να ελέγχει όχι μόνο την αντίπερα όχθη του Οτράντο αλλά και ευρύτερη ενδοχώρα, συνέτειναν στον περιορισμό των εδαφών που παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα (Θεσσαλία και ένα μικρό μέρος της Ηπείρου γύρω από την Άρτα). Επιπλέον, η αμφισβήτηση της ελληνικότητας του πληθυσμού και νότια ακόμα του ποταμού Καλαμά, ιδίως από την Ιταλία, έθετε τις βάσεις για τη χρησιμοποίηση αργότερα παρόμοιων επιχειρημάτων και για την περιοχή βόρεια του ποταμού.
Οι ηθικοί όμως και ιστορικοί τίτλοι που υπογράμμιζαν την ελληνικότητα της περιοχής βόρεια του Καλαμά και την ανάγκη ενσωμάτωσή της στον ελληνικό κορμό ήταν πολύ ισχυροί. Πριν από την επανάσταση του 1821 πολλά γεγονότα έδειξαν την ελληνική εθνική συνείδηση του πληθυσμού στη Χιμάρα, στη Μοσχόπολη, στο Δέλβινο, στην Πρεμετή, στο Αργυρόκαστρο ή στην Κορυτσά και νοτιότερα στα Γιάννενα ή στην Παραμυθιά, ενώ το εθνικό αίσθημα των Αλβανών είχε αμβλυνθεί σοβαρά. Ο Ελληνισμός της Βόρειας Ηπείρου, γηγενής και όχι αποτέλεσμα εξελληνισμού Αλβανών, συχνά επαναστάτησε κατά των Τούρκων (1612, 1770, 1853 και 1877). Αντίθετα, το τουρκαλβανικό στοιχείο που εξισλαμίστηκε ζούσε αρμονικά με τους Τούρκους, απολαμβάνοντας ιδιαίτερα προνόμια. Οι σχέσεις των Ελλήνων με τους Τόσκηδες ήταν φιλικές σε όλη την Ήπειρο. Ο δάκτυλος ξένων δυνάμεων και η Κωνσταντινούπολη ήταν που υποκίνησαν τους Γκέγκηδες το 1878 να δημιουργήσουν στην Πρισρένη τη λεγόμενη «Αλβανική Λίγκα», προκειμένου να αντιταχθεί σε περίπτωση που το Συνέδριο του Βερολίνου αποφάσιζε την προσάρτηση της Ηπείρου στην Ελλάδα. Δεν υπήρξε, δηλαδή, ούτε στην περίπτωση αυτή κάποιο αυτόνομο εθνικό αλβανικό κίνημα.
Η ίδρυση του Αλβανικού Κράτους και το Βορειοηπειρωτικό
Το βορειοηπειρωτικό ζήτημα εμφανίζεται με την έκρηξη του Α' Βαλκανικού Πολέμου. Τη στιγμή που τα ελληνικά στρατεύματα καταλάμβαναν το Δεκέμβριο του 1912 τη Χιμάρα, την Κορυτσά και τους Αγίους Σαράντα, η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία παρακινούσαν προς εθνική εξέγερση τους Αλβανούς με τον Ισμαήλ Κεμάλ στον Αυλώνα.
Κατά τη διάρκεια του Β' Βαλκανικού (άνοιξη 1913) τα ελληνικά στρατεύματα απελευθέρωσαν το Λεσκοβίκι, την Πρεμετή, το Αργυρόκαστρο κ.ά. Η ανησυχία της Ρώμης, που υποστηριζόταν από τη Βιέννη, είχε ως συνέπεια να μην επιτραπεί την Ελλάδα να φτάσει ως τον Αυλώνα, κύριο στόχο του ιταλικού πολιτικού ενδιαφέροντος. Στη Διάσκεψη του Λονδίνου (Δεκέμβριος 1912-Ιανουάριος 1913) Ιταλοί και Αυστριακοί προσπάθησαν για πρώτη φορά να δημιουργήσουν αυτόνομο αλβανικό κράτος χωρίς να τα καταφέρουν. Μετά τις νίκες των βαλκανικών συμμάχων που ακολούθησαν και έδωσαν στην Ελλάδα και άλλα σημαντικά εδάφη, οι Μεγάλες Δυνάμεις θέλησαν να παρέμβουν, καθεμιά κατά τα συμφέροντά της, στη διανομή των ευρωπαϊκών εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι στη συνθήκη |
Η Σημαία της Βορείου Ηπείρου σε γραμματόσημο ειρήνης, που υπογράφτηκε στο Λονδίνο στις 20 Μαΐου 1913, ανάγκασαν τις νικήτριες δυνάμεις να αναθέσουν σε αυτές «τη μέριμνα να ρυθμίσουν την συνοριακήν γραμμή της Αλβανίας, όπως και παν άλλο ζήτημα που αφορά την Αλβανία» (άρθρο 3). Αν και με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (Αύγουστος 1913) η Ελλάδα έπαιρνε και εδάφη βόρεια της Κορυτσάς, οι Δυνάμεις παραχωρούσαν τη Βόρεια Ήπειρο στο ανεξάρτητο αλβανικό κράτος, που οι ίδιες είχαν δημιουργήσει με ειδικό πρωτόκολλο. Τα σύνορα θα καθορίζονταν με βάση τη γλώσσα που μιλούσαν οι οικογένειες. Η πρόταση του Βενιζέλου για δημοψήφισμα απορρίφτηκε. Η επιτροπή που ανέλαβε το έργο βρέθηκε σε αδιέξοδο. Αντί όμως οι Δυνάμεις να θεσπίσουν άλλα κριτήρια, αποφάσισαν αυθαίρετα να παραχωρηθεί όλη η Β. Ήπειρος στην Αλβανία (Πρωτόκολλο Φλωρεντίας, Δεκέμβριος 1913). Λίγο αργότερα, με διακοίνωση που επέδωσαν στην Ελλάδα (Φεβρουάριος 1914), ανακοίνωσαν ότι θα της παραχωρούσαν τα νησιά του Αιγαίου που είχε απελευθερώσει ο ελληνικός στρατός, μόλις θα απέσυρε τα στρατεύματά της από «τα εδάφη που παραχωρούνταν στην Αλβανία με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας». Η ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να υποκύψει και να δεχθεί την απόφασή τους. Στην αδικία αυτή αντέδρασαν δυναμικά οι ίδιοι οι Βορειοηπειρώτες. Η Συνέλευσή τους ανέθεσε στο Γιώργο-Χριστάκη Ζωγράφο να σχηματίσει πενταμελή Προσωρινή Επαναστατική Κυβέρνηση. Αυτός ενημέρωσε τις Δυνάμεις για την πρόθεση του Βορειοηπειρωτικού λαού να ανακηρύξει την αυτονομία του. Στο Αργυρόκαστρο (2 Μαρτίου 1914) με ανείπωτο ενθουσιασμό ο λαός ύψωσε τη σημαία της Αυτόνομης Ηπείρου. Ταυτόχρονα η «Κυβέρνηση της Ηπείρου» διαμαρτυρόταν, με διακοίνωσή της, για την απόφαση των Δυνάμεων. «Θέλουμε να πιστεύουμε», αναφερόταν μεταξύ άλλων, «ότι η Ευρώπη δεν αγνοεί την τύχη που αναμένει τον ελληνικό πληθυσμό, που εγκαταλείπει στην Αλβανία και... ξεπερνά τις 130.000». «Υπό τις συνθήκες αυτές ο λαός της Ηπείρου διακηρύσσει την ανεξαρτησία του και θα αγωνιστεί για την επιβίωσή του, τα έθιμα και τα δίκαια του». Ταυτόχρονα η Προσωρινή Κυβέρνηση πρότεινε στις αλβανικές αρχές να μείνει |
η Β. Ήπειρος μέσα στο νέο κράτος αλλά με ειδικό προνομιακό καθεστώς. Εξαιτίας των τολμηρών αυτών διπλωματικών κινήσεων, το μεγαλύτερο μέρος της Β. Ηπείρου τέθηκε υπό τον έλεγχο της Προσωρινής Κυβέρνησης. Μπροστά στην κατάσταση που δημιουργήθηκε, οι Δυνάμεις αναγκάστηκαν με το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας (Μάιος 1914) να παραχωρήσουν αυτοδιοίκηση στις επαρχίες του Αργυροκάστρου (με τη Χιμάρα) και της Κορυτσάς μέσα στα όρια του αλβανικού κράτους. Η αυτοδιοίκηση αυτή επέτρεπε να διδάσκεται στα ορθόδοξα σχολεία μόνο η ελληνική γλώσσα, που θα ήταν ισότιμη της αλβανικής στα δικαστήρια και στα τοπικά συμβούλια, να επανδρώνεται η χωροφυλακή από χριστιανούς και μουσουλμάνους με βάση την πληθυσμιακή αναλογία, να δοθεί αμνηστία κ.