«Ενέσιμος» είναι ο εγχύσιμος, αυτός που μπορεί να εισαχθεί στον οργανισμό με ένεση. Από την άλλη, ο «αινέσιμος», μία λέξη που πραγματικά αγνοούμε και σημαίνει τον αξιέπαινο. Προέρχεται από το αρχαίο ρήμα αἰνέω – αἰνῶ, που σημαίνει «επαινώ, υμνώ». Η τρίτη ομόηχη, το «εναίσιμος», δεν χρησιμοποιείται πλέον και την έβρισκε κανείς αποκλειστικά δίπλα στη λέξη «διατριβή» (εναίσιμος διατριβή, δηλαδή –> διδακτορική διατριβή).
Περισσότερα φιλολογικά θέματα εδώ.
Περισσότερα φιλολογικά θέματα εδώ.