Το άρθρο αποτελεί απόσπασμα από το εξαιρετικό αφιέρωμα του ιστορικού Βλάση Αγτζίδη με τίτλο: «Από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο έθνος-κράτος (1908-1923). Η Γενοκτονία στην Ανατολή». Εκδόθηκε από το “Ε-Ιστορικά” της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας στις 19 Μαϊου 2013.
Ο τουρκικός εθνικισμός υπήρξε ο καταλύτης των εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή της Εγγύς Ανατολής. Ήταν ο κύριος παράγοντας που εμπόδισε την πραγματοποίηση πραγματικών μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και απόδοσης ίσων δικαιωμάτων σ’ όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως θρησκεύματος και εθνικής καταγωγής. Με την εμφάνισή του ο όρος «Τούρκος» άρχισε να αποκτά θετική σήμανση, ενώ για πρώτη φορά ο χώρος που καταλάμβανε η Οθωμανική Αυτοκρατορία αρχίζει να περιγράφεται ως «Τουρκία». Οι νέες εθνικιστικές απόψεις που εμφανίζονται καθορίζουν ως εθνικό χώρο των Τούρκων μια εκτεταμένη περιοχή από το Αιγαίο έως τη θάλασσα της Κίνας. Το παντουρκιστικό κίνημα στοχεύει ακριβώς στη δημιουργία αυτής της νέας τουρκικής αυτοκρατορίας, όπου δεν θα υπάρχει θέση για κανένα άλλο έθνος, εκτός απ’ αυτό των Τούρκων. Κύριοι υποστηρικτές των τάσεων αυτών θα είναι οι Γερμανοί, οι οποίοι, με μια προνομιακή συμμαχία με το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα, θα επιδιώξουν αφενός το ξαναμοίρασμα του παλιού κόσμου των αγορών και των αποικιών με και αφετέρου, την οικονομική τους κυριαρχία στην Εγγύς Ανατολή με την εξαφάνιση των μόνων ανταγωνιστών τους, των Ελλήνων και των Αρμενίων.
Η περίπτωση του Ζιγιά Γκιοκάλπ (Ziya Gökalp) αποτελεί μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες περιπτώσεις ενός διανοούμενου, επηρεασμένου από το ρομαντικό και φυλετικό εθνικισμό. Υπήρξε ο πατέρας του ιδεολογικού ρεύματος του παντουρκισμού, ως Νεότουρκος συνέβαλε διοικητικά στην οργάνωση του σχεδίου εθνικής εκκαθάρισης των χριστιανικών λαών μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και στο τέλος ανέλαβε την ιδεολογική ανασυγκρότηση της εθνικιστικής Τουρκίας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Ziya Gökalp πρότεινε ανοιχτά την υπέρβαση της χαλαρής, πολυεθνικής και θρησκευτικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη μετατροπή των ομάδων που ζούσαν σ’ αυτήν σ’ ένα συμπαγές ομοιόμορφο τουρκικό σώμα (compact body).
Ο Τούρκος ιστορικός Taner Aksam στο βιβλίο του A Shameful Act, υποστηρίζει ότι ο Gökalp, επηρεασμένος από τον γερμανικό εθνικισμό, διαμόρφωσε ένα θεωρητικό πλαίσιο, το οποίο παρείχε την ιδεολογική βάση για την επίδειξη της συγκεκριμένης βίαιης πολιτικής συμπεριφοράς. Στόχος του Gökalp ήταν η διαμόρφωση «εθνικής οικονομίας», η οποία θα μπορούσε να δημιουργηθεί μόνο με την «εθνική ομοιογένεια». Χρησιμοποίησε τη λογοτεχνία για να μετακενώσει τις ιδέες του στο μουσουλμανικό οθωμανικό πληθυσμό και ενσωμάτωσε με ένα ακραία εργαλειακό τρόπο τα σχήματα του Νίτσε. Όπως γράφει σε ποίημά του: «Ο ύψιστος Θεός έπλασε τον Τούρκο ανώτερο..». Παράλληλα τονίζει την υπερηφάνεια την θρησκευτικής ομολογίας, ενσωματώνοντας το Ισλάμ στην εξυπηρέτηση του εθνικιστικού φαντασιακού: «Κι αν δεν έχουμε επιστήμη, έχουμε το Κοράνι..»
Στην περίπτωση του Gökalp συναντούμε μια πρωτόλεια εκδοχή της ναζιστικής κοσμοθεωρίας, όπου βασικό ρόλο στην τελική διαμόρφωσή της -όπως και της νεοτουρκικής βεβαίως σε πολύ απλοϊκότερη εκδοχή- έχουν οι απόψεις του Νίτσε, οι οποίες εκχυδαϊστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν εργαλειακά. Στη ναζιστική ρητορική εντάσσεται ο θαυμασμός του Νίτσε για τη σκληρότητα, τη δύναμη, τον υπεράνθρωπο, όπως και η λατρεία του για τον ανώτερο άνθρωπο που συμβαδίζει με την επιθυμία εξαφάνισης των ξεπεσμένων φύλων. Ακριβώς το ίδιο παρατηρείται στο έργο του. Χαρακτηριστική είναι η παραδοχή του ιδίου στο περιοδικό «Yeni Hayat» τo 1911, όπου περιέγραφε το νέο άνθρωπο της νεοτουρκικής Νέας Τάξης: «Οι Τούρκοι ήταν οι “υπεράνθρωποι” που είχε φανταστεί ο Γερμανός φιλόσοφος Nietzsche… Από την τουρκότητα θα γεννηθεί η νέα ζωή…».