ά. Η επιτυχία των Βορειοηπειρωτών ήταν βραχύβια, γιατί λίγο μετά ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, που έθεσε ξανά σε νέες βάσεις το όλο θέμα. Μετά την έναρξη του πολέμου, με υπόδειξη του Λονδίνου, ο ελληνικός στρατός ανακατέλαβε το Αργυρόκαστρο και την Πρεμετή, και προέλασε βαθύτερα. Ο Βενιζέλος δήλωνε στη Βουλή: Η προέλαση δε γίνεται με σκοπό την κατάληψη, έχει χαρακτήρα αστυνόμευσης και καλύπτει μόνο ανάγκες ασφαλείας των συνόρων μας με την Αλβανία. Στα τέλη Οκτωβρίου (1914) όλη η Βόρεια Ήπειρος βρισκόταν στα χέρια του ελληνικού στρατού. Παράλληλα όμως και η Ιταλία, που τάχθηκε, τελικά, στο πλευρό της ΑΝΤΑΝΤ, εξασφάλιζε την κυριαρχία στον Αυλώνα, τη Σάσωνα και μια εκτεταμένη ενδοχώρα, ενώ αποδεχόταν την εκχώρηση στην Ελλάδα της Β. Ηπείρου, της οποίας η ακτή θα ουδετεροποιούνταν. Ωστόσο αργότερα (1917), εκμεταλλευόμενη την κατάσταση που δημιούργησε στην Ελλάδα ο «Διχασμός» και τη διεθνή συγκυρία, κατέλαβε αιφνιδιαστικά ολόκληρη τη Β. Ήπειρο, ακόμα και τα Ιωάννινα, διακηρύσσοντας την ενότητα και ανεξαρτησία όλης της Αλβανίας. Ταυτόχρονα η Γαλλία έστειλε στρατεύματα από τη Θεσσαλονίκη και έθεσε υπό στρατιωτική διοίκηση την περιοχή της Κορυτσάς, με πρόφαση την εξασφάλιση στρατηγικών διευκολύνσεων. Ο Βενιζέλος κατάφερε να λύσει τις διαφορές με την Ιταλία σε διμερή βάση. Στο Παρίσι (29/6/1919) υπέγραψε συμφωνία με τον Ιταλό υπουργό Εξωτερικών Τιττόνι. Με αυτή ρυθμίστηκαν τα σύνορα της Β. Ηπείρου παράλληλα με τις βλέψεις των Ιταλών στη Μ. Ασία. Η Αγγλία, η Γαλλία και οι Η ΠΑ δέχτηκαν τη συμφωνία και το Ανώτατο Συμβούλιο της Διάσκεψης παραχώρησε, επίσημα, τη Β. Ήπειρο στην Ελλάδα (13/1/1920). Και πάλι όμως τα πράγματα δεν επρόκειτο να εξελιχθούν ομαλά. Η αποχώρηση των Ιταλών από τον Αυλώνα, η μη ικανοποίηση των απαιτήσεών τους στη Μ. Ασία και η απομάκρυνση του Τιττόνι συνέτειναν σ' αυτό. Ο διάδοχος του Τιττόνι, Σφόρτσα , κατήγγειλε τη συμφωνία (27/7/1920). Η Ελλάδα, απασχολημένη με το μικρασιατικό, δεν ήταν σε θέση να αντιδράσει αποφασιστικά. Η υπογραφή των Συμφωνιών, με τις οποίες τερματιζόταν ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, άφηνε ανοικτό το θέμα των συνόρων Ελλάδας-Αλβανίας. Το επανέφερε |
η κυβέρνηση των Τιράνων, μετά την είσοδο της χώρας της στην ΚΤΕ, και το διεθνές αυτό όργανο ανέλαβε να επιλύσει το ζήτημα. Πάντως, πριν γίνει δεκτή η Αλβανία στην ΚΤΕ είχε δεσμευτεί, με επιστολή του πρωθυπουργού της (9/2/1921), ότι θα τηρούσε όλες τις γενικές αρχές που αφορούσαν την προστασία των μειονοτήτων.
Η Διάσκεψη των Πρέσβεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας και Ιαπωνίας), που εξ ονόματος του Συμβουλίου της ΚΤΕ ανέλαβε τον καθορισμό των συνόρων, αγνόησε τα ελληνικά δίκαια και παραχώρησε όλη τη Βόρεια Ήπειρο στην Αλβανία. Κλήθηκε βέβαια η ελληνική πλευρά να εκφράσει τις απόψεις της, αλλά η απόφαση για τη νέα μεθόριο είχε παρθεί στα παρασκήνια τη στιγμή που η Ελλάδα αντιμετώπιζε την τραγωδία της Σμύρνης. Οι τίτλοι που είχε αποκομίσει ο Ελληνισμός της Β. Ηπείρου (Πρωτόκολλο Κέρκυρας και απόφαση της 13/1/1920) αποτέλεσαν τη βάση για αναγνώριση σ' αυτόν κάποιων δικαιωμάτων, τα οποία δέχτηκε και η αλβανική κυβέρνηση, άσχετα αν ποτέ δεν τα εφάρμοσε στην πράξη. Μετά την απόφαση της Πρεσβευτικής Διάσκεψης, τον ακριβή καθορισμό των συνόρων ανέλαβε διεθνής τεχνική Επιτροπή (εμπειρογνωμόνων), στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι της Ιταλίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας, καθώς και Έλληνας και Αλβανός αξιωματικός, που προσυπέγραψαν τα σχετικά πρωτόκολλα.
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και οι μεταπολεμικές σχέσεις Ελλάδας-Αλβανίας
Όταν ξέσπασε ο Β' παγκόσμιος πόλεμος, η Αλβανία ήταν ουσιαστικά υποτελής στην Ιταλία, της οποίας τις αποφάσεις ήταν υποχρεωμένη να ακολουθεί με βάση Βασιλικό Διάταγμα (9/6/1940). Κατά συνέπεια, με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου (28/10/1940), θεωρήθηκε εμπόλεμο κράτος με την Ελλάδα και δεσμεύτηκαν όλες οι περιουσίες Αλβανών υπηκόων που κατοικούσαν στην ελληνική επικράτεια. Ο ελληνικός στρατός, μετά μια πρώτη αναδίπλωση υπό την πίεση της αιφνιδιαστικής ιταλικής επίθεσης, απελευθέρωσε, ως τις αρχές του Ιανουαρίου 1941, ολόκληρη τη Βόρειο Ήπειρο και προχώρησε παραπέρα.
Και πάλι η κατάσταση αυτή θα διαρκούσε λίγο. Η γερμανική επίθεση ανέτρεψε τη νικηφόρα πορεία του ελληνικού στρατού. Η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε, με μνημόνιο της, να πείσει Άγγλους και Αμερικανούς για την ένταξη στον εθνικό κορμό της Β. Ηπείρου και των Δωδεκανήσων, μετά τη λήξη του πολέμου. Και οι δύο αυτοί σύμμαχοι δεν ήταν αρνητικοί στις ελληνικές διεκδικήσεις, αλλά και δε δεσμεύτηκαν να τις ικανοποιήσουν. Και αυτό, γιατί παράλληλα η αγγλική κυβέρνηση προσπαθούσε να προσεταιριστεί την Αλβανία, που θεωρούσε ότι είχε υποστεί ιταλική επίθεση και ότι είχε ενταχθεί χωρίς τη θέληση της στον πόλεμο. Και, παρά τις διαμαρτυρίες της ελληνικής κυβέρνησης, υποσχόταν, μυστικά, σημαντικές παραχωρήσεις προς την αλβανική πλευρά. Οι Αλβανοί όμως συνέχιζαν να συνεργάζονται επίσημα με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς. |
Η περίοδος αυτή του πολέμου υπήρξε άλλη μια σελίδα τεταμένων σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. Και ενώ οι Βορειοηπειρώτες, μαζί με αλβανικές ομάδες, πρόβαλλαν μια γνήσια αντίσταση κατά του Άξονα, ο αλβανικός στρατός στρεφόταν όχι μόνο εναντίον της αντίστασης αυτής, αλλά και εναντίον του ελληνικού λαού, βοηθώντας τις αρχές κατοχής. Ακόμα και οι Τσάμηδες, που ήταν Αλβανοί μουσουλμάνοι και κατοικούσαν στη Θεσπρωτία, συναγωνίζονταν τον ιταλικό ή το γερμανικό στρατό σε εχθρικές ενέργειες εναντίον των Ελλήνων. Για το λόγο αυτό, όταν αποσύρονταν τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, έκριναν σκόπιμο να εγκαταλείψουν και αυτοί τα χωριά τους - για να αποφύγουν τις νόμιμες συνέπειες - και να εγκατασταθούν στην Αλβανία.
Οι αντιστασιακές ομάδες στην Αλβανία, δεν ενεργούσαν μόνο εναντίον του εχθρού, αλλά και για την ελευθερία της Β. Ηπείρου. Το «Μέτωπο Απελευθερώσεως της Β. Ηπείρου» συνεργαζόταν με αντιστασιακές ομάδες στην Ελλάδα.
