Ο Θουκυδίδης του Ολόρου ο Αλιμούσιος (περ. 460 π.Χ. - περ. 399 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας ιστορικός, γνωστός για τη συγγραφή της Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου. Πρόκειται για ένα κλασικό ιστορικό έργο, το πρώτο στο είδος του, που αφηγείται με τεκμηριωμένο τρόπο τα γεγονότα του Πελοποννησιακού Πολέμου (431 - 404 π.Χ.), μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης. Ο Θουκυδίδης έζησε ως το τέλος του πολέμου, όπως λέει ο ίδιος στο Ε 26 της Ιστορίας, αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη συγγραφή του έργου.
Το έργο του άσκησε μεγάλη επιρροή σε ιστορικούς και μελετάται ως σήμερα από πολιτικούς επιστήμονες, καθώς θεωρείται ο πατέρας του πολιτικού ρεαλισμού ως προσέγγιση στη μελέτη των διεθνών σχέσεων.
Η ζωή του
Οι πληροφορίες που σώζονται για τη ζωή και τη δράση του είναι πενιχρές και προέρχονται είτε από αναφορές του ίδιου του συγγραφέα μέσα στο έργο του είτε από άλλες, μεταγενέστερες πηγές, ιδιαίτερα από τους λεγόμενους Βίους (κυρίως από αυτόν που έγραψε ο Μαρκελλίνος) και από το λήμμα στο λεξικό της Σούδας. Πατέρας του ήταν ο Όλορος, όνομα το οποίο επίσης ανήκε σε πολλούς βασιλείς της Θράκης. Ήταν ιδιοκτήτης χρυσωρυχείων στην παράκτια περιοχή της Θράκης απέναντι από τη Θάσο. Γεννημένος στον δήμο Αλιμούντος, τον σημερινό Άλιμο, ο Θουκυδίδης είχε συγγενικούς δεσμούς με τον Αθηναίο πολιτικό και στρατηγό Μιλτιάδη και το γιο του Κίμωνα.
Ο Θουκυδίδης ήταν περίπου 25-30 ετών στην αρχή του Πελοποννησιακού Πολέμου (431 π.Χ.). Αρρώστησε και ο ίδιος κατά τον λοιμό που έπληξε την Αθήνα μεταξύ 430 και 427 π.Χ. εξοντώνοντας το ένα τέταρτο του πληθυσμού της, μεταξύ αυτών και τον Περικλή.
Το 424 π.Χ. εκλέχθηκε στρατηγός και ανέλαβε τη διοίκηση επτά πλοίων που αγκυροβολούσαν στη Θάσο, πιθανότατα λόγω των διασυνδέσεών του στην περιοχή. Κατά το χειμώνα του 424/3 π.Χ. ο Σπαρτιάτης στρατηγός Βρασίδας επιτέθηκε στην Αμφίπολη, μια παραλιακή πόλη της Μακεδονίας στα δυτικά της Θάσου, στρατηγικής σημασίας για την Αθηναϊκή Συμμαχία, λόγω της ναυπηγήσιμης ξυλείας που πρόσφερε η περιοχή και επειδή βρισκόταν κοντά στα χρυσωρυχεία του Παγγαίου. Ο Αθηναίος διοικητής της Αμφίπολης ζήτησε βοήθεια από το Θουκυδίδη.
Ο Βρασίδας, γνωρίζοντας ότι ο Θουκυδίδης βρισκόταν στη Θάσο και φοβούμενος βοήθεια από τη θάλασσα, έσπευσε να προσφέρει ευνοϊκούς όρους στους κατοίκους της Αμφίπολης για παράδοση, τους οποίους και δέχτηκαν. Έτσι όταν ο Θουκυδίδης έφτασε στην Αμφίπολη, η πόλη ήταν ήδη υπό σπαρτιατικό έλεγχο.
Τα νέα για την απώλεια της Αμφίπολης προκάλεσαν μεγάλη αναστάτωση στην Αθήνα. Σχετικά με την αποτυχία του να σώσει την πόλη, ο Θουκυδίδης αναφέρει: «Μου συνέβη να εξοριστώ από την πόλη μου επί είκοσι χρόνια μετά τη στρατηγία μου στην Αμφίπολη και, έχοντας επαφή με τα πράγματα των δύο πλευρών, και ιδίως, λόγω της εξορίας μου, με τα πράγματα των Πελοποννήσιων, είχα τη δυνατότητα να τα προσεγγίσω απερίσπαστος και να τα κατανοήσω καλύτερα» (Ε 26, μτφρ. Σκουτερόπουλου). Πιθανόν ο Θουκυδίδης ταξίδεψε και στη Σικελία κατά την εκστρατεία στη Σικελία, καθώς υπάρχουν παραδείγματα βαθιάς γνώσης των τοπικών συνθηκών.