Ακριβώς έναν τέτοιο «υπεράνθρωπο», Γερμανό αυτή τη φορά, θα ονειρευτεί ο Αδόλφος Χίτλερ 15 χρόνια αργότερα. Όπως η προπαγάνδα του Χίτλερ είχε βασιστεί σε κώδικες με τους οποίους οι γερμανικές μάζες ήταν απολύτως συμφιλιωμένες, έτσι και ο τουρκικός εθνικισμός θα βασιστεί στους θρησκευτικούς κώδικες με τους οποίους αποδέχονταν οι μουσουλμανικές μάζες. Ο φυλετισμός, που βρήκε το αποκορύφωμά του στη ναζιστική ρητορική, ενυπήρχε στην κουλτούρα της γερμανικής Δεξιάς καλλιεργήθηκε συστηματικά από τους Νεότουρκους εθνικιστές.
Tις απόψεις αυτές υλοποίησαν οι οθωμανοί αξιωματικοί που είχαν εκπαιδευτεί στις δυτικές χώρες και προσπάθησαν να ντύσουν με τις αξίες του διαφωτισμού τις ρατσιστικές επιδιώξεις του παντουρκισμού. Ο Τζελάλ Μπαγιάρ (Celal Bayar) αναφέρει ότι οι Νεότουρκοι αντιμετώπιζαν τους Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως «εσωτερικά καρκινώματα». Η αντίληψη που διαμόρφωσε η νεοτουρκική ηγεσία στους αξιωματικούς που προσχώρησαν στο κίνημα, εμπεριείχε την επιφύλαξη, αν όχι και την εχθρότητα απέναντι στο λαό.Το αντιχριστιανικό κλίμα και η τάση για ισλαμικό Τζιχάντ (Ιερό πόλεμο κατά των μη μουσουλμάνων) που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται.
Mετά τους Βαλκανικούς Πολέμους η γραμμή του 1911 εκφράστηκε με τη δημιουργία συγκεκριμένων θεσμών, όπως το Γραφείο Εγκατάστασης Φυλών και Μεταναστών. Ο Taner Aksam γράφει: «Υπάρχουν αποδείξεις ότι ο Gokalp συνέταξε ειδικές μελέτες για τις μειονότητες της αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένων και των Αρμενίων. Αυτές ήταν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου να συγκεντρωθεί λεπτομερής γνώση για την εθνικοθρησκευτική δομή της Ανατολίας. Ενα ειδικό τμήμα, το Γραφείο Εγκατάστασης Φυλών και Μεταναστών, το οποίο συστάθηκε το 1913, ασχολούνταν ειδικά με ζητήματα διασκορπισμού και επανεγκατάστασης πληθυσμών».
Υπάρχουν καταγγελίες ότι από το 1913 ξεκίνησαν οι μαζικές εκτοπίσεις από την περιοχή των Δαρδανελίων. Ο John Williams γράφει ότι μια αποστολή ανέφερε ότι στις 7 του Ιουλίου του 1913 τα οθωμανικά στρατεύματα συνέλαβαν τους Έλληνες της Καλλίπολης με βίαιο τρόπο και ότι «καταστράφηκαν, λεηλατήθηκαν και κάηκαν όλα τα ελληνικά χωριά κοντά στην Καλλίπολη.»
Για την υλοποίηση των σχεδιασμών είχε δημιουργηθεί μια παρακρατική οργάνωση με την επονομασία Ειδική Επιτροπή (Teskilat i Mahsusa), για να φέρει εις πέρας τις εκτοπίσεις. Η δράση της Επιτροπής θα ξεκινήσει τη δράση της με τους Ελληνες της Ιωνίας. Ο Taner Aksam γράφει: «Η δράση της εναντίον του “εσωτερικού εχθρού” είχε αρχίσει πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η εκτόπιση του ελληνικού πληθυσμού του Αιγαίου, μέσω τρομοκρατίας και απαλλοτρίωσης των ιδιοκτησιών του, είχε πραγματοποιηθεί ως μέρος του σχεδίου για την ομογενοποίηση της Ανατολίας».
Με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου άρχισε η «εκκαθάριση θυλάκων μη τουρκικών πληθυσμών που είχαν συγκεντρωθεί σε στρατηγικά σημεία» (Celal Bayar, “Ben Yazdim”). Το σχέδιο είχε την απόλυτη υποστήριξη των Γερμανών συμμάχων των Νεότουρκων και κάποια σημεία του υλοποιήθηκαν από κοινού.
