρει με τέχνη από τα δώματά της, για να μην λερωθεί το βλέμμα της από τους σκοτωμούς και, για να μην ακούσει τις φωνές των μνηστήρων, την αποκοιμίζει με ύπνο γλυκό.
Αλλά πώς τελικά η ταλαίπωρη Πηνελόπη να πιστέψει την επιστροφή του αγαπημένου συζύγου που της αποκαλύπτει η καλή της βάγια Ευρύκλεια;
«Καλή μου βάγια, αχ, οι θεοί σου σάλεψαν τα φρένα
που και τον πιο γερό στο νου μπορούν να τον τρελάνουν».
ψ 111-112
Συγκρατημένη και με κάθε σκεπτικισμό η συνάντηση των δύο αγαπημένων προσώπων. Μπροστά στο μεγαλείο της πιστής κι αφοσιωμένης συντρόφου της ζωής και των στοχασμών του, ο ακαταπόνητος ταξιδευτής, ο γενναίος Οδυσσέας, ο πανούργος κι ατρόμητος μένει δέσμιος και υπόχρεος της απόφασης της πιστής του γυναίκας. Ό,τι πάσχισε για την αγάπη της ό,τι υπέφερε για την επιστροφή του, ό,τι πέτυχε με πονηριά, αντοχή, τόλμη και λαχτάρα, τώρα χαμηλοθωρώντας με δειλία και συστολή αφήνεται στην κρίση της λατρευτής του βασίλισσας. Και περιμένει σιωπηλά με λαχτάρα και ανυπομονησία, πότε θα του απευθύνει τον λόγο. Αλλά η Πηνελόπη μένει άλαλη, χωρίς να χάσει την αυτοκυριαρχία της, τον κοιτάζει περίεργα και εξεταστικά.
Υψηλής σύλληψης η σκηνή της αναγνώρισης του Οδυσσέα από την Πηνελόπη με το τέχνασμα της κλίνης που είναι κατά το ομηρικό κείμενο οι «πύστεις», οι αποδείξεις τις οποίες η «περίφρων» Πηνελόπη ζητά. Αλλά ο πανούργος Οδυσσέας, που μέχρι τώρα στέκεται ήρεμα κι υπομονετικά μπροστά της, μόλις ακούσει την προσταγή της βασίλισσάς του να στρωθεί το κρεβάτι του έξω από τα δώματά της, μεταμορφώνεται σε θηρίο. Ευθύς αντιλαμβάνεται τη μικρή κατεργαριά της γυναίκας του, αυτός, που κανένας μέχρι τώρα δεν τον ξεπέρασε στην πονηριά, και εξαγριώνεται. Με τα αλάθευτα όμως σημάδια της νυφικής παστάδας, που ο ίδιος ο Οδυσσέας έφτιαξε, η Πηνελόπη πείθεται και βουτηγμένη στα δάκρυα μέσα σε ένα παραλήρημα χαράς τρέχει τον αγκαλιάζει και τον φιλά, απολογούμενη:
«Μη μου θυμώνεις, άντρα μου, που σ’ όλα στοχασμένος
κι από όλους είσαι πιο πολύ. Αχ, οι θεοί τις πίκρες μας έστειλαν, που ζήλεψαν πάντα μαζί να ζούμε.
ψ 215-217
...Μη μου κακιώσεις τώρα
που δε σε χάρηκα απ’ αρχής την ώρα καθώς σ’ είδα.
Γιατί έτρεμε η καρδούλα μου στα τρυφερά μου στήθια
μην έρθει έστω με ψέματα κανείς και με γελάσει»
ψ 219-222
Σαν κόσμημα λάμπει το αντάμωμα των δύο πολυποθημένων συζύγων. Και η Παλλάδα σοφίζεται μακρόσυρτη τη νύκτα, που την κράτησε στα πέρατα του κόσμου, ώσπου να 'ρθει από την άκρη του ουρανού η ροδοδάκτυλη αυγή.