Σύμφωνα με τον Παυσανία, κάποιος με το όνομα Οινόβιος κατάφερε να περάσει ένα νόμο που επέτρεπε στο Θουκυδίδη να γυρίσει στην Αθήνα, πιθανόν λίγο μετά την παράδοση της Αθήνας και το τέλος του πολέμου το 404 π.Χ.. Ο Παυσανίας συνεχίζει λέγοντας ότι δολοφονήθηκε κατά την επιστροφή του στην Αθήνα. Πολλοί αμφισβητούν αυτή την εκδοχή, θεωρώντας πως υπάρχουν ενδείξεις ότι έζησε μέχρι και το 398 π.Χ.
Πάντως, όποια από τις δύο απόψεις και αν ισχύει, το σίγουρο είναι ότι, παρόλο που έζησε μετά το τέλος του πολέμου, δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την Ιστορία του. Η αφήγησή του τελειώνει απότομα στο μέσο του 411 π.Χ., υποδηλώνοντας ίσως ότι πέθανε ξαφνικά κατά τη διάρκεια της συγγραφής του έργου. Σύμφωνα με κάποια παράδοση αναφέρεται ότι το κείμενό του βρέθηκε να τελειώνει με μία ανολοκλήρωτη πρόταση. Τα λείψανά του επιστράφηκαν στην Αθήνα και ενταφιάστηκαν στον οικογενειακό τάφο του Κίμωνα.
Το έργο του Θουκυδίδη
Ο Θουκυδίδης δεν έδωσε τίτλο στο έργο αυτό, ούτε το διαίρεσε σε βιβλία. Η διαίρεσή του σε οκτώ βιβλία και ο τίτλος Θουκυδίδου Ιστορίαι ή Συγγραφή οφείλεται στους αρχαίους γραμματικούς.
Στο Α΄ βιβλίο, μετά το προοίμιο, ακολουθεί η λεγόμενη αρχαιολογία, η οποία αποτελεί σύγκριση μεταξύ του Πελοποννησιακό πολέμου και των προηγουμένων γεγονότων της ελληνικής ιστορίας. Κατόπιν, ύστερα από ορισμένες μεθοδολογικές εκτιμήσεις, ερευνώνται οι άμεσες αιτίες του πολέμου, με μια αναδρομή στις πρώτες αρχές και στη εξέλιξη της αθηναϊκής ηγεμονίας.
Το Β΄ βιβλίο ξεκινά την εξιστόρηση του πολέμου, την οποία συνεχίζει με χρονολογική σειρά, διαιρώντας κάθε χρόνο σε καλοκαίρι και χειμώνα. Σημαντικότερα μέρη του είναι εκείνα που αναφέρονται στις δύο επιδρομές των Λακεδαιμονίων στη Αττική και στον Επιτάφιο που εκφώνησε ο Περικλής για τους νεκρούς του πρώτου έτους του πολέμου με τον οποίο ο ιστορικός εξιδανικεύει την πόλη των Αθηνών, και στο φοβερό λοιμό των Αθηνών.
Στο Γ΄ βιβλίο εκτίθενται οι ωμότητες των τριών επόμενων χρόνων και παρεμβάλλονται οι δημηγορίες του Κλέωνα και του συνετού Διόδοτου για την αποστασία και την τιμωρία των Μυτιληναίων. Σημαντική επίσης είναι η περιγραφή της παθολογίας του εμφυλίου πολέμου με αφορμή κάποια γεγονότα στην Κέρκυρα (Γ 82-83).
Στο Δ΄ βιβλίο (7ο, 8ο και 9ο έτος του πολέμου) ο Θουκυδίδης πραγματεύεται την κατάληψη της Πύλου από τους Αθηναίους και τις επιχειρήσεις του Λακεδαιμονίου στρατηγού Βρασίδα στη Χαλκιδική.