O Taner Aksam αναφέρει:«Συντάχθηκαν λεπτομερή σχέδια για τον εκτουρκισμό της Ανατολίας μέσω της εκκαθάρισης των χριστιανικών πληθυσμών. Τα ίδια μέτρα εφαρμόστηκαν στην περιοχή του Αιγαίου από την άνοιξη του 1914. Η Επιτροπή Ενωση και Πρόοδος πήρε μια ξεκάθαρη απόφαση. Η πηγή των προβλημάτων στη δυτική Ανατολία θα απομακρυνόταν, οι Ελληνες θα εκδιώκονταν με πολιτικά και οικονομικά μέτρα. Πριν από οτιδήποτε άλλο ήταν ανάγκη να αποδυναμωθούν οι οικονομικά ισχυροί Ελληνες…. Αποφασίστηκε να επικεντρωθούν οι δραστηριότητες γύρω από τη Σμύρνη που θεωρείτο κέντρο της υπονομευτικής δραστηριότητας».
Ο δρ. Sakir, ηγετικό στέλεχος της Κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος» ΕΚ, διακήρυσσε το Φεβρουάριο του 1916: «Είναι επιτακτική η ανάγκη να υπάρχει μόνο ένας μουσουλμανικός πληθυσμός από την Κωνσταντινούπολη προς την Ινδία και την Κίνα, με τη Συρία να χρησιμεύει ως σύνδεσμος μεταξύ των ισλαμικών κόσμων της Ασίας και της Αφρικής. Αυτό το τεράστιο έργο θα επιτευχθεί μέσα από την επιστημονική ιδιοφυΐα και οργανωτικό ταλέντο των Γερμανών και το γενναίο χέρι των Τούρκων.»
Η πολιτική αυτή θα αποδώσει άμεσα: «Αυστραλοί στρατιώτες, ναύτες και πιλότοι είδαν πορείες των Αρμενίων, Ασσυρίων και των Ελληνίδων γυναικών και παιδιών που αναγκάζονται σε πορείες θανάτου κατά μήκος της υπαίθρου. Είδαν σε ποια θλιβερή και ταλαιπωρημένη κατάσταση ήταν. Τα σπίτια, οι εκκλησίες, τα μοναστήρια και τα σχολεία αυτών των ανθρώπων έγιναν τα στρατόπεδα κράτησης των συλληφθέντων Αυστραλών στρατιωτών (Anzacs) και των συμμάχων τους.
Από το 1916 η πολιτική αυτή θα εφαρμοστεί με ιδιαίτερη ένταση στον Δυτικό Πόντο. Ήταν τέτοια η ένταση και η έκταση των διωγμών, ώστε ακόμη και οι σύμμαχοι των Τούρκων διατύπωσαν εγγράφως τις αντιρρήσεις τους.
Ο μαρκήσιος Pallavicini (Παλαβιτσίνι) έγραφε τον Ιανουάριο του 1918: “Είναι σαφές ότι οι εκτοπισμοί του ελληνικού στοιχείου δεν υπαγορεύονται ουδαμώς από στρατιωτικούς λόγους και επιδιώκουν κακώς εννοουμένως πολιτικούς σκοπούς.”
Την ίδια άποψη εξέφραζαν και σώφρονες Τούρκοι, όπως ο Βεχίπ πασά (Vehib pacha), ο οποίος υποστήριζε ότι ο εκτοπισμός των Ελλήνων ήταν περιττός από στρατιωτικής άποψης. Σχεδόν συγχρόνως ο Αυστριακός πρόξενος της Αμισού Κβιατόφσκι (Kwiatkowski) ανέφερε σε υπηρεσιακή επιστολή του ότι ο εκτοπισμός των Ελλήνων της ποντιακής παραλίας βρισκόταν στο πλαίσιο του προγράμματος των Νεότουρκων, με το οποίο επιδιωκόταν η εξασθένηση του χριστιανικού στοιχείου. Θεωρούσε ο ίδιος ότι η καταστροφή αυτή θα είχε μεγαλύτερη απήχηση στην Ευρώπη απ’ ότι οι σφαγές που είχαν διαπράξει κατά των Αρμενίων.
Oι φόβοι του Κβιατόφσκι εδράζονταν στη διαπίστωσή του ότι η καθολική εξόντωση του ελληνικού στοιχείου ήταν επιθυμία του τουρκικού λαού. Εξάλλου του είχε ειπωθεί από υψηλόβαθμους αξιωματούχους ότι: “Τελικά πρέπει να κάνουμε με τους Έλληνες ό,τι κάναμε με τους Αρμένιους… Πρέπει με τους Έλληνες, τώρα να τελειώνουμε.” Και ο ίδιος ο Tαλαάτ (ο οποίος είχε λάβει τους τίτλους του πασά και του μεγάλου βεζύρη) είχε αναφέρει ότι: “βλέπει να πλησιάζει η αναγκαιότητα, να ξοφλήσει με τους Έλληνες, ακριβώς όπως παλαιότερα και με τους Αρμένιους.”
Οι Αυστρογερμανοί διαπίστωναν ότι η πολιτική της γενικευμένης εθνικής εκκαθάρισης υπαγορεύτηκε από την παντουρκιστική ιδεολογία που τότε κυριαρχούσε στους τουρκικούς πληθυσμούς, καθώς και από “… τη βουλιμία των Τούρκων για την πλούσια ελληνική περιουσία.”