Το Αρσάκειο σχολείο Θηλέων (Αθήνα, Γενάδειος Βιβλιοθήκη).
|
Το τέλος του πολέμου ξανάνοιγε το ζήτημα των συνόρων για την Αλβανία, που ωστόσο είχε ενταχθεί στο χώρο επιρροής της Μόσχας. Στη Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού η ελληνική κυβέρνηση δεν έθεσε θέμα Βορειοηπειρωτικού, γιατί έκρινε σκοπιμότερο να το υποβάλει απευθείας στο Συμβούλιο των τεσσάρων υπουργών εξωτερικών, που ήταν όργανο της Διάσκεψης Ειρήνης. Και το έκανε, στη σύνοδο του (Νοέμβριος 1946) στη Νέα Υόρκη. Οι υπουργοί συζήτησαν το θέμα και αποφάσισαν να το αντιμετωπίσουν αργότερα σε συνάρτηση προς τη ρύθμιση του αυστριακού ζητήματος. Έκτοτε το Συμβούλιο παρέμεινε ανενεργό και το θέμα σε διαρκή εκκρεμότητα. Η εκκρεμότητα αυτή, οι εσωτερικές ανωμαλίες στην Ελλάδα μετά το 1944, και η ένταση, που είχε δημιουργηθεί στις Ελληνοαλβανικές σχέσεις από την απαίτηση των Τιράνων να παραιτηθεί η Ελλάδα από κάθε διεκδίκηση στη Β. Ήπειρο, δεν επέτρεπαν την ομαλοποίηση των σχέσεων με τη γείτονα χώρα. Έτσι, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του 1960 είχε αρχίσει μια διαδικασία συμφιλίωσης της Ελλάδας με τη Βουλγαρία και μια βελτίωση των σχέσεων με τη Γιουγκοσλαβία, η Αλβανία παρέμενε έξω από την πολιτική αυτή. Αρχή για την αποκατάσταση των διμερών σχέσεων έκανε η αλβανική κυβέρνηση με μια χειρονομία σε πνεύμα συμφιλιωτικό (1968). Μετά από διαπραγματεύσεις στην έδρα του OHE, οι διπλωματικές σχέσεις αποκαταστάθηκαν (Μάιος 1971). Ολα αυτά τα χρόνια στη Β. Ήπειρο συνεχιζόταν ο αφελληνισμός, που είχε αρχίσει πριν από τον πόλεμο. Η αποκατάσταση των σχέσεων, με την αποστολή πρέσβεων, είχε σκοπό, εκτός των άλλων, να προστατευτεί και να εξασφαλιστεί η ελληνική μειονότητα. Η ελληνική κυβέρνηση απέφευγε να δεσμευτεί για τον οριστικό χαρακτήρα των συνόρων, αποδέχτηκε απλά την πραγματικότητα που υπήρχε. Δεν ενήργησε, επίσης, για να αρθεί η «εμπόλεμη κατάσταση» μεταξύ των δύο κρατών. Για το εμπόλεμο θα υπάρξει πολιτική αντιμετώπιση μόλις το 1987, με δήλωση της τότε κυβέρνησης. Το πρώτο σημείο επικοινωνίας μεταξύ των δύο κρατών άνοιξε στην Κρυσταλλοπηγή (1984) για να ακολουθήσει εκείνο της Κακαβιάς (1985). Στην πράξη, όμως, χρησιμοποιούνται και οι Άγιοι Σαράντα και τα Τίρανα, μετά την αποκατάσταση και της αεροπορικής συγκοινωνίας. Συμφωνήθηκε, τέλος, (1992) να δημιουργηθεί και τρίτος μεθοριακός σταθμός, όταν αρχίσουν να λειτουργούν τα Γενικά Προξενεία: της Ελλάδας στο Αργυρόκαστρο και της Αλβανίας στα Ιωάννινα. Μέχρι το 1984 οι προσπάθειες για την ομαλοποίηση των σχέσεων ήταν υποτονικές. Στη συνέχεια όμως, με επισκέψεις υπουργικού επιπέδου, δρομολογήθηκε μια νέα ποιότητα επικοινωνίας. Όταν, μετά από ιδιωτική προσφυγή, συζητήθηκε σε Συμβούλιο του OHE το θέμα της παραβίασης των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην Αλβανία, η Ελλάδα ψήφισε αποχή. Οι επισκέψεις των κυβερνητικών κλιμακίων σε μειονοτικές περιοχές τόνωναν, αναμφισβήτητα, ψυχικά τον Ελληνισμό της Αλβανίας. Για να βελτιωθούν ακόμα περισσότερο οι σχέσεις των |
δύο χωρών η ελληνική κυβέρνηση δήλωσε (1984) ότι για την Ελλάδα δεν υφίσταται θέμα συνόρων με την Αλβανία, σύμφωνα με την Τελική Πράξη του Ελσίνκι, που είχε υπογράψει η Ελλάδα αλλά όχι η Αλβανία (τότε). Η Πράξη αυτή θέσπιζε το απαραβίαστο των συνόρων, που προέρχονταν από το Β ' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη, που άρχισε να επιταχύνεται μετά το 1989, επηρέασε και την Αλβανία. Παρά τις ενθαρρυντικές, όμως, εξελίξεις στο εσωτερικό της, οι σχέσεις της με την Ελλάδα συναντούσαν κάποιες δυσκολίες: Επέμενε να παραιτηθεί η Ελλάδα από κάθε εδαφική διεκδίκηση και έθετε για πρώτη φορά θέμα επιστροφής των Τσάμηδων ή απόδοσης των περιουσιών τους, διευθέτησης του μεθοριακού κ.ά. Ταυτόχρονα ζητούσε να μη διώχνει η ελληνική κυβέρνηση τις χιλιάδες παράνομους φυγάδες Αλβανούς, που άρχισαν να έρχονται στην Ελλάδα από τον Ιανουάριο του 1991 - ίσως και με ενθάρρυνση των αλβανικών αρχών - για αναζήτηση καλύτερης τύχης.
Εν τω μεταξύ, η Αλβανία εντάχθηκε στη ΔΑΣΕ, τον Ιούνιο 1991, και δεσμεύτηκε από όλες τις πράξεις της Διάσκεψης και ιδιαίτερα από αυτές για το σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Από τη στιγμή που εγκαθιδρύθηκε στην Αλβανία το κομμουνιστικό καθεστώς, άρχισε τον πόλεμο κατά της θρησκείας - κυρίως της ορθοδοξίας: Εθνικοποίησε την εκκλησιαστική περιουσία και έκλεισε ναούς και τζαμιά. Συνταγματικά το κράτος έγινε αθεϊστικό. Σταδιακά από το 1990 άρχισε η αποκατάσταση της θρησκευτικής λατρείας. Ο επίσκοπος Ανδρούσης (Αναστάσιος Γιαννουλάτος) ονομάζεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Πατριαρχικός Έξαρχος της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Αλβανίας (είχε δημιουργηθεί από το 1929) και γίνεται δεκτός στην Αλβανία τον Αύγουστο του 1991. Από τη στιγμή αυτή αρχίζει ένα κολοσσιαίο έργο ποιμαντορίας των περίπου 600.000 ορθοδόξων χριστιανών (Ελλήνων και Αλβανών), που είχαν διατηρήσει την πίστη τους. Ήδη λειτουργεί ιερατική σχολή, δημιουργείται φυτώριο ιερέων, αναστηλώνονται παλιοί ναοί ή χτίζονται νέοι. Πρόσφατα ο κ. Αναστάσιος χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας. Τελικά, η πλήρης ανατροπή του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Αλβανία (Μάρτιος 1992) αποτέλεσε έναυσμα για την έναρξη μιας νέας συνεργασίας με την Ελλάδα. Ο Ελληνας πρωθυπουργός επισκέφτηκε την Αλβανία και δήλωσε ότι: «Η Ελλάς δεν έχει εδαφικές διεκδικήσεις», αλλά περιμένει απόλυτο και έμπρακτο σεβασμό των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας. Ο Αλβανός πρωθυπουργός αναγνώρισε ως δικαιώματα, τα οποία πρέπει να χαίρει η μειονότητα, «την ανεξιθρησκεία, την ακώλυτη άσκηση θρησκευτικής λατρείας, το δικαίωμα για την παιδεία σε όλα τα επίπεδα, στο χώρο όπου κατοικούν σήμερα». Η Ελλάδα, μετά από αυτά, άρχισε να αποστέλλει ανθρωπιστική βοήθεια, τόσο στην ελληνική μειονότητα όσο και στον αλβανικό λαό, για να απαλύνει τα καυτά επισιτιστικά προβλήματα και να ανακόψει το κύμα φυγής προς τα εδάφη |
της. (Τα σύνορα Αλβανίας - Ελλάδας έχουν έκταση 246,7 χιλιομέτρων και είναι δύσκολο να επιτηρούνται αποτελεσματικά. Κατά συνέπεια, πολλές χιλιάδες Αλβανοί και Βορειοηπειρώτες έχουν καταφύγει στην Ελλάδα, όπου οι συνθήκες διαβίωσης είναι καλύτερες από αυτές στην Αλβανία). Ταυτόχρονα άρχισε μια ακόμα πιο συστηματική προσπάθεια υποβοήθησης της Αλβανίας σε βασικούς τομείς της οικονομίας. Αυτή κρίθηκε αναγκαία, ώστε με τη φιλία, που θα αναπτυχθεί και την παράλληλη προς τον αλβανικό πληθυσμό ανάπτυξη της βορειοηπειρωτικής μειονότητας, να δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα αρθρώσουν, κατά κοινό τρόπο, το μέλλον των δύο λαών.
Ο Ελληνισμός της Αλβανίας
Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, κατοικούσαν ελληνικοί πληθυσμοί, στην περιοχή νότια του Γενούσου ποταμού - κυρίως στα παράλια.