Σημαντικό μέρος του Ε΄ βιβλίου αναφέρεται στην επιχείρηση των Αθηναίων κατά της Μήλου, όπου δίνεται ανάγλυφη παράσταση της επεκτατικής πολιτικής της Αθήνας.
Στα βιβλία ΣΤ΄και Ζ΄εξιστορεί την εκστρατεία στη Σικελία των Αθηναίων (415-413).
Τέλος, στο Η΄βιβλίο περιλαμβάνει τα πρώτα χρόνια του Δεκελεικού πολέμου, την παρέμβαση των Περσών στις ελληνικές υποθέσεις και την αποστασία πολλών συμμάχων από τους Αθηναίους.
Χαρακτήρας και επιρροές
Ο Θουκυδίδης πιθανότατα εκπαιδεύτηκε από τους Σοφιστές, δασκάλους και φιλοσόφους της κλασικής Αθήνας (Αναξαγόρα και Αντιφώντα). Έχει επηρεαστεί, ακόμη, από την τραγωδία πράγμα που φαίνεται από το διάλογο των Αθηναίων- Μηλίων, ο οποίος είναι γραμμένος σε μορφή ερώτησης απάντησης (στιχομυθία). Επίσης συχνά αντιδιαστέλλει τη γνώμη με την τύχη, επηρεασμένος και πάλι από την τραγωδία.
Σε ό,τι αφορά τα πολιτικά, ο Θουκυδίδης θαύμαζε τον Περικλή και επιδοκίμαζε την εξουσία που είχε στο λαό, παρόλο που αποστρεφόταν τους λαϊκιστές δημαγωγούς που τον διαδέχτηκαν. Ο Θουκυδίδης δεν ήταν υπέρμαχος της ριζικής δημοκρατίας που προωθούσε ο Περικλής, αλλά πίστευε ότι ήταν αποδεκτή όταν λειτουργούσε υπό την καθοδήγηση ενός ικανού ηγέτη.
Άλλη επιρροή του Θουκυδίδη ήταν ο Ιπποκράτης. Στο τμήμα του έργου που περιγράφει το λοιμό που έπληξε την Αθήνα (Β 47-54) η ανάλυση του πάνω στα χαρακτηριστικά της ασθένειας αυτής είναι πολύ λεπτομερής και δείχνει άμεσα την επιρροή του από τον Ιπποκράτη.
Ο ιστορικός Θουκυδίδης
Ο Θουκυδίδης γενικά αναγνωρίζεται ως ένας από τους πρώτους αληθινούς ιστορικούς. Με την εισαγωγή της μεθόδου της ιστορικής αιτιότητας, δηλαδή της αναζήτησης των βαθύτερων αιτιών ενός γεγονότος, υπήρξε ο πρώτος που προσέγγισε με επιστημονικό τρόπο την ιστορία. Αντίθετα με τον προγενέστερό του Ηρόδοτο, τον αποκαλούμενο από τον Κικέρωνα «πατέρα της Ιστορίας», ο οποίος περιελάμβανε στην ιστορία του φήμες και αναφορές στην μυθολογία και στους θεούς, ο Θουκυδίδης συμβουλευόταν σε μεγάλο βαθμό γραπτά ντοκουμέντα και συνομιλούσε με ανθρώπους που συμμετείχαν ή και πρωταγωνίστησαν στα γεγονότα τα οποία περιέγραφε (Α 20).
Ίσως η επιτομή της έρευνας του Θουκυδίδη πάνω στα βαθύτερα αίτια του πολέμου να είναι ο Μηλίων Διάλογος (Ε 84-114). Πρόκειται για ένα ασυνήθιστο απόσπασμα, καθώς είναι γραμμένο σε μορφή που θυμίζει θεατρικό έργο. Σ' αυτό αναδεικνύεται καθαρά ο ιμπεριαλιστικός κυνισμός των Αθηναίων, οι οποίοι αρνούνται το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης ή της ουδετερότητας στους Μηλίους. Πρόκειται για ένα έμμεσο αλλά σαφές σχόλιο σχετικά με την αναγκαιότητα μιας ηθικής βασισμένης στη λογική και όχι στη δύναμη, προκειμένου κάποια στιγμή στο μέλλον να σταματήσουν οι πόλεμοι και η ανθρώπινη εκμετάλλευση. Με άλλα λόγια, ως πραγματική αιτία του πολέμου παρουσιάζεται η άρνηση των Αθηναίων να χρησιμοποιήσουν τη λογική στις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους, και η επιμονή τους να επεκτείνουν συνεχώς την ηγεμονία τους βασιζόμενοι στη στρατιωτική και οικονομική δύναμή τους, πράγμα το οποίο οι Πελοποννήσιοι (το αντίπαλο δέος) φυσικά δεν μπορούσαν να ανεχτούν.