Έτσι θα πραγματοποιηθεί η πρώτη φάση της γενοκτονίας. Στο τέλος του Πολέμου θα επιχειρηθεί η καταγραφή των αποτελεσμάτων αυτής της πολιτικής. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα εκδώσει το 1919 τον απολογισμό με τίτλο «Μαύρη Βίβλος διωγμών και μαρτυριών του εν Τουρκία Ελληνισμού (1914-1918)». Η «Μαύρη Βίβλος», συντάχθηκε από την Κεντρική Επιτροπή υπέρ των Μετατοπισθέντων Ελληνικών Πληθυσμών. Εκδόθηκε στα ελληνικά και στα γαλλικά.
Η Λούξεμπουργκ είχε καταγγείλει “την εσωτερική κοινωνική ανωριμότητα της νεοτουρκικής κυβέρνησης και τον αντεπαναστατικό της χαρακτήρα.”
Σε αντίθεση με τη Λούξεμπουργκ, ο Βλαδίμηρος Ίλιτς Λένιν θεωρούσε τους Νεότουρκους υπόδειγμα επαναστατών. Έγραφε ότι οι μπολσεβίκοι είναι “οι νεότουρκοι της σοβιετικής επανάστασης…” Αλλά και οι σοβιετικοί θα αλλάξουν αργότερα άποψη. Στη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια θα καταχωρηθούν, μερικές δεκαετίες αργότερα, ως “πλαστογράφοι της ιστορίας” και εμπνευστές του “σωβινιστικού δόγματος” του παντουρκισμού.
Η σκλήρυνση της πολιτικής των Νεότουρκων εξαφάνισε κάθε αυταπάτη για δυνατότητα ειρηνικής μετεξέλιξης σ’ ένα νέο δημοκρατικό κράτος. Η συνεννόηση των βαλκανικών λαών και η καλή πολεμική προετοιμασία της Ελλάδας -λόγω της ανάληψης της εξουσίας από τον Βενιζέλο, που ερχόταν από τον επαναστατημένο εξωελλαδικό ελληνισμό- θα οδηγήσει στη συντριπτική ήττα των Νεότουρκων, οι οποίοι θα επιχειρήσουν να πάρουν τη ρεβάνς με τη συμμετοχή τους στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων.
Πίστεψαν ότι με την τουρκογερμανική συμμαχία ήρθε η ώρα για την υλοποίηση των παντουρανικών τους σχεδίων.
Ενδιαφέρον έχουν οι γαλλικές εκτιμήσεις για τη συμμαχία αυτή και για τις αιτίες της γενοκτονίας: «…το κυριότερο κίνητρο που η Τουρκία βγήκε στον πόλεμο είναι ότι η Γερμανία της υποσχέθηκε να επανακτήσει Αίγυπτο, Λιβύη και Σουδάν. Όταν οι πολεμικές επιχειρήσεις δεν ήταν ευνοϊκές, κυρίως λόγω της ρωσικής προέλασης στην Τουρκία, τότε οι Γερμανοί, για να συγκρατήσουν την τουρκική αγανάκτηση, τους έστρεψαν εναντίον των Αρμενίων και Ελλήνων, των οποίων άρχισαν τη συστηματική εξόντωση με κατασχέσεις, βιασμούς, εξορίες, σφαγές…».
Πηγή: Γαλλικό Γενικό Επιτελείο/2ο επιτ. Γραφείο/1-10-1918, αναφ. Χ. Τσιρκινίδης, Επιτέλους τους ξεριζώσαμε, έκδ. Παναγία Σουμελά, Θεσσαλονίκη, 1993, σελ. 93.
Οι φωτογραφίες προέρχονται από το βιβλίο του Βλάση Αγτζίδη Οι Έλληνες του Πόντου, έκδοση Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ατττικής, mixanitouxronou.gr
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.
Η εμφάνιση του τουρκικού εθνικισμού
Η εμφάνιση του επαναστατικού κινήματος στην Κρήτη απ’ τα τέλη του 19ου αιώνα και η αυτονόμηση του νησιού, όπως επίσης οι ελληνικές και βουλγαρικές επαναστάσεις στη Μακεδονία, θα ευνοήσουν την ισχυροποίηση των εθνικιστικών απόψεων στο εσωτερικό του οθωμανικού στρατού. Παράλληλα, η κοινωνική θέση των αστών των ραγιάδων στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα τροφοδοτήσει με ανασφάλεια και μίσος τα παραδοσιακά μουσουλμανικά κυρίαρχα στρώματα της. Έτσι θα εμφανιστεί ο ακραίος τουρκικός εθνικισμός στο πρόσωπο των Νεότουρκων στρατιωτικών.[10] Το ενδιαφέρον στην τουρκική περίπτωση είναι ότι εξ αιτίας της απουσίας σημαντικών μουσουλμανικών αστικών στρωμάτων, οι στρατιωτικοί επιφορτίστηκαν το ρόλο της αστικής τάξης. Η διεκδίκηση της οικονομικής ισχύος από τους αστούς των ραγιάδων ήταν μια από τις βασικές αιτίες της στρατιωτικής παρέμβασης στην πολιτική ζωή της Αυτοκρατορίας.Ο τουρκικός εθνικισμός υπήρξε ο καταλύτης των εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή της Εγγύς Ανατολής. Ήταν ο κύριος παράγοντας που εμπόδισε την πραγματοποίηση πραγματικών μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και απόδοσης ίσων δικαιωμάτων σ’ όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως θρησκεύματος και εθνικής καταγωγής. Με την εμφάνισή του ο όρος «Τούρκος» άρχισε να αποκτά θετική σήμανση, ενώ για πρώτη φορά ο χώρος που καταλάμβανε η Οθωμανική Αυτοκρατορία αρχίζει να περιγράφεται ως «Τουρκία». Οι νέες εθνικιστικές απόψεις που εμφανίζονται καθορίζουν ως εθνικό χώρο των Τούρκων μια εκτεταμένη περιοχή από το Αιγαίο έως τη θάλασσα της Κίνας. Το παντουρκιστικό κίνημα στοχεύει ακριβώς στη δημιουργία αυτής της νέας τουρκικής αυτοκρατορίας, όπου δεν θα υπάρχει θέση για κανένα άλλο έθνος, εκτός απ’ αυτό των Τούρκων. Κύριοι υποστηρικτές των τάσεων αυτών θα είναι οι Γερμανοί, οι οποίοι, με μια προνομιακή συμμαχία με το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα, θα επιδιώξουν αφενός το ξαναμοίρασμα του παλιού κόσμου των αγορών και των αποικιών με και αφετέρου, την οικονομική τους κυριαρχία στην Εγγύς Ανατολή με την εξαφάνιση των μόνων ανταγωνιστών τους, των Ελλήνων και των Αρμενίων.
