Η λέξη καρότο έχει μια μεγάλη ιστορία σε τόπους και χρόνους. Αρχικά, οι αρχαίοι Έλληνες, βλέποντας πως τα καρότα φυτρώνουν με τέτοιον τρόπο, ώστε να φαίνεται μόνο το "κεφάλι" τους, έπλασαν τη λέξη καρωτόν από το αρχαίο ελληνικό κάρα που σήμαινε κεφάλι. Στην συνέχεια, οι Λατίνοι πήραν το καρωτόν και το έκαναν carota. Η λέξη carota πέρασε και στο ιταλικό λεξιλόγιο. Το παράδοξο είναι πως οι Έλληνες ενώ είχαν τη λέξη καρωτόν, σιγά-σιγά την παραμέρισαν, πήραν τη λέξη carota των Ιταλών και τη μετέφεραν ως καρότο στα νέα ελληνικά.
καρότο < ιταλική carota < λατινική carota < ελληνιστική κοινή καρωτόν < αρχαία ελληνική κάρα
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.
καρότο < ιταλική carota < λατινική carota < ελληνιστική κοινή καρωτόν < αρχαία ελληνική κάρα
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.