Η κάθοδος άλλων φύλων μετά τον 8ο μ.Χ. αιώνα δεν τους επηρέασε ουσιαστικά. Αντίθετα, τα ιλλυρικά φύλα, που κατοικούσαν - κυρίως - βόρεια του Γενούσου, εκσλαβίστηκαν και αργότερα εξισλαμίστηκαν. Έτσι, το μόνο εθνολογικό στοιχείο που διατήρησε τα βασικά γνωρίσματά του, γλώσσα και θρησκεία, είναι το ελληνικό. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας η Ήπειρος, γεωγραφικά και διοικητικά, περιλάμβανε και το βόρειο τμήμα της. Κυρίαρχη στην περιοχή γλώσσα ήταν η ελληνική, ενώ η αλβανική, που ήταν κράμα διάφορων άλλων γλωσσών, βρισκόταν σε δεύτερη μοίρα. Οι Αλβανοί μετά την ηρωική αντίσταση του Γεώργιου Καστριώτη (Σκενδέρμπεη) κατά των Τούρκων, στα μέσα του 15ου αιώνα, εξισλαμίστηκαν και ταύτισαν την τύχη τους με τον κατακτητή. Μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα κινήθηκαν για ανάκτηση της ανεξαρτησίας τους. Η κίνησή τους ήταν περισσότερο αποτέλεσμα της πολιτικής της Πύλης και ευρωπαϊκών Δυνάμεων και είχε σκοπό να περιορίσει τις εδαφικές βλέψεις των άλλων βαλκανικών χωρών (Ελλάδας, Σερβίας, Μαυροβουνίου) στην περιοχή. Οι Έλληνες της Β. Ηπείρου αποτελούσαν την πλειοψηφία (περίπου τα 2/3) σε μια περιοχή που ξεκινούσε από τα Ακροκεραύνεια και κατέληγε στη Μεγάλη Πρέσπα (χάρτης). Αλλά και οι αλβανόφωνοι κάτοικοι, χριστιανοί Τόσκηδες, είχαν οι πιο πολλοί ελληνική εθνική συνείδηση, όπως και οι Αρβανίτες που κατοικούσαν στην κυρίως Ελλάδα. Στις αρχές του 19ου αιώνα η παραγωγή και το εμπόριο της περιοχής βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων. Ο πλούτος που αποκόμιζαν βοήθησε στην άνθηση των γραμμάτων και της εκκλησίας. Πολλά ελληνικά σχολεία είχαν ιδρυθεί από το 17ο αιώνα. Το πρώτο σχολειό λειτούργησε στο Αργυρόκαστρο (1633) και το πρώτο ελληνικό τυπογραφείο στη Μοσχόπολη (1720). Λίγο μετά, ιδρύεται στην ίδια πόλη η «Νέα Ακαδημία», που αποτέλεσε πόλο έλξης πολλών ανθρώπων των γραμμάτων. |
Σε όλες τις εξεγέρσεις του έθνους ο Ελληνισμός της Β. Ηπείρου έδωσε το «παρών», είτε επαναστατώντας ο ίδιος είτε στέλνοντας μαχητές στις επαναστατημένες περιοχές, νοτιότερα. Η πολιτιστική ανάπτυξη της περιοχής συνεχίστηκε έντονη και μετά την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Μεγάλος αριθμός σχολείων και άλλων ευαγών ιδρυμάτων δημιουργήθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Στη Χειμάρρα, που από την αρχαιότητα ήταν γνήσια ελληνική και δεν κατακτήθηκε ποτέ από τους Τούρκους, η ανάπτυξη των γραμμάτων χρονολογείται από την εποχή του Κοσμά του Αιτωλού. Το ανήσυχο πνεύμα των Ελλήνων και οι δυσκολίες της οθωμανικής κατοχής ώθησαν πολλούς Βορειοηπειρώτες στην αποδημία. Πολλοί από αυτούς πλούτισαν στα ξένα και βοήθησαν ποικιλότροπα όχι μόνο τον τόπο καταγωγής τους αλλά και το ελληνικό κράτος. Οι σπουδαιότεροι από τους εθνικούς ευεργέτες ήταν Βορειοηπειρώτες. Οι Ευάγγελος και Κων/νος Ζάππας, από το Λούμποβο, χρηματοδότησαν την ανέγερση του «Ζαππείου». Ο Ιωάννης Δομπόλης χρηματοδότησε το «Καποδιστριακό» Πανεπιστήμιο, ο Απόστολος Αρσάκης, από την Πρεμετή, τη «Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία», ο Γεώργιος Σίνας, από τη Μοσχόπολη, και ο γιος του Σίμων, την Ακαδημία και το Αστεροσκοπείο της Αθήνας και, τέλος, ο Ιωάννης Μπάγκας, από την Κορυτσά, δώρισε όλη την ακίνητη περιουσία του στην ελληνική κυβέρνηση. Η περίοδος του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα ως την ίδρυση του αλβανικού κράτους (1913) υπήρξε για τη Β. Ήπειρο καρποφόρα. Το 1913 λειτουργούσαν εκεί 360 ελληνικά σχολεία, με 22.595 μαθητές και 576 δασκάλους. Ο συνολικός πληθυσμός της περιοχής ήταν περίπου 230.000 από τους οποίους περίπου οι 117.000 ήταν Έλληνες. Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, με τη δημογραφική ανάπτυξη, ο Ελληνισμός στην περιοχή έφθασε τις 200.000-250.000. Οι ίδιοι οι Βορειοηπειρώτες δήλωσαν στη ΔΑΣΕ (Μόσχα, 1991) ότι οι Έλληνες μαζί με τους Έλληνες Βλάχους της Αλβανίας ήταν περίπου 300.000. Απ' αυτούς ένας σημαντικός αριθμός έχουν εγκατασταθεί στην Ελλάδα, διατηρώντας την επαφή με τα χωριά της καταγωγής τους. Στις βουλευτικές και τις δημοτικές εκλογές (Μάρτιος και Ιούλιος 1992) χιλιάδες Βορειοηπειρώτες επέστρεψαν στη γενέτειρά τους για να ρίξουν την ψήφο τους. Από αλβανική πλευρά το ελληνικό στοιχείο υπολογίζεται, σύμφωνα με «επίσημες» φαλκιδευμένες στατιστικές, σε 58.000 άτομα. Από τη σύσταση του αλβανικού κράτους και την προβολή των ελληνικών θέσεων για την ελληνικότητα της Β. Ηπείρου, άρχισε ένας απηνής διωγμός των Ελλήνων και μια προσπάθεια αφελληνισμού τους. Σ' αυτό απέβλεπε η απαγόρευση της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας και της λειτουργίας των ελληνικών σχολείων. Τα 78 σχολειά με τους 113 δασκάλους, που υπήρχαν το 1913, περιορίστηκαν σε 10, με 11 δασκάλους, το 1932. Το επόμενο έτος τα έκλεισαν και αυτά, παρά τις ρητές δεσμεύσεις, που είχαν αναληφθεί κατά την είσοδο της Αλβανίας στην ΚΤΕ (Οκτώβριος 1921). Η Ελλάδα κατέφυγε στο Διαρκές Δικαστήριο της Χάγης, το οποίο και τη δικαίωσε (1935). Έτσι, λειτούργησαν πάλι 74 |
ελληνικά σχολεία. Η εφαρμογή της απόφασης του Δικαστηρίου επρόκειτο να είναι βραχύβια, πάντως τόνωσε τον Ελληνισμό και διατήρησε το δικαίωμά του αυτό, ώστε να αναγκαστεί να το σεβαστεί, έστω και περιορισμένα, το μεταπολεμικό αλβανικό καθεστώς. Η εγκατάσταση του κομμουνιστικού καθεστώτος στα Τίρανα (1946) επρόκειτο να αποτελέσει μια πολύ σκληρότερη δοκιμασία για τους Βορειοηπειρώτες. Το νέο καθεστώς" αναγνώρισε την ύπαρξη ελληνικής μειονότητας, αλλά αυθαίρετα χαρακτήρισε «μειονοτικές περιοχές» μόνο τους νομούς Αγ. Σαράντα και Αργυροκάστρου, χωρίς τις πρωτεύουσές τους. Η Χειμάρα, η Κορυτσά, και η Μοσχόπολη δε θεωρήθηκαν «μειονοτικές περιοχές». Αυτό έχει σημασία, γιατί μόνο στις περιοχές αυτές επιτρεπόταν εκπαίδευση και στα ελληνικά, στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, και «κυκλοφορούσε» η εφημερίδα «Λαϊκό Βήμα»,- ελληνόφωνο όργανο του καθεστώτος Οι Ελληνες είχαν το δικαίωμα να μιλούν τη γλώσσα τους μόνο στα σπίτια