Η περίπτωση του Ζιγιά Γκιοκάλπ (Ziya Gökalp) αποτελεί μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες περιπτώσεις ενός διανοούμενου, επηρεασμένου από το ρομαντικό και φυλετικό εθνικισμό. Υπήρξε ο πατέρας του ιδεολογικού ρεύματος του παντουρκισμού, ως Νεότουρκος συνέβαλε διοικητικά στην οργάνωση του σχεδίου εθνικής εκκαθάρισης των χριστιανικών λαών μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και στο τέλος ανέλαβε την ιδεολογική ανασυγκρότηση της εθνικιστικής Τουρκίας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Ziya Gökalp πρότεινε ανοιχτά την υπέρβαση της χαλαρής, πολυεθνικής και θρησκευτικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη μετατροπή των ομάδων που ζούσαν σ’ αυτήν σ’ ένα συμπαγές ομοιόμορφο τουρκικό σώμα (compact body).
Ο Τούρκος ιστορικός Taner Aksam στο βιβλίο του A Shameful Act, υποστηρίζει ότι ο Gökalp, επηρεασμένος από τον γερμανικό εθνικισμό, διαμόρφωσε ένα θεωρητικό πλαίσιο, το οποίο παρείχε την ιδεολογική βάση για την επίδειξη της συγκεκριμένης βίαιης πολιτικής συμπεριφοράς. Στόχος του Gökalp ήταν η διαμόρφωση «εθνικής οικονομίας», η οποία θα μπορούσε να δημιουργηθεί μόνο με την «εθνική ομοιογένεια». Χρησιμοποίησε τη λογοτεχνία για να μετακενώσει τις ιδέες του στο μουσουλμανικό οθωμανικό πληθυσμό και ενσωμάτωσε με ένα ακραία εργαλειακό τρόπο τα σχήματα του Νίτσε. Όπως γράφει σε ποίημά του: «Ο ύψιστος Θεός έπλασε τον Τούρκο ανώτερο..». Παράλληλα τονίζει την υπερηφάνεια την θρησκευτικής ομολογίας, ενσωματώνοντας το Ισλάμ στην εξυπηρέτηση του εθνικιστικού φαντασιακού: «Κι αν δεν έχουμε επιστήμη, έχουμε το Κοράνι..»
Στην περίπτωση του Gökalp συναντούμε μια πρωτόλεια εκδοχή της ναζιστικής κοσμοθεωρίας, όπου βασικό ρόλο στην τελική διαμόρφωσή της -όπως και της νεοτουρκικής βεβαίως σε πολύ απλοϊκότερη εκδοχή- έχουν οι απόψεις του Νίτσε, οι οποίες εκχυδαϊστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν εργαλειακά. Στη ναζιστική ρητορική εντάσσεται ο θαυμασμός του Νίτσε για τη σκληρότητα, τη δύναμη, τον υπεράνθρωπο, όπως και η λατρεία του για τον ανώτερο άνθρωπο που συμβαδίζει με την επιθυμία εξαφάνισης των ξεπεσμένων φύλων. Ακριβώς το ίδιο παρατηρείται στο έργο του. Χαρακτηριστική είναι η παραδοχή του ιδίου στο περιοδικό «Yeni Hayat» τo 1911, όπου περιέγραφε το νέο άνθρωπο της νεοτουρκικής Νέας Τάξης: «Οι Τούρκοι ήταν οι “υπεράνθρωποι” που είχε φανταστεί ο Γερμανός φιλόσοφος Nietzsche… Από την τουρκότητα θα γεννηθεί η νέα ζωή…».