Για το τέλος της Πηνελόπης υπάρχουν πολλές παραδόσεις που μόνο σύγχυση προδίδουν. Η ομηρική Πηνελόπη παρέμεινε αγνή και «περίφρων» κοντά στον Οδυσσέα της.
Βιβλιογραφία
Γαρδίκα Γ., Η ηθική εν τη Ομηρική Εποχή, Αθήναι 1902. Δελή Τριαντ. Η Οδύσσεια του Ομήρου, Αθήναι 1977. Δελή Τριαντ. Η Ιλιάδα του Ομήρου Α - Μ, Αθήναι 1978. Δημοπούλου Π.Ν. Η θέσις της γυναικός εν τη κοινωνία καθ’ όλην τη διαδρομήν των αιώνων, Αθήναι 1949. Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα, τόμ. 9, σελ. 49-50, τόμ. 22, σελ. 198-199 & σελ. 377-380, τόμ. 49, σελ. 172. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς, τόμ. 3, σελ. 7-8, τόμ. 6, σελ. 84 & σελ. 208-210, τόμ. 11, σελ. 139-140. Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικό Ελευθερουδάκη, τόμ. 2, σελ. 103, τόμ. 5, σελ. 108, & 216, τόμ. 10, σελ. 667. Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου, τόμ. 2, σελ. 776-777, τόμ. 6, σελ. 432-433, & 595-597, τόμ. 15, σελ. 872-873. Καλογερά Β.Α., Αισθητική Ερμηνεία του Ομήρου (Ιλιάδος), Θεσσαλονίκη 1963. Κομνηνού – Κακριδή Όλγ., Σχέδιον και Τεχνική της Οδύσσειας, Θεσσαλονίκη 1977. Λορεντζάτου Παν., Συμβολή εις την Ερμηνεία των παρ’ Ομήρω ψυχολ. όρων, Αθήναι 1992. Μαρωνίτη Δ.Ν., Αναζήτηση και νόστος του Οδυσσέα, Αθήναι 1977. Μιρώ Αιμιλ., Η Καθημερινή ζωή στην εποχή του Ομήρου, Αθήνα 1995. Naquet-Vidal Pierre. O κόσμος του Ομήρου, Εξάντας 2002, Ξενίδου Schild Bάλια, Οι Γυναίκες στην Ελληνική Αρχαιότητα Ερμής 2001, σελ. 101-159. Ομήρου Ιλιάδα, μετάφραση Καζαντζάκη Ν. – Κακριδή Ι., Εστία 1985, Ομήρου Οδύσσεια, μετάφραση Σιδέρη Ζήσιμου. Πανωφοροπούλου Αγγελ., Η γυναικεία παρουσία στα Ομηρικά πλαίσια Εκδ. Ιούν. 2001. Παπαναστασίου Σοφ. Δ., Η γυναίκα δια μέσου των αιώνων, Αθήναι 1964. Flacelière Robert, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Παπαδήμας 1984, σελ. 20-106. Romilly Jacquelline, Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία εκδ. Καρδαμίτσα, Ρωμαίου Κώστα, Κοντά στις ρίζες μας. Σταμάτη Μ. Κώστα, Όμηρος ο Βουκολικός, Μελέτη, Αθήνα 1978. Τρυπάνη Κ.Α. Τα Ομηρικά έπη, Αθήναι 1964. Τσοπανάκη Αγαπ. Εισαγωγή στον Όμηρο, Θεσσαλονίκη 1967. Τσοπανάκη Αγαπ. Ερμηνευτικά στον Όμηρο, Θεσσαλονίκη 1960. Χατζηανέστη Ερ., Η Ελένη Ομηρική και Αισχύλεια, Αθήναι 1974. Χαχλάκη Σταμ., Εικόνες από την Οδύσσεια, Ηράκλειο 1968.
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.