τους. Η μυστική αστυνομία (Sigurimi) καιροφυλακτούσε και συλλάμβανε κάθε παραβάτη. Παράλληλα, άρχισε μια συστηματική προσπάθεια εποικιστικής διασποράς της μειονότητας, σύμφωνα με τις «ανάγκες» της αλβανικής οικονομίας. Έτσι, το 1990 υπήρχαν σημαντικές ελληνικές κοινότητες στα Τίρανα (10.000), στο Δυρράχιο (5.000) και στη Σκόρδα (2.500). Αντίθετα, έγινε εποικισμός των ελληνικών περιοχών με Αλβανούς. Στα μεικτά χωριά που δημιουργήθηκαν οι Βορειοηπειρώτες έχασαν το δικαίωμα διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας. Όσοι αναγκάστηκαν να μετοικίσουν, σήμερα δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να επιστρέψουν στον τόπο καταγωγής τους. Και δεν είναι λίγοι αυτοί που δέχτηκαν να «ξεχάσουν» τις πραγματικές καταβολές τους. Μεταπολεμικά, κυρίως, η σημασία του βορειοηπειρωτικού μετακινήθηκε από την εδαφική πτυχή του στη θέση και τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας. Και αυτό, γιατί η διεθνής κοινότητα άρχισε να ευαισθητοποιείται σε ανάλογα θέματα. Μετά το Συμβούλιο της Ευρώπης, η τελική πράξη του Ελσίνκι (της ΔΑΣΕ), θέτει βασικούς κανόνες σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Η Αλβανία βέβαια, που δεν ανήκε σε κανένα από τους οργανισμούς αυτούς, μόνο ηθικά μπορούσε να επηρεαστεί. Μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, οι Έλληνες ευρωβουλευτές πρόβαλαν επανειλημμένα τα δεινά των Βορειοηπειρωτών στο Ευρωκοινοβούλιο, προκειμένου να το ευαισθητοποιήσουν. Προσφυγές υποβλήθηκαν και στον OHE (1984 και 1988) και προτάθηκε να μετατραπεί η Β. Ήπειρος σε «αυτόνομη περιοχή». Τελικά, η αρμόδια υποεπιτροπή αποφάσισε την ανάγκη λήψης μέτρων από τις αλβανικές αρχές υπέρ της ελληνικής μειονότητας. Η σταδιακή κατάλυση των κομμουνιστικών καθεστώτων της Ευρώπης επηρέασε και την Αλβανία. Στα Τίρανα, δειλά στην αρχή (1989) και γρηγορότερα στη συνέχεια, δρομολογήθηκαν ριζικές αλλαγές. Η ένταξη της Αλβανίας στη ΔΑΣΕ (1991) σήμαινε και αποδοχή όλων των υποχρεώσεων προστασίας των μειονοτήτων. Αποτέλεσμα: Την ίδια χρονιά αντιπροσωπεία από Έλληνες μειονοτικούς |
διεκτραγώδησε σε σύνοδο της ΔΑΣΕ στη Μόσχα τα δεινά του Ελληνισμού της Αλβανίας και υπέβαλε σχετικό υπόμνημα. Το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων διασφαλίζει και η Συμφωνία Εμπορικής και Οικονομικής Συνεργασίας, που πρόσφατα υπογράφτηκε μεταξύ ΕΟΚ και Αλβανίας: Στο προοίμιο της αναγνωρίζεται η σπουδαιότητα εφαρμογής των αρχών της ΔΑΣΕ για τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Γενικά, η διεθνής συγκυρία σήμερα ευνοεί την ειρήνη, τη σταθερότητα και το σεβασμό των ανθρώπινων και μειονοτικών δικαιωμάτων. Το απαραβίαστο των συνόρων αποτελεί μία από τις κύριες αρχές τις ΔΑΣΕ. Η πλήρης και ισότιμη ένταξη των μειονοτήτων στον κοινωνικό και πολιτικό μηχανισμό της χώρας θα διατηρήσει την ειρήνη στην Ευρώπη και ειδικότερα στα εύφλεκτα Βαλκάνια. Ήδη με το Σύνταγμα του 1992, που είναι πιο σύγχρονο και πιο φιλελεύθερο από το προηγούμενο, αναγνωρίζονται ρητά συγκεκριμένα δικαιώματα στις μειονότητες της Αλβανίας. Το νέο σύνταγμα πάλι-αποτέλεσμα συμβολής και Έλληνα νομομαθή-που έγινε δεκτό με δημοψήφισμα στο τέλος του 1998 με πολύ μεγάλη πλειοψηφία, είναι ακόμα πιο φιλελεύθερο σε ότι αφορά την ομογένεια, τη συνοχή και τα δικαιώματά της. Στις δύο μειονοτικές περιοχές που προαναφέραμε, από τις αρχές του 1991 δημιουργήθηκε η μειονοτική οργάνωση «Ομόνοια», που εκπροσωπούσε τον Ελληνισμό για κάθε έκφραση της εθνικής υπόστασής του, πολιτιστική, κοινωνική, πολιτική. Αυτή πήρε μέρος και στις κοινοβουλευτικές εκλογές και εξέλεξε 5 βουλευτές σε σύνολο 250 (ποσοστό 2%). Ακραία εθνικιστικά στοιχεία στράφηκαν εναντίον της «Ομόνοιας» και κατάφεραν να μην επιτραπεί η αυτόνομη συμμετοχή της στις εκλογές του 1992. Οι Βορειοηπειρώτες κατέφυγαν σε διεθνείς οργανισμούς και τελικά πήραν μέρος στις εκλογές με το κόμμα «Ενωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων», που δημιούργησαν την τελευταία στιγμή. Στόχος του κόμματος αυτού είναι η εκπροσώπηση όχι μόνο όλου του Ελληνισμού της Αλβανίας αλλά και των ορθόδοξων Αλβανών. Στις βουλευτικές εκλογές πήρε 2,9% και 2 βουλευτές, και στις δημοτικές αύξησε τα ποσοστά του σε 4.3%. Αν λάβει κανείς υπόψη τις πρακτικές δυσκολίες που συνάντησε το νέο κόμμα, το μεγάλο αριθμό Βορειοηπειρωτών, που είχαν μετοικίσει στην Ελλάδα, και παρ' όλα αυτά την εκλογή 3 νομαρχών, 1 δημάρχου και 12 κοινοταρχών, αντιλαμβάνεται το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει ο Ελληνισμός στη χώρα αυτή, προς όφελος του και γενικότερα της Αλβανίας. Η δύναμη του κόμματος της Ένωσης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων παρέμεινε στα ίδια επίπεδα στις εκλογές του Ιουνίου-Ιουλίου 1997. Εξέλεξε όμως μόνο 4 βουλευτές. Άλλοι 4 μειονοτικοί βουλευτές εξελέγησαν με άλλα κόμματα. Με τις ευνοϊκές συγκυρίες και συμμαχίες που διαμορφώθηκαν, η ομογένεια ανέδειξε δύο υπουργούς και τρεις υφυπουργούς, γεγονός που για πρώτη φορά |
σημειώθηκε στη χώρα αυτή. Με τον τρόπο αυτό ο ρόλος της βορειοηπειρωτικής μειονότητας γίνεται ακόμα πιο καίριος. Ωστόσο οι εξελίξεις αυτές δεν ήρθαν από μόνες τους. Από το 1993 οι σχέσεις Ελλάδας-Αλβανίας επιδεινώθηκαν με διάφορες πρωτοβουλίες της αλβανικής κυβέρνησης, η οποία έβλεπε με καχυποψία την ομογένεια και την ανάπτυξη των διμερών σχέσεων. Μέσα στο ίδιο πνεύμα, επεισόδιο σε συνοριακό φυλάκιο στην Επισκοπή (Απρίλιος 1994) έδωσε έναυσμα για νέες ανθελληνικές εκδηλώσεις. Μετά από διαταγή της κυβέρνησης των Τιράνων συνελήφθησαν έξι μειονοτικοί, οι οποίοι και καταδικάστηκαν σε φυλάκιση. Χρειάστηκε να κινητοποιηθεί δραστήρια η Ελλάδα και η μειονότητα, για να ευαισθητοποιηθεί ο διεθνής παράγοντας. Τελικά, οι πέντε που καταδικάστηκαν απελευθερώθηκαν το Φεβρουάριο του 1995. Έκτοτε -και ιδίως μετά τις εκλογές του 1997 και τη νίκη του Σοσιαλιστικού Κόμματος-δρομολογήθηκε μια ουσιαστική βελτίωση των διμερών μας σχέσεων με την Αλβανία, που απαίτησε μεγάλο κόπο και επιμονή. Μπορεί κανείς να σημειώσει σειρά επισκέψεων, όπως του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Πρωθυπουργού και αριθμού Υπουργών και των Αλβανών ομολόγων τους στη χώρα μας. Κατά τις επισκέψεις αυτές υπογράφτηκαν βασικά κείμενα με τα οποία βελτιώνονταν και θεσμικά οι διμερείς σχέσεις. Θα πρέπει να σημειώσει κανείς μεταξύ αυτών το Σύμφωνο Φιλίας και Συνεργασίας (Μάρτιος 1996), όπου αναγνωρίζεται το εδαφικό καθεστώς και το απαραβίαστο των διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων, η Συμφωνία εποχιακής εργασίας Αλβανών στην Ελλάδα, η οποία συνέβαλε στην ενδυνάμωση της εμπιστοσύνης της αλβανικής πλευράς προς την ελληνική, η Μορφωτική Συμφωνία που προβλέπει τη διεύρυνση της διδασκαλίας των ελληνικών ως ξένης γλώσσας στη δευτεροβάθμια αλβανική εκπαίδευση, η Συμφωνία που προβλέπει ίδρυση Προξενείων στην Κορυτσά και στη Θεσσαλονίκη, αντίστοιχα, η Συμφωνία διάνοιξης τριών ακόμα συνοριακών διαβάσεων, οι οποίες θα επιτρέπουν την ευχερέστερη επικοινωνία των περιοχών κατά μήκος των συνόρων κ.ά. Βασική επιτυχία ήταν και η συμφωνία για την ίδρυση στα Τίρανα Αρσακείου Σχολής υπό την εποπτεία της «Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας», που ήδη άρχισε να λειτουργεί. Τα ελληνικά άρχισαν να διδάσκονται και σε σχολεία περιοχών όπου υπάρχει Ελληνισμός πέρα από τις λεγόμενες μειονοτικές περιοχές. Με την αναβάθμιση των σχέσεων ρυθμίστηκαν διάφορες εκκλησιαστικές εκκρεμότητες: ο Αρχιεπίσκοπος μπορεί τώρα πια να ασκεί απρόσκοπτα τα καθήκοντά του, συνεπικουρούμενος από Επισκόπους και, ακόμα, επιστράφηκε μέρος της παλαιάς εκκλησιαστικής περιουσίας. Τέλος, στο πλαίσιο του έντονου ενδιαφέροντος της διεθνούς κοινότητας για τη σταθερότητα της Αλβανίας και της πολυσχιδούς βοήθειας που παρέχει στη γείτονα, η Ελλάδα συμμετέχει στην αναμόρφωση των ενόπλων και αστυνομικών δυνάμεων με την παρουσία εκεί σημαντικού αριθμού Ελλήνων αξιωματικών |
, οπλιτών και αστυνομικών. Στόχος της συμμετοχής αυτής της Ελλάδας είναι να βοηθήσει την Αλβανία στη δημιουργία ενός σύγχρονου δημοκρατικού κράτους, ενός κράτους όπου θα κυριαρχεί ευνομία, ειρήνη και ασφάλεια, ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει κάθε εσωτερικό κίνδυνο ανωμαλίας και να προχωρήσει στην αναγκαία οικονομική πρόοδο. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι οι δυο κυβερνήσεις συμφώνησαν στη ανάγκη μέριμνας και συντήρησης των ελληνικών στρατιωτικών νεκροταφείων στη γειτονική μας χώρα. Αντίστοιχα, η βελτίωση της ατμόσφαιρας έχει επιτρέψει μια πολύ έντονη επιχειρηματική παρουσία των Ελλήνων βιομηχάνων στην Αλβανία, παρουσία που συντελεί στην γενική άνοδο του βιοτικού επιπέδου των περιοχών που έχουν εγκατασταθεί. Οι σχέσεις Αλβανίας-Ελλάδας έχουν φτάσει πια σε μια ικανοποιητική και σύγχρονη τροχιά. Έχουν αναβαθμιστεί σημαντικά. Οι προϋποθέσεις έχουν τεθεί για την παραμονή και άνθηση της μειονότητάς μας στα προγονικά εδάφη της και την επιστροφή σ' αυτά όσων επέλεξαν καταφύγιο στην Ελλάδα κατά τις περιόδους των κρίσεων. Με γνώμονα τις σκέψεις αυτές και η Ελλάδα προωθεί την Αλβανία στη θέση που της αντιστοιχεί στην ευρωπαϊκή και διεθνή κοινότητα, παίζοντας το ρόλο της γέφυρας προς τους διεθνής οργανισμούς, όπως πρόσφατα αναγνώρισε ο Αλβανός πρωθυπουργός. Προς το σκοπό αυτό έχει υπογραφεί σχετικό πρωτόκολλο συνεργασίας (Σεπτέμβριος 1998). Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές σύννεφα έχουν μαζευτεί πάνω από το Κοσσυφοπέδιο. Οι εκεί Αλβανόφωνοι ζητούν ανεξαρτησία ή αυτονομία από τη Σερβία. Η Ελλάδα προσβλέπει στον κατευναστικό ρόλο των Τιράνων. Η ειρηνική ρύθμιση του εκρηκτικού αυτού προβλήματος θα επιτρέψει τη διατήρηση των τόσο θετικών προοπτικών σε ολόκληρη την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Η περαιτέρω πορεία του Ελληνισμού στην Αλβανία εξαρτάται και από τη σωστή αντιμετώπιση της κατάστασης από τα ίδια τα μέλη της μειονότητας. Η εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που τους παρέχονται τώρα με τις διεθνείς εγγυήσεις θα τους βοηθήσει να προκόψουν στη γη των πατέρων τους, στη γη του βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού. |
ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΑ
ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΕΤΟΥΣ 1990
(βλ. εφημ. «Βορειοηπειρωτικός Αγών», φύλλο Μαίου 1986)
ΤΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΝ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ
(5/17 Μαίου 1914)
Το κείμενον του Πρωτοκόλλου της Κερκύρας που υπογράφηκε μεταξύ της Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου της Αλβανίας και της Αυτονόμου Κυβερνήσεως Ηπείρου έχει ως εξής:
«Η Διεθνής Επιτροπή του Ελέγχου δια να αποφύγη την επανάληψιν των εχθροπραξιών, ενόμισε καθήκον της να συνδιαλλάξη, εφ' όσον της ήτο δυνατόν, τας βλέψεις των Ηπειρωτικών πληθυσμών τας αφορώσας τας ειδικάς διατάξεις τας οποίας εζήτουν, προς τας βλέψεις της αλβανικής Κυβερνήσεως. Υπό το κράτος των ιδεών αυτών συνήνεσε να υποβάλη εις τας Δυνάμεις τας οποίας αντιπροσωπεύει, ώς επίσης εις την Αλβανικήν Κυβέρνησιν, το έγκλειστον κείμενον πόρισμα των γενομένων συζητήσεων μεταξύ των μελών της Επιτροπής αυτής και των Αντιπροσώπων της Ηπείρου.
Κέρκυρα 5/17 Μαίου 1914
Η Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου
Λάμη (Αγγλος Πληρεξούσιος), Βίγκελ (Γενικός Πρόξενος Γερμανίας), Κραλ (Γενικός Πρόξενος Αυστρίας), Κραζέφσκι (Γενικός Πρόξενος Γαλλίας), Σαχτάιν (Υποπρόξενος Αυστρίας), Πετρώφ (Γενικός Πρόξενος Ρωσίας), Λάουρο (Γεν. Πρόξενος Ιταλίας), Μεχδή Φράσαρι (Ειδικός αντιπρόσωπος Αλβανίας).
Με τας ιδίας επιφυλάξεις όσον αφορά την έγκρισιν των εκλογέων μας, Γεώργιος Χρ. Ζωγράφος, Αλέξανδρος Καραπάνος.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ
1. Οργάνωσις. Η εκτέλεσις και η διατήρησις των ληφθεισών διατάξεων δια την οργάνωσιν των δύο μεσημβρινών Νομών (δηλ., Αργυροκάστρου και Κορυτσάς) επί του παρόντος ανατίθενται εις την Διεθνή Επιτροπή του Ελέγχου, ήτις θα οργανώση την Διοίκησιν, την Δικαιοσύνην και τα Οικονομικά.