Ακριβώς έναν τέτοιο «υπεράνθρωπο», Γερμανό αυτή τη φορά, θα ονειρευτεί ο Αδόλφος Χίτλερ 15 χρόνια αργότερα. Όπως η προπαγάνδα του Χίτλερ είχε βασιστεί σε κώδικες με τους οποίους οι γερμανικές μάζες ήταν απολύτως συμφιλιωμένες, έτσι και ο τουρκικός εθνικισμός θα βασιστεί στους θρησκευτικούς κώδικες με τους οποίους αποδέχονταν οι μουσουλμανικές μάζες. Ο φυλετισμός, που βρήκε το αποκορύφωμά του στη ναζιστική ρητορική, ενυπήρχε στην κουλτούρα της γερμανικής Δεξιάς καλλιεργήθηκε συστηματικά από τους Νεότουρκους εθνικιστές.
Tις απόψεις αυτές υλοποίησαν οι οθωμανοί αξιωματικοί που είχαν εκπαιδευτεί στις δυτικές χώρες και προσπάθησαν να ντύσουν με τις αξίες του διαφωτισμού τις ρατσιστικές επιδιώξεις του παντουρκισμού. Ο Τζελάλ Μπαγιάρ (Celal Bayar) αναφέρει ότι οι Νεότουρκοι αντιμετώπιζαν τους Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως «εσωτερικά καρκινώματα». Η αντίληψη που διαμόρφωσε η νεοτουρκική ηγεσία στους αξιωματικούς που προσχώρησαν στο κίνημα, εμπεριείχε την επιφύλαξη, αν όχι και την εχθρότητα απέναντι στο λαό.Το αντιχριστιανικό κλίμα και η τάση για ισλαμικό Τζιχάντ (Ιερό πόλεμο κατά των μη μουσουλμάνων) που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται.
Εσωτερική καταστολή και εθνικές εκκαθαρίσεις
Τον Οκτώβριο του 1911 αποφασίστηκε και επισήμως, σε συνέδριο των Νεότουρκων που έγινε στην οθωμανική Θεσσαλονίκη, η εξόντωση των μη τουρκικών εθνοτήτων. Σε μια ανταπόκριση του περιοδικού «The Times of London» με τίτλο «Οι Νεότουρκοι και το πρόγραμμά τους», παρακολουθούμε την επικράτηση των ακραίων σοβινιστικών επιλογών στο συνέδριο του κομιτάτου “Ένωση και Πρόοδος” που βρισκόταν ήδη στην εξουσία. Η αφομοίωση δια της βίας όλων των κατοίκων, αποφασίζεται τελεσίδικα. Το μέσο θα ήταν οι εξοπλισμένοι Μουσουλμάνοι. Bασικό στοιχείο της οικονομικής πολιτικής των Νεότουρκων υπήρξε το μποϊκοτάζ κατά των ελληνικών επιχειρήσεων, που στη συνέχεια θα επεκταθεί και κατά των Αρμενίων και των υπόλοιπων χριστιανικών κοινοτήτων. Την κατάσταση που επικρατούσε στη Μικρά Ασία περιγράφει γλαφυρά το 1909 η σοσιαλιστική εφημερίδα “Ο Λαός”, που εκδιδόταν στην Κωνσταντινούπολη.Mετά τους Βαλκανικούς Πολέμους η γραμμή του 1911 εκφράστηκε με τη δημιουργία συγκεκριμένων θεσμών, όπως το Γραφείο Εγκατάστασης Φυλών και Μεταναστών. Ο Taner Aksam γράφει: «Υπάρχουν αποδείξεις ότι ο Gokalp συνέταξε ειδικές μελέτες για τις μειονότητες της αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένων και των Αρμενίων. Αυτές ήταν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου να συγκεντρωθεί λεπτομερής γνώση για την εθνικοθρησκευτική δομή της Ανατολίας. Ενα ειδικό τμήμα, το Γραφείο Εγκατάστασης Φυλών και Μεταναστών, το οποίο συστάθηκε το 1913, ασχολούνταν ειδικά με ζητήματα διασκορπισμού και επανεγκατάστασης πληθυσμών».
Υπάρχουν καταγγελίες ότι από το 1913 ξεκίνησαν οι μαζικές εκτοπίσεις από την περιοχή των Δαρδανελίων. Ο John Williams γράφει ότι μια αποστολή ανέφερε ότι στις 7 του Ιουλίου του 1913 τα οθωμανικά στρατεύματα συνέλαβαν τους Έλληνες της Καλλίπολης με βίαιο τρόπο και ότι «καταστράφηκαν, λεηλατήθηκαν και κάηκαν όλα τα ελληνικά χωριά κοντά στην Καλλίπολη.»
Για την υλοποίηση των σχεδιασμών είχε δημιουργηθεί μια παρακρατική οργάνωση με την επονομασία Ειδική Επιτροπή (Teskilat i Mahsusa), για να φέρει εις πέρας τις εκτοπίσεις. Η δράση της Επιτροπής θα ξεκινήσει τη δράση της με τους Ελληνες της Ιωνίας. Ο Taner Aksam γράφει: «Η δράση της εναντίον του “εσωτερικού εχθρού” είχε αρχίσει πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η εκτόπιση του ελληνικού πληθυσμού του Αιγαίου, μέσω τρομοκρατίας και απαλλοτρίωσης των ιδιοκτησιών του, είχε πραγματοποιηθεί ως μέρος του σχεδίου για την ομογενοποίηση της Ανατολίας».
