Η λέξη καρμπόν είναι γαλλική:
καρμπόν < γαλλική carbone < λατινική carbo < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ker- (καίω) (μεταφραστικό δάνειο από την (γαλλικά papier carbone)
καρμπόν < γαλλική carbone < λατινική carbo < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ker- (καίω) (μεταφραστικό δάνειο από την (γαλλικά papier carbone)
Στα ελληνικά το καρμπόν λέγεται αποτυπωτικό χαρτί.
Δείτε πώς λέγονται περισσότερες λέξεις στα ελληνικά εδώ.