Η Αλβανική Κυβέρνησις από κοινού μετά της Δ.Ε.Ε. θα διορίζη και θα παύη τους Διοικητάς και τους ανωτέρους υπαλλήλους, λαμβάνουσα υπ' όψιν, κατά το δυνατόν, την αριθμητικήν σπουδαιότητα των δικαιωματικών μελών. |
2. Τοπικά Συμβούλια. Ο αριθμός των εκλεκτών μελών εις τα Διοικητικά Συμβούλια θα είναι τριπλάσιος του αριθμού των δικαιωματικών μελών. 3. Καθορισμός και Διοικητικαί υποδιαιρέσεις. Η Δ.Ε.Ε. θα επιστήση επίσης εις τον καθορισμόν και την διοικητικήν υποδιαίρεσιν των δύο Νομών τούτων δι' άπαξ γνωμόνων, ουδεμία δε θα επέρχεται μεταβολή χωρίς την συμφωνίαν των Δυνάμεων. 4. Αι χώραι. Όλαι αι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται εις τους πληθυσμούς των προηγουμένως υπό της Ελλάδος καταληφθεισών χωρών και προσαρτηθεισών εις την Αλβανίαν. 5. Χωροφυλακή. Προς φύλαξιν της τάξεως εις τας Νοτίους επαρχίας θα σχηματισθή από αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και χωροφύλακας τοπική χωροφυλακή αποτελουμένη από στοιχεία των διαφόρων θρησκευμάτων, αναλόγως του αριθμού των πιστών των κατοικούντων τους Νομούς αυτούς. Η χωροφυλακή αύτη δεν θα δύναται να υπηρετή εκτός των Νομών αυτών, ειμή (- παρά μόνον -) δια ωρισμένη περίοδον και τούτο λόγω υπέρτατης ανάγκης αναγνωριζομένης υπό της Δ.Ε.Ε. Ο αυτός περιορισμός θέλει εφαρμοσθή εις την χρήσιν δια τους νοτίους αυτούς Νομούς Σωμάτων Χωροφυλακής, αποτελουμένων εκ των Νομών αυτών. Συνιστάται εις τους αξιωματικούς της Χωροφυλακής να μη μεταχειρίζονται εις τα διάφορα μέρη, ειμή μόνον αποσπάσματα αποτελούμενα από άνδρες του αυτού θρησκεύματος προς το θρήσκευμα των κατοίκων των μερών. Εις περίπτωσιν ανεπαρκείας των τοπικών στοιχείων δια τον κατ' αναλογίαν σχηματισμόν της Χωροφυλακής θα γίνεται προσφυγή εις τους εξ άλλων Νομών της Αλβανίας καταγομένους. Συμφώνως προς τας διατυπωθείας αυτάς αρχάς, οι Ολλανδοί αξιωματικοί θέλουσι προβή αμέσως εις τας στρατολογικάς ενεργείας. Εννοείται καλώς ότι αι προηγούμεναι διατάξεις ουδόλως θίγουν την ενότητα της Αλβανικής Χωροφυλακής, ως αύτη διετυπώθη υπό της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου. 6. Ένοπλος Δύναμις. Εκτός περιπτώσεως πολέμου ή επαναστάσεως, εις τους Νοτίους Νομούς ουδέποτε θα είναι δυνατή η μεταφορά ή η χρήσις εις τους Νομούς αυτούς στρατιωτικών μονάδων μη αυτοχθόνων. 7. Ορθόδοξοι Κοινότητες. Αι ορθόδοξοι χριστιανικαί κοινότητες αναγνωρίζονται νομικά πρόσωπα, επίσης ως και αι άλλαι. Διατηρούσι την περιουσίαν των και θα διαθέτουν αυτήν ελευθέρως. Αι μετά των πνευματικών αρχηγών των σχέσεις των ορθοδόξων κοινοτήτων θα είναι αι αυταί, ως και κατά το παρελθόν. Ουδόλως θέλουν θιγή τα πατροπαράδοτα δίκαια και η ιεραρχική οργάνωσις των περί ων ο λόγος Κοινοτήτων, εκτός εάν επέλθη συμφωνία μεταξύ της αλβανικής κυβερνήσεως και του οικουμενικού πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλελως. 8. Σχολεία. Η εκπαίδευσις είναι ελευθέρα. Εις τα σχολεία των Ορθοδόξων Κοινοτήτων |
η εκπαίδευσις γίνεται ελληνιστί. Εις τας τρεις τάξεις του Δημοτικού μετά της ελληνικής θα διδάσκεται και η αλβανική. Αλλά η θρησκευτική διδασκαλία θα γίνεται αποκλειστικώς εις την ελληνικήν. 9. Ελευθερία γλώσσης. Δυνάμει της τεθείσης δια της προς την Ελλάδα διακοινώσεως των Δυνάμεων υπό ημερομηνίαν 11/24 Απριλίου 1914 η χρήσις της αλβανικής και της ελληνικής γλώσσης θέλει εξασφαλισθή εις του νοτίους νομούς ενώπιον όλων των αρχών, συμπεριλαμβανομένων των Δικαστηρίων, ως και των εκλεκτών Συμβουλίων. 10. Κατοχή. Η Δ.Ε.Ε. εν ονόματι της αλβανικής κυβερνήσεως θα λάβη κατοχήν των εν λόγω χωρών, μεταβαίνουσα επί τόπου. Οι αξιωματικοί της ολλανδικής αποστολής θέλουν προβή αμέσως εις τον σχηματισμόν της τοπικής Χωροφυλακής. Η Δ.Ε.Ε. θα προβή επίσης εις την συγκρότησιν μεικτών επιτροπών αποτελουμένων υπό χριστιανών και μουσουλμάνων κατ' αναλογίαν της αριθμητικής σπουδαιότητος εκάστου των θρησκευμάτων. Προσωρινώς και μέχρις οργανώσεως των τοπικών αρχών, αι Επιτροπαί αυταί θα ασκούν διοικητικά καθήκοντα υπό την τελεσουργόν εποπτείαν της Δ.Ε.Ε., ήτις θέλει προσδιορίσει την έκτασιν αυτών. Προ της αφίξεως των Ολλανδών αξιωματικών, θέλουσι ληφθή τα αναγκαία μέτρα υπό της Προσωρινής Κυβερνήσεως του Αργυροκάστρου προς απομάκρυνσιν εκ του τόπου πάντων των ξένων ενόπλων στοιχείων. Αι διατάξεις αυταί θέλουν εφαρμοσθή και εις τον Νομόν Κορυτσάς, κατεχόμενον επί του παρόντος στρατιωτικώς υπό της Αλβανικής Κυβερνήσεως, ως και εις τας άλλας νοτίους ζώνας. 12. Αμνηστεία. Απονέμεται εις τους Ηπειρώτας πλήρης αμνηστία δια πάσας τας πράξεις τας προγενεστέρας της καταλήψεως των Νομών αυτών υπό των αντιπροσώπων της αλβανικής κυβερνήσεως. Πάντες οι μη εξ Ηπείρου καταγόμενοι μόνον δι' εγκλήματα κοινού δικαίου θα καταδιώκονται, καθόσον αφορά την ρηθείσαν χρονικήν περίοδον. 13. Εγγυήσεις. Αι Δυνάμεις αι δια της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου εγγυηθείσαι την συγκρότησιν της Αλβανίας και εγκαταστήσασαι την Δ.Ε.Ε. εγγυώνται δια την εκτέλεσιν και την διατήρησιν των ανωτέρω διατάξεων. 14. Διατάξεις αφορώσαι την Χειμάρραν. Ακούσασα τον αρχηγόν της Χειμάρρας από κοινού μετά των αντιπροσώπων της Ηπείρου και λαβούσα υπό σημείωσιν τα αιτήματα αυτών τα αφορώντα εις την διατήρησιν των αρχαίων προνομίων, ως και τας νέας προτάσεις τας γενομένας προς το συμφέρον αυτής της Χειμάρρας και της γενικής συνδιαλλαγής αιτήματα, των οποίων το κείμενον έπεται, η Δ.Ε.Ε. θα υποβάλη αυτά ως και τας υπολοίπους διατάξεις τας αφορώσας εις την Ήπειρον εις τον έλεγχον και την έγκρισιν των Μεγάλων Δυνάμεων, ως και της αλβανικής κυβερνήσεως. Τα αιτήματα ταύτα εγγράφως διατυπωθέντα είναι τα επόμενα: Κατά την διάρκειαν μιας δεκαετίας ο διοικητής θα είναι ξένος: Ο Ολλανδός αξιωματικός, |
αρχηγός της Χωροφυλακής εις την Χειμάρραν, δύναται να εκτελέση χρέη Κυβερνήτου. Το μέτρον αυτό ελήφθη προς το γενικόν συμφέρον, διότι μόνον ένας ξένος θα ηδύνατο να επιβληθή εις τους πληθυσμούς αυτούς, των οποίων τα ήθη, ο χαρακτήρ, είναι πολύ ανεξάρτητα, ώστε να τους υπαγάγη ευκόλως υπό το κράτος του νόμου. Ο αρχηγός της Χειμάρρας εκφράζει ωσαύτως την ευχήν να διατηρήση ο Διοικητής τον τίτλον του αρχηγού της Χειμάρρας. Η περιφέρεια Χειμάρρας θα περιλάβη τα εξής δεκαοχτώ χωρία: 15. Χριστιανικά χωρία: Παλάσσα, Δρυμάδες, Βούνο, Χειμάρρα, Πήλιουρι, Κούδεσι, Κηπαρό, Τσιόραϊ, Πικέρνι, Λούκοβον, Αγιος Βασίλειος, Χουντέσοβον και Νίβιτσα. 16. Μουσουλμανικά χωρία: Φτέρα, Μπόρσι, Σάσαϊ, Λαζάτι, Καλλιάσα. Η αίτησις αύτη στηρίζεται επί των ιστορικών προνομίων, των κοινών παραδόσεων, και της δράσεως των δεκατριών χριστιανικών χωρίων κατά τον τελευταίον ελληνοτουρκικόν πόλεμον. Ταύτα, καταδιώξαντα την τουρκικήν φρουράν, ανεκήρυξαν και διετήρησαν την ένωσίν των με την Ελλάδα δια των ιδίων των δυνάμεων προ της πτώσεως Ιωαννίνων, επομένως άνευ τινός επεμβάσεως και προς της αφίξεως των ελληνικών στρατευμάτων. Έκτοτε ανεξαρτήτως της Ελληνικής κυριαρχίας το καπετανάτον της Χειμάρρας απετελέσθη από τα 18 αυτά χωρία και διοικείτο εν πλήρει ανεξαρτησία. Εξ άλλου η συμμετοχή των μουσουλμανικών στοιχείων θα αφήρει εκ του οργανισμού της Χειμάρρας πάντα χαρακτήρα ιδιαιτέρων τάσεων και θ' απετέλει εγγύησιν δια την αλβανικήν κυβέρνησιν. Ουδεμία άλλη χώρα δεν θα ηδύνατο ν' απετέλει ποσώς μέρος της περιφερείας της Χειμάρρας. Ο ετήσιος φόρος ο πληρωνόμενος υπό της Χειμάρρας αντί των λοιπόν φόρων, όπως είχε καθορισθή τελευταίως ακόμη κατά το 1910 υπό της οθωμανικής κυβερνήσεως δια τα οκτώ χωρία, τα όποια απετέλουν τότε τας περιφερείας της Χειμάρρας, θ' αυξήση κατ' αναλογίαν αριθμού των κατοίκων των προστιθεμένων χωρίων. Δυνάμει των παλαιών προνομίων των οι Χειμαρριώται ακόμη υπό το παλαιόν σύστημα συμμετείχον των πολέμων της αυτοκρατορίας και είχον την ιδιαιτέραν των σημαίαν. Οφείλει, λοιπόν να τους εξασφαλισθή η χρήσις ειδικής σημαίας, η οποία θα κυματίζει παρά την αλβανικήν σημαίαν. Η χειμαρριώτικη χωροφυλακή δεν θα ηδύνατο να χρησιμοποιηθή εις καμμίαν περίπτωσιν εκτός των ορίων των δύο επαρχιών Αργυροκάστρου και Κορυτσάς. Διοικητικώς η περιφέρεια της Χειμάρρας θα προσκολληθή εις την επαρχίαν Αργυροκάστρου. Ζητείται ομοίως, όπως η Χειμάρρα είναι έδρα δικαστηρίου και όπως οι ειρηνοδίκαι, οι οποίοι πρέπει να εκλέγωνται μεταξύ ορθοδόξων χριστιανών Ηπειρωτών, έχουν αρμοδιότητα επεκτεινομένην ιδίως εις ό,τι αφορά την ποινικήν δικαστικήν εξουσίαν, ίνα δι' αυστηράς εφαρμογής του νόμου, γινομένης τρόπον τινά επιτοπίως, |
δύναται να κατανικούν λυπηράς τινας συνήθειας και ν' αποφεύγουν επίσης την μεταφοράν του πληθυσμού τούτου, του τόσον υπερηφάνου δια το ένδοξον παρελθόν του εις απομεμακρυσμένα μέρη (δύσκολον άλλωστε εις ην κατάστασιν ευρίσκεται η συγκοινωνία) εν περιπτώσει κατηγορίας επί κακουργήματι ή πλημμελήματι.
ΔΙΑΚΗΡΥΞΙΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ
Οι Ηπειρώται αντιπρόσωποι δηλούν ότι θα επιμείνουν:
1) Ότι η εγχώριος χωροφυλακή μη δύναται εν ουδεμιά περιπτώσει, ακόμη και εν περιπτώσει, ανωτέρας βίας, να υπηρετή εκτός των ορίων των δύο νοτίων επαρχιών. 2) Οτι επί μίαν δεκαετίαν οι διοικηταί θα είναι ξένοι υπήκοοι ουδετέρου κράτους καταγόμενοι εξ αυτού ή τουλάχιστον ορθόδοξοι χριστιανοί.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΡ. ΖΩΓΡΑΦΟΣ, ΑΛ. ΚΑΡΑΠΑΝΟΣ ΣΗΜ.
Το τρίτον δεκαήμερον του μηνός Ιουνίου 1914 συνήλθεν εις Δέλβινον Πανηπειρωτικόν Συνέδρων προς επικύρωσιν των συμφωνιών της Κερκύρας. Το Συνέδριον επεκύρωσε το «Πρωτόκολλον της Κερκύρας» εκτός των αντιπροσώπων της Χειμάρρας, οίτινες απεχώρησαν διαμαρτυρόμενοι δια την δοθείσαν λύσιν ανυψώσαντες εις Χειμάρραν την ελληνικήν σημαίαν.
Η ΑΛΒΑΝΙΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ΑΝΕΥ ΟΡΩΝ ΤΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΝ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ
Τηλεγράφημα της Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου της Αλβανίας προς τον Γεώρ γιον Χρηστάκη Ζωγράφον:
«Η Α. Υ. ο Ηγεμών της Αλβανίας και η Κυβέρνησίς του απεδέχθησαν εξ ολοκλήρου και άνευ όρων την Συμφωνίαν της Κερκύρας και αφήκαν ει ς την Διεθνή Επιτροπήν του Ελέγχου πλήρη ελευθερίαν να κανονίσει κατόπιν επιτοπίου εξετάσεως το ζήτημα της Χειμάρρας ως και το ζήτημα της Διοικητικής υποδιαιρέσεως. Καθ' όσον αφορά εις τα άλλας εγγράφους δηλώσεις Υμών, αι οποίαι ήσαν προσηρτημέναι εις το κείμενον της Συμφωνίας, ελήφθησαν ήδη υπ' όψιν και εκανονίσθησαν δια των άρθρων 1 και 5 της εν λόγω Συμφωνίας.
Κατ' αυτόν τον τρόπον ο οριστικός κανονισμός του ζητήματος κατέστη της αποκλειστικής αρμοδιότητας των Μεγάλων Δυνάμεων, αντιπροσωπευομένων υπό της Διεθνούς Επιτροπής του Ελέγχου. Αφού λάβωμεν εκ μέρους Υμών οριστικήν απάντησιν, θα σας κοινοποιήσωμεν επισήμως την απόφασιν των Μεγάλων Δυνάμεων και την ημέραν της εις Αγίους Σαράντα αφίξεώς μας». 12 Ιουνίου 1914
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΚΡΑΛ
Πρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής της Αλβανίας
|
ΑΙ. Μ. ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΑΝΑΚΟΙΝΟΥΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΑ ΣΥΜΦΩΝΗΘΕΝΤΑ ΕΝ ΚΕΡΚΥΡΑ (19 Ιουνίου 1914)
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΠΡΟΣ ΤΗΝ Α.Ε. ΤΟΝ ΥΠΟΥΡΓΟΝ ΤΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (19 Ιουνίου 1914)
Οι υπογεγραμμένοι λαμβάνουσι την τιμήν να ανακοινώσωσι προς την Α.Ε. τον Υπουργόν των Εξωτερικών, ότι αι Κυβερνήσεις της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας, της Γαλλίας, της Μεγάλης Βρεττανίας; της Ιταλίας, της Ρωσίας ενέκριναν την εν Κερκύρα ελθούσαν συμφωνίαν μεταξύ της Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου και των Πληρεξουσίων των Ηπειρωτών, όσον αφορά το μέλλον Πολίτευμα της Ηπείρου.
ΚΟΥΑΤ, ΣΙΛΑΣΣΥ, ΝΤΟΒΙΛΛ, ΕΡΑΚΙΝΣ, ΜΠΟΔΑΡΙ, ΠΡΙΓΚΗΨ ΚΟΥΡΟΥΣΣΩΒ.
(Κείμενο 2)
ΤΣΑΜΗΔΕΣ
Τσάμηδες αποκαλούνται οι Αλβανοί, μουσουλμάνοι, κάτοικοι κατά μήκος του ποταμού Θύαμη (Καλαμά) τόσον εντός του ελληνικού (Θεσπρωτία) όσο και του αλβανικού εδάφους. Το όνομά τους προέρχεται προφανώς από παραφθορά του ονόματος του ποταμού. Ο αριθμός των Τσάμηδων στην Ελλάδα ήταν μικρός. Το 1938 υπολογίζονταν μόλις 16.000 ψυχές.
Σύμφωνα με την ελληνοτουρκική συμφωνία περί ανταλλαγής των πληθυσμών (30 Ιαν. 1923), οι Τσάμηδες έπρεπε ως μουσουλμάνοι να εγκαταλείψουν το ελληνικό έδαφος. Εν τούτοις, σε μία χειρονομία φιλίας προς την Αλβανία, ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος, στις αρχές του 1926, δέχτηκε οι Τσάμηδες να μη συμπεριληφθούν στους ανταλλάξιμους. Έτσι, παρέμειναν ως Έλληνες υπήκοοι στη Θεσπρωτία. Ήδη, όμως, έκτοτε άρχισαν να επιδίδονται σε αλυτρωτική δραστηριότητα, ενθαρρυνόμενοι από τα υπό ιταλική κηδεμονία Τίρανα, και τη Ρώμη. Το γεγονός αυτό δηλητηρίασε τις σχέσεις Ελλάδας-Αλβανίας. Κατά τη διάρκεια του Β ' Παγκόσμιου πολέμου, οι τσάμικοι πληθυσμοί της Θεσπρωτίας δημιούργησαν μονάδες που συνεργάστηκαν με τις ιταλικές ή και τις γερμανικές αρχές κατοχής. Έλληνες υπήκοοι αυτοί, στράφηκαν εμπράκτως εναντίον άλλων Ελλήνων και διέπραξαν σωρεία εγκλημάτων και βιαιοπραγιών. Φοβούμενοι τις συνέπειες των πράξεών τους, το σύνολο σχεδόν των Τσάμηδων ακολούθησε τις δυνάμεις κατοχής, κατά την υποχώρησή τους από την Ελλάδα στην Αλβανία. Η περιουσία όσων μεν αποδείχθηκαν δοσίλογοι - περί τους 1.600 - δημεύτηκε, των δε άλλων, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, ως εγκαταλειφθείσα διενεμήθη στους κατοίκους της Θεσπρωτίας. Βεβαίως, δεν υφίσταται πλέον μειονότητα Τσάμηδων στην Ελλάδα. Περισσότερα αφιερώματα εδώ. |