Με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου άρχισε η «εκκαθάριση θυλάκων μη τουρκικών πληθυσμών που είχαν συγκεντρωθεί σε στρατηγικά σημεία» (Celal Bayar, “Ben Yazdim”). Το σχέδιο είχε την απόλυτη υποστήριξη των Γερμανών συμμάχων των Νεότουρκων και κάποια σημεία του υλοποιήθηκαν από κοινού.
O Taner Aksam αναφέρει:«Συντάχθηκαν λεπτομερή σχέδια για τον εκτουρκισμό της Ανατολίας μέσω της εκκαθάρισης των χριστιανικών πληθυσμών. Τα ίδια μέτρα εφαρμόστηκαν στην περιοχή του Αιγαίου από την άνοιξη του 1914. Η Επιτροπή Ενωση και Πρόοδος πήρε μια ξεκάθαρη απόφαση. Η πηγή των προβλημάτων στη δυτική Ανατολία θα απομακρυνόταν, οι Ελληνες θα εκδιώκονταν με πολιτικά και οικονομικά μέτρα. Πριν από οτιδήποτε άλλο ήταν ανάγκη να αποδυναμωθούν οι οικονομικά ισχυροί Ελληνες…. Αποφασίστηκε να επικεντρωθούν οι δραστηριότητες γύρω από τη Σμύρνη που θεωρείτο κέντρο της υπονομευτικής δραστηριότητας».
Ο δρ. Sakir, ηγετικό στέλεχος της Κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος» ΕΚ, διακήρυσσε το Φεβρουάριο του 1916: «Είναι επιτακτική η ανάγκη να υπάρχει μόνο ένας μουσουλμανικός πληθυσμός από την Κωνσταντινούπολη προς την Ινδία και την Κίνα, με τη Συρία να χρησιμεύει ως σύνδεσμος μεταξύ των ισλαμικών κόσμων της Ασίας και της Αφρικής. Αυτό το τεράστιο έργο θα επιτευχθεί μέσα από την επιστημονική ιδιοφυΐα και οργανωτικό ταλέντο των Γερμανών και το γενναίο χέρι των Τούρκων.»
Η πολιτική αυτή θα αποδώσει άμεσα: «Αυστραλοί στρατιώτες, ναύτες και πιλότοι είδαν πορείες των Αρμενίων, Ασσυρίων και των Ελληνίδων γυναικών και παιδιών που αναγκάζονται σε πορείες θανάτου κατά μήκος της υπαίθρου. Είδαν σε ποια θλιβερή και ταλαιπωρημένη κατάσταση ήταν. Τα σπίτια, οι εκκλησίες, τα μοναστήρια και τα σχολεία αυτών των ανθρώπων έγιναν τα στρατόπεδα κράτησης των συλληφθέντων Αυστραλών στρατιωτών (Anzacs) και των συμμάχων τους.
Από το 1916 η πολιτική αυτή θα εφαρμοστεί με ιδιαίτερη ένταση στον Δυτικό Πόντο. Ήταν τέτοια η ένταση και η έκταση των διωγμών, ώστε ακόμη και οι σύμμαχοι των Τούρκων διατύπωσαν εγγράφως τις αντιρρήσεις τους.
Ο μαρκήσιος Pallavicini (Παλαβιτσίνι) έγραφε τον Ιανουάριο του 1918: “Είναι σαφές ότι οι εκτοπισμοί του ελληνικού στοιχείου δεν υπαγορεύονται ουδαμώς από στρατιωτικούς λόγους και επιδιώκουν κακώς εννοουμένως πολιτικούς σκοπούς.”
Την ίδια άποψη εξέφραζαν και σώφρονες Τούρκοι, όπως ο Βεχίπ πασά (Vehib pacha), ο οποίος υποστήριζε ότι ο εκτοπισμός των Ελλήνων ήταν περιττός από στρατιωτικής άποψης. Σχεδόν συγχρόνως ο Αυστριακός πρόξενος της Αμισού Κβιατόφσκι (Kwiatkowski) ανέφερε σε υπηρεσιακή επιστολή του ότι ο εκτοπισμός των Ελλήνων της ποντιακής παραλίας βρισκόταν στο πλαίσιο του προγράμματος των Νεότουρκων, με το οποίο επιδιωκόταν η εξασθένηση του χριστιανικού στοιχείου. Θεωρούσε ο ίδιος ότι η καταστροφή αυτή θα είχε μεγαλύτερη απήχηση στην Ευρώπη απ’ ότι οι σφαγές που είχαν διαπράξει κατά των Αρμενίων.
Oι φόβοι του Κβιατόφσκι εδράζονταν στη διαπίστωσή του ότι η καθολική εξόντωση του ελληνικού στοιχείου ήταν επιθυμία του τουρκικού λαού. Εξάλλου του είχε ειπωθεί από υψηλόβαθμους αξιωματούχους ότι: “Τελικά πρέπει να κάνουμε με τους Έλληνες ό,τι κάναμε με τους Αρμένιους… Πρέπει με τους Έλληνες, τώρα να τελειώνουμε.” Και ο ίδιος ο Tαλαάτ (ο οποίος είχε λάβει τους τίτλους του πασά και του μεγάλου βεζύρη) είχε αναφέρει ότι: “βλέπει να πλησιάζει η αναγκαιότητα, να ξοφλήσει με τους Έλληνες, ακριβώς όπως παλαιότερα και με τους Αρμένιους.”
Οι Αυστρογερμανοί διαπίστωναν ότι η πολιτική της γενικευμένης εθνικής εκκαθάρισης υπαγορεύτηκε από την παντουρκιστική ιδεολογία που τότε κυριαρχούσε στους τουρκικούς πληθυσμούς, καθώς και από “… τη βουλιμία των Τούρκων για την πλούσια ελληνική περιουσία.”
Έτσι θα πραγματοποιηθεί η πρώτη φάση της γενοκτονίας. Στο τέλος του Πολέμου θα επιχειρηθεί η καταγραφή των αποτελεσμάτων αυτής της πολιτικής. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα εκδώσει το 1919 τον απολογισμό με τίτλο «Μαύρη Βίβλος διωγμών και μαρτυριών του εν Τουρκία Ελληνισμού (1914-1918)». Η «Μαύρη Βίβλος», συντάχθηκε από την Κεντρική Επιτροπή υπέρ των Μετατοπισθέντων Ελληνικών Πληθυσμών. Εκδόθηκε στα ελληνικά και στα γαλλικά.
Λούξεμπουργκ VS Λένιν
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντιμετώπιση του τουρκικού εθνικισμού από το σοσιαλδημοκρατικό (κομμουνιστικό) κίνημα και τους πολιτικούς του ηγέτες. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ υποστήριζε ότι η «Τουρκία» δεν μπορούσε να αναγεννηθεί σαν σύνολο γιατί αποτελούνταν από διαφορετικές χώρες. Η Λούξεμπουργκ κατέληγε με τη διαπίστωση: “Η κρίση της ιστορίας για την Τουρκία είχε βγει: βάδιζε πια προς τη διάλυση…” Καλούσε τους σοσιαλιστές να υποστηρίξουν τα χριστιανικά κινήματα που διεκδικούσαν την πολιτική τους χειραφέτηση με την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.Η Λούξεμπουργκ είχε καταγγείλει “την εσωτερική κοινωνική ανωριμότητα της νεοτουρκικής κυβέρνησης και τον αντεπαναστατικό της χαρακτήρα.”
Σε αντίθεση με τη Λούξεμπουργκ, ο Βλαδίμηρος Ίλιτς Λένιν θεωρούσε τους Νεότουρκους υπόδειγμα επαναστατών. Έγραφε ότι οι μπολσεβίκοι είναι “οι νεότουρκοι της σοβιετικής επανάστασης…” Αλλά και οι σοβιετικοί θα αλλάξουν αργότερα άποψη. Στη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια θα καταχωρηθούν, μερικές δεκαετίες αργότερα, ως “πλαστογράφοι της ιστορίας” και εμπνευστές του “σωβινιστικού δόγματος” του παντουρκισμού.
Η σκλήρυνση της πολιτικής των Νεότουρκων εξαφάνισε κάθε αυταπάτη για δυνατότητα ειρηνικής μετεξέλιξης σ’ ένα νέο δημοκρατικό κράτος. Η συνεννόηση των βαλκανικών λαών και η καλή πολεμική προετοιμασία της Ελλάδας -λόγω της ανάληψης της εξουσίας από τον Βενιζέλο, που ερχόταν από τον επαναστατημένο εξωελλαδικό ελληνισμό- θα οδηγήσει στη συντριπτική ήττα των Νεότουρκων, οι οποίοι θα επιχειρήσουν να πάρουν τη ρεβάνς με τη συμμετοχή τους στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων.
Πίστεψαν ότι με την τουρκογερμανική συμμαχία ήρθε η ώρα για την υλοποίηση των παντουρανικών τους σχεδίων.
Ενδιαφέρον έχουν οι γαλλικές εκτιμήσεις για τη συμμαχία αυτή και για τις αιτίες της γενοκτονίας: «…το κυριότερο κίνητρο που η Τουρκία βγήκε στον πόλεμο είναι ότι η Γερμανία της υποσχέθηκε να επανακτήσει Αίγυπτο, Λιβύη και Σουδάν. Όταν οι πολεμικές επιχειρήσεις δεν ήταν ευνοϊκές, κυρίως λόγω της ρωσικής προέλασης στην Τουρκία, τότε οι Γερμανοί, για να συγκρατήσουν την τουρκική αγανάκτηση, τους έστρεψαν εναντίον των Αρμενίων και Ελλήνων, των οποίων άρχισαν τη συστηματική εξόντωση με κατασχέσεις, βιασμούς, εξορίες, σφαγές…».
Πηγή: Γαλλικό Γενικό Επιτελείο/2ο επιτ. Γραφείο/1-10-1918, αναφ. Χ. Τσιρκινίδης, Επιτέλους τους ξεριζώσαμε, έκδ. Παναγία Σουμελά, Θεσσαλονίκη, 1993, σελ. 93.
Οι φωτογραφίες προέρχονται από το βιβλίο του Βλάση Αγτζίδη Οι Έλληνες του Πόντου, έκδοση Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ατττικής, mixanitouxronou.gr
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.