Ο Θουκυδίδης δεν εξετάζει την τέχνη, τη λογοτεχνία ή την κοινωνία της εποχής εκείνης, αλλά αυστηρά ό,τι θεωρούσε ότι σχετιζόταν με τον πόλεμο, και αυτό γιατί περιέγραφε ένα συγκεκριμένο γεγονός και όχι μια ιστορική περίοδο. Επίσης άξιο προσοχής αποτελεί τ' ότι είχε συναίσθηση της σπουδαιότητας που θα είχε το έργο του για τις μελλοντικές γενιές, όπως φαίνεται στο παρακάτω απόσπασμα:
Καὶ εἰς μὲν ἀκρόασιν ἴσως τὸ μὴ μυθῶδες αὐτῶν ἀτερπέστερον φανεῖται, ὅσοι δὲ βουλήσονται τῶν τε γενομένων τὸ σαφὲς σκοπεῖν καὶ τῶν μελλόντων ποτὲ αὖθις κατὰ τὸ ἀνθρώπινον τοιούτων καὶ παραπλησίων ἔσεσθαι, ὠφέλιμα κρίνειν αὐτὰ ἀρκούντως ἕξει. Κτῆμά τε ἐς αἰεῖ μᾶλλον ἢ ἀγώνισμα εἰς τὸ παραχρῆμα ἀκούειν ξύγκειται.
Ο αποκλεισμός του μυθώδους από την ιστορίαν μου ίσως την καταστήση ολιγώτερον τερπνήν ως ακρόαμα, θα μου είναι όμως αρκετόν, εάν το έργον μου κρίνουν ωφέλιμον όσοι θελήσουν να έχουν ακριβή αντίληψιν των γεγονότων, όσα έχουν ήδη λάβει χώραν, και εκείνων τα οποία κατά την ανθρωπίνην φύσιν μέλλουν να συμβούν περίπου όμοια. Διότι την ιστορίαν μου έγραψα ως θησαυρόν παντοτεινόν και όχι ως έργον προωρισμένον να υποβληθή εις διαγωνισμόν και ν' αναγνωσθή εις επήκοον των πολλών, διά να λησμονηθή μετ' ολίγον. (Α 22, μετάφραση του Ελ.Βενιζέλου).
Επιρροή του Θουκυδίδη στη μετέπειτα ιστοριογραφία
Από τους μεταγενέστερους ιστορικούς, μεταξύ άλλων, επηρεάστηκαν άμεσα από το έργο του Θουκυδίδη οι εξής:
Λουκιανός
Πολύβιος
Σαλούστιος
Ευνάπιος
Πρίσκος, του οποίου η αφήγηση της πολιορκίας της Ναϊσσού από τον Αττίλα έχει ως πρότυπο την πολιορκία των Πλαταιών,
Προκόπιος,
Αγαθίας,
Καντακουζηνός,
Λαόνικος Χαλκοκονδύλης,
Κριτόβουλος.
Επίσης, αν και δεν συγκαταλέγεται στους ιστορικούς, ο Ρωμαίος ρήτορας Κικέρων ήταν από αυτούς που επηρεάστηκαν έντονα από τον αρχαίο Αθηναίο ιστορικό.
Νεοελληνικές μεταφράσεις
Ελευθέριος Βενιζέλος, Ι, ΙΙ. ("Εστία" 1940, 1960)
Ε. Λαμπρίδης. Ι–IV. ("Γκοβόστης", 1962)
Άγγελος Βλάχος, Παρατηρήσεις στον Θουκυδίδη: Ξυγγραφής Α΄-Θ΄, Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
Άγγελος Βλάχος, Μεροληψίες Θουκυδίδη, εκδ. ΕΣΤΙΑ 1974
Ν.Μ.Σκουτερόπουλος, Θουκυδίδη ιστορία, εκδ.ΠΟΛΙΣ, ISBN 978-960-435-303-3
Α.Γεωργοπαπαδάκος, Θουκυδίδη ιστορία, εκδ.Μαλλιάρης-Παιδεία,Θεσσαλονίκη